Οι 100 εθελοντές από την Αϊτή που ήρθαν να πολεμήσουν στην επανάσταση του 1821

 

Με την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης το 1821, οι Έλληνες επιδίωκαν την αποτίναξη του ξένου ζυγού, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός ελεύθερου κράτους. Ξεκινά, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο, μια περίοδος ένοπλων αγώνων, οι οποίοι όμως χρειάζονταν τόσο υλική και οικονομική υποστήριξη, όσο και ηθική. Τον πρώτο λόγο είχαν οι Έλληνες εύποροι αγωνιστές που χρηματοδοτούσαν τις ανάγκες που προέκυπταν σε όπλα και πολεμοφόδια, ενώ οι μη κατέχοντες υψηλά οικονομικά κεφάλαια, προσέφεραν τη ζωή τους στις υπηρεσίες του αγώνα.

Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν Έλληνες, που για να ενισχύσουν την επανάσταση, προσπαθούσαν να προσελκύσουν είτε ξένες κυβερνήσεις, είτε μεμονωμένα άτομα μέσα από τις μυστικές εταιρείες που είχαν δημιουργηθεί εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου. Μια από αυτές τις εταιρείες ήταν και εκείνη της Πίζας στην Ιταλία με αρχικό πυρήνα την τριανδρία των Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, μητροπολίτη Ιγνατίου και Ιωάννη Καρατζά. Ο τελευταίος μάλιστα, έδωσε μέρος της περιουσίας του για τις πολύπλευρες ανάγκες που υπήρχαν και συνέβαλε στην κατασκευή δυο πλοίων, την αγορά και μεταφορά όπλων. Ο μητροπολίτης Ιγνάτιος με τη σειρά του χρησιμοποίησε τις διάφορες γνωριμίες που είχε ανά την Ευρώπη για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος προς όφελος των Ελλήνων.

Στο ίδιο πνεύμα κινούνταν και η εταιρεία που είχε ως έδρα το Παρίσι. Τις συντονιστικές ενέργειες και την προεδρία εκεί κατείχε ο Αδαμάντιος Κοραής, που με την οξυδέρκειά του κατόρθωσε να επικοινωνήσει τις ιδέες της επανάστασης όσο μακρύτερα γινόταν. Ύστερα από την πρόταση του στρατηγού Λαφαγιέτ και του επισκόπου Βλαισών Γρηγορίου, εστάλη μια επιστολή το 1821, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στη χώρα της Αϊτής, ζητώντας βοήθεια και συμπαράσταση στον αγώνα τους. Τα δύο αυτά πρόσωπα είχαν μια ιδιαίτερη γνώση για την Αμερικανική Ήπειρο, καθώς ο μεν πρώτος είχε πολεμήσει στο πλευρό των Αμερικανών για την ανεξαρτησία τους, ο δε δεύτερος είχε επισκεφθεί πολλές από τις εκεί περιοχές και μεταξύ άλλων και την Αϊτή. Για τη δράση της αυτή η εταιρία ενημέρωσε το Δημήτριο Υψηλάντη διαμέσου του συμβούλου του Βάμβα.

Για να προχωρήσουμε την αφήγηση των γεγονότων αξίζει να παραθέσουμε εν συντομία κάποια στοιχεία για τη μακρινή αυτή χώρα. Πριν από την ανεξαρτησία της, η περιοχή αυτή αποτελούσε μια από τις πλουσιότερες αποικίες της εποχής χάρη στη παραγωγή ζαχαροκάλαμου και καφέ. Στην περιοχή αυτή έφταναν κατά χιλιάδες οι σκλάβοι από την Αφρικανική Ήπειρο, αποτελώντας την πλειοψηφία στον τόπο. Οι άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες ζωής οδήγησαν στους αγώνες για την ανεξαρτησία της από τους Γάλλους αποικιοκράτες που ξεκινούν από τα τέλη του 18ου αιώνα, με τις προσωπικότητες των Τουσέν Λουβερτούρ και Ζαν Ζακ Ντεσαλίνες να πρωταγωνιστούν. Τελικά, θα απαλλαγούν από τη ξένη κυριαρχία το 1804 και θα ανακηρύξουν τη Δημοκρατία της Αϊτής.

Την περίοδο λοιπόν που ξεσπά η ελληνική Επανάσταση, η Αϊτή μετρά ήδη κάποια χρόνια ανεξαρτησίας. Η χώρα τότε βρισκόταν υπό την ηγεσία του Ζαν Πιερ Μπουαγιέ, που ήταν και ο αποδέκτης της ελληνικής επιστολής. Η απάντηση που απέστειλε στους υπευθύνους στο Παρίσι (Κοραή, Πολυχρονιάδη, Βογορίδη, Κλωνάρη), στις 15 Ιανουαρίου 1822, ήταν σε εγκάρδιο και γεμάτο συμπαράσταση κλίμα. Τα νέα για την επανάσταση, όπως αναφέρει, είχαν φθάσει εκεί τον Αύγουστο το 1821, καθώς λόγω της μακρά απόστασης και με τα μέσα της εποχής, τα μηνύματα χρειάζονταν αρκετό χρόνο για να μεταφερθούν. Υποστήριξε τον αγώνα των Ελλήνων που «επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον», παρουσιάζοντάς τους ως «απογόνους του Λεωνίδου». Ωστόσο, δε μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμα για μια μεγάλη υλική βοήθεια, καθώς η χώρα του ήταν αντιμέτωπη με μια εσωτερική κρίση στα ανατολικά της χώρας και όλοι οι πόροι κατευθύνονταν εκεί, ενώ και μέσα από τους αγώνες της για ανεξαρτησία είχε χάσει σημαντικό μέρος του πλούτου της.


Μπορεί η Χαϊτή –όπως αναφέρονταν τότε- να μην κατόρθωσε να αποστείλει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ή όπλα, όμως, προσέφερε σε ένα συμβολικό επίπεδο 45 τόνους καφέ. Οι επαναστατημένοι Έλληνες θα είχαν τη δυνατότητα να τους πουλήσουν, αξιοποιώντας μετά τα ποσά αυτά για τις ανάγκες που προέκυπταν. Επίσης, περίπου 100 Αϊτινοί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους με σκοπό να πολεμήσουν εθελοντικά στο πλευρό των Ελλήνων, αλλά δεν κατόρθωσαν να φτάσουν ζωντανοί στον προορισμό τους. Το σημαντικότερο που αποκόμισαν οι αγωνιστές από την παρούσα ιστορία, θεωρώ πως είναι, η αναγνώριση και η ηθική συμπαράσταση στις επιδιώξεις τους για ελευθερία.

Η μικρή και απομακρυσμένη χώρα στην άλλη μεριά του Ατλαντικού συμπαραστάθηκε από την πρώτη στιγμή στις προσπάθειες των υπόδουλων Ελλήνων, όσο μπορούσε υλικά, αλλά περισσότερο ηθικά, δίχως να αποσκοπεί σε ίδιον όφελος.


Από την ιστοσελίδα Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμούστο «Η Επανάσταση του ΄21 και η αναγνώριση της Ελλάδας από την Αϊτή (1822)»