«Ανίκητοι Πολεμιστές»


Γράφει η Μαρία Μπονίκου




Σ’ όλους του τόπους και σ’ όλους τους καιρούς, αυτοί που καταπιέζονται,τυρανιούνται, βασανίζονται και χάνουν την λευτεριά τους, παλεύουν να ξεφύγουναπό τους βασανιστές τους.Σαν σωριάστηκε το Βυζάντιο,ο τόπος πλημμύρισε από Τουρκιά.Ο λαός μας βρέθηκε κάτω από την εξουσία ξένων στη γλώσσα,στην συνήθεια και τις σκέψεις. Ο κατακτητής δεν έδειξε κανένα σεβασμό στους σκλάβους. Δεν σεβάστηκε ούτε τις περιουσίες τους,ούτε την τιμή τους,ούτε την αξιοπρέπειά τους. Ακόμη και τα παιδιά του τ’ αρπάζανε, για να τα κάνουν γενίτσαρους ή γιουσουφάκια τους.Πεθαμένα τα λογαριάζανε οι γονείςτους, και τους ψέλναν και νεκρώσιμη ακολουθία, την πρώτη Κυριακή μετά το άρπαγμά τους, ντυμένοι στα μαύρα.Όσοι δεν άντεχαν τέτοια σκλαβιά,φεύγανε αρματωμένοι στα βουνά για να ζήσουν λεύτεροι, από τα βαριά δοσίματα στους κοτζαμπάσηδες και στους Τούρκους. Οι Τούρκοι τους ονόμασαν Κλέφτες. Δεν ήταν κλέφτες, ήταν επαναστάτες, ενάντια στην τούρκικη καταπίεση και ενάντια στους Έλληνες τουρκολάτρες.Για να μη χαθούν ζούσαν πολλοί μαζί,σχηματίζανε λοιπόν μικρά σώματα που καθένα είχε τον αρχηγό του,το Μπαϊραχτάρη του, το γραμματικό του,τον φροντιστή των τροφών τους,τον εμπειρικό γιατρό τους.Καπετάνιο λέγανε τον αρχηγό τους,πρωτοπαλήκαρο τον πιο άξιο μετά τον καπετάνιο, παληκάρια λέγονταν τα κλεφτόπουλα.

Σκληρή ήταν η ζωή τους.Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι χιονιά ’τρώγαν, χιονιά ’πίναν και τη φωτιά κρατούσαν.
«Ολημερίς στον πόλεμο,
τη νύχτα καραούλι
και τα γλυκοχαράματα
να πιάνουν το ντουφέκι»
Παρ' όλο που ζεστό ψωμί δεν έφαγαν ούτε γλυκό κρασί ήπιαν, ο πόλεμος ήταν γι’ αυτούς χαρά και πανηγύρι.Όταν κάποιος γέρο - Κλέφτης αποφάσισε να καλογερέψει έβαλε σαν όρο απαράβατο στον ηγούμενο:
«Να ρίχνει μέσ’ στο θυμιατό
μπαρούτι για λιβάνι,
να του θυμάει τον πόλεμο,
τα περασμένα νιάτα».
Μα και πεθαμένοι ακόμα να πολεμάνε θέλανε:
«Φτιάξτε και το κιβούρι μου
πλατύ για δυο νομάτους
να στέκω ορθός να πολεμώ
και δίπλα να γεμίζω».
Η σκληρή η ζωή στα βουνά, ο ακατάπαυστος αγώνας με τους Τούρκους, τους έκανε πολεμιστές ανίκητους.Μπορούσαν να πολεμούν νηστικοί δύο και τρεις μέρες. Αλλάζανε λημέρι.΄Ετσι οι Τούρκοι δύσκολα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα μαζί τους.Ξεθυμένανε τότε στους συγγενείς τους που ζούσαν στα χωριά ή βάζανε σ’ ενέργεια το χρήμα για να βρουν προδότες.Όταν πέφταν οι Κλέφτες στα χέρια των Τούρκων, τα μαρτύριά τους ήταν φριχτά. Το Θύμιο Βλαχάβα τον κομμάτιασε ο Αλής στα Γιάννενα και τα κομμάτια του σώματός του τα κρέμασε στις τέσσερες άκρες της πόλης.Του Κατσαντώνη τούσπασε τα κόκκαλα με τη βαριά μπροστά στα μάτια του αδελφού του,τοὐ Χασιώτη.
Όταν η βαριά έπεσε πάνω στα γόναταψτου μάρτυρα ο Κατσαντώνης έβγαλε ένα «Αχ»!
Αγριεμένος ο αδελφός του του είπε:
«Φωνάζεις, Κατσαντώνη»!
Κι’ ο μάρτυρας σώπασε.
Όταν ήρθε η σειρά του Χασιώτη,άντεξε στα μαρτύρια,χωρίς να βγάλει αναστεναγμό,ώσπου ξεψύχησε.Μαρτύρια σαν του Κατσαντώνη δεν ήταν ασυνήθιστα για τους Κλέφτες που πέφτανε στα χέρια των Τούρκων.Βαριές και σούβλες και παλούκια και τσιγγέλια που τους ξέσκιζαν
τις σάρκες και καυτό μολύβι τους περίμενε.Γι’ αυτό και η συνηθισμένη ευχήτων Κλεφτών ήταν:«Καλό μολύβι»!

Οι Κλέφτες δείξανε το δρόμο στο σκλαβωμένο λαό για την απόκτηση
της λευτεριάς του.Μέσα από την κλεφτουριά βγήκαν οι μεγάλοι αρχηγοί του λαού το 21!!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.