Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ


Η σφαγή της Χίου αναφέρεται στην σφαγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Χίου από τον Οθωμανικό στρατό. Το γεγονός συνέβη 30 Μαρτίου του 1822. Είχε προηγηθεί ο ξεσηκωμός του νησιού στις 11 Μαρτίου 1822, με την απόβαση εκστρατευτικού σώματος Σαμιωτών. Οι Οθωμανοί (ντόπιοι και άλλοι που είχαν έλθει από την Ασία) κλείστηκαν αρχικά στο κάστρο. Στις 30 Μαρτίου έφθασε ο οθωμανικός στόλος ο οποίος έλυσε την πολιορκία και άρχισε τη σφαγή του ορθόδοξου πληθυσμού με τη συμμετοχή και άτακτων μουσουλμάνων που κατέφθαναν από τις ακτές της Μ. Ασίας με κάθε είδους πλεούμενο.Η διαταγή του Σουλτάνου ήταν να σφαγιαστούν οι πάντες και να αιχμαλωτιστούν αγόρια τριών έως 12 ετών και κορίτσια ή γυναίκες ηλικίας 12 με 40 ετών ώστε να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα. Οι μαζικές εκκαθαρίσεις και το ανθρωποκυνηγητό πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα περίπου 4 μηνών με τρία γιουρούσια των οθωμανών.

Την περίοδο αυτή η Χίος διέθετε μία μεγάλη και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα που ευημερούσε βασιζόμενη στην καλλιέργεια της μαστίχας. Απολάμβανε μάλιστα σημαντικά προνόμια από τους Οθωμανούς, για τους οποίους η μαστίχα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό προϊόν. Συνέπεια των προνομίων ήταν η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του νησιού, που αριθμούσε το 1822 περισσότερους από 100.000 κατοίκους. Για τήν πρόληψη επανάστασης, είχαν μεταφερθεί στο νησί στρατεύματα από την Ασία και είχε τοποθετηθεί ως διοικητής ο σκληρός Βαχίτ πασάς. Οι Χιώτες έκαναν καταναγκαστικές εργασίες και ταυτόχρονα αναγκάζονταν να συντηρούν αυτόν τον "μαχαιροφόρο όχλο" με την απειλή της βίας. Οι οθωμανοί καθημερινά έκαναν αρπαγές και φόνους στην πόλη και τα χωριά ατιμωρητί. Σχέδια για εξέγερση στη Χίο γίνονταν από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, το 1821, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του Τομπάζη. Τον Ιούλιο του '21 είχε αναλάβει την οργάνωση της εξέγερσης ο Ιωάννης Ράλλης, Χιώτης Φιλικός και άλλοτε έμπορος στην Οδησσό. Όμως Χιώτες έμποροι των Κυκλάδων τον έπεισαν ότι αυτή η επιχείρηση ήταν άκαιρη και επικίνδυνη, κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο Υψηλάντης.

Τον Μάρτιο του 1822 η Χίος επαναστάτησε, όταν ο Αντώνιος Μπουρνιάς με διακόσιους άνδρες αποβιβάστηκαν στη Σάμο και κάλεσαν τον Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην επανάσταση της Χίου. Αποφασιστική σημασία για την έκβαση της εξέγερσης είχε η απραξία της - λεγόμενης - κεντρικής κυβέρνησης η οποία δεν απέστειλε έγκαιρα βοήθεια στους επαναστάτες. Την καθυστέρηση της βοήθειας αναφέρει και ο Γάλλος εθελοντής Maxime Raybaud, γράφοντας ότι οι προετοιμασίες για την αποστολή δύο ολμοβόλων και ξένων στρατιωτικών κράτησαν 13 μέρες, ενώ μόνο για να πλεύσουν από την Πελοπόννησο μέχρι τα Ψαρά έκαναν 8 μέρες. Οι μόνοι που έστειλαν βοήθεια στη Χίο ήταν οι Ψαριανοί. Εκτός των άλλων αιτίων, στην περαιτέρω αποδυνάμωση των επαναστατών συνέβαλε και η διχόνοια μεταξύ των δύο ηγετών, του Μπουρνιά και του Λογοθέτη. Ο Μπουρνιάς κατά την υποχώρηση φώναζε το σύνθημα που είναι γνωστό στη Χίο: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω! Είναι δε τέτοια η ντροπή για τη συμφορά αυτή που δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο της σφαγής στη Χίο. Παρόλα αυτά ο Α. Μπουρνιάς προσπάθησε να κάνει επανάσταση με διακόσιους άνδρες συν τους άνδρες του Λ. Λογοθέτη. Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε το Σουλτάνο. Έτσι, ο Οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του Καρά Αλί έπλευσε προς την Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε περί τους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Με την άφιξη του μεγάλου εχθρικού στόλου οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν από το νησί με εξαίρεση ένα τμήμα Ψαριανών που παρακολουθούσε από απόσταση τις κινήσεις των Οθωμανών. Χωρίς σημαντική αντίσταση ο Οθωμανικός στρατός προχώρησε σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού, παρόλο που η συντριπτική πλειονότητα του νησιού δεν έκανε τίποτα για να προκαλέσει τη σφαγή. Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση αυτούς που ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν το Ισλάμ. Φανατικοί μουσουλμάνοι πλήρωναν περί τα τριάντα πιάστρα για να αγοράσουν ένα θύμα που το σφάζουν αμέσως για να εξασφαλίσουν μια θέση στον παράδεισο, όπως υπόσχεται το κορανιό τους για κάθε πιστό που θα έχει φονεύσει έναν άπιστοΕιδήσεις φτάνουν και από τη γαλλόφωνη Spectateur Oriental η οποία, παρ’ ότι ανθελληνική, αναφέρει ότι «η εκδίκηση και η παραφορά των Τούρκων υπερέβη τα όρια». 


Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Κατά τον ιστορικό Καστάνη που ήταν παρών στη σφαγή της Χίου ο πληθυσμός του νησιού έφθανε τις 180.000 ψυχές. Ο Καστάνης εξέδωσε αργότερα βιβλίο με την ιστορία της Επανάστασης στη Χίο και την περιπέτειά του με τον τίτλο "Ο Έλληνας εξόριστος". Εκείνο που είναι γεγονός είναι ότι στο νησί της Χίου έμειναν περί τους 1.000 - 2.000 χιλιάδες άνθρωποι και περί τους 20.000 διέφυγαν. Ο τότε Τούρκος τοποτηρητής της Χίου Βαχίτ πασάς, που κατέγραψε τα συμβάντα, αναφέρει ότι «τους μεν ηλικιωμένους επέρασαν (οι μουσουλμάνοι) γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν τας δε ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν". Όταν ο ίδιος απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη αναφορά για την ανακατάληψη του νησιού, απέστειλε μαζί και 5 φορτία με κομμένα κεφάλια και 2 φορτία κομμένα αυτιά. Καταμετρώντας τους νεκρούς αναφέρει κεφάλια ιερέων, προεστών και ανταρτών 1.109, «τελειωθέντες εν στόματι μαχαίρας» 25.000, σκλαβωμένα αγόρια και κορίτσια 5.000. Έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια και κατόπιν τα διατηρούσαν στην άλμη και τα τοποθετούσαν σε βαρέλια. Τα έστελναν στον Σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους. Ιδιαίτερη τιμή δινόταν αν τα επαναστατικά κεφάλια ανήκαν σε διακεκριμένους αρχιεπισκόπους, άρχοντες ή κληρικούς. Χίλια διακόσια κεφάλια είχαν ήδη καταγραφεί στην ιστορία της αμοιβής που δόθηκε για τον καθένα. Το βιβλίο της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών κάνει λόγο για 33.000 αιχμαλωτισμένες ψυχές και 33.000 σφαγμένους. Εάν όμως συλλογιστούμε τα νούμερα των εναπομεινάντων μαζί με αυτούς που κατόρθωσαν και διέφυγαν τα νούμερα των χαμένων ψυχών είναι κατά πολύ μεγαλύτερα κι αν λάβουμε υπ´όψιν την εκτίμηση των Τούρκων όσον αφορά τον πληθυσμό.


Το εμπόριο δούλων


Μια όψη της οθωμανικής αγριότητας κατά του πληθυσμού της Χίου ήταν η πώληση - κυρίως γυναικών και παιδιών - ως δούλων. Μεταφέρονταν ως εμπορεύματα σε παζάρια της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και πωλούνταν σε εξευτελιστικές τιμές. Ο Ολλανδός διπλωμάτης στην Κωνσταντινούπολη Gaspar Testa γράφει προς τον υπουργό του των εξωτερικών:

"Το πιο σπαρακτικό θέαμα είναι τα σκλαβωμένα γυναικόπαιδα που έφεραν από τη Χίο ... Αγόρια και κορίτσια σέρνονται στους δρόμους δεμένα το ένα με το άλλο και οδηγούνται στα σκλαβοπάζαρα. Κοπέλες κρατούσαν στο χέρι ένα χαρτί με το όνομα των Τούρκων κυρίων τους που έμειναν στην Χίο. Μη μπορώντας να τις συνοδέψουν οι ίδιοι, τις έστειλαν στη διεύθυνση των σπιτιών τους στην Πόλη." Ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη Francis Werry γράφει σε αναφορά του προς τη Levant Company: "Στο δρόμο των Φράγκων οδηγούνται πάνω-κάτω κοπάδια από παιδιά της Χίου για πούλημα". Στον Courrier Francais της 10-7-1822 αναφέρεται ότι φανατικοί μουσουλμάνοι αγόραζαν το θύμα τους για 30 γρόσια και το έσφαζαν για να κερδίσουν μια θέση στον παράδεισο. Πολλές γυναίκες αυτοκτόνησαν κατά την μεταφορά και άλλες πέθαναν από απεργία πείνας για να γλυτώσουν τον εξευτελισμό. Στην Allgemeine Zeitung δημοσιεύεται ότι μικρά παιδιά κάτω των 7 ετών που ήταν ακατάλληλα για το εμπόριο δένονταν και ρίχνονταν στη θάλασσα. Το σκηνικό του δουλεμπορίου περιγράφει και ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας R. Walsh αναφέροντας ότι από την 1η Μαΐου 1822 εκδόθηκαν 41.000 "τεσκερέδες" (έγγραφα ιδιοκτησίας δούλων) και ότι 5.000 πουλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης Spectateur Oriental, έως την 10-5-1822 στο τελωνείο της Σμύρνης είχαν καταβληθεί δασμοί για 40.000 σκλάβους. Πληροφορίες αναφέρουν και εκτελέσεις Χιωτών που βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, των οποίων οι περιουσίες δημεύτηκαν και τα μέλη των οικογενειών πουλήθηκαν ως δούλοι. Στη Journal du Commerce δημοσιεύεται κατάλογος ονομάτων 207 Χίων εμπόρων που εκτελέστηκαν. Τον κατάλογο κατέγραψε έμπορος της Φλωρεντίας μετά από αίτηση γαλλικών, ιταλικών και γερμανικών εμπορικών οίκων που είχαν συναλλαγές με τους Χιώτες εμπόρους.


Τα παιδιά οδηγούνταν κατά ομάδες για εξισλαμισμό. Ο Άγγλος κληρικός Walsh γράφει :
"Μέσα σε μια μέρα έγιναν περισσότεροι προσηλυτισμοί από το Ευαγγέλιο στο Κοράνι απ' όσοι απ' το Κοράνιο στο Ευαγγέλιο σε έναν αιώνα "

Οι αγοραπωλησίες σταμάτησαν στις 19 Ιουνίου 1822 ύστερα από επέμβαση της αδελφής του σουλτάνου, στην οποία ανήκε η Χίος ως φέουδο. Η σφαγή της Χίου και η επακόλουθη ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη είχαν μεγάλη επίδραση στην κοινή γνώμη της Ευρώπης και στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος. Οι Ευρωπαίοι συνειδητοποίησαν τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα και έδειξαν συμπάθεια προς τα θύματα και τους ήρωες ενός άνισου αγώνα.



«Όπου είναι Χιώτης, Εβραίος δε χωρεί»


Οι Εβραίοι βρέθηκαν στο πλευρό των Τούρκων. Η συμπεριφορά της εβραϊκής κοινότητας της Χίου κατά την εποχή των δραματικών γεγονότων του 1821-1822, που οδήγησαν στη σφαγή των Χιωτών, δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Στα μάτια των Ελλήνων οι Εβραίοι ήταν συνένοχοι των Τούρκων στις απίστευτες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν κατά του ελληνικού πληθυσμού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τους Εβραίους για να αναλάβουν την έκθεση των σωμάτων των δολοφονημένων χριστιανών. Με αφορμή τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ εξαγριωμένοι Έλληνες συνέλαβαν κάποιους Εβραίους που έτυχε να πλέουν με μία βάρκα μεταφέροντας εμπόρευμα στο στενό μεταξύ του νησιού και της Μ. Ασίας και τους απαγχόνισαν. Το ημερολόγιο του Antonio Pasqua αποτελεί σημαντική πηγή πληροφόρησης για τα γεγονότα. Αναφέρεται συγκεκριμένα στο γεγονός του απαγχονισμού του Μητροπολίτη της Χίου και των 80 προυχόντων, που έγινε στις 6 Μαΐου του 1822. Ο Pasqua γράφει πως « οι Τούρκοι έδωσαν εντολή στούς Εβραίους να κατεβάσουν τα πτώματα και να τα πετάξουν στή θάλασσα. Αμέσως αυτοί βγήκαν από το Κάστρο με 3 σημαίες, κατέβασαν τα σώματα καί τα πέταξαν στη θάλασσα. Οι Εβραίοι ήταν περίπου 300 ». Γνωρίζουμε επίσης πως οι Τούρκοι έφεραν από τη Σμύρνη περίπου 100 Εβραίους για να βοηθήσουν την κοινότητα της Χίου. Προφανώς, ήταν αδύνατον οι Εβραίοι της Χίου να χειριστούν έναν τόσο μεγάλο αριθμό θυμάτων μόνοι τους. Τέλος, γνωρίζουμε πως οι Εβραίοι αγόραζαν σε χαμηλή τιμή κοσμήματα από τους απελπισμένους Έλληνες, οι οποίοι προσπαθούσαν πάνω στην απόγνωσή τους και να σώσουν τις ζωές τους από τη σφαγή.

Οι εντάσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Εβραίων δεν σταμάτησαν. Χρόνια αργότερα, κάποια περιστατικά εξαφάνισης χριστιανοπαίδων στη Σμύρνη τις ημέρες του Πάσχα του 1864, καθώς και το 1872 πυροδότησαν μία έκρηξη βίας κατά των Εβραίων της πόλης. Οι εξαφανίσεις συνδέθηκαν από τους χριστιανούς με πιθανές απαγωγές από τους Εβραίους για την τέλεση ανθρωποθυσιών. Στη Χίο μία ομάδα Ελλήνων όρμησε στην εβραϊκή συνοικία του Κάστρου και κατέστρεψε τις περιουσίες των Εβραίων. Σημειώθηκαν επιθέσεις για παρόμοιους λόγους και το 1892. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν μέχρι και το 1897 κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Με τη βοήθεια κάποιων μορφωμένων και εύπορων Χιωτών η κατάσταση άρχισε να καλυτερεύει προς το τέλος του 19ου αιώνα. Ενδεικτικά γεγονότα της εξομάλυνσης στην κοινωνία της Χίου εκείνη την εποχή αποτελούν η παρουσία ραβίνου στην κηδεία του Ιωάννη Χωρέμη το 1897 προκειμένου να τον τιμήσει, ενώ την ίδια χρονιά, ο ραβίνος Αβραάμ Φράνκο ευλόγησε τα εγκαίνια της νέας αποβάθρας. Οι Εβραίοι αποκλείονταν από τη Σχολή της Χίου, όπου φοιτούσαν οι Έλληνες και από εκεί ανοιγόταν ο δρόμος για ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό, όπως στο Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη και σε άλλα Πανεπιστήμια της Ιταλίας. Με τον σεισμό του 1881 πολλά εβραϊκά κτίρια, συμπεριλαμβανομένου του σχολείου, καταστράφηκαν, ενώ το 1888 καταστράφηκε και η συναγωγή από πυρκαγιά. Διοργανώθηκε λαχειοφόρος αγορά, ενώ η διάσημη τραπεζιτική οικογένεια Rothschild έκανε μία σπουδαία δωρεά χάρη στις προσπάθειες του Ιωάννη Χωρέμη. Η νέα συναγωγή αποπερατώθηκε το 1890 εκτός του Κάστρου στην περιοχή του Φραγκομαχαλά. Μία αναμνηστική επιγραφή τοποθετήθηκε στο νέο κτίριο.


Ευγένιος Ντρελακρουά

Ο Ευγένιος Ντρελακρουά Γάλλος ρομαντικός ζωγράφος του 19ου αιώνα, εμπνευσμένος από τα ιστορικά γεγονότα τής Ελληνικής Επανάστασης ζωράφισε κάποιους πίνακες. Ένας από αυτούς είναι «Η Σφαγή της Χίου». Σ’ αυτόν απεικονίζεται η τουρκική θηριωδία στο νησί της Χίου κι αποτέλεσε μοχλό ανατροπής της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης προς την αξία του αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία. Ιστορικοί αναθεωρητές ισχυρίστηκαν ότι ο πίνακας «Η Σφαγή της Χίου» τού Ντελακρουά αποτελεί υπερβολική απεικόνιση από μέρους του καλλιτέχνη καί ξεπερνάει τήν πραγματικότητα. Η γνώμη τους είναι ότι μπορεί καί να αυτοκτόνησαν. Έτσι, το αντίγραφο του πίνακα αφαιρέθηκε από το Βυζαντινό μουσείο τἠς Χιου κατ’ απαίτηση των Τούρκων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το συγκεκριμένο γεγονός δεν συνέβη ποτέ. Σύμφωνα με τον χιώτικο Τύπο, υπάρχει μια μυστική συμφωνία για την απόσυρση του πίνακα, ως ένδειξη απάλειψης του ιστορικού χάσματος που χωρίζει τους δύο λαούς. Στη συνέχεια, η τουρκία επεδίωξε καί πέτυχε τήν αφαίρεση τών ταμπελών από τίς οστεοθήκες των θυμάτων τής σφαγής στη Νέα Μονή καί στόν Άγιο Μηνά με τήν επιγραφή «Έργα Οθωμανών» ! ! ! Ωστόσο, η αποκαθήλωση του αντιγράφου του πίνακα από το μουσείο της Χίου αποτελεί προσβολή εναντίον όλων των κοινωνικών αξιών και διδαγμάτων που πρεσβεύει η Ιστορία. Για αυτόν, ακριβώς, τον λόγο έχει απαιτηθεί από τη Νομαρχία Χίου η εκ νέου έκθεση του πίνακα στο Βυζαντινό μουσείο της Χίου. Στο μπροστινό μέρος του πίνακα παρατηρείται ιδιαίτερα έντονη η αγωνία και η απελπισία στα πρόσωπα των ανθρώπων, με τη μάνα που είναι ξαπλωμένη με το μωρό της στην αγκαλιά στο δεξί άκρο του πίνακα, τα δύο αγκαλιασμένα παιδιά στο αριστερό άκρο που περιμένουν το θάνατο, το ταλαιπωρημένο αντρόγυνο στο κέντρο του πίνακα μαζί με την ηλικιωμένη γυναίκα που κοιτάζει προς τον ουρανό μ’ ένα βλέμμα απελπισίας στα μάτια της και, τέλος, τον Τούρκο καβαλάρη στα δεξιά που αρπάζει μια Ελληνοπούλα και τη δένει στο άλογό του, έτοιμος να τραβήξει το σπαθί του. Στο βάθος του πίνακα ο σκεπασμένος με καπνό ουρανός και το καμένα σπίτια ολοκληρώνουν την εικόνα της καταστροφής. Στο έργο αυτό προβάλλεται έντονη η συγκίνηση πού θέλει να μεταφέρει ο καλλιτέχνης εμπνεόμενος από τόν φιλελληνισμό καί τήν Ελληνική Επανάσταση. Η συναισθηματική φόρτιση πού εκπέμπει το πρόσωπο τής ηλικιωμένης γυναίκας στο κέντρο τού πίνακα έρχεται σε αντίθεση με το σκληρό πρόσωπο τού τούρκου καβαλάρη, ενώ η έλλειψη της συμμετρίας, τα λαμπερά χρώματα καί τα πυρπολημένα χωριά στό βάθος τού πίνακα συγκλονίζουν το θεατή. Εν ολίγοις, «Η Σφαγή της Χίου» τού Ευγένιου Ντελακρουά συγκλόνισε καί συνεχίζει να συγκλονίζει, όλη τήν ανθρωπότητα, γι αυτό κάποιοι θέλησαν να εξαφανίσουν τόν πίνακα. Το 2009 ένα αντίγραφο τού πίνακα εκτέθηκε στό τοπικό Βυζαντινό μουσείο τής Χίου. Ένα ακόμα εκτίθεται στό Εθνικό Ιστορικό μουσείο στήν Αθήνα σε μικρότερη κλίμακα κι ένα ακόμη στήν σχολή καλών τεχνών τής Πράγας


Είχε ήδη παραδώσει το πνεύμα επί του σταυρού ο Ιησούς και η Χίος σταυρωνόταν καταματωμένη, νέα μάρτυς της μεγάλης ελληνικής πατρίδας. Τη Μεγάλη Παρασκευή του 1822 όπως ο Χριστός σταυρώθηκε, έτσι και το νησί της μεγάλης ελληνικής πατρίδας μαρτύρησε. Η αντίθεση της ομορφιάς τής ανοιξιάτικης Χίου με τις φρικιαστικές εικόνες τών ανθρώπινων πτωμάτων καί τής ερημιάς είναι απίστευτη εικόνα.Είναι έντονα τα συναισθήματα τής οργής αλλά καί του πόνου ὀταν βλέπει κάποιος τήν καταστροφή τού νησιού. Η Χίος έζησε ένα μοναδικό ολοκαύτωμα. Όλοι γνωρίζουμε από την ιστορία και από πολλά κείμενα που έχουν γραφτεί, πόσο σκληρά και απάνθρωπα γεγονότα συνέβησαν.Ήταν πάνοπλα αυτά τα αιμοβόρα τέρατα και αφού πυρπόλησαν και λεηλάτησαν την πόλη, ξεχύθηκαν στα χωριά και στις εξοχές κατά στίφη, σφάζοντας, ατιμόντας και αιχμαλωτίζοντας. Και η ''καλλίτερη'' φαντασία αδυνατεί να συλλάβει έστω και αμυδρά αυτή την εικόνα της φρίκης, η οποία περικύκλωσε ξαφνικά την σημαντική Χίο. 26.000 ψυχές χάθηκαν από το μαχαίρι που τους καρφώθηκε μέσα σε λίγες μέρες. Το ανοιξιάτικο καταπράσινο χαλί των αγρών, των βουνών και των κοιλάδων του νησιού κατακοκκίνισε αφού ραντίστηκε με το αίμα πολλών αθώων γυναικών και παιδιών.




ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ


Μαρία Μπούρα (Εκ της πόλεως Χίου)


Την άλλη μέρα το πρωί, νάτους.
Εβαστούσαν στα χέρια τους φωτιές καί μαχαίρια καί εφωνάζανε: «Μωρέ Γκιαούρηδες, τι έχετε να δείτε τώρα!»
Οι καμένοι οι Χριστιανοί κλειστήκανε στα σπίτια τους.
Τότε η μητέρα μου λεει τού πατέρα μου: «Φραγκούλη, να πάρομε τα παιδιά μας να φύγομε, γιατί οι Τούρκοι έχουν άσκημο σκοπό». Μας παίρνει λοιπόν ο πατέρας μου παίρνει και δύο ψωμιά και μερικούς ψιλούς παράδες και φεύγομε. Μα πριν να φύγομε, τι ν’ ακούσομε. Εσπούσαν τις πόρτες οι Τούρκοι καί σφάζανε, ύστερι βάζανε φωτιά σ’ όλα τα σπίτια. Εμείς πήραμε δρόμο κατά τον Άγιο Μηνά. Ανηβαίνομε λοιπόν στον Άγιο Μηνά και βλέπομε τον κόσμο χιλιάδες μέσα. Ακούμε φωνές «Τα ταγκαλάκια έρχουνταινε!». Τότες ο πατέρας μου λέει:
«Αν μείνομεν εδώ, θα μας σφάξουν, μόνον ας φύγομε, πριν κλείσει το μοναστήρι» Παίρνομε δρόμο και καταβαίνομε στο Λιμνιώνα, ίσως βρούμε κανένα καΐκι. Η κακή μας τύχη και απαντήσαμεν ένα μπουλούκι Σαμιώτες και μας πήραν τον πατέρα μας και αφήσανε τη μητέρα μου, εμένα και την αδερφή μου. Πήραμε δρόμο κ’ εβγήκαμε στο Λιθί. Η μητέρα μας η καϋμένη έμεινε μοναχή, χωρίς άντρα, νύχτα, με δυό κορίτσια, χωρίς να ξέρη πού ήτανε. Παίρνομεν τα βουνά και φτάνομε στης Αγιάς Μαρκέλλας τον ποταμό και βλέπομεν τα βουνά γεμάτα Τούρκοι, που ερκόντανε προς το μέρος το δικό μας. Τότες μάς παίρνει η μητέρα και κρυφτήκαμένε μέσα στους βάτους και εκεί ξημερωθήκαμε. Τη νύχτα πού να κοιμηθούμενε, που περνούσαν οι Τούρκοι αφ’ το δρομαλάκι που ήτανε από πάνω μας. Τέλος, εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα κ’ επήγαμεν στην Αγιά Μαρκέλλα. Κ’ εκεί όμως δεν βρήκαμεν καΐκι και γυρίσαμε πίσω και πάμενε σ’ ένα χωριό. Εκεί μάς απάντησεν ένας κουμπάρος μας και λε τής μητέρας μου: «Έλα να σε κρύψω με τα κορίτσια σ’ ενός Τούρκου τον αχερώνα». Μα ο άθλιος πάει και λεει τού Τούρκου:
«Έλα να δεις που σού ΄χω δυό κορίτσια κρυμμένα».
Του λεει ο Τούρκος:
«Τι σού είν’ αυτές;».
Λέει: «Κουμπάρες μου».
Τότε ο Τούρκος βγάζει το σπαθί του και του κόβει το κεφάλι ομπρός στα μάτια μας κ’ έρκεται και μας λέει:
«Αυτός επειδή ήτανε κουμπάρος σας και σας επρόδωσενε, τον σκότωσα, μόνο εσείς φευγάτε».
Και μας ήδειξε δρόμο κ’ εβγήκαμε πάλι στο Μέγα Λιμιώνα.

Κι εκεί είδαμε καΐκια Σαμιώτικα βαθειά αραγμένα, και στην ακρογιαλιά ήτανε πολύς κόσμος, γυναικόπαιδα πολλά. Οι Σαμιώτες με τις βάρκες επαίρνανε τον κόσμο, μα όποιος είχενε πολλούς παράδες και χρυσά, όποιος δεν είχενε τον αφήνανε όξω. Η καϋμένη η μητέρα μου είχε στο στήθος της ένα πουγγί γεμάτο με ψιλούς παράδες τα βγάζει μια φουχτιά και τα δείχνει τών Σαμιωτών. Αυτοί νομίζοντας πως ήτανε το στήθος της γεμάτο παράδες, μας επήρανε μέσα στο καΐκι. Την ώρα που μπήκαμεν στη βάρκα, είδαμεν τη θάλασσα κόκκινην απ' το αίμα. Άλλο δεν ακούαμεν φωνές, κλιάματα κ’ εβλέπαμεν παντού φωτιές. Σαν εφύγαμεν λίγο μακριά, οι Τούρκοι μάς τραβούσανε και τα κουρσούμια περνούσαν από πάνω απ'τα κεφάλια μας. Λίγο να μας σκοτώσουν. Βλέπαμε στην ακρογιαλιά εκείνους που μείνανε και τι να δούμε. Οι Τούρκοι τούς εσφάζανε, τους εκάμνανε κομμάτια και τα πετούσανε στον αέρα. Σαν ηφτάσαμε στη Σάμο, οι Σαμιώτες δεν μας ηθέλανε γιατί δεν είχαμε λεφτά. Επήγαμε με τἠ μητέρα μου για να μάθει για τον άντρα της. Μα δεν τον εγνώρισέ γιατί ήταν αγνώριστος απ’ την αρρώστια. Ερώτανε πια τους άρρωστους:
«Ποιος είσαι σύ; Ποιος είσαι συ;».
Και της ελέγανε. Ερώτησε κ’ εκείνονε και της είπεν!
«Είμαι ο Φραγκούλης ο Μπούρας». Τότες η μητέρα μου τον γνώρισένκαι μεις τον εγνωρίσαμεν και ανταμωθήκαμεν πάλι όλοι.Σαν εγίνηκεν καλά ο πατέρας μου, μας ήλεγένε: «Είχαμεν τύχη που φύγαμεν αφ’ τον Άγιο Μηνά, γιατί οι Τούρκοι τούς έσφαξαν όλους. Επειδή δεν ημπορούσανε ν’ ανοίξουνε την πόρτα, εκάμανε μιαν τρύπα στον τοίχο κ’ εμπήκανε μέσα κ’ εμπαίναν ένας ένας. Ύστερι εμπήκαν όλοι κ’ εσφάξαν όλους τούς Χριστιανούς κ’ εκάψανε την Εκκλησιά ως και μέσα στη στέρνα ερρίξανε φωτιά και τους εκάψανε». Ύστερ’ από κάμποσα χρόνια εγυρίσαμε πίσω στη Χίο κ’ επήγαμεν να βρούμε τα σπίτια μας. Μα όχι σπίτια, αλλά ούτε σημάδι δε βρήκαμένε. Η Χίος όλη ήταν σκόνη, καμένα όλα και δεν μπορούσαμεν να καταλάβομεν πού ήταν το σπίτι μας, κ’ έτσι εφύγαμεν κ’ επήγαμεν στη Σύρα.

Μικές Φλατσούσης (Από τον Κάμπο)

Τότε ήμουνα 15 χρονών. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου μ’ έχενε κοπέλλι με το μπάρμπα μου το Γιώργη. Από καιρό εγινόνταν ανησυχίες με τους Τούρκους. Τη Μεγάλη Πέφτη ήμουνα στο χωράφι κ’ εφύτευα ροβίθια. Τ’ απόγευμα ήκουσα κατά το μέρος τού Κάστρου τουφεκιές. Σε κομμάτι είδα ανθρώπους να περνούνε με φορτωμένα μουλάρια και να τραβούνε κατά τα Μαστιχόχωρα. Τους ερώτησα και μού ‘πανε πως εφάνηκεν η Τούρκικη αρμάδα κ’ οι Τούρκοι τού Κάστρου επήρανε θάρρος κ’ επεταχτήκανε όξω κι αρχίσανε να σφάζουνε. Σαν τό ΄κουσα, τρόμαξα κ’ ήτρεξα και τό ΄πα τ ΄αφεντικού μου. Εκείνος μ’ έστειλεν να κουβαλώ χοχλάκους από τον Κοκκαλά κι αφού ήβαλεν τη σκάλα εστίβαζεν τούς χοχλάκους γύρου γύρου στην αστρακιά. Επήρεν και δυό ψωμιά, μ’ ενήβασεν κ’ εμένα κ’ ετράβηξεν τη σκάλα πάνω.Ο πάππους μου, επειδή ήταν πολύ γέρος και δεν εμπόρενε να τους ακολουθήσει. Εκαθούντανε μες στο περιβόλι κ’ εφουμάριζενε. Εκούσαμενε μια τουφεκιά. «Τον πάππου σου θα σκοτώσανε, βρε Μικέ», μού ΄πεν ο μπάρμπας μου. Τα μεσάνυχτα κατηβήκαμενε και τον ηύραμενε σκοτωμένο. Το Μεγάλο Σαββάτο τ’ απόγεμα ακούσαμενε τουφεκιές κατά τον Άγιο Μηνά. Εκεί ήτανε μαζεμένος πολύ κόσμος, ήτανε και κάμποσοι με τα τουφέκια και είχανε και δυό Αρμολούσικες στάμνες μπαρούτι. Δυό Τούρκοι ήρτανε να πατήσουνε το Μοναστήρι. Οι Χριστιανοί τούς πιάσανε στο τουφέκι, τους επήγανε ίσια με τα Κεραμαριά. Την άλλη μέρα ήρτανε πιο πολλοί Τούρκοι με καβαλαρία. Είχανε και δυό κανόνια και τα βάλανε στους μύλους τού Νεχωριού, εμπορέσανε κι ανοίξανε μια τρύπα και μπήκανε μέσα κι αρχινήσανε να σφάζουνε. Από πάνω αφ’ την αστρακιά ακούγαμε τη βοή τού κόσμου και τις φωνές. Το ψωμί πού ΄χαμε μάς απόκαμε και κατηβαίναμε τη νύχτα και τρώγαμε χλωροκούκκια. Εγὠ, ένα βράδυ, την ώρα που κοιμούνταν ο μπάρμπας μου, του ξέκοψα και τράβηξα κατά το Πυργί με την ιδέα πως δεν ήταν εκεί Τούρκοι.

Άξαφνα βρέθηκα μπροστά τους. Έκαμα να φύγω, μα ένας ήστρεψε το τουφέκι του κατά πάνω μου και μου φώναζενε: «Ντουρ!».
Εγώ στάθηκα. Ένας ήρτενε και με πήρενε και με πήγε μες στο χωριό και μ’ έδωκε μιανού, που καθώς εκατάλαβα, ήτανε αρχηγός. Τους Χριστιανούς τούς είχανε κλεισμένους μέσα σ’ ένα μαγαζί κι απ’ όξω εφυλάγανε Τούρκοι. Οι καπεταναίοι τών Τούρκων εκαθόντανε στο Λειβάδι τού χωριού. Εκεί εφέρνανε τούς Χριστιανούς δεμένους εξάγκωνα και τους εκόβαν τα κεφάλια. Τα μωρά τα πετούσανε στον αγέρα και τα τρυπούσανε με τα σπαθιά! Ύστερα μάς εφέρανε στη Χώρα, εμένα με γυναικόπαιδα, και μας εμπαρκάρανε για τη Σμύρνη. Εκεί μάς επουλήσανε. Εμένα με πήρεν ένας Τούρκος και μ΄ έστειλε να του πάρω νερό. Στο δρόμο μού ‘σπασεν η στάμνα κ’ επήρα κ’ εγώ και τράβηξα κατά τα βουνά. Εκεί έζησα δέκα μέρες. Ένας βοσκός μού ΄δινε γάλα. Ύστερι μ΄έπιασεν η παγανιά και με ξαναπούλησεν σ’ ένα πασά κι από κει πάλι εξέκοψα και γύρισα στη Χίο. Στα ΄28 μάς διώξανε πάλι και φύγαμε για τη Σύρα. Ήζησα κ’ εκεί ανάμιση χρόνο.

Φἰλλιπος Πατελίδας (Από τον Κάμπο)

Ο Φατούρος ήταν αφ’ τα Θυμιανά, δραγάτης. Τότες που πήγανε στον Άγιο Μηνά, οι Τούρκοι εθαρρούσανε πως είναι Κάστρο, γιατ’ ήταν καμιά κοσαριά Σαμιώτες κ’ επυροβολούσαν από νωρίς. Τη νύχτα οι Σαμιώτες εφοβηθήκανε γιατί είδανε πολλή Τουρκιά κ’ εφύγανε. Την άλλη μέρα οι Τούρκοι εκάμανε μια τρύπα αφ’ τ’ αριστερό το μέρος. Μα ήτανε στενή η τρύπα και εμπαίναν ένας ένας. Τον πρώτον τον ήκοψεν ο Φατούρος με το σπαθί του και τον ετράβηξε μέσα. Ήκοψεν καμιά κοσαριά, κ’ οι Τούρκοι χωρίς να το πάρουνε χαμπάρι. Ύστερις ήσπασεν το γιαταγάνι του. Έβγαλαν τότες ένα ξύλο αφ’ τα στασίδια τής Εκκλησιάς και του το δώκανε να τους χτυπά. Μα σε τούτο το αναμεταξύ εμπήκεν ένας μέσα κ’ εφώναξε τών αλλωνών να μη μπαίνουν, γιατί όσοι μπήκαν τούς εκόψαν οι Γκιαούρηδες. Τον εσκότωσεν κι’ αυτόν ο Φατούρος. Έπιασαν τότες οι Τούρκοι κ’ εκάμαν άλλην τρύπα αφ’ το αντικρυνό μέρος κ’ εμπουκάρανε μέσα. Το τι γίνηκεν εκεί μέσα δεν περιγράφεται. 3.000 ψυχές ήτανε, και πολύ λίγοι σωθήκανε μέσα στο αναμπουμπουλίκι. Αφού εκατασφάξανε τον κόσμο εβάλανε φωτιά. Και μέσα στη φουντάνα που ήτανε κρυμμένοι πολλοί, ερρίχτανε αναμμένα πανιά. Ένας γέρος καλόγερος απ’ τους Ολύμπους με το ένα μάτι μού τά ‘λεγεν :
«Βλέπεις έδευτο το ρεματάκι; Ήτρεχεν το αίμα σαν ποταμός! Κ’ έδεκεί στα κυπαρίσια εκάθουνταν κ’ εξεκουράζουνταν οι Τούρκοι κ’ ύστερα αρχινούσαν πάλι το πελέκι»


Ιωάννου Δ. Τσατσαρώνη (Εκ Βροντάδου)

Ο πάππους μου, ο Χατζή Σταμάτης ο Τσατσαρώνης, στην Επανάσταση ήφυγεν απ’ το Βροντάδο με την οικογένειά του και πολλούς συγγενείς, το όλον 150 ψυχές, κ’ επήγαν στο Μελανιό.
Εκεί που καθόνταν απάνω σ’ έναν κάβο κ’ επερίμεναν κανένα καράβι αφ’ τα Ψαρά, επεινάσανε. Ο πάπους μου τότες εσυγκινήθηκεν. Επήρε δυό παλληκάρια, κ’ επήγαιναν στο Άγιο Γάλας να ζητήσουν ψωμί. Στο δρόμο σ’ ένα ύψωμα, που το λεν «Δυό αδερφοί», ήταν κρυμμένο ένα μπουλούκι Τούρκοι, που τως ερίξανε και τους εσκοτώσανε και τους τρεις. Ύστερις κατέβηκαν αφ’ το ύψωμα οι Τούρκοι κ’ επήγαν κοντά στους σκοτωμένους, κ’ εκόψαν τα κεφάλια τους, και τα πήραν και τραβήξαν στο Μελανιό. Στο Μελανιό εσφάξαν όλους τους ηλικιωμένους κ’ εφήκαν τα παιδιά όσα μπορούσαν να πορπατούν. Μέσα σ’ αυτά τα παιδιά ήτανε και ο πατέρας μου με τους αδερφούς του, τον Αντώνη, το Θοδωρή, και τον Κωσταντίνο, που μόντις είδανε την κεφαλή του πατέρα τους, την εγνωρίσανε, την επιάσαν από τη γη, την εφιλούσανε και εκλαίγανε. Τότες οι Τούρκοι εδώκαν την κεφαλή στον πατέρα μου, και την κρατούσεν ως κάτω τη Χώρα, δέκα ώρες δρόμο, και άμα καμιά φορά εκουράζουνταν και την άφηνε κατά γης, οι Τούρκοι τού χτυπούσανε με το καμιτσί και την εσήκωνεν πάλι.

Παπά Δημητρίου Χανιώτου (Εκ Πυραμάς)

Το χωριό μας, η Πυραμά, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην Επανάσταση. Σ’ αυτό πρωτοβγήκεν η Επανάσταση. Ο Χατζή Αντώνης ο Μπουρνιάς, ο αρχηγός τότες, ήταν συγγενής μας. Στη μέση τού χωριού μας είν’ ένας πελώριος πύργος Γενουβέζικος. Είχεν τότες ύψος 15 μέτρα και πλάτος δυόμισυ, ούτε πόρτα, ούτε παράθυρο είχεν, παρά μόνο μια κρεμαστή σκάλα. Σ’ ευτόν τον πύργο μέσα εφέραν οι Χωριανοί όλα τα πολύτιμα που είχαν, καθώς και τις εικόνες και τα σκεύη τής εκκλησιάς, κ’ έφυγαν αφ’ το χωριό. Λέγουν μάλιστα πως επειδή εφοβούνταν μήπως οι Τούρκοι πατήσουν τον Πύργο, έκρυψαν οι επίτροποι τα χρυσαφικά και το χρήμα κοντά στην εκκλησιά του Αγιού Δημητριού, μα κανείς δεν ξέρει το μέρος, γιατί όλοι επέθαναν σκλάβοι. Μόλις έφτασαν οι Τούρκοι στην Πυραμά, έπιασαν τουφέκι με τις τάμπιες τού χωριού. Σ’ αυτό το μέρος, όντας μικρό παιδί, μού ΄δειχνεν ο πατέρας μου κάτι μεγάλους πίθους σπασμένους, και μού ΄λεγεν πως τους είχαν οι Τούρκοι για να πίνουν νερό. Οταν επατήσαν το χωριό, τό ΄καμαν κονάκι , κι από ΄κει εγυρίζαν στα άλλα χωριά. Στο χωριό δεν έμειναν άλλοι παρά κάτι γέροι πολύ και μάλιστα ένας απ’ αυτούς ευρέθηκε στην πλατείαν τού χωριού απάνω σ’ ένα σωρό καμένα άχερα, κάρβουνο γενομένος . Οι Τούρκοι εκατάστρεψαν τ΄ απάνω δυό πατώματα τού πύργου, μα δεν είδαν κανένα μέσα κ’ έφυγαν, κ’ έτσι εσώθηκαν τα σκεύη τής εκκλησιάς, που στολίζουν ως σήμερα τον Πρόδρομο, τη χωριοκκλησιά μας. Οι αθρώποι εκρυφτήκαν άλλοι στις κρύφτες που έκαμαν στα χωράφια, άλλοι μες στα δέντρα κ’ οι περισσότεροι έτρεχαν στο Κάβο Μελανιός. Επειδή όμως έλεγαν, πως όποιος πλερώσει τα καΐκια περισσότερο, πιο εύκολα και γρήγορα φεύγει, ο συγγενής μου, ο Γέρω Σωτήρχος, επήρεν ένα καντάρι καλό στο χέρι του, κι ο αδελφός του ένα κόκκινο βόδι κ’ έφυγαν. Σαν έφτασαν στο Κάβο Μελανιός, τά ΄δωσαν αυτά και πήγαν στα Ψαρά. Απ’ το καΐκι έβλεπαν τους Τούρκους που έσφαζαν τον κόσμο. Ένας εκουράστηκεν πια να σφάζει, κ’ ήκατσε να ξεκουραστεί και ν’ αρχίσει πάλι. Ένας δικός μας, κρυμμένος μέσα στα πτώματα είδεν τη σφαγή και μας τά ΄λεγε. Τόσον αίμα χύθηκεν εκεί, που οι πέτρες εβαφτήκαν με αίμα κι ως τώρα φαίνουνταιν κόκκινες. Όσοι δεν επρόφτασαν να φύγουν με τα καΐκια, εκρυφτήκαν στα βουνά και στα δέντρα και στις σπηλιές. Στη θέση «Καταβολάδα» υπάρχει μια σπηλιά και μια μεγάλη πέτρα απάνω σ’ αυτή. Εκεί έφτασεν ο Πουλάδης αφ’ το χωριό με τη γυναίκα του και το παιδί του το μικρό. Πριν κρυφτούν εμάλλωσαν, γιατί ο άντρας επέμενε να κρύψουν αλλού το μωρό, κ’ η γυναίκα δεν ήθελε να χωριστεί απ’ το παιδί της. Οι Τούρκοι εκεί που γύριζαν τα βουνά, ήρταν και σ’ εκείνο το μέρος κ’ εκάθισαν απάνω στην πέτρα, κι από κει ετραβούσαν κ’ εσκότωναν όσους έβλεπαν. Με την πρώτην τουφεκιά το παιδί ερχίνησε να φωνάζει, κ’ έτσι τούς ανακάλυψαν. Τη γυναίκα, επειδή ήταν όμορφη, την επήραν μαζί των ως και το παιδί, τον άντρα τον επήραν πάρα κει σ’ έναν πλάτανο πολύ μεγάλο και τον εσκότωσαν. Μέσα σ’ αυτόν τον πλάτανο, που σώζεται ως σήμερον, ήταν κρυμμένοι 12 χωριανοί κ’ έβλεπαν το μαρτύριό του κρατώντας την αναπνοή τως. Πολλοί ακόμα εσωθήκαν στη σπηλιά τής Παναγιάς τής Αγιογαλούσαινας, όχι μόνο χωριανοί μας αλλά απ’ όλην τη Χιό. Γι’ αυτό και κάθε χρόνο επήγαιναν πολλοί απ’ όλην τη Χιό κ’ επροσκυνούσαν την Παναγιά, που η εκκλησιά της είναι θεόχτιστη, στην είσοδο μιανής σπηλιάς. Γι’ αυτήν τη σπηλιά λεν πως χρειάζουνται 40 μέρες για να την περάσει κανείς όλην και να φτάσει στη θάλασσα. Κι εγώ είχα την τύχη να τη ΄δω. Στον τοίχο είδα πολλά ονόματα γραμμένα και το όνομα τού Γρηγορίου, Μητροπολίτου Χίου. Είδα και κάτι πελώρια και ασυνήθιστα κόκκαλα ανθρώπινα και τον Αράπη πέτρα γενομένο. Γιατί, όπως λεν, ένας μόνο Τούρκος Αράπης ετόλμησε να μπει μέσα και να προχωρήσει ως εκεί, που ήταν κρυμμένος τόσος κόσμος, μα μόλις ήκουσε φωνές κ’ ήτρεξε να ειδοποιήσει τούς άλλους, τον ήκαμεν πέτρα η Παναγιά.

Μαρίας Αγγελικούση (Εκ Καρδαμύλων)


Στην Επανάσταση εμείς είμεστεν κρυμμένοι στη Γριά, μα σε κάμποσες μέρες, εφάγαμεν πια ό,τι είχαμεν κ’ επεινούσαμεν.Είχαμε μαζί κι έναν αγοράκι τριώ χρονών, και τού ΄δωκα μισό κουκκί κ’ ήγλυφεν, και το καίγουνταν η καρδιά μου.Τότες ήρτεν ένας εις το χωριόν κ’ ήστειλεν αθρώπους στα βουνά κ’ εφωνάζαν, πως ο Κόνσουλας είπεν, όσοι έρτουν εις το χωριό και προσκυνήσουν, δεν θα πάθουν τίποτι. Εγώ ήθελα να πάμε, για να μη χάσω το παιδί μου, που τό ΄βλεπα πως ήλυωσεν και τού ΄ρχουνταν λιγοθυμίες απ’ την πείνα, μα ο πάππους σας δεν ήθελεν με κανέναν τρόπον. «Οι Αγαρηνοί, ήλεγεν, δεν έχουν εμπιστοσύνην και θα μας σφάξουν». Μα εγώ που δεν εμπόρουν να βλέπω το παιδί μου να πεθαίνει ομπρός στα μάτια μου;Του λέω: «Εγώ θα πάω με το παιδί, κι ό,τι θέλει ο Θεός ας μας κάμει». Κ’ έτσι μ’ εφήκαν κ’ επήγα. Επήγαν κι άλλοι άντρες και γυναίκες, και τους άντρες τους είχαν βαρμένους μέσα στου Σπανού το σπίτι, εδεκεί στη Φονόπετραν, κάτω κάτω, που πάμε για το Μάρμαρο. Τις γυναίκες τις είχαν όξω. Εγώ είχα καθισμένο το παιδί στο λαιμό μου αποσκελωτά. Ένας Τούρκος ήτρωγε ψωμί. Τό ΄δεν το παιδί μου κ’ ήπιασεν τα κλιάματα, κ’ εφώναζε: «Πεινώ, πεινώ, ψωμί, ψωμί!». Ο Τούρκος τού ΄δωκε λιγάκι ψωμί κι εκείνο ερρίχτηκεν επάνω στο ψωμί και τό ΄φαγεν αμάσητο. Εξανάκλαψε και του ζήταν κι άλλο. Τότες…Χριστέ και Παναγιά μου! Βλέπω το μαχαίρι τού Τούρκου ν’ αστράφτει, νοιώνω έναν κούνημα και βλέπω το κεφαλάκιν τού παιδιού από δω και το σωματάκιν του από κει.

Ύστερα εσφάξαν όλους τούς άντρες που ήταν κλεισμένοι στου Σπανού, και μας επήραν εμάς και μας επηγαίναν εις την Χώρα.Εδεκεί στο Πλατανάκι εκάτσαν να φαν και να πιούν και νερό. Νά κ’ έρκεται έναν άλλο μπουλούκι αφ’ τη Χώρα.
Οι Τούρκοι που μας είχαν εμάς, τους είπαν εκεινών!
«Πού πάτε; Αν πηγαίνετε στα Καρδάμυλα, ετελείωσεν η δουλειά». Εκείνοι εθυμώσαν κ’ ετσακωθήκαν. Τότες ένας μονόφταρμος μπαίνει μες στη μέση και λέει:
«Για τ’ όνομα τού Προφήτη πάψετε. Αντί να σκοτωθούμεν εμείς, ας σκοτώσομεν τις Γκιαούρισσες».
Κι αρχίζει τότες μια σφαγή, έναν κακό. Εγώ εκυλίστηκα μέσα στα αίματα και μ’ επήραν για σκοτωμένη. Ύστερι έφυγαν, μα πριν να φύγουν ο μονόφταρμος εχτύπαν από δυό μαχαιριές εις την κάθε μια, για να τις αποτελειώσει. Μα εβιάζουνταν να φύγει, ο κόσμος πολύς, και τις ήδινε γρήγορα γρήγορα τις μαχαιριές! Εμένα μού ΄δωκε μια στην πλάτην και μια στην κοιλιά. Ελιγοθύμησα… Σαν μού πέρασεν η λιγοθυμιά, είδα τ’ άντερά μου χυμένα! Σκίζω αφ’ τα φουστάνια, κάμνω φασκιά, και την δένω καλά… Η Παναγιά μού ΄δωκεν κουράγιο, και άιντε άιντε, σιγά σιγά, πάω στου Μώρου τη σπηλλιά. Εκεί ήταν κι άλλοι χωριανοί κι ένας συγγενής μας.Εκεί μού ΄βαλαν τ’ άντερα μέσα στην κοιλιά και μού ΄καμναν ρεμέντια . Ύστερι μ’ επήγαν με καΐκι στο Μωριά, κ’ εκεί αντάμωσα και πάλι τον πάππου σου.Άμα εσιάξαν τα πράματα , εγυρίσαμεν, κ’ ήρταμε στο χωριό.


[Επιμέλεια διηγήσεων -υπομνηματισμός: Λεωνίδας Πυργάρης]





Ο Δημήτρης Μελαχροινούδης γεννήθηκε το 1937 στην Καλλιμασιά Χίου. Από τον επίνειο του Αγίου Αιμιλιανού αγναντεύει τα Ιωνικά παράλια, με τη Σμύρνη στο βάθος, έχοντας την ικανοποίηση πως έπραξε το καθήκον του ως πολίτης του πολιτισμού. Για 20 χρόνια, ως πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, τα μάτια του είδαν πολλούς ξένους τόπους και διάφορες κουλτούρες, αλλά η γενέθλια γη ζούσε παντού και πάντα μέσα του. Μετά τη συνταξιοδότησή του άρχισε να οργώνει τις ανεξερεύνητες μικρές ηπείρους της ιδιαίτερης πατρίδας του, βυθιζόμενος επί χιλιάδες ώρες στη βιβλιοθήκη συζητώντας με γέρους και γριές που υπήρξαν μάρτυρες γεγονότων και γνώστες λαογραφικών στοιχείων, δουλεύοντας ανιδιοτελώς σε πολιτιστικά σωματεία και προσφέροντα στα κοινά. Καρπός της επίμοχθης ερευνητικής του ανασκαφής, στις διαστρωματώσεις της τοπικής γεωλογίας των γεγονότων αλλά και των ηθών, είναι το αρχειακό «Τα Διοικητικά της Χίου», καθώς και το πρόσφατο «Η Καλλιμασιά της Χίου», που τον αναδεικνύουν σε ένα σύγχρονο Σλήμαν της ιστορίας της Χίου!


Βικιπαίδεια
Μηχανή τού χρόνου
https://www.amanivoice-chios.gr/


ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ - Ο ήρωας του ’21 που έγινε φυλακτό στον λαιμό Αγγλίδων και Γαλλίδων

 

Σπάνια για έναν ήρωα, η ιστορική αλήθεια από τη μια κι ο μύθος, η δόξα και ο θρύλος που την συνοδεύουν απ’ την άλλη, βρίσκονται σε τέτοια αντιστοιχία. Ο Μάρκος Μπότσαρης ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Η μοναδική μορφή του, με αυτονόητη και στην περίπτωσή του, όπως σε όλους τους μεγάλους της ιστορίας, τη φυσική (γονιδιακή) δωρεά, σφυρηλατήθηκε στο προεπαναστατικό καμίνι των αγώνων του Σουλίου εναντίον των Οθωμανών και του Αλή Πασά.

Εκεί ανάσανε από τα γεννοφάσκια του τη σουλιώτικη ανδρεία, αλλά και σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την ανελέητη σφαγή των Μποτσαραίων απ’ τον πανούργο Αλή Πασά στο Σέλτσο, παίρνοντας εκεί το ματωμένο βάπτισμα του πυρός στα 14 του χρόνια. Για να αναδειχτεί, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, Κίτσου Μπότσαρη, πολύ νέος, στα 23 του, σε άξιο αρχηγό της φάρας του και λίγο αργότερα σε ασύγκριτης ηγητορικής ποιότητας πρωτοκαπετάνιο της εθνεγερσίας του ’21, όπως τον πολυτραγούδησε και τον θρήνησε, μετά το Κεφαλόβρυσο της Ευρυτανίας, η δημοτική μας μούσα:

Να ήταν η μέρα βροχερή, σαΐνι Μάρκο Μπότσαρη,
κι η νύχτα χιονισμένη, Μάρκο πρωτοκαπετάνιε”

Πέραν της ιστορικο/πολιτιστικής “μήτρας” του Σουλίου και των “αρχετυπικών” γνωρισμάτων της καταγωγής του, ως φύτρας δηλαδή των σουλιώτικων βουνών και ως γόνου της σκληρής Μποτσαραίϊκης φάρας, έπαιξαν ρόλο, λιγότερο ή περισσότερο, στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του αφενός κρίσιμες παιδευτικές επιρροές και αφετέρου κρίσιμα τραυματικά συμβάντα της ζωής του.

Μαθητής του Σαμουήλ

Για τις παιδευτικές του επιρροές: Δάσκαλός του στο Σούλι ήταν ο φλογερός καλόγερος Σαμουήλ, που, κατά τον Αναστάσιο Γούδα, μαζί με τα «ολίγιστα γράμματα», του ενστάλαξε στην ψυχή «εξ απαλών ονύχων την ευσέβειαν και το προς τους Τούρκους άσπονδον μίσος». Μπορούμε να φανταστούμε την παιδευτική λειτουργία της υποβλητικής μορφής του στον προνομιακά προικισμένο και ευαίσθητο Μάρκο. Κι ίσως όχι τόσο μ’ αυτά που τον πρωτοδίδαξε όσο με τη μαρτυρική επισφράγιση στο Κούγκι αυτών που του δίδαξε και του υπέβαλε με το παράδειγμά του ως αγωνιστικό ήθος και στάση ζωής.

Άλλη παιδευτική επιρροή σχετιζόμενη με την στρατηγική του ιδιοφυία, που δεν εξηγείται μόνο απ’ το ότι είχε τη σουλιώτικη ανδρεία στο “αίμα” του, ή απ’ το ότι αναδείχτηκε στο πεδίο των πολλών πολεμικών του μαχών, που προφανώς και συναποτελούν το θεμέλιό της. Εννοώ τη θητεία του στο γαλλικό στρατό στα Εφτάνησα, όπου βρέθηκε, έστω και για λίγο, με τον πατέρα του μετά το μακελειό στο Σέλτσο.

Εκεί ο ευφυέστατος Μάρκος διδάχτηκε τη σύγχρονη διεξαγωγή του πολέμου και την αναπόσπαστη σχέση της με την πολιτική στρατηγική, τη διπλωματία και την κατασκοπεία, πέραν των καθαρών πολεμικών στρατηγικών και τακτικών. Κατά έναν τρόπο διδάχτηκε τη σύγχρονη επαγγελματική διεξαγωγή του πολέμου και μπόλιασε με στοιχεία της τη βιωμένη σουλιώτικη πολεμική εμπειρία, δημιουργώντας μια οιονεί “σχολή πολέμου”. Με δεδομένη πάντοτε την παροιμιώδη γενναιότητά του, καθώς πολεμούσε πάντοτε μπροστά απ’ τα παλικάρια του, γρήγορα αναδείχθηκε σε μακράν κορυφαίο, αναγνωρισμένο από φίλους και εχθρούς, πρωτοκαπετάνιο της εθνεγερσίας του ’21.

Ασπαζόμενος τον δολοφόνο του πατέρα του

Κρίσιμο τραυματικό συμβάν η προαναφερθείσα άγρια σφαγή στο Σέλτσο. Εκεί, μόλις στην εφηβεία του, υπεγράφη στον εσώτατο πυρήνα της συνείδησής του με πολύ αίμα των δικών του το πατριωτικό συμβόλαιο χρέους που προσδιόρισε και όρισε αμετάθετα τη ζωή του. Και δυο άλλα τραύματα πρέπει, αλλιώς το καθένα απ’ αυτά, να έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική του περπατησιά.

Το ένα είναι η δολοφονία του πατέρα του, που, αντίθετα από τα συνήθως συμβαίνοντα, δεν τον οδήγησε σε αντεκδικητικό μίσος. Αιρόμενος στο ύψος των εθνικών περιστάσεων και συμπεριφερόμενος με συγχωρητική εθνική φρόνηση αληθινού ηγέτη, έφτασε στο σημείο να ασπαστεί, «δια την αγάπην της πατρίδος», τον Γώγο Μπακόλα, φυσικό αυτουργό της δολοφονίας, διδάσκοντας άλλα ήθη στο αναγεννώμενο έθνος.

Θέλει πολύ μεγάλη καρδιά μια τέτοια συμφιλιωτική υπέρβαση και απόλυτη αφοσίωση στο υπέρτατο αξιακό πρόταγμα της εθνεγερσίας, που την υπαγόρευσε. Κι αυτό μόνο ένας Μάρκος Μπότσαρης, με το αξεπέραστο ήθος του, μπορούσε να το κάνει. Το άλλο τραύμα είναι το εκ του στίγματος της συναλλαγής με τον Αλή Πασά του σεβάσμιου γενάρχη της φάρας του Γιώργη Μπότσαρη, που αυτοκτόνησε εξ αυτού στα γεράματά του. Αυτό το βάρος, με την αποτρεπτική για την ευγενή φύση του λειτουργία, ο μεγάλος Μάρκος το απέσεισε με την καθ’ όλα εξαγνιστικά υπερήφανη διαδρομή του, ιδίως όπως αυτή επισφραγίστηκε απ’ τον ηρωικό επίλογο της ζωής του, που τον τοποθέτησε στο πάνθεο των ηρώων οικουμενικής ακτινοβολίας.

Δεν ζήτησε αξιώματα

Για μια πιο ολοκληρωμένη αίσθηση της ιστορικής αλήθειας για τον Μάρκο Μπότσαρη, χρειάζεται αναφορά και στις πολλές πολεμικές μάχες του, λίγο πριν αλλά και κατά τα δύο πρώτα χρόνια της Εθνεγερσίας, όπως, π.χ. στο Λούρο, στους Βαριάδες, στη Ρινιάσα, στα Πέντε Πηγάδια και στα Δερβίζιανα, στο Κομπότι, στην Πλάκα, στο Πέτα, στο Μεσολόγγι και στο Κεφαλόβρυσο, στις οποίες και έλαμψε ο στρατηγικός του νους.

Επειδή, όμως, δεν χωράει σε τούτη την αναφορά, θα αρκεστώ στην υπόμνηση του ηθικού μεγαλείου των τελευταίων στιγμών της ζωής του, που, ως κορύφωση της συνολικής στάσης ζωής του, επισφραγισμένης με το ίδιο του το αίμα, τον ανέδειξε στα μάτια Ελλήνων και ξένων σε Λεωνίδα του νεότερου Ελληνισμού. Στα μέσα 1823, με την Επανάσταση να έχει τεθεί εν κινδύνω, καθώς ο Μοριάς σπαράσσεται από τον εμφύλιο κι η Ρούμελη υποφέρει απ’ τις αντιζηλίες των οπλαρχηγών, ενώ ο Μουσταή Πασάς επελαύνει με μεγάλες δυνάμεις στη Δυτική Στερεά, ο Μάρκος Μπότσαρης δίνει ως φυσικός ηγέτης του εγερμένου έθνους μοναδικό μάθημα ήθους, απ’ αυτά που διαμορφώνουν τους αξιακούς κώδικες των λαών.

Ξέσκισε το δίπλωμα του στρατηγού

Έχοντας διοριστεί στρατηγός Δυτικής Ελλάδος και βλέποντας να θεριεύουν οι φθόνοι για αξιώματα και να προσφέρονται για κατευνασμό πληθωριστικά διπλώματα στρατηγίας, συγκέντρωσε τους Σουλιώτες συμπολεμιστές του κι ύστερα από μια μνημειώδη ενωτική ομιλία, σήκωσε ψηλά το δίπλωμα του Στρατηγού, το φίλησε, το ακούμπησε στο μέτωπό του και το ξέσχισε μπροστά τους λέγοντας:

«Εγώ, αδέρφια μου, δεν ζήτησα βαθμούς από τη Διοίκηση, ούτε αρχηγός διορίστηκα. Βαθμός μου χορηγήθηκε… Αλλά για να σας αποδείξω ότι είμαι πολύ μακριά του να έχω σκοπούς φιλαυτίας και εγωισμού, και ότι είμαι ο Μάρκος εκείνος που είδατε πάντοτε στο πλευρό σας μαχόμενο, ιδού ενώπιόν σας σχίζω το δίπλωμα της στρατηγίας και σας ορκίζομαι πως άλλο αξίωμα δεν θέλω, ειμή εκείνο που είχαν οι προπάτορές μου και εσείς οι ίδιοι έχετε… Ιδού ο εχθρός μας περιμένει. Στο πεδίο της μάχης να δοξάσουμε και να τιμήσουμε τον γενναιότερο. Όποιος είναι άξιος, να έρθει αύριο μαζί μου και θα λάβει το δίπλωμα απ’ τον Σκόδρα Πασά, που έρχεται να μας ματασκλαβώσει».

Τέτοιες στιγμές δεν μας χαρίζει πολλές η ιστορία! Το τι έγινε την επόμενη είναι γνωστό. Ο μεγάλος Μάρκος σχεδίασε, διοργάνωσε και διεξήγαγε, με τη στρατηγηματική παρατολμία του και την απλησίαστη ανδρεία του, την καθ’ όλα περίτεχνη νυχτομαχία του Κεφαλόβρυσου Ευρυτανίας, ηγούμενος 350 Σουλιωτών και με συμμαχητή απ’ τους άλλους οπλαρχηγούς δυστυχώς μόνο έναν, τον επίσης Σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλα. Που έμελλε να είναι και ο τραγικά νικηφόρος επίλογος της πολύ σύντομης ζωής τους, αφού σ’ αυτή τη θριαμβευτική μάχη σκοτώθηκε μόλις στα 33 του χρόνια, στην ηλικία που σταυρώθηκε ο Χριστός.

Ο απόηχος της ιστορικής αλήθειας

Ο απόηχος της ιστορικής αλήθειας για το φαινόμενο “Μάρκος Μπότσαρης” ήταν, αντίστοιχος του πραγματικού του μεγαλείου. Ο θάνατός του, που προκάλεσε σπαραχτικό θρήνο σε όλη την Ελλάδα, προσέδωσε στη φήμη του, πέραν των ελληνικών συνόρων, θρυλικές διαστάσεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Βίκτωρ Ουγκώ τον χαρακτήρισε «Λεωνίδα της νεότερης Ελλάδας» και τον συμπεριέλαβε στους κορυφαίους ήρωες των νεότερων χρόνων, μαζί με τον Γεώργιο Ουάσιγκτον, τον Σιμόν Μπολιβάρ και τον Πολωνό Κοσιούσκο.

Με δεδομένη τη διαφορετικότητά τους, συγκίνησε τον κόσμο περίπου όπως ο Τσε Γκεβάρα στους δικούς μας καιρούς. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας σε γράμμα του στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο μας πληροφορεί πως «οι αρχόντισσες της Αγγλίας και της Φράντζας τον έχουν κρεμασμένον με χρυσήν άλυσσον στα στήθη τους ως εγκόλπιον», όπως οι νέοι φορούσαν μπλουζάκια με τη μορφή του Τσε Γκεβάρα.

Κι ούτε είναι τυχαίο που το όνομά του δόθηκε σε κεντρικό δρόμο του Παρισιού (Rue Botzaris), σε σταθμό του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου (Botzaris), σε μεγάλο εμπορικό κέντρο (Gallerie Botzaris), σε ταχυδρομείο (Post Botzaris) και σε μέγαρο του τηλεφωνικού κέντρου (Botzaris). Εκεί όμως που, όσο πουθενά αλλού, μπορεί κανείς να διαπιστώσει το πόσο η ηρωική μορφή του συγκίνησε τον κόσμο είναι η τέχνη.

Τον ύμνησε η τέχνη

Έλληνες και ξένοι ιερουργοί της, από τους πιο μεγάλους, ποιητές, πεζογράφοι, ζωγράφοι, γλύπτες και μουσουργοί, εμπνεύστηκαν και απαθανάτισαν το ηρωικό του μεγαλείο. Το πατριαρχικό δίδυμο της νεοελληνικής ποίησης, ο Σολωμός και ο Κάλβος, απ’ τους ξένους, μαζί με τον Βίκτωρα Ουγκώ, ο Γερμανός Γουλιέλμος Μύλερ, ο Αμερικανός Άλεκ, αλλά και διάσημοι ζωγράφοι και γλύπτες, όπως ο Ντελακρουά, ο Λιπαρίνι, ο Σεφέρ και ο Νταβίντ ντ’ Ανζέ.

Προφανώς κι έχει τη σημασία του το ότι η μορφή του Μάρκου Μπότσαρη ήταν απ’ τις αγαπημένες και του μεγάλου λαϊκού μας ζωγράφου Θεόφιλου. Όπως πρωτίστως και πάνω από όλες τις άλλες δημιουργίες έχουν την πολύ μεγάλη σημασία τους τα μοιρολόγια και τα τραγούδια της δημοτικής μούσας, καθώς αυτά τα διαμάντια της δημοτικής μας ποίησης εκφράζουν με τον αυθεντικότερο τρόπο τη θέση που είχε ο Μάρκος Μπότσαρης στη λαϊκή ψυχή.

Δεν υπάρχει ήρωας του ‘21 που να θρηνήθηκε τόσο ο χαμός του και να τραγουδήθηκε, ακόμα περισσότερο, ο ηρωισμός του. Κι αυτό όχι ως η συνήθης μυθοποιητική υπεραναπλήρωση αυτών που θα θέλαμε να είχαμε, αλλά ως υμνητική παραδοχή του ότι στον Μάρκο Μπότσαρη η δημοτική μούσα αναγνώρισε τη συνισταμένη των διαχρονικών αρετών μας. Για τη δημοτική μάλιστα μούσα στον θρηνητικό πόνο για τον χαμό του συμμετέχει και η ίδια η φύση, η μαύρη γη, τα βουνά και οι ουρανοί:

Τον θάνατο του Μπότσαρη, του αντρειωμένου Μάρκου,
τον άκουσεν η μαύρη γης, δεν χόρτιασε τρεις χρόνους.
Τον άκουσαν και τα βουνά, όλα τους ραγιστήκαν,
τον άκουσαν οι ουρανοί, δεν έβρεξαν τρεις χρόνους.


Ποιος ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης

Εράνισα ένα ελάχιστο δείγμα απόψεων:

  • Θεόδωρος ΚολοκοτρώνηςΣαν τον Μάρκο δεν θα ματαγεννήσει η πατρίδα.
  • Γεώργιος ΚαραϊσκάκηςΚαμιά μάνα δεν γέννησε παλικάρι σαν αυτόν… Ο Μάρκος ήταν τρανός! Είχε νου που δεν είχε άλλος, είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαια σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δεν του φτάνουμε!
  • Μουσταή Πασάς της Σκόδρας, αρχηγός των Τούρκων στο Κεφαλόβρυσο: Ε, ορέ Μάρκο! Ήθελα να είχα την παλικαριά σου.
  • Κωνσταντίνος ΠαπαρρηγόπουλοςΉταν αρνί με λιονταριού καρδιά!
  • Διονύσιος ΚόκκινοςΛάμπει από αρετή κι από ηρωισμό.
  • Διακήρυξη του Εκτελεστικού (Πρόεδρος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης): «Έλληνες! Ιδού φίλτατοι Έλληνες, ιδού και άλλος Λεωνίδας εις τον αιώνα μας!».

Η προσωπογραφία του Μάρκου Μπότσαρη από τον Γεώργιο Γαζή, γραμματικό του Καραϊσκάκη, τα λέει όλα: «Παρετηρήθησαν, γράφει, εις τον Μάρκον προτερήματα πολλά και αξιέπαινα, ων τα ουσιωδέστερα είναι ταύτα: Πρώτον, είχε νου διπλούν, τουτέστι πολεμικόν και πολιτικόν. Δεύτερον, είχε δίψαν δόξης άσβεστον. Τρίτον, ετιμούσε τους πεπαιδευμένους και αγαπούσε τας συναναστροφάς των. Τέταρτον, εις τον στρατόν εφύλαττε χαρακτήρα σεμνόν και συναναστροφήν τιμίαν, μεμιγμένην με κομψότητας. Οι λόγοι του ήσαν ολίγοι και μετρημένοι.

»Πέμπτον, σύστημα είχε να ακούει πολλά και με ένα λόγον μετρημένον εις κάθε υπόθεσιν να δίδει τέλος. Έκτον, ήταν τακτικός εις τα φερσίματά του και κρυψίνους εις τα φρονήματά του. Έβδομον, προς μεν τους μικροτέρους εφύλαττεν ύφος ηγεμονικόν, προς δε τους ομοίους του ευπροσήγορον και φιλικόν, εις δε τους μεγαλυτέρους συνεσταλμένον και σεμνόν. Όγδοον, όταν ήκουεν ατοπίας ή αισχρολογίας, ηρυθρία και εκυριεύετο από μίαν αιδώ παρθενικήν. Εν συντόμω, η φύσις τον είχε στολισμένον με όλα τα προτερήματα της ανθρώπινης τελειότητος. Εις τας μετ’ αυτού συναναστροφάς μου και ομιλίας εγνώρισα ότι οι λόγοι του έπιπταν ως κεραυνοί και ο κάθε λόγος του ισοδυναμούσε με εν απόφθεγμα των πάλαι σοφών, με όλον ότι πεπαιδευμένος δεν ήτον».

Ευρωδυτική επικυριαρχία

Θα σημειώσω τα όσα είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο τελευταίο στρατιωτικό συμβούλιο, παρουσία του ασθενούντος Καραϊσκάκη, λίγο πριν από την ένδοξη και μοιραία μάχη στο Κεφαλόβρυσο, όπως την περιέσωσε ο Γαζής και στην οποία αποτυπώνεται μοναδικά το μεγαλείο του ανδρός: «Αδελφοί στρατιώται, οι εχθροί μας είναι πολυάριθμοι… Συστάδην λοιπόν να τους πολεμήσωμεν είναι αδύνατον και πολλά επικίνδυνον εις ημάς. Η ειδική μου γνώμη είναι να τους πολεμήσωμεν δια τινος τολμηρού, ανηκούστου και εις αυτούς απροειδοποίητου στρατηγήματος.

»Ήγουν να επιπέσωμεν νυκτός εις αυτούς, ανετοίμους όντας και ξεθαρρευμένους. Με τούτο ή επιτυχαίνομεν ευτυχίαν του σχεδίου μας ή γινόμεθα θύματα εις την φίλην πατρίδα μας. Και τα δύο ελληνικά και ηρωικά και ένδοξα παραδείγματα εις τα υπέρ πατρίδος και πίστεως αγωνιζόμενα αδέλφια μας. Εγώ όμως ελπίζω να καταρθώσωμεν το πρώτο. Αλλά αν ο θεός αποφασίσει δι’ ημάς το δεύτερον, τι μεγαλύτερη ευτυχία από το να υπάγωμεν να εύρωμεν τον Λεωνίδα με τους τριακοσίους Σπαρτιάτες του εις τα Ηλύσια πεδία! Εγώ ο ίδιος αναδέχομαι την εκτέλεσιν του σχεδίου τούτου, αν το εγκρίνετε και αισθάνεσθε αίμα ελληνικόν εις τας φλέβας σας».


https://www.apopseis.com/




Η Μάνα,το σταυρουδάκι κι ο Τούρκος

 

Παρουσιαζόταν ἕνα ντοκιμαντὲρ γιὰ τὴ γενοκτονία τῶν Ποντίων καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἀφορμὴ διάφοροι ἄνθρωποι κατέθεταν τὶς μαρτυρίες τους. Κάποια στιγμὴ μίλησε ἕνας γηραιὸς κύριος ποντιακῆς καταγωγῆς μὲ κατάλευκα μαλλιά.

Ἦταν καθηγητὴς πανεπιστημίου. Αὐτός, μὲ πολὺ συγκίνηση, εἶπε τὰ ἑξῆς: «Ἀρκετὰ χρόνια πρίν, ὅταν ἤμουν πενηντάρης, μιλοῦσα μὲ μιὰ θεία μου ποὺ ἦταν γιαγιὰ πιά. Μοῦ μιλοῦσε μὲ μεγάλο παράπονο γιὰ τὴν πατρίδα μας, τὸν Πόντο, καὶ γιὰ τοὺς προγόνους μας. Πάνω στὴν κουβέντα τῆς εἶπα πὼς σύντομα θὰ ἔκανα ταξίδι – προσκύνημα στὸν Πόντο. Κρεμάστηκε πάνω μου καὶ μὲ παρακάλεσε μὲ λυγμούς, ὅταν πάω, νὰ τῆς κάνω ἕνα χατίρι. Μοῦ διηγήθηκε ἐπακριβῶς ποῦ βρισκόταν τὸ πατρικό της σὲ χωριὸ τοῦ Πόντου. Μοῦ ἐξήγησε μὲ λεπτομέρεια τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ χωριοῦ, τοὺς δρόμους, καὶ μοῦ προσδιόρισε μὲ ἀκρίβεια τὴ θέση τοῦ σπιτιοῦ. Μοῦ εἶπε, μόλις τὸ βρῶ, νὰ ζητήσω ἀπ’ τοὺς Τούρκους ποὺ θὰ ἔμεναν πιὰ ἐκεῖ νὰ βροῦν ἕνα κασελάκι, ποὺ εἶχε κρύψει σὲ συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ παλιοῦ ἀρχοντικοῦ. Μοῦ περιέγραψε πλήρως τὸ κασελάκι καὶ τὸ τὶ περιεῖχε μέσα. Ἀσημικά, παλιὰ κοσμήματα, λίρες κλπ, ἕναν μικρὸ θησαυρὸ δηλαδή. Μοῦ εἶπε νὰ τὰ ἀφήσω στοὺς Τούρκους γιὰ ἀμοιβή, μὲ προϋπόθεση νὰ μοῦ δώσουν ἕναν κρεμαστὸ σταυρὸ ποὺ εἶχε μέσα τὸ κασελάκι. Αὐτὸς ὁ σταυρὸς ἦταν ὁ βαφτιστικὸς τοῦ μικροῦ παιδιοῦ της, ποὺ τὸ ἔχασε κατὰ τὴ γενοκτονία. Αὐτὴ εἶχε γλιτώσει. Εἶχε γλιτώσει μόνο τὴ ζωή της, γιατὶ ἡ χαροκαμένη ψυχή της μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πῶς πέρασε μέσα στὶς πικρὲς ἀναμνήσεις ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα. Ἔσβησε τὰ παρακαλετά της μέσα στὰ δάκρυα καὶ τῆς ὑποσχέθηκα νὰ κάνω ὅ,τι θὰ περνοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι μου, ἀλλὰ μέσα μου δὲν εἶχα πολλὲς ἐλπίδες. 

Πράγματι, ἔκανα τὸ ταξίδι, ἔκανα ὅ,τι ἐπιθυμοῦσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ μετὰ κατευθύνθηκα γιὰ τὸ χωριὸ τῆς θείας μου. Ἡ περιγραφή του ἦταν τόσο λεπτομερής, ποὺ βρῆκα τὸ σπίτι πολὺ εὔκολα. Παλιὸ λιθόκτιστο δίπατο ἀρχοντικό. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μοῦ ἄνοιξε ἕνας Τοῦρκος λίγο μικρότερος σὲ ἡλικία ἀπὸ ἐμένα. Εὐτυχῶς ἤξερε ἄπταιστα ἀγγλικά, γιατὶ ἐτύγχανε σεβαστὸ πρόσωπο τῆς δημόσιας διοίκησης τῆς περιοχῆς, μὲ μεγάλο ἀξίωμα (Νομάρχης;) καὶ μπορούσαμε νὰ συνεννοηθοῦμε πολὺ ἄνετα. Τοῦ διηγήθηκα μὲ λεπτομέρεια ὅ,τι μοῦ εἶχε πεῖ ἡ θεία μου. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ταράχθηκε καὶ μετὰ μοῦ εἶπε αποφασιστικά:

“Κοῖτα νὰ δεῖς, τώρα καλύτερα νὰ φύγεις, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ὁμοεθνεῖς μου στὸ σπίτι καὶ δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω ἐλεύθερα. Ξαναέλα τὸ ἀπόγευμα τὴν τάδε ὥρα ποὺ θὰ εἶμαι μόνος νὰ τὰ ποῦμε καλύτερα”.

Πράγματι, ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπε καὶ, ὅταν ξαναπῆγα, μὲ ὑποδέχθηκε μέσα στὸ σπίτι πιά. Ἀφοῦ ἤπιαμε τὸν καφέ, χωρὶς νὰ μιλήσει, ἔφυγε ἀπ΄ τὸ δωμάτιο ὑποδοχῆς καὶ σὲ λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στὰ χέρια του τὸ κασελάκι τῆς θείας μου. Κυριολεκτικὰ μοῦ ἔπεσε τὸ φλιτζάνι τοῦ καφὲ ἀπ’ τὰ χέρια.

“Ὥστε τὸ βρήκατε ἤδη”, ψέλλισα σαστισμένος.

“Ναί, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ εἶμαι σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι. Πάρε το. Πιστεύω ὅτι σοῦ ἀνήκει”, πρόσθεσε.

“Μὰ δὲν τὸ θέλω”, εἶπα διστακτικά. “Μόνο τὸ σταυρουδάκι θέλω. Αὐτὸ μόνο ζήτησε ἡ θεία μου. Σᾶς παρακαλῶ κρατῆστε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα”.

“Κοῖτα νὰ δεῖς”, εἶπε θυμωμένα, “θὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Αὐτὰ δὲν εἶναι δικά μου. Τόσα χρόνια τὰ φύλαγα, μέχρι ποὺ ἦρθες ἐσύ. Στὴ θεία σου ἀνήκουν. Νὰ τῆς τὰ πᾶς”.

“Μά, τὸ σταυρουδάκι”, ψέλλισα φοβισμένα.


Τότε μὲ μιὰ κίνηση ἄνοιξε τὸ πουκάμισό του καὶ φάνηκε κρεμασμένο στὸν λαιμό του τὸ σταυρουδάκι.

“Αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ στὸ δώσω. Δὲν μπορῶ, γιατὶ εἶναι δικό μου”

Πραγματικὰ ζαλίστηκα. Δὲν καταλάβαινα τὶ ἐννοοῦσε.

“Εἶναι δικό μου. Ἀκοῦς;” εἶπε δυνατά. “Εἶναι δικό μου, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχασε ἡ θεία σου πρὶν σαράντα χρόνια”.

Ἔμεινα νὰ τὸν κοιτῶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Βούρκωσα. Ἦταν ὁ χαμένος μου ξάδερφος. Ἔπεσα στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν ἔσφιξα. Ἔκλαιγα μὲ ἀναφιλητά. Τὸ ἴδιο καὶ αὐτός. Ὅταν συνήλθαμε, μοῦ εἶπε:

“Δὲν ἤξερα ὅτι ἡ μητέρα μου ἔζησε. Ἔμεινα πίσω. Ἄλλοι Τοῦρκοι πήρανε τὸ σπίτι καὶ μὲ μεγαλώσανε σὰν παιδί τους. Τώρα εἶναι πεθαμένοι. Ἔχω τὴ δικιά μου οἰκογένεια ἐδῶ πιά”.

Τοῦ ζήτησα νὰ μὲ ἀκολουθήσει στὴν Ἑλλάδα. Νὰ δεῖ τὴ μάνα του. Ἀρνήθηκε.

“Δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πιά. Τὰ παιδιά μου ἔχουν μεγαλώσει. Εἶναι ἀξιωματικοὶ στὸν τουρκικὸ στρατό. Καὶ σὲ ὑψηλὲς θέσεις. Δὲν ξέρουν ὅτι εἶναι Ἕλληνες. (σημ.: Ἀπ’ τὴ συνέχεια τῆς διήγησης θὰ φανεῖ ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ψευδόταν, γιὰ νὰ προφυλάξει τὰ παιδιά του) Ἂν φύγω στὴν Ἑλλάδα, τὰ παιδιά μου μπορεῖ νὰ πάθουν κακὸ ἐδῶ. Δὲν πρέπει νὰ ἔχω καμία σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα”.

Ἐπέμενα καὶ τὸν παρακάλεσα νὰ ἔρθει τουλάχιστον ἕνα ταξίδι σὰν τουρίστας καὶ νὰ ἐπωφεληθεῖ γιὰ νὰ δεῖ τὴ μάνα του καὶ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς του.

“Δὲν γίνεται”, μοῦ ἀπάντησε. “Γιὰ νὰ καταλάβεις, ἐδῶ ἔχω μεγάλη δημόσια θέση. Σὰν ἐμένα ὑπάρχουν πολλοὶ ἐδῶ. Ἐγὼ τοὺς προσέχω. Μὲ ἔχουν ἀνάγκη. Ἂν πάω στὴν Ἑλλάδα, θὰ δώσω στόχο ὅτι κάτι συμβαίνει καὶ θὰ κινδυνέψουν καὶ ἄλλοι. (σημ.: Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται ὅτι, ταυτόχρονα μὲ τὸ ἀξίωμα ποὺ κατεῖχε σὰν Τοῦρκος, ἦταν καὶ τοπικὸς ἡγέτης τῶν Κρυπτοχριστιανῶν. Τὸ πιθανότερο ἦταν καὶ τὰ παιδιά του νὰ τὸ γνωρίζανε, ἀλλὰ προφυλαγόντουσαν ἐξαιρετικά) Νὰ δώσεις πολλὰ φιλιὰ στὴ μάνα μου. Νὰ μὴν λυγίσει. Νὰ κάνει ὑπομονή. Νὰ τῆς πεῖς ὅτι θὰ συναντηθοῦμε στὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ.

Ἀγκαλιαστήκαμε καὶ πάλι καὶ χωρίσαμε δακρυσμένοι.


Ἐπέστρεψα στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔτρεξα ἀμέσως μὲ τὸ κασελάκι στὴ θεία μου, γιὰ νὰ τῆς τὸ δείξω καὶ νὰ τῆς πῶ τὰ φοβερὰ νέα. Ἀλλὰ τὶ δυσάρεστη ἔκπληξη μὲ περίμενε. Οἱ συγγενεῖς μου μοῦ διηγηθήκανε πώς, λίγο μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου γιὰ τὴν Τουρκία, ἡ θεία μου ἄφησε τὴν τελευταία της πνοή. Ἴσως ὁ καλὸς Θεὸς τὴν πῆρε κοντά του γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει ὅτι τόσα χρόνια ζοῦσε τὸ παιδάκι της καὶ αὐτὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει στὴν ἀγκαλιά της. Μὲ ἀρκετὰ δάκρυα εἶχε ματώσει τὴν καρδιά της τόσον καιρό. Δὲν θὰ ἄντεχε νὰ ἀκούσει κάτι τέτοιο.


Εκκλησία Online