Στην Επανάσταση εμείς είμεστεν κρυμμένοι στη Γριά, μα σε κάμποσες μέρες, εφάγαμεν πια ό,τι είχαμεν κ’ επεινούσαμεν.Είχαμε μαζί κι έναν αγοράκι τριώ χρονών, και τού ΄δωκα μισό κουκκί κ’ ήγλυφεν, και το καίγουνταν η καρδιά μου.Τότες ήρτεν ένας εις το χωριόν κ’ ήστειλεν αθρώπους στα βουνά κ’ εφωνάζαν, πως ο Κόνσουλας είπεν, όσοι έρτουν εις το χωριό και προσκυνήσουν, δεν θα πάθουν τίποτι. Εγώ ήθελα να πάμε, για να μη χάσω το παιδί μου, που τό ΄βλεπα πως ήλυωσεν και τού ΄ρχουνταν λιγοθυμίες απ’ την πείνα, μα ο πάππους σας δεν ήθελεν με κανέναν τρόπον. «Οι Αγαρηνοί, ήλεγεν, δεν έχουν εμπιστοσύνην και θα μας σφάξουν». Μα εγώ που δεν εμπόρουν να βλέπω το παιδί μου να πεθαίνει ομπρός στα μάτια μου;Του λέω: «Εγώ θα πάω με το παιδί, κι ό,τι θέλει ο Θεός ας μας κάμει». Κ’ έτσι μ’ εφήκαν κ’ επήγα. Επήγαν κι άλλοι άντρες και γυναίκες, και τους άντρες τους είχαν βαρμένους μέσα στου Σπανού το σπίτι, εδεκεί στη Φονόπετραν, κάτω κάτω, που πάμε για το Μάρμαρο. Τις γυναίκες τις είχαν όξω. Εγώ είχα καθισμένο το παιδί στο λαιμό μου αποσκελωτά. Ένας Τούρκος ήτρωγε ψωμί. Τό ΄δεν το παιδί μου κ’ ήπιασεν τα κλιάματα, κ’ εφώναζε: «Πεινώ, πεινώ, ψωμί, ψωμί!». Ο Τούρκος τού ΄δωκε λιγάκι ψωμί κι εκείνο ερρίχτηκεν επάνω στο ψωμί και τό ΄φαγεν αμάσητο. Εξανάκλαψε και του ζήταν κι άλλο. Τότες…Χριστέ και Παναγιά μου! Βλέπω το μαχαίρι τού Τούρκου ν’ αστράφτει, νοιώνω έναν κούνημα και βλέπω το κεφαλάκιν τού παιδιού από δω και το σωματάκιν του από κει.
Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ
ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ - Ο ήρωας του ’21 που έγινε φυλακτό στον λαιμό Αγγλίδων και Γαλλίδων
Σπάνια για έναν ήρωα, η ιστορική αλήθεια από τη μια κι ο μύθος, η δόξα και ο θρύλος που την συνοδεύουν απ’ την άλλη, βρίσκονται σε τέτοια αντιστοιχία. Ο Μάρκος Μπότσαρης ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Η μοναδική μορφή του, με αυτονόητη και στην περίπτωσή του, όπως σε όλους τους μεγάλους της ιστορίας, τη φυσική (γονιδιακή) δωρεά, σφυρηλατήθηκε στο προεπαναστατικό καμίνι των αγώνων του Σουλίου εναντίον των Οθωμανών και του Αλή Πασά.
Εκεί ανάσανε από τα γεννοφάσκια του τη σουλιώτικη ανδρεία, αλλά και σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την ανελέητη σφαγή των Μποτσαραίων απ’ τον πανούργο Αλή Πασά στο Σέλτσο, παίρνοντας εκεί το ματωμένο βάπτισμα του πυρός στα 14 του χρόνια. Για να αναδειχτεί, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, Κίτσου Μπότσαρη, πολύ νέος, στα 23 του, σε άξιο αρχηγό της φάρας του και λίγο αργότερα σε ασύγκριτης ηγητορικής ποιότητας πρωτοκαπετάνιο της εθνεγερσίας του ’21, όπως τον πολυτραγούδησε και τον θρήνησε, μετά το Κεφαλόβρυσο της Ευρυτανίας, η δημοτική μας μούσα:
“Να ήταν η μέρα βροχερή, σαΐνι Μάρκο Μπότσαρη,
κι η νύχτα χιονισμένη, Μάρκο πρωτοκαπετάνιε”
Πέραν της ιστορικο/πολιτιστικής “μήτρας” του Σουλίου και των “αρχετυπικών” γνωρισμάτων της καταγωγής του, ως φύτρας δηλαδή των σουλιώτικων βουνών και ως γόνου της σκληρής Μποτσαραίϊκης φάρας, έπαιξαν ρόλο, λιγότερο ή περισσότερο, στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του αφενός κρίσιμες παιδευτικές επιρροές και αφετέρου κρίσιμα τραυματικά συμβάντα της ζωής του.
Μαθητής του Σαμουήλ
Για τις παιδευτικές του επιρροές: Δάσκαλός του στο Σούλι ήταν ο φλογερός καλόγερος Σαμουήλ, που, κατά τον Αναστάσιο Γούδα, μαζί με τα «ολίγιστα γράμματα», του ενστάλαξε στην ψυχή «εξ απαλών ονύχων την ευσέβειαν και το προς τους Τούρκους άσπονδον μίσος». Μπορούμε να φανταστούμε την παιδευτική λειτουργία της υποβλητικής μορφής του στον προνομιακά προικισμένο και ευαίσθητο Μάρκο. Κι ίσως όχι τόσο μ’ αυτά που τον πρωτοδίδαξε όσο με τη μαρτυρική επισφράγιση στο Κούγκι αυτών που του δίδαξε και του υπέβαλε με το παράδειγμά του ως αγωνιστικό ήθος και στάση ζωής.
Άλλη παιδευτική επιρροή σχετιζόμενη με την στρατηγική του ιδιοφυία, που δεν εξηγείται μόνο απ’ το ότι είχε τη σουλιώτικη ανδρεία στο “αίμα” του, ή απ’ το ότι αναδείχτηκε στο πεδίο των πολλών πολεμικών του μαχών, που προφανώς και συναποτελούν το θεμέλιό της. Εννοώ τη θητεία του στο γαλλικό στρατό στα Εφτάνησα, όπου βρέθηκε, έστω και για λίγο, με τον πατέρα του μετά το μακελειό στο Σέλτσο.
Εκεί ο ευφυέστατος Μάρκος διδάχτηκε τη σύγχρονη διεξαγωγή του πολέμου και την αναπόσπαστη σχέση της με την πολιτική στρατηγική, τη διπλωματία και την κατασκοπεία, πέραν των καθαρών πολεμικών στρατηγικών και τακτικών. Κατά έναν τρόπο διδάχτηκε τη σύγχρονη επαγγελματική διεξαγωγή του πολέμου και μπόλιασε με στοιχεία της τη βιωμένη σουλιώτικη πολεμική εμπειρία, δημιουργώντας μια οιονεί “σχολή πολέμου”. Με δεδομένη πάντοτε την παροιμιώδη γενναιότητά του, καθώς πολεμούσε πάντοτε μπροστά απ’ τα παλικάρια του, γρήγορα αναδείχθηκε σε μακράν κορυφαίο, αναγνωρισμένο από φίλους και εχθρούς, πρωτοκαπετάνιο της εθνεγερσίας του ’21.
Ασπαζόμενος τον δολοφόνο του πατέρα του
Κρίσιμο τραυματικό συμβάν η προαναφερθείσα άγρια σφαγή στο Σέλτσο. Εκεί, μόλις στην εφηβεία του, υπεγράφη στον εσώτατο πυρήνα της συνείδησής του με πολύ αίμα των δικών του το πατριωτικό συμβόλαιο χρέους που προσδιόρισε και όρισε αμετάθετα τη ζωή του. Και δυο άλλα τραύματα πρέπει, αλλιώς το καθένα απ’ αυτά, να έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική του περπατησιά.
Το ένα είναι η δολοφονία του πατέρα του, που, αντίθετα από τα συνήθως συμβαίνοντα, δεν τον οδήγησε σε αντεκδικητικό μίσος. Αιρόμενος στο ύψος των εθνικών περιστάσεων και συμπεριφερόμενος με συγχωρητική εθνική φρόνηση αληθινού ηγέτη, έφτασε στο σημείο να ασπαστεί, «δια την αγάπην της πατρίδος», τον Γώγο Μπακόλα, φυσικό αυτουργό της δολοφονίας, διδάσκοντας άλλα ήθη στο αναγεννώμενο έθνος.
Θέλει πολύ μεγάλη καρδιά μια τέτοια συμφιλιωτική υπέρβαση και απόλυτη αφοσίωση στο υπέρτατο αξιακό πρόταγμα της εθνεγερσίας, που την υπαγόρευσε. Κι αυτό μόνο ένας Μάρκος Μπότσαρης, με το αξεπέραστο ήθος του, μπορούσε να το κάνει. Το άλλο τραύμα είναι το εκ του στίγματος της συναλλαγής με τον Αλή Πασά του σεβάσμιου γενάρχη της φάρας του Γιώργη Μπότσαρη, που αυτοκτόνησε εξ αυτού στα γεράματά του. Αυτό το βάρος, με την αποτρεπτική για την ευγενή φύση του λειτουργία, ο μεγάλος Μάρκος το απέσεισε με την καθ’ όλα εξαγνιστικά υπερήφανη διαδρομή του, ιδίως όπως αυτή επισφραγίστηκε απ’ τον ηρωικό επίλογο της ζωής του, που τον τοποθέτησε στο πάνθεο των ηρώων οικουμενικής ακτινοβολίας.
Δεν ζήτησε αξιώματα
Για μια πιο ολοκληρωμένη αίσθηση της ιστορικής αλήθειας για τον Μάρκο Μπότσαρη, χρειάζεται αναφορά και στις πολλές πολεμικές μάχες του, λίγο πριν αλλά και κατά τα δύο πρώτα χρόνια της Εθνεγερσίας, όπως, π.χ. στο Λούρο, στους Βαριάδες, στη Ρινιάσα, στα Πέντε Πηγάδια και στα Δερβίζιανα, στο Κομπότι, στην Πλάκα, στο Πέτα, στο Μεσολόγγι και στο Κεφαλόβρυσο, στις οποίες και έλαμψε ο στρατηγικός του νους.
Επειδή, όμως, δεν χωράει σε τούτη την αναφορά, θα αρκεστώ στην υπόμνηση του ηθικού μεγαλείου των τελευταίων στιγμών της ζωής του, που, ως κορύφωση της συνολικής στάσης ζωής του, επισφραγισμένης με το ίδιο του το αίμα, τον ανέδειξε στα μάτια Ελλήνων και ξένων σε Λεωνίδα του νεότερου Ελληνισμού. Στα μέσα 1823, με την Επανάσταση να έχει τεθεί εν κινδύνω, καθώς ο Μοριάς σπαράσσεται από τον εμφύλιο κι η Ρούμελη υποφέρει απ’ τις αντιζηλίες των οπλαρχηγών, ενώ ο Μουσταή Πασάς επελαύνει με μεγάλες δυνάμεις στη Δυτική Στερεά, ο Μάρκος Μπότσαρης δίνει ως φυσικός ηγέτης του εγερμένου έθνους μοναδικό μάθημα ήθους, απ’ αυτά που διαμορφώνουν τους αξιακούς κώδικες των λαών.
Ξέσκισε το δίπλωμα του στρατηγού
Έχοντας διοριστεί στρατηγός Δυτικής Ελλάδος και βλέποντας να θεριεύουν οι φθόνοι για αξιώματα και να προσφέρονται για κατευνασμό πληθωριστικά διπλώματα στρατηγίας, συγκέντρωσε τους Σουλιώτες συμπολεμιστές του κι ύστερα από μια μνημειώδη ενωτική ομιλία, σήκωσε ψηλά το δίπλωμα του Στρατηγού, το φίλησε, το ακούμπησε στο μέτωπό του και το ξέσχισε μπροστά τους λέγοντας:
«Εγώ, αδέρφια μου, δεν ζήτησα βαθμούς από τη Διοίκηση, ούτε αρχηγός διορίστηκα. Βαθμός μου χορηγήθηκε… Αλλά για να σας αποδείξω ότι είμαι πολύ μακριά του να έχω σκοπούς φιλαυτίας και εγωισμού, και ότι είμαι ο Μάρκος εκείνος που είδατε πάντοτε στο πλευρό σας μαχόμενο, ιδού ενώπιόν σας σχίζω το δίπλωμα της στρατηγίας και σας ορκίζομαι πως άλλο αξίωμα δεν θέλω, ειμή εκείνο που είχαν οι προπάτορές μου και εσείς οι ίδιοι έχετε… Ιδού ο εχθρός μας περιμένει. Στο πεδίο της μάχης να δοξάσουμε και να τιμήσουμε τον γενναιότερο. Όποιος είναι άξιος, να έρθει αύριο μαζί μου και θα λάβει το δίπλωμα απ’ τον Σκόδρα Πασά, που έρχεται να μας ματασκλαβώσει».
Τέτοιες στιγμές δεν μας χαρίζει πολλές η ιστορία! Το τι έγινε την επόμενη είναι γνωστό. Ο μεγάλος Μάρκος σχεδίασε, διοργάνωσε και διεξήγαγε, με τη στρατηγηματική παρατολμία του και την απλησίαστη ανδρεία του, την καθ’ όλα περίτεχνη νυχτομαχία του Κεφαλόβρυσου Ευρυτανίας, ηγούμενος 350 Σουλιωτών και με συμμαχητή απ’ τους άλλους οπλαρχηγούς δυστυχώς μόνο έναν, τον επίσης Σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλα. Που έμελλε να είναι και ο τραγικά νικηφόρος επίλογος της πολύ σύντομης ζωής τους, αφού σ’ αυτή τη θριαμβευτική μάχη σκοτώθηκε μόλις στα 33 του χρόνια, στην ηλικία που σταυρώθηκε ο Χριστός.
Ο απόηχος της ιστορικής αλήθειας
Ο απόηχος της ιστορικής αλήθειας για το φαινόμενο “Μάρκος Μπότσαρης” ήταν, αντίστοιχος του πραγματικού του μεγαλείου. Ο θάνατός του, που προκάλεσε σπαραχτικό θρήνο σε όλη την Ελλάδα, προσέδωσε στη φήμη του, πέραν των ελληνικών συνόρων, θρυλικές διαστάσεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Βίκτωρ Ουγκώ τον χαρακτήρισε «Λεωνίδα της νεότερης Ελλάδας» και τον συμπεριέλαβε στους κορυφαίους ήρωες των νεότερων χρόνων, μαζί με τον Γεώργιο Ουάσιγκτον, τον Σιμόν Μπολιβάρ και τον Πολωνό Κοσιούσκο.
Με δεδομένη τη διαφορετικότητά τους, συγκίνησε τον κόσμο περίπου όπως ο Τσε Γκεβάρα στους δικούς μας καιρούς. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας σε γράμμα του στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο μας πληροφορεί πως «οι αρχόντισσες της Αγγλίας και της Φράντζας τον έχουν κρεμασμένον με χρυσήν άλυσσον στα στήθη τους ως εγκόλπιον», όπως οι νέοι φορούσαν μπλουζάκια με τη μορφή του Τσε Γκεβάρα.
Κι ούτε είναι τυχαίο που το όνομά του δόθηκε σε κεντρικό δρόμο του Παρισιού (Rue Botzaris), σε σταθμό του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου (Botzaris), σε μεγάλο εμπορικό κέντρο (Gallerie Botzaris), σε ταχυδρομείο (Post Botzaris) και σε μέγαρο του τηλεφωνικού κέντρου (Botzaris). Εκεί όμως που, όσο πουθενά αλλού, μπορεί κανείς να διαπιστώσει το πόσο η ηρωική μορφή του συγκίνησε τον κόσμο είναι η τέχνη.
Τον ύμνησε η τέχνη
Έλληνες και ξένοι ιερουργοί της, από τους πιο μεγάλους, ποιητές, πεζογράφοι, ζωγράφοι, γλύπτες και μουσουργοί, εμπνεύστηκαν και απαθανάτισαν το ηρωικό του μεγαλείο. Το πατριαρχικό δίδυμο της νεοελληνικής ποίησης, ο Σολωμός και ο Κάλβος, απ’ τους ξένους, μαζί με τον Βίκτωρα Ουγκώ, ο Γερμανός Γουλιέλμος Μύλερ, ο Αμερικανός Άλεκ, αλλά και διάσημοι ζωγράφοι και γλύπτες, όπως ο Ντελακρουά, ο Λιπαρίνι, ο Σεφέρ και ο Νταβίντ ντ’ Ανζέ.
Προφανώς κι έχει τη σημασία του το ότι η μορφή του Μάρκου Μπότσαρη ήταν απ’ τις αγαπημένες και του μεγάλου λαϊκού μας ζωγράφου Θεόφιλου. Όπως πρωτίστως και πάνω από όλες τις άλλες δημιουργίες έχουν την πολύ μεγάλη σημασία τους τα μοιρολόγια και τα τραγούδια της δημοτικής μούσας, καθώς αυτά τα διαμάντια της δημοτικής μας ποίησης εκφράζουν με τον αυθεντικότερο τρόπο τη θέση που είχε ο Μάρκος Μπότσαρης στη λαϊκή ψυχή.
Δεν υπάρχει ήρωας του ‘21 που να θρηνήθηκε τόσο ο χαμός του και να τραγουδήθηκε, ακόμα περισσότερο, ο ηρωισμός του. Κι αυτό όχι ως η συνήθης μυθοποιητική υπεραναπλήρωση αυτών που θα θέλαμε να είχαμε, αλλά ως υμνητική παραδοχή του ότι στον Μάρκο Μπότσαρη η δημοτική μούσα αναγνώρισε τη συνισταμένη των διαχρονικών αρετών μας. Για τη δημοτική μάλιστα μούσα στον θρηνητικό πόνο για τον χαμό του συμμετέχει και η ίδια η φύση, η μαύρη γη, τα βουνά και οι ουρανοί:
Τον θάνατο του Μπότσαρη, του αντρειωμένου Μάρκου,
τον άκουσεν η μαύρη γης, δεν χόρτιασε τρεις χρόνους.
Τον άκουσαν και τα βουνά, όλα τους ραγιστήκαν,
τον άκουσαν οι ουρανοί, δεν έβρεξαν τρεις χρόνους.
Ποιος ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης
Εράνισα ένα ελάχιστο δείγμα απόψεων:
- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Σαν τον Μάρκο δεν θα ματαγεννήσει η πατρίδα.
- Γεώργιος Καραϊσκάκης: Καμιά μάνα δεν γέννησε παλικάρι σαν αυτόν… Ο Μάρκος ήταν τρανός! Είχε νου που δεν είχε άλλος, είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαια σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δεν του φτάνουμε!
- Μουσταή Πασάς της Σκόδρας, αρχηγός των Τούρκων στο Κεφαλόβρυσο: Ε, ορέ Μάρκο! Ήθελα να είχα την παλικαριά σου.
- Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Ήταν αρνί με λιονταριού καρδιά!
- Διονύσιος Κόκκινος: Λάμπει από αρετή κι από ηρωισμό.
- Διακήρυξη του Εκτελεστικού (Πρόεδρος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης): «Έλληνες! Ιδού φίλτατοι Έλληνες, ιδού και άλλος Λεωνίδας εις τον αιώνα μας!».
Η προσωπογραφία του Μάρκου Μπότσαρη από τον Γεώργιο Γαζή, γραμματικό του Καραϊσκάκη, τα λέει όλα: «Παρετηρήθησαν, γράφει, εις τον Μάρκον προτερήματα πολλά και αξιέπαινα, ων τα ουσιωδέστερα είναι ταύτα: Πρώτον, είχε νου διπλούν, τουτέστι πολεμικόν και πολιτικόν. Δεύτερον, είχε δίψαν δόξης άσβεστον. Τρίτον, ετιμούσε τους πεπαιδευμένους και αγαπούσε τας συναναστροφάς των. Τέταρτον, εις τον στρατόν εφύλαττε χαρακτήρα σεμνόν και συναναστροφήν τιμίαν, μεμιγμένην με κομψότητας. Οι λόγοι του ήσαν ολίγοι και μετρημένοι.
»Πέμπτον, σύστημα είχε να ακούει πολλά και με ένα λόγον μετρημένον εις κάθε υπόθεσιν να δίδει τέλος. Έκτον, ήταν τακτικός εις τα φερσίματά του και κρυψίνους εις τα φρονήματά του. Έβδομον, προς μεν τους μικροτέρους εφύλαττεν ύφος ηγεμονικόν, προς δε τους ομοίους του ευπροσήγορον και φιλικόν, εις δε τους μεγαλυτέρους συνεσταλμένον και σεμνόν. Όγδοον, όταν ήκουεν ατοπίας ή αισχρολογίας, ηρυθρία και εκυριεύετο από μίαν αιδώ παρθενικήν. Εν συντόμω, η φύσις τον είχε στολισμένον με όλα τα προτερήματα της ανθρώπινης τελειότητος. Εις τας μετ’ αυτού συναναστροφάς μου και ομιλίας εγνώρισα ότι οι λόγοι του έπιπταν ως κεραυνοί και ο κάθε λόγος του ισοδυναμούσε με εν απόφθεγμα των πάλαι σοφών, με όλον ότι πεπαιδευμένος δεν ήτον».
Ευρωδυτική επικυριαρχία
Θα σημειώσω τα όσα είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο τελευταίο στρατιωτικό συμβούλιο, παρουσία του ασθενούντος Καραϊσκάκη, λίγο πριν από την ένδοξη και μοιραία μάχη στο Κεφαλόβρυσο, όπως την περιέσωσε ο Γαζής και στην οποία αποτυπώνεται μοναδικά το μεγαλείο του ανδρός: «Αδελφοί στρατιώται, οι εχθροί μας είναι πολυάριθμοι… Συστάδην λοιπόν να τους πολεμήσωμεν είναι αδύνατον και πολλά επικίνδυνον εις ημάς. Η ειδική μου γνώμη είναι να τους πολεμήσωμεν δια τινος τολμηρού, ανηκούστου και εις αυτούς απροειδοποίητου στρατηγήματος.
»Ήγουν να επιπέσωμεν νυκτός εις αυτούς, ανετοίμους όντας και ξεθαρρευμένους. Με τούτο ή επιτυχαίνομεν ευτυχίαν του σχεδίου μας ή γινόμεθα θύματα εις την φίλην πατρίδα μας. Και τα δύο ελληνικά και ηρωικά και ένδοξα παραδείγματα εις τα υπέρ πατρίδος και πίστεως αγωνιζόμενα αδέλφια μας. Εγώ όμως ελπίζω να καταρθώσωμεν το πρώτο. Αλλά αν ο θεός αποφασίσει δι’ ημάς το δεύτερον, τι μεγαλύτερη ευτυχία από το να υπάγωμεν να εύρωμεν τον Λεωνίδα με τους τριακοσίους Σπαρτιάτες του εις τα Ηλύσια πεδία! Εγώ ο ίδιος αναδέχομαι την εκτέλεσιν του σχεδίου τούτου, αν το εγκρίνετε και αισθάνεσθε αίμα ελληνικόν εις τας φλέβας σας».
https://www.apopseis.com/
Η Μάνα,το σταυρουδάκι κι ο Τούρκος
Παρουσιαζόταν ἕνα ντοκιμαντὲρ γιὰ τὴ γενοκτονία τῶν Ποντίων καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἀφορμὴ διάφοροι ἄνθρωποι κατέθεταν τὶς μαρτυρίες τους. Κάποια στιγμὴ μίλησε ἕνας γηραιὸς κύριος ποντιακῆς καταγωγῆς μὲ κατάλευκα μαλλιά.
Ἦταν καθηγητὴς πανεπιστημίου. Αὐτός, μὲ πολὺ συγκίνηση, εἶπε τὰ ἑξῆς: «Ἀρκετὰ χρόνια πρίν, ὅταν ἤμουν πενηντάρης, μιλοῦσα μὲ μιὰ θεία μου ποὺ ἦταν γιαγιὰ πιά. Μοῦ μιλοῦσε μὲ μεγάλο παράπονο γιὰ τὴν πατρίδα μας, τὸν Πόντο, καὶ γιὰ τοὺς προγόνους μας. Πάνω στὴν κουβέντα τῆς εἶπα πὼς σύντομα θὰ ἔκανα ταξίδι – προσκύνημα στὸν Πόντο. Κρεμάστηκε πάνω μου καὶ μὲ παρακάλεσε μὲ λυγμούς, ὅταν πάω, νὰ τῆς κάνω ἕνα χατίρι. Μοῦ διηγήθηκε ἐπακριβῶς ποῦ βρισκόταν τὸ πατρικό της σὲ χωριὸ τοῦ Πόντου. Μοῦ ἐξήγησε μὲ λεπτομέρεια τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ χωριοῦ, τοὺς δρόμους, καὶ μοῦ προσδιόρισε μὲ ἀκρίβεια τὴ θέση τοῦ σπιτιοῦ. Μοῦ εἶπε, μόλις τὸ βρῶ, νὰ ζητήσω ἀπ’ τοὺς Τούρκους ποὺ θὰ ἔμεναν πιὰ ἐκεῖ νὰ βροῦν ἕνα κασελάκι, ποὺ εἶχε κρύψει σὲ συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ παλιοῦ ἀρχοντικοῦ. Μοῦ περιέγραψε πλήρως τὸ κασελάκι καὶ τὸ τὶ περιεῖχε μέσα. Ἀσημικά, παλιὰ κοσμήματα, λίρες κλπ, ἕναν μικρὸ θησαυρὸ δηλαδή. Μοῦ εἶπε νὰ τὰ ἀφήσω στοὺς Τούρκους γιὰ ἀμοιβή, μὲ προϋπόθεση νὰ μοῦ δώσουν ἕναν κρεμαστὸ σταυρὸ ποὺ εἶχε μέσα τὸ κασελάκι. Αὐτὸς ὁ σταυρὸς ἦταν ὁ βαφτιστικὸς τοῦ μικροῦ παιδιοῦ της, ποὺ τὸ ἔχασε κατὰ τὴ γενοκτονία. Αὐτὴ εἶχε γλιτώσει. Εἶχε γλιτώσει μόνο τὴ ζωή της, γιατὶ ἡ χαροκαμένη ψυχή της μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πῶς πέρασε μέσα στὶς πικρὲς ἀναμνήσεις ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα. Ἔσβησε τὰ παρακαλετά της μέσα στὰ δάκρυα καὶ τῆς ὑποσχέθηκα νὰ κάνω ὅ,τι θὰ περνοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι μου, ἀλλὰ μέσα μου δὲν εἶχα πολλὲς ἐλπίδες.
Πράγματι, ἔκανα τὸ ταξίδι, ἔκανα ὅ,τι ἐπιθυμοῦσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ μετὰ κατευθύνθηκα γιὰ τὸ χωριὸ τῆς θείας μου. Ἡ περιγραφή του ἦταν τόσο λεπτομερής, ποὺ βρῆκα τὸ σπίτι πολὺ εὔκολα. Παλιὸ λιθόκτιστο δίπατο ἀρχοντικό. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μοῦ ἄνοιξε ἕνας Τοῦρκος λίγο μικρότερος σὲ ἡλικία ἀπὸ ἐμένα. Εὐτυχῶς ἤξερε ἄπταιστα ἀγγλικά, γιατὶ ἐτύγχανε σεβαστὸ πρόσωπο τῆς δημόσιας διοίκησης τῆς περιοχῆς, μὲ μεγάλο ἀξίωμα (Νομάρχης;) καὶ μπορούσαμε νὰ συνεννοηθοῦμε πολὺ ἄνετα. Τοῦ διηγήθηκα μὲ λεπτομέρεια ὅ,τι μοῦ εἶχε πεῖ ἡ θεία μου. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ταράχθηκε καὶ μετὰ μοῦ εἶπε αποφασιστικά:
“Κοῖτα νὰ δεῖς, τώρα καλύτερα νὰ φύγεις, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ὁμοεθνεῖς μου στὸ σπίτι καὶ δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω ἐλεύθερα. Ξαναέλα τὸ ἀπόγευμα τὴν τάδε ὥρα ποὺ θὰ εἶμαι μόνος νὰ τὰ ποῦμε καλύτερα”.
Πράγματι, ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπε καὶ, ὅταν ξαναπῆγα, μὲ ὑποδέχθηκε μέσα στὸ σπίτι πιά. Ἀφοῦ ἤπιαμε τὸν καφέ, χωρὶς νὰ μιλήσει, ἔφυγε ἀπ΄ τὸ δωμάτιο ὑποδοχῆς καὶ σὲ λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στὰ χέρια του τὸ κασελάκι τῆς θείας μου. Κυριολεκτικὰ μοῦ ἔπεσε τὸ φλιτζάνι τοῦ καφὲ ἀπ’ τὰ χέρια.
“Ὥστε τὸ βρήκατε ἤδη”, ψέλλισα σαστισμένος.
“Ναί, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ εἶμαι σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι. Πάρε το. Πιστεύω ὅτι σοῦ ἀνήκει”, πρόσθεσε.
“Μὰ δὲν τὸ θέλω”, εἶπα διστακτικά. “Μόνο τὸ σταυρουδάκι θέλω. Αὐτὸ μόνο ζήτησε ἡ θεία μου. Σᾶς παρακαλῶ κρατῆστε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα”.
“Κοῖτα νὰ δεῖς”, εἶπε θυμωμένα, “θὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Αὐτὰ δὲν εἶναι δικά μου. Τόσα χρόνια τὰ φύλαγα, μέχρι ποὺ ἦρθες ἐσύ. Στὴ θεία σου ἀνήκουν. Νὰ τῆς τὰ πᾶς”.
“Μά, τὸ σταυρουδάκι”, ψέλλισα φοβισμένα.
“Αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ στὸ δώσω. Δὲν μπορῶ, γιατὶ εἶναι δικό μου”
Πραγματικὰ ζαλίστηκα. Δὲν καταλάβαινα τὶ ἐννοοῦσε.
“Εἶναι δικό μου. Ἀκοῦς;” εἶπε δυνατά. “Εἶναι δικό μου, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχασε ἡ θεία σου πρὶν σαράντα χρόνια”.
Ἔμεινα νὰ τὸν κοιτῶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Βούρκωσα. Ἦταν ὁ χαμένος μου ξάδερφος. Ἔπεσα στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν ἔσφιξα. Ἔκλαιγα μὲ ἀναφιλητά. Τὸ ἴδιο καὶ αὐτός. Ὅταν συνήλθαμε, μοῦ εἶπε:
“Δὲν ἤξερα ὅτι ἡ μητέρα μου ἔζησε. Ἔμεινα πίσω. Ἄλλοι Τοῦρκοι πήρανε τὸ σπίτι καὶ μὲ μεγαλώσανε σὰν παιδί τους. Τώρα εἶναι πεθαμένοι. Ἔχω τὴ δικιά μου οἰκογένεια ἐδῶ πιά”.
Τοῦ ζήτησα νὰ μὲ ἀκολουθήσει στὴν Ἑλλάδα. Νὰ δεῖ τὴ μάνα του. Ἀρνήθηκε.
“Δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πιά. Τὰ παιδιά μου ἔχουν μεγαλώσει. Εἶναι ἀξιωματικοὶ στὸν τουρκικὸ στρατό. Καὶ σὲ ὑψηλὲς θέσεις. Δὲν ξέρουν ὅτι εἶναι Ἕλληνες. (σημ.: Ἀπ’ τὴ συνέχεια τῆς διήγησης θὰ φανεῖ ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ψευδόταν, γιὰ νὰ προφυλάξει τὰ παιδιά του) Ἂν φύγω στὴν Ἑλλάδα, τὰ παιδιά μου μπορεῖ νὰ πάθουν κακὸ ἐδῶ. Δὲν πρέπει νὰ ἔχω καμία σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα”.
Ἐπέμενα καὶ τὸν παρακάλεσα νὰ ἔρθει τουλάχιστον ἕνα ταξίδι σὰν τουρίστας καὶ νὰ ἐπωφεληθεῖ γιὰ νὰ δεῖ τὴ μάνα του καὶ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς του.
“Δὲν γίνεται”, μοῦ ἀπάντησε. “Γιὰ νὰ καταλάβεις, ἐδῶ ἔχω μεγάλη δημόσια θέση. Σὰν ἐμένα ὑπάρχουν πολλοὶ ἐδῶ. Ἐγὼ τοὺς προσέχω. Μὲ ἔχουν ἀνάγκη. Ἂν πάω στὴν Ἑλλάδα, θὰ δώσω στόχο ὅτι κάτι συμβαίνει καὶ θὰ κινδυνέψουν καὶ ἄλλοι. (σημ.: Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται ὅτι, ταυτόχρονα μὲ τὸ ἀξίωμα ποὺ κατεῖχε σὰν Τοῦρκος, ἦταν καὶ τοπικὸς ἡγέτης τῶν Κρυπτοχριστιανῶν. Τὸ πιθανότερο ἦταν καὶ τὰ παιδιά του νὰ τὸ γνωρίζανε, ἀλλὰ προφυλαγόντουσαν ἐξαιρετικά) Νὰ δώσεις πολλὰ φιλιὰ στὴ μάνα μου. Νὰ μὴν λυγίσει. Νὰ κάνει ὑπομονή. Νὰ τῆς πεῖς ὅτι θὰ συναντηθοῦμε στὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ.
Ἀγκαλιαστήκαμε καὶ πάλι καὶ χωρίσαμε δακρυσμένοι.
Ἐπέστρεψα στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔτρεξα ἀμέσως μὲ τὸ κασελάκι στὴ θεία μου, γιὰ νὰ τῆς τὸ δείξω καὶ νὰ τῆς πῶ τὰ φοβερὰ νέα. Ἀλλὰ τὶ δυσάρεστη ἔκπληξη μὲ περίμενε. Οἱ συγγενεῖς μου μοῦ διηγηθήκανε πώς, λίγο μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου γιὰ τὴν Τουρκία, ἡ θεία μου ἄφησε τὴν τελευταία της πνοή. Ἴσως ὁ καλὸς Θεὸς τὴν πῆρε κοντά του γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει ὅτι τόσα χρόνια ζοῦσε τὸ παιδάκι της καὶ αὐτὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει στὴν ἀγκαλιά της. Μὲ ἀρκετὰ δάκρυα εἶχε ματώσει τὴν καρδιά της τόσον καιρό. Δὲν θὰ ἄντεχε νὰ ἀκούσει κάτι τέτοιο.
Εκκλησία Online