ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ


Αθανάσιος-Νικόλαος Μασαβέτας-Διάκος.
Ο ήρωας της Επανάστασης με το υψηλό πατριωτικό φρόνημα, ο μάρτυρας της ελευθερίας που η μορφή του αγγίζει τα όρια του θρύλου.Η ομορφιά,το θάρρος,η παληκαριά,η αρετή και η σεμνότητά του ένας θρύλος που τον καθιστούν κορυφαία μορφή στο Πάνθεον των ηρώων του ’21.
Ήταν 16 ή 17 ετών ο Αθανάσιος, όταν ο πατέρας του τον πήγε στο μοναστήρι του Ιωάννου του Προδρόμου για να μαθητεύσει, σε ένα γραμματισμένο μοναχό στο ψαλτήρι.Μια μέρα έτυχε να περιοδεύσει σε εκείνα τα μέρη ο Δεσπότης Λιδωρικίου και άκουσε τον Αθανάσιο να λέει τον Απόστολο στη λειτουργία, όπως έκανε τακτικά.Ο Δεσπότης μαγεύτηκε από το ήθος, την ομορφιά και την γλυκύτατη φωνή του και του πρότεινε να τον χειροτονήσει διάκο.Ο νέος δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Έμεινε στο μοναστήρι και αφιερώθηκε στη διακονία. Ύστερα από καιρό, μια Κυριακή, έγινε γάμος στην Αρτοτίνα. Γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν.Μια αδέσποτη σφαίρατου λενε οτι βρήκε και σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας, που καταγόταν από δυνατό σόι της Κοσταρίτσας.Ο φόνος καταλογίστηκε από όλους, Χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν καθόλου βέβαιο πως εκείνος ήταν ο φονιάς. Αναγκάστηκε να κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα.
Τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, οι Τούρκοι παραμόνευσαν και έπιασαν τον Διάκο και μαζί του κάποιον Καφέτζο που καταζητούσαν. Τους πήγαν δεμένους στο διοικητή του Λιδωρικίου και τους έριξε σε μια μικρή φυλακή, της οποίας ως το 1890 σώζονταν τα ερείπιά της. Ο Διάκος παρατήρησε πως τα σανιδένια κάγκελα της φυλακής ήταν σάπια. Έτσι τη νύχτα, έσπασε δύο σανίδες και πήδηξε έξω. Ο Καφέτζος όμως, δεν μπορούσε να γλιστρήσει από το μικρό άνοιγμα που είχε κάνει ο Διάκος. Χρειάστηκε να τον τραβήξει και να σπάσει τα δεσμά του,δείχνοντας για πρώτη φορά ένα τρελό θάρρος που φανέρωσε στην κατοπινή ζωή του. Και οι δύο μαζί ανέβηκαν στα βουνά και έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας, Τσάμ Καλόγερου, ο οποίος είχε ένα σώμα εβδομήντα ανδρών, που ανάμεσά τους ήταν δύο πρωτοπαλήκαρα, ο Γούλας και ο Σκαλτσοδήμος.Οι δύο δραπέτες, μόλις έφτασαν στο λημέρι των κλεφτών, ζήτησαν να τους δεχτούν στην ομάδα τους. Ο Διάκος δεν άργησε να αποδείξει τη μεγάλη του δύναμη και ανδρεία. Στη Ζελίτσα, ένα μικρό χωριο έγινε δυνατή συμπλοκή με τους Τούρκους.Οι Κλέφτες διασκορπίστηκαν επειδή ο εχθρός είχε πολύ μεγαλύτερη δύναμη.Ο καπετάνιος πληγωμένος βαριά στο πόδι θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων αν ο Διάκος,ατρόμητος, δεν έμενε κοντά του να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί γυμνό στο χέρι του, μπόρεσε να τον σηκώσει και να τον μεταφέρει σε μιά ψηλή ράχη,δύο ώρες απ την Αρτοτίνα.Εκεί μπροστά σε όλους, ομολόγησε ο καλόγερος την παληκαριά του Διάκου λέγοντας: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».Οι κλέφτες χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες.Ένα μπουλούκι έγινε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο από την Αρτοτίνα, για τον οποίο έλεγαν οι ντόπιοι πως δεν προσκύνησε ποτέ τους Τούρκους.
Ο Διάκος είχε δύο αδερφούς και δύο αδερφές.Ο πατέρας του με τον αδελφο του Απόστολο και τον Κωνσταντίνο,είχαν τότε τα κοπάδια τους στα χειμαδιά.Ένα τουρκικό απόσπασμα, καταδιώκοντας κάποιους κλέφτες, έφτασε στην καλύβα και συνέλαβε πατέρα και γιό, οδηγώντας τους δεμένους στην Υπάτη.Ο Κωνσταντίνος έτυχε να μην βρίσκεται εκεί και γλύτωσε. Οι άλλοι δύο όμως βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύχτα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Τουρκικό απόσπασμα δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει και το αποδεκάτιζε με τα παληκάρια του.Μια μέρα οι κλέφτες ορμώντας στα Μπαϊρια, άρπαξαν την όμορφη Κρουστάλλω, την κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας. Η Κρουστάλλω ήταν το ομορφότερο κορίτσι του Μπαμπαλή, αδελφοποιτή του Διάκου. Οι κλέφτες την πήγαν στην Καρυά,στο λημέρι τους. Ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν θέλει το κορίτσι του, να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει να τους δώσει το αρματολίκι.Οι κλέφτες σεβάστηκαν την Κρουστάλλω και την περιποιήθηκαν, ώσπου μετά από δύο εβδομάδες, κατάφερε ο πατέρας της να αναγνωρίσουν επίσημα οι Τούρκοι, στο Λιδωρίκι, τους κλέφτες για αρματολούς. Η αρχηγία δόθηκε στον Σκαλτσοδήμο, σαν μεγαλύτερο και πιο σεβαστό,ο οποίος πήρε την περιοχή προς τις εκβολές του Μόρνου. Ο Γούλας και ο Διάκος πήραν τις περιοχές που ακολουθούν το ρεύμα του ποταμού από τις δύο πηγές του,στις δύο μεριές των Βαρδουσίων. Για τρία χρόνια περίπου ζούσαν ήσυχοι στην περιοχή του ο καθένας και με σεβασμό στον Σκαλτσοδήμο, αναγνωρίζοντας την υπεροχή του. Υπήρχε πάντα όμως η έχθρα με τους Τούρκους και ήταν αδύνατο να μην εμπλακούν κάθε τόσο με τα τουρκικά αποσπάσματα.Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς,στα Γιάννενα, άρχισε να κάνει σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς, για να δεί τι μπορούσε να ελπίζει από αυτούς. Ανάμεσα τους κάλεσε και τον Σκαλτσοδήμο σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου. Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Ο Διάκος υπηρέτησε δύο χρόνια, ως το 1816, στην αυλή του Αλή πασά, στο μεγάλο αυτό στρατιωτικό σχολείο των οπλαρχηγών του Εικοσιένα. Πήρε σημαντικά διδάγματα για την κατοπινή αρματολική του σταδιοδρομία και είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με πολλούς από τους κορυφαίους Έλληνες αρματολούς και κλέφτες που σε λίγο θα έμπαιναν επικεφαλής του μεγάλου αγώνα. Γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος τον έκρινε άξιο να γίνει, αργότερα, πρωτοπαλήκαρό του. Ταίριαζε σε πολλά με αυτόν τον αρχηγό, αλλά διέφερε στην αγαθότητα της ψυχής. Μέσα στην εξαχρείωση, τη σκληρότητα και τη διαφθορά που μάστιζε το περιβάλλον του εκφαυλισμένου βεζίρη, ο Διάκος μπόρεσε να διατηρήσει την αγνότητα της ψυχής του. Ο Αλής που, συστηματικά, συνήθιζε να ρίχνει στη λάσπη κάθε αγνή ψυχή και να βεβηλώνει την παρθενία, υποπτεύθηκε την ευγενή στάση του Διάκου. Λέγεται πως ζήτησε μυστικά από τον Οδυσσέα να τον δολοφονήσει. Ο Ανδρούτσος όμως,παίρνοντας πάνω του την ευθύνη, ούτε τον Διάκο δολοφόνησε, ούτε του ομολόγησε ποτέ αυτή την υπηρεσία που του είχε προσφέρει.
Όταν ο Ανδρούτσος έφυγε από τον Αλή πασά διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειά.Ο Διάκος φεύγοντας από τον Αλή-πασά, γύρισε στη Δωρίδα. Από τους πρώτους μήνες φάνηκε η υπεροχή του. Χριστιανοί και Τούρκοι τον σέβονταν.Οι προεστοί στα χωριά επαινούσαν τους αψεγάδιαστους τρόπους του και την ανδρεία του. Τα παληκάρια του ήταν τόσο αφοσιωμένα, που ήταν έτοιμα να θυσιαστούν στο όνομά του. Ο Σκαλτσοδήμος, επηρεασμένος από ραδιούργους, φαντάστηκε πως ο Διάκος ήθελε να τον σκοτώσει. Σε συνάντησή τους στο πανηγύρι της Παναγίας,τον Αύγουστο του 1819, με σεβασμό ο Διάκος αποφάσισε να φύγει, παίρνοντας ένα μόνο παληκάρι μαζί του.Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που είχε το αρματολίκι της περιοχής, τον δέχτηκε εγκάρδια και γνωρίζοντας την αξία του τον έβαλε αμέσως πρώτο ανάμεσα στα επτά πρωτοπαλήκαρά του.Στα 1818 ο Κωνσταντίνος Κοκοσιώτης κατήχησε τον Διάκο και έδωσε κι εκείνος τον όρκο Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος των Φιλικών. Στον φάκελλο του Διάκου, στα αρχεία του κράτους, υπάρχει μαρτυρία για μια ζωηρή ρήξη ανάμεσά σε Διακο και Ανδρουτσο που έγινε έξω από ένα χωριό.Ο Διάκος παρόλο που τιμούσε και θαύμαζε τον Ανδρούτσο, αγανακτούσε κάθε φορά που εκείνος επέβαλε αυστηρές και απάνθρωπες τιμωρίες σε όσους θεωρούσε εμπόδια στη δράση του. Η αγαθή ψυχή του Διάκου δεν του συγχωρούσε τις σκληρές πράξεις. Και μια μέρα, ξέσπασε. Ο Οδυσσέας, ασυνήθιστος να ακούει την αλήθεια, τράβηξε το όπλο να τον χτυπήσει. Ατάραχος ο Διάκος του είπε: «Τράβα μωρέ και αν με σκοτώσεις, χαλάλι σου. Αλλιώς γλυτώνουμε από έναν τυραννόπιστο». Η ρήξη θα έφτανε σε βιαιότητες ίσως, αν δεν έμπαιναν στη μέση ο Καλύβας, ο Μπακογιάννης και άλλα παληκάρια. «Ε, μωρέ σύντροφοι» φώναξε ο Διάκος, «εγώ δεν μπορώ να κάνω πια με αυτόν τον μπόγια. Όποιος από σας θέλει, ας έρθει κοντά μου». Ο Οδυσσέας έφυγε με τέσσερις. Όλοι οι άλλοι έμειναν με τον Διάκο. Όλα τα πρωτοπαλήκαρα του Οδυσσέα τον ανακήρυξαν ομόφωνα οπλαρχηγό της Λιβαδειάς. Οι προεστοί αναγνώρισαν πρόθυμα την εκλογή του και οι Τούρκοι την επικύρωσαν.Χαρακτηριστική ήταν η σφραγίδα του Διάκου, σαν καπετάνιου, στο αρματολίκι που παρέλαβε. Είχε σχήμα ωοειδές, με τον δικέφαλο αετό των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και τον Τίμιο Σταυρό με τα τέσσερα κεφαλαία ψηφία: Ο.Θ.Ν.Κ.- Ο Θεός νικά.
Οι τρείς οπλαρχηγοί της ανατολικής Ελλάδας, Διάκος, Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης, συνήλθαν στις 20 Απριλίου σε σύσκεψη στους Κομποτάδες. Η δύναμή τους ανερχόταν σε 1.500 άνδρες. Ο Δυοβουνιώτης πρότεινε να μείνουν όλοι ενωμένοι και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στα στενά των Θερμοπυλών.Ο Διάκος όμως υπέδειξε πως έπρεπε να καταληφθούν οι τρείς δίοδοι των στενών και η γνώμη του έγινε αποδεκτή. Στις 23 Απριλίου, ο Πανουργιάς κατέλαβε το Μουσταφάμπεη με 600 άνδρες, ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας και την οδό προς τις Θερμοπύλες με 500 άνδρες, ενώ ο Δυοβουνιώτης με 400 άνδρες, ανέλαβε την υπεράσπιση της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Μόλις κατέλαβαν τις θέσεις τους και πριν προλάβουν να οργανωθούν, φάνηκε ο τουρκικός στρατός ερχόμενος από το Λιανοκλάδι. Ήταν το στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη, που κινήθηκε γοργά για να χτυπήσει τους Έλληνες και ιδιαίτερα τον Διάκο. Αλλά για να είναι το χτύπημα αποτελεσματικό, έπρεπε πρώτα να διαλυθούν τα τμήματα του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη, που υπεράσπιζαν τα δύο του πλευρά. Ο Δυοβουνιώτης, αφού αντιλήφθηκε πως ήταν αδύνατο να αντισταθεί κατά της μεγάλης επερχομένης δύναμης πεζικού και ιππικού, υποχώρησε ταχύτατα και κατέλαβε οχυρωμένες θέσεις τέτοιες, που λόγω του ανωμάλου εδάφους θα ήταν αδύνατο να δράσει το τουρκικό ιππικό. Ο Βρυώνης πλησίασε στο Μουσταφάμπεη και έστειλε να επιτεθούν στους οχυρωμένους στο χωριό, αλλά οι αξιωματικοί του Πανουργιά, παπά-Ανδρέας και Τράκας, είχαν οχυρωθεί στα σπίτια και την εκκλησία και κρατούσαν γερά. Ο ίδιος ο Πανουργιάς με άλλη δύναμη είχε καταλάβει την Χαλκομάτα. Ο Βρυώνης έκρινε ότι η επίθεση κατά του Μουσταφάμπεη θα ήταν επιζήμια και δεν έκανε αποφασιστική επίθεση από φόβο μήπως χαλάσει το γενικό σχέδιο της μάχης. Προτίμησε λοιπόν να στραφεί προς την Χαλκομάτα που βρισκόταν ο Πανουργιάς και προς τη γέφυρα της Αλαμάνας πριν καταφθάσει ο Μεχμέτ για να κερδίσει αυτός την μάχη. Διαίρεσε την δύναμή του σε τρία τμήματα. Το ένα επιτέθηκε κατά της Χαλκομάτας, το άλλο κατά της Αλαμάνας,ενώ το τρίτο κατέλαβε θέσεις στα διπλανά υψώματα για να καταδιώξει τους Έλληνες, όταν θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν.Η δύναμη του Πανουργιά κάμφθηκε μπροστά στην επίθεση των υπέρτερων εχθρικών δυνάμεων, ενώ ο ίδιος ο Πανουργιάς,μαχόμενος στην πρώτη γραμμή, τραυματίστηκε σοβαρά. Έτσι οι υπερασπιστές της Χαλκομάτας αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν μαχόμενοι με πολλές απώλειες. Εκεί βρήκε ηρωικό θάνατο ανάμεσα στα άλλα παληκάρια και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας και ο αδερφός του Παπαγιάννης. Το σώμα του Δυοβουνιώτη δέχτηκε τόσο δυνατή επίθεση που δεν μπόρεσε να αντέξει. Τα παληκάρια λύγισαν και ατάκτως σκόρπισαν προς το Δέμα.


Μετά την εξουδετέρωση του Πανουργιά, ο Βρυώνης έριξε όλες του τις δυνάμεις κατά των υπερασπιστών της Αλαμάνας. Στο μεταξύ κατέφθασε και η δύναμη του Κιοσέ Μεχμέτ. Ο Διάκος μαχόταν με 500 άνδρες, 200 εκ των οποίων υπό τον Μπακογιάννη και τον Καλύβα βρίσκονταν στην γέφυρα,ενώ ο Διάκος με τους υπόλοιπους κατείχε τα Ποριά, εξαπολύοντας επιθέσεις κατά του εχθρού για να ανακουφίσει τους μαχομένους στην Αλαμάνα. Ο Κιοσέ Μεχμέτ ξεχύθηκε κατά των σωμάτων του Καλύβα και του Μπακογιάννη, αλλά στάθηκε αντίκρυ τους, εκτός βολής, για να τους κρατάει καρφωμένους στις θέσεις τους και να μην μπορούν να δώσουν βοήθεια στον Διάκο. Η πίεση του εχθρού γινόταν συνεχώς εντονότερη. Οι άνδρες του Διάκου τον συμβούλευσαν να υποχωρήσει γιατί η συνέχιση της μάχης θα σήμαινε την καταστροφή όλων. Ο Δυοβουνιώτης είχε αποσυρθεί και η δύναμη του Πανουργιά είχε συντριβεί. Η εμμονή θα σήμαινε αυτοκτονία. Ο φίλος του Διάκου, Βασίλης Μπούσγος, τον παρακαλούσε να συλλογιστεί την αξία της ζωής του για τον αγώνα και διέταξε να φέρουν το άλογο του Διάκου, για να φύγει ο αρχηγός. «Ο Διάκος δεν φεύγει, ούτε εγκαταλείπει τους συντρόφους του» είπε υπερήφανα ο ήρωας. Στην γέφυρα πολλοί έπεφταν από τα εχθρικά πυρά, ενώ άλλοι άρχισαν να φεύγουν. Στον Διάκο απέμειναν 48 παληκάρια,αποφασισμένα να πεθάνουν μαζί του. Οι εχθροί επιτίθονταν από παντού. Τότε έπεσε και ο αδερφός του Διάκου, ο Κωνσταντίνος (ο επονομαζόμενος και Μασσαβέτας). Ο γενναίος ήρωας της Αλαμάνας δεν έπαψε να μάχεται. Χρησιμοποιώντας ως πρόχωμα το νεκρό σώμα του αδερφού του, κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας, που υπήρχαν βράχοι για να οχυρωθεί. Αλλά δεν του έμειναν,πλέον, παρά δέκα άνδρες. Οι άλλοι ήταν νεκροί. Οι ελάχιστοι επιζώντες Έλληνες αντιμετώπισαν με αφάνταστο ηρωισμό αναρίθμητους εχθρούς ο καθένας, σε μια συμπλοκή σώμα με σώμα, ώσπου έπεσαν δίπλα στον ηρωικό αρχηγό τους. Ο Διάκος με αχρηστευμένο το δεξί χέρι, λόγω τραυματισμού στην κλείδωση του ώμου, κρατούσε το σπασμένο σπαθί του με το αριστερό και μαχόταν με πείσμα. Δεν του έμεινε παρά μόνο η λαβή. Έπεσαν τότε οι Αλβανοί πάνω του. Συνελήφθη και αναγνωρίστηκε.
Από την δύναμη του Διάκου διέφυγε μεταξύ άλλων και ο Βασίλης Μπούσγος, ενώ στο πεδίο της μάχης παρέμειναν ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης με δύο στρατιώτες οχυρωμένοι σε ένα χάνι. Ο Διάκος τους αντελήφθη ενώ μεταφερόταν δέσμιος από τους Τούρκους και φώναξε: «Καλύβα, Μπακογιάννη, 10.000 με κρατούν». Και οι τέσσερις γενναίοι άνδρες άνοιξαν την πόρτα του χανίου, τράβηξαν τα σπαθιά τους και όρμησαν δια μέσου των Τούρκων προς τον αρχηγό τους για να πέσουν αμέσως νεκροί.
Ο Διάκος μεταφέρθηκε στο Ζητούνι (Λαμία), όπου οδηγήθηκε μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη. Διασώθηκε ο μεταξύ τους διάλογος
- «Εσύ είσαι ο Διάκος;» ρώτησε ο Βρυώνης που δεν τον γνώρισε,χλωμό και καταματωμένο, καθώς τον είδε.
- «Εγώ» απαντάει εκείνος.
- «Πως σε έπιασαν ζωντανό;»
- «Αν ήξερα ότι δεν θα σκοτωνόμουν, θα κρατούσα ένα φουσέκι για τον εαυτό μου».
Ύστερα τον πήγαν στον Κιοσέ Μεχμέτ.
- «Ποιός είναι ο σκοπός που πιάσατε τα άρματα;» ρώτησε -«Όλοι οι Χριστιανοί έχουν ξεσηκωθεί να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν» απάντησε ο Διάκος.
Ο Βρυώνης και ο Μεχμέτ θαύμασαν την γενναιότητα του Διάκου. Του είπαν να του χαρίσουν τη ζωή και να τεθεί στην υπηρεσία τους.
- «Ούτε σε δουλεύω, ούτε σε ωφελώ, αν σε δουλέψω» απάντησε ο Διάκος στον Μεχμέτ. Προσφέρθηκαν να τον κάνουν ανώτερο αξιωματικό του οθωμανικού στρατού, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Εκείνος αρνήθηκε.
-«Πάτε κι εσείς και η πίστη σας, Μουρτάτες να χαθείτε. Εγώ Γραικός γεννήθηκα,Γραικός θε να πεθάνω».
Και όταν τον απείλησαν πως θα τον θανατώσουν, ο ήρωας της Αλαμάνας απάντησε:
-«Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους».
Ο Ομέρ Βρυώνης μίλησε με συμπάθεια στον Μεχμέτ για τον Διάκο, γιατί θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος στη κυβέρνηση. Εκείνη τη στιγμή έπεσε στα πόδια του πασά ο πρόκριτος της Λαμίας Χαλήμπεης, εξορκίζοντάς τον να θανατώσει τον αρχηγό της ανταρσίας.
-«Χάλασε τον πασά μου.Είναι αυτός που έδωσε διαταγή να σφάξουν όλους τους Τούρκους σε αυτό το βιλαέτι, αφού τάχα τους άφησε ελεύθερους και υπογράψανε συμφωνία και δώσανε τα άρματά τους. Χάλασέ τον να γίνει παράδειγμα».
Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τον θανατώσουν δια πασσαλώσεως, το γνωστό για την εποχή παλούκωμα (ανασκολοπισμός). Κι όπως έδωσαν τον σταυρό του μαρτυρίου στον Ιησού, έδωσαν και στον Διάκο να κρατάει τον πάσσαλο. Τότε λέγεται πως ο Διάκος αυτοσχεδίασε αυτούς τους στίχους:
-« Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γή χορτάρι»

Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες.Τον έναν, τον ήξερε από πριν.Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγ­χο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο.Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.Ό Χαλήλ Μπέης αρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.Τον διακόπτει όμως ο άλλος,ο Βρυώνης που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει.Απ΄ότι σώνεται ιστορικά του ζήτησε να συνάψουν σχέση και βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του.Τότε βλέπουν σε μια στιγ­μή να εξαγριώνεται ο Βρυώνης και οργισμένος να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στον δημιό του.Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο,τον βλέπουν να φεύγει δείχνοντας ικανοποιημένος.Ο Διάκος,Διάκος και οι άλλοι τρεις απ' έξω μέσα στο μισοσκόταδον βλέπουν δύο τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη.Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγαλο χάλκινο κακάβι.Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής πλησιάζουν το Διάκο.Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί,του σηκώνουν τα πόδια,δεμένα καθώς είναι και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο.Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου,ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του.Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του.Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημιουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.

Η φοβερή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα
Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.Σερνοντάς τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα οπου ετοίμαζαν το στήσιμο της ψησταριάς!Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε.Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει!Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.
Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.
Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.Παρά το σκληρό και ατιμωτικό μαρτύριο ο Διακος γυρίζοντας προς τους Αρβανίτες που τον συνόδευαν είπε:
«Δεν βρίσκεται ανάμεσά σας κανένα παληκάρι να με σκοτώσει με μια πιστολιά, να με γλυτώσει από τους Χαλδούπηδες;»Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους.Εκεί άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.


Το καριοφίλι,η πιστόλα και η παλάσκα του 



Έμειν΄ ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες,
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες,
Σχίστηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά εμβήκεν.
Έκοψε Τούρκους άπειρους, κι εφτά Μπουλουκμπασήδες*,
Πλην το σπαδί του έσπασεν απάν΄ από τη χούφταν.
Κ΄ έπεσ΄ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ΄ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
– «Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, τη πίστη σου ν΄ αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν΄ αφήσεις»:
Κ΄ εκείνος τ΄ αποκρίθηκε και με θυμόν του λέγει:
– «Πάτε κι εσείς κ΄ η πίστη σας μουρτάτες να χαθείτε.
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ΄ αποθάνω….
Εμέν΄ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη,
Ας είν΄ καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν Νικήτας.
Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το Δοβλέτι.




Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.

Ευθύμιος Χριστόπουλος, εκπ/κος-δημοσιογράφος 

Μηχανη του χρόνου
http://koinosparanomastis.blogspot.com/
βικιπαιδεια


Δεν υπάρχουν σχόλια: