ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - Η ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

 

Η τιμιότητα στις συναλλαγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καί η φυσική του καλοσύνη τον βοήθησαν να κερδίσει πολύ γρήγορα τήν εκτίμηση του ζακυνθινού λαού. Στο σωματείο τών κρεοπωλών, στο οποίο προμήθευε ο Κολοκοτρώνης τα ζώα που έφερνε από την Πελοπόννησο, υπήρχε και κάποιος που ονομαζόταν Διόγος. Είχε ισχυρή θέση κι αρκετές γνωριμίες. Γι’ αυτόν τον λόγο τον είχαν μυήσει στήν Φιλική Εταιρεία. Ο Διόγος χρωστούσε αρκετά χρήματα στὀν Κολοκοτρώνη. Ο γέρος λόγω τού ότι ήταν συναγωνιστήςτου στον κοινό αγώνα για απελευθέρωση, τὀν διευκόλυνε συνεχώς. Εκείνος όμως, όχι μόνο δεν εξοφλούσε τα παλαιά χρέη, αλλά δημιουργούσε συνεχώς νέα.

Κάποια στιγμή ο Κολοκοτρώνης τού διέκοψε τήν πίστωση. Ο Διόγος εκτόξευσε εναντίον του κάποιες αόριστες απειλές γεμάτες υπαινιγμούς για τήν Εταιρεία. Ακολούθησε έντονη λογομαχία, αλλά ο Διόγος δεν περιορίσθηκε σ’ αυτήν. Επιβιβάσθηκε σε ένα πλοίο και αναχώρησε για τήν Ήπειρο. Ο Διόγος παρουσιάσθηκε στὀν Αλή πασά καἰ του αποκάλυψε τα πάντα σχετικά με τἠν αλυτρωτική συνωμοσία. Επίσης, έκανε καί το εξής προδοτικό. Του παρέδωσε τἰς συμβολικές λέξεις καἰ φράσεις τὠν Φιλικών καθώς καἰ τα συνθηματικά νοήματα. Πρόδωσε επίσης καί τον Αλέξιο Βλαχόπουλο, έμπιστο αξιωματικό του Αλή, ως πράκτορα τής Φιλικής Εταιρείας. Τα άγρυπνα μάτια όμως τἠς Εταιρείας παρακολουθούσαν κάθε κίνησή του αφού μέσα στο ίδιο πλοίο ταξίδεψε κι ένας κατάσκοπος τής Φιλικής. Κι έτσι η οργάνωση αντέδρασε ταχύτατα. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ειδοποιήθηκαν όλοι οι μυημένοι στήν Ήπειρο να είναι προσεκτικοί στίς κινήσεις τους.
Στήν Aυλή του Αλή πασά που υπήρχαν εταίροι, προσπαθούσαν να παρουσιάσουν τη συνωμοσία ως μύθευμα του Διόγου για να αποσπάσει χρηματική αμοιβή. Ο Αλή όμως δεν πείσθηκε, κάλεσε τόν Βλαχόπουλο καί με έξυπνο τρόπο τού φανέρωσε τα συνθηματικά της Εταιρείας για να ελέγξει τις αντιδράσεις του. Ο Ηπειρώτης αξιωματικός, έχοντας ήδη προειδοποιηθεί, παρέμεινε ψύχραιμος. Παρά τἠν πολύωρη ανάκριση, δεν αποκάλυψε το παραμικρό. Ωστόσο, ο ραδιούργος πασάς ήθελε να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη από αυτήν τἠν υπόθεση. Ετσι. έστειλε επιστολή στὀν σουλτάνο, με την οποία τού εξέθετε όσα είχε μάθει από τόν Διόγο. Εκείνη την εποχή όμως είχε πέσει στή δυσμένεια τής Υψηλής Πύλης, οπότε με την ανακάλυψη καἰ τήν εξάρθρωση τής τεράστιας συνωμοσίας που εξυφαινόταν στούς κόλπους τής Αυτοκρατορίας, θα κέρδιζε τἠν εκτίμηση τής κεντρικής διοίκησης. Όμως, οι σύμβουλοι του θρόνου, Χαλέτ Εφέντης καί Πασόμπεης, οι οποίοι μισούσαν τὀν ανυπότακτο πασά, τὀν διέψευσαν καί τόν απαξίωσαν.
“Τερτίπια τής αλεπούς για να γλυτώσει τον κατατρεγμό”, είπαν, καθησυχάζοντας τον σουλτάνο.
Όσο για τόν Διόγο, είχε τη γνωστή τύχη που επιφύλασσε η Εταιρεία σε κάθε προδότη. Βρέθηκε κατακρεουργημένος σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι των Ιωαννίνων.
Νίκος Γιαννόπουλος
Ιστορικός



Ο Ασημάκης Θεοδώρου καταγόταν από τή Ζάτουνα τής Αρκαδίας. Πρἰν τήν Επανάσταση ήταν γραμματικός του Πασίμπεη. Όταν ο Βελή πασάς απομακρύνθηκε από τή διοίκηση τής Πελοποννήσου, πήγε στἠν Αλεξάνδρεια κι από εκεί στἠν Κωνσταντινούπολη, όπου καἰ μυήθηκε στἠ Φιλική Εταιρεία. Αργότερα, ζήτησε από τα εκεί μέλη της Εταιρείας ένα χρηματικό ποσό που δεν τοὐ δόθηκε. Τότε, επέστρεψε στἠν Κωνσταντινούπολη καἰ πρόδωσε στόν Χαλέτ Εφέντη τα μυστικά τής Εταιρείας καί τα σχέδιά της για κατάληψη του οθωμανικού στόλου καί αιχμαλωσία του σουλτάνου. Τα ηγετικά κλιμάκια τἠς Εταιρείας, με τη βοήθεια τἠς Κωνσταντινουπολίτισσας Μαριγώς Ζαραφοπούλα, που ήταν κι η ίδια Φιλικός, έμαθαν για τἠν προδοσία του Θεοδώρου καἰ λεπτομέρειες για το τι ακριβώς έγινε. Στα μέσα Φεβρουαρίου 1821 προσπάθησαν να τόν δολοφονήσουν αλλά απέτυχαν. Ετσι ο αδίστακτος Θεοδώρου συνέχιζε το επαίσχυντο έργο τἠς προδοσίας του, ακόμα καἰ μετά τἠν κήρυξη τἠς Επανάστασης, έχοντας γίνει ιδιαίτερα επικίνδυνος.
''Έδωσεν εις την τουρκικήν εξουσίαν σχέδια διάφορα, ολεθριότερον των οποίων ήτο η ραδιουργηθείσα ενοχοποίησις πολλών σημαντικών Ελλήνων'', γράφει χαρακτηριστικά ο
Ιωάννης Φιλήμων.
Παρά τἰς πολύτιμες πληροφορίες που τοὐς έδινε όμως, οι Τούρκοι δεν του είχαν εμπιστοσύνη καί τελικά τὀν αποκεφάλισαν το 1822

Ο Δημήτριος Τσολάκογλους ήταν πρόκριτος των Αγράφων στο τέλος του 18ου καἰ στἠν αρχή του 19ου αιώνα κι είχε ισχυρή επιρροή στἠν περιοχή. Η δράση του προκαλούσε τἠ δυσμένεια του Αλή πασά, ο οποίος τὀν κρατούσε όμηρο στα Γιάννενα από το 1817 ως το 1822. Πιθανότατα εκεί μυήθηκε στἠ Φιλική Εταιρεία. Επέστρεψε στα Άγραφα καἰ θέλοντας ξαφνικά να ανακτήσει προνόμια που είχε χάσει, κατέδωσε στὀν Χουρσίτ πασά, ο οποίος πολεμούσε τόν Αλή πασά, τόν αντίζηλό του, Γεώργιο Καβοστεργιόπουλο. Συγκεκριμένα, του αποκάλυψε ότι ο Καβοστεργιόπουλος κι άλλα τρία μέλη τής οικογένειάς του ήταν Φιλικοί. Ο Καβοστεργιόπουλος κι άλλα εννιά μέλη τἠς οικογένειάς του τότε, συλλαμβάνονται από τὀν Χουρσίτ πασά καἰ αποκεφαλίζονται. Τρεις μήνες αργότερα, ο Τσολάκογλους κι ένας από τοὐς γιους του απαγχονίστηκαν στἠ Λάρισα απ' τὀν Χουρσίτ.
Δημήτριος Φωτιάδης
Από το έργο του ''Γεώργιος Καραϊσκάκης''

Τέλος, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Κωνσταντίνος Δουσίτσας πρόδωσε στον Μεχμέτ Αλή τον δραστήριο Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα. Κινούμενος από ιδιοτέλεια, ο Μεχμέτ Αλή αγνόησε τα όσα του είπε ο Δουσίτσας, ενώ ο Πελοπίδας φυγαδεύθηκε στἠν Ελλάδα με τἠ βοήθεια του φίλου του, γιατρού Αντώνιου Ψαρρού.
Ιωάννης Φιλήμων

Υπάρχει επίσης ο Καμαρηνός κι ο Γαλάτης. Δεν έχει αποδειχθεί ως σήμερα η προδοσία τους, αλλά οι κίνδυνοι που δημιουργούσαν με τήν αλαζονική, αλλοπρόσαλλη κι ανάρμοστη συμπεριφορά τους κι η ανάγκη να προστατευθούν με κάθε τρόπο τα μυστικά τἠς Φιλικής Εταιρείας οδήγησε τα ηγετικά στελέχη της στἠν απόφαση τής δολοφονίας τους, παρά τἰς αναμφισβήτητες ικανότητές τους.









Γρἀφει η Σοφία Παπά





ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Η Εταιρεία συνίσταται από Έλληνες κι ονομαζόταν Εταιρεία των Φιλικών. Ο σκοπός των μελών αυτής ὀπως γράφει ο Εμμανουήλ Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του, ήταν ''να ενεργήσει, ευκαιρίας δοθείσης για τἠν απελευθέρωσιν τἠς πατρίδος''. Η Φιλική Εταιρεία ήταν ''φτιαγμένη'' από ανθρώπους με μόρφωση κι ήταν η σημαντικότερη από τίς μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για τἠν προετοιμασία της Επανάστασης του 1821 κι η πορεία της ήταν εντυπωσιακή. Η αγάπη για τήν Ελλάδα καί το πείσμα τών ανθρώπων αυτών στα 6 χρόνια που ακολούθησαν μέχρι να σημάνει ο ήχος της επανάστασης και η αρχή του αγώνα για την απελευθέρωση είναι άξια θαυμασμού καί συγκίνησης. Σε σχέση με όλες τἰς προηγούμενες μυστικές οργανώσεις καί κινήματα, η Φιλική εταιρεία ξεχώρισε διότι είχε ως σκοπό τήν απελευθέρωση καί όχι μόνο τἠν απόκτηση παιδείας. Οι μικρές εξεγέρσεις της καί οι επαναστάσεις στίς ηγεμονίες προετοίμασαν το κλίμα στόν ελληνικό χώρο για τήν μεγάλη επανάσταση του 1821. Ήταν εκείνη που κατάφερε με βάση ενός συστήματος μυήσεων, καἰ σωστής οργανωτικής δομής να απλώσει το δίκτυό της εκεί όπου υπήρχαν Έλληνες καί να διαδώσει σε όλο τόν οθωμανικό ορίζοντα (κι όχι μόνο) τἠν ΄΄Μεγάλη Ιδέα΄΄ γύρω από τήν δημιουργία ενός ελληνικού ανεξάρτητου Έθνους–κράτους. Ένα ιδεολογικό πλαίσιο που προέβλεπε τἠν κατάλυση τἠς τουρκικής κυριαρχίας καἰ τήν απελευθέρωση όλων τὠν Ελλήνων, ενσωματωμένοι σε ένα νέο χριστιανικό κράτος με πρωτεύουσα τἠν Κωνσταντινούπολη. Καί να σκεφθεί κανείς ότι όλα αυτά τα έλεγαν καί τα αποτολμούσαν με τήν τουρκική σπάθα, κρεμασμένη τότε επάνω στα κεφάλια τους, πού ήταν έτοιμη να χύσει ποταμούς αίματος. Μας άφησαν αδιαμφισβήτητα μία μεγἀλη σημαντική κληρονομιά. Ένας μικρός φόρος τιμής στούς μαχόμενους αυτούς ἠρωες κρίνεται απαραίτητος αφού υπήρξε η κατήχηση ολόκληρου του ελληνισμού. Οπως οι δώδεκα Απόστολοι διακήρυξαν τήν διδασκαλία του Ιησού, έτσι αντιστοίχως κι εκείνοι (δώδεκα στὀν αριθμό επίσης) ανέλαβαν τἠ διάδοση τών ιδεών τής Εταιρείας προετοιμάζοντας το Έθνος για επανάσταση.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Ο ΤΕΠΕΛΕΝΛΗΣ 1744 - 1822


 Όλη του η ζωή ήταν μια αντίφαση. Αψηφούσε τους ισχυρούς της γης, αλλά υποτασσόταν, στον κάθε ρυπαρό δερβίση. Είχε την εκδίκηση μέσα του. Ντυνόταν με τις πολυτελέστερες φορεσιές, αλλά μπορούσες να τον δεις και με ρούχα ζητιάνου. Ήταν αμόρφωτος, ατρόμητος στη μάχη, αλλά έτρεμε τις βροντές και τις αστραπές. Εζησε μέσα στην πολυτέλεια, στα πολλά και μεγαλοπρεπή παλάτια του, που δημιουργούσαν δέος ακόμη και στους πιο επίσημους ξένους επισκέπτες του. Κατά τις επίσημες ακροάσεις καθόταν στο μεγαλοπρεπές ντιβάνι του και όλοι οι άλλοι ήταν όρθιοι σε ένδειξη σεβασμού. Ακόμη και οι γιοι του ή οι εγγονοί του, εκτός από τους πρόξενους, τους ξένους καλεσμένους του και το Θανάση Βάγια. Κανείς από τους παριστάμενους δεν επιτρεπόταν να καπνίζει, μπροστά του, εκτός από τους ξένους και ορισμένους αυλικούς ευνοούμενούς του. Πολλές φορές, συνήθιζε να μένει σε ένα μικρό δωμάτιο, στην είσοδο του παλαιού σεραγιού του, το οποίο φωτιζόταν -μόνον- από ένα παράθυρο, ώστε να παρακολουθεί την αυλή χωρίς να τον βλέπουν. Η παραμονή του εκεί προκαλούσε τρόμο, γιατί όλοι ήξεραν ότι θα ακολουθήσει τυραννική εκτέλεση, την οποία θα απολαύσει από τον κρυψώνα του αθέατος. Απαγόρευε σε οιονδήποτε -εκτός των δύο γιων του και του χαρεμιού του- να επιβαίνει σε άμαξα. Ο ίδιος είχε αγοράσει τρεις, σε ακριβές τιμές, από την Ευρώπη. Την μία μάλιστα επήρε γιατί του είπαν ότι την χρησιμοποιούσε στις τελετές ο γαμπρός του Ναπολέοντα, όταν ήταν ο βασιλιάς της Νάπολης. Και όμως δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη και μεταχειρισμένη άμαξα. Η μεγαλομανία του δεν είχε όρια. Στις επιστολές προς τον Άγγλο βασιλιά υπέγραφε σαν «Γενικός Διοικητής Ιωαννίνων και Τρικάλων». Η ροπή του Αλή Πασά προς την πολυτέλεια και τη χλιδή ήταν μεγἀλη. Όλοι δέχονταν αδιαμαρτύρητα τις αποφάσεις του. Αν και ο ίδιος έζησε μέσα στη λαγνεία και την ακολασία, προς τα έξω εμφανιζόταν σαν μέγας και αμείλικτος προστάτης των δημοσίων ηθών. Για τους Μουσουλμάνους η μοιχεία εθεωρείτο το φοβερότερο κακούργημα και ο σατράπης αξίωνε στις περιπτώσεις αυτές την σχολαστική εφαρμογή των Οθωμανικών νόμων, oι οποίοι προέβλεπαν τρομακτικές ποινές. Η σοδομία ήταν ελεύθερη, (ο ίδιος είχε και αντρικό χαρέμι,) όμως ακόμη και υποψία κρυφού ερωτικού δεσμού μεταξύ ετερόφυλων προσώπων μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε φρικαλέο θάνατο. Αν οι ένοχοι ήταν ανύπαντροι έπρεπε να τιμωρηθούν με 90 ραβδισμούς (στις πατούσες για τον άντρα και στα οπίσθια για τη γυναίκα). Αν ο ένας ήταν παντρεμένος, τότε καταδικάζονταν και οι δυο τους σε λιθοβολισμό, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικότητας. Για την θανατική καταδίκη τους αρκούσε, η μαρτυρία δύο ''διακεκριμένων πολιτών'', που θα βεβαίωναν με όρκο ότι τους συνέλαβαν «επ' αυτοφώρω». Ο Αλής διατηρούσε τέσσερα -τουλάχιστον- χαρέμια, στα Γιάννενα με 300 γυναίκες (τον αριθμό δίνει ο Hobhouse), στο Τεπελένι με 60, και δύο μικρότερα, στην Πρέβεζα και στην Κόνιτσα. Τα αποτελούσαν οδαλίσκες κάθε προέλευσης, Ελληνίδες, Τουρκάλες, Ρωσίδες, Τσιγγάνες, Γεωργιανές. Αρβανιτοπούλες, ακόμη και Ευρωπαίες. Ο Τεπελενλής είχε προσωπική σχέση με τις χανούμισσές του. Γνώριζε τα ονόματα όλων. Οι κοπέλες των χαρεμιών του, ήταν συνήθως λεία επιδρομών, οι οποίες στη συνέχεια πουλιόνταν στα σκλαβοπάζαρα. Έπρεπε να είναι κάτω από 10 ετών, και κόστιζαν λιγότερο από ένα άλογο.ίπλα από κάθε γυναικείο χαρέμι υπήρχε και ένα αντρικό. Τα τραγικά αγόρια λέγονταν ''γιουσουφάκια'' καί εκτός από την ικανοποίηση των ορέξεων των αφεντάδων τους, χόρευαν τα βράδια στους οντάδες παθητικούς χορούς, προς τέρψη των Πασάδων, έφτιαχναν και σέρβιραν τους καφέδες και τα σερμπέτια, έκαναν αέρα με μεγάλα φτερά το καλοκαίρι κ.λπ.

Οι περισσότεροι γονείς, κυρίως φυσικά οι εύποροι, φυγάδευαν τα αγόρια τους στο εξωτερικό, για να αποφύγουν την αρπαγή τους, από τους πράκτορες του τυράννου. Το ίδιο έκανε και ο πρόκριτος των Ιωαννίνων Δημήτριος Αθανασίου (1780 - 1829) ο οποίος αγνόησε τις απειλές του Πασά και έστειλε το γιο του κρυφά στην Ιταλία. Όταν μάλιστα τον ζήτησε ο Αλής του είπε: «Μπορείς να πάρεις ό,τι έχω και τη ζωή μου ακόμη, το γιο μου να σου δώσω με τα ίδια μου τα χέρια, ποτέ». Ο Αθανασίου πλήρωσε ακριβά την στάση του αυτή. Ο Βεζύρης τον κατέστρεψε οικονομικά και τον καταδίκασε σε πολυετή εξορία στη Βιέννη. Ένας άλλος πατέρας, από την Πρέβεζα, μόλις πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Τεπελενλή, παραμόρφωσε ο ίδιος -με ξυράφι- το όμορφο πρόσωπο του μικρού γιου του, ώστε να πάψει να προξενεί το ενδιαφέρον των υποτακτικών του Αλή. Ο Τεπελενλής, βαρύνεται με μια ατελείωτη σειρά από αποτρόπαιες και φρικτές πράξεις, όπως δολοφονίες, γενοκτονίες, εξανδραποδισμούς, βασανιστήρια, λεηλασίες και καταστροφές. Για τις βαρβαρότητες και τις αγριότητες του Αλή, ο συνοδοιπόρος του Hobhouse γράφει: «Οι αποκεφαλισμοί, τα παλουκώματα, και το ψήσιμο στη φωτιά είναι απαραίτητα για να εμπνεύσει τον τρόμο και να αποκαταστήσει την ησυχία και την ευνομία στην απέραντη επικράτειά του». Λεηλάτησε ο Τεπελενλής και κατέκαψε την Πρέβεζα, το 1798, σφαγιάζοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της. Εξόντωσε με δολοφονίες και δολοπλοκίες, δηλητηριάσεις και αποκεφαλισμούς τους δυο ετεροθαλείς αδερφούς του, τον πεθερό και ευεργέτη του Καπλάν Πασά, την θεία του Κιάρκα και το γιο της, τον ανεψιό του Ελμάζ Πασά, τον Πασά του Δέλβινου Μουσταφά, το φίλο του Σελήμ Πασά, το γαμπρό του, τον αδερφό του γαμπρού του, αλλά και τον αδερφικό του φίλο Γιουσούφ Μπέη, στέλνοντάς του μια παγιδευμένη βόμβα μέσα σε τηλεσκόπιο. Αποκεφάλισε επίσης, όλους τους συγγενείς, φίλους και συμμάχους του, από τον φόβο της απώλειας της εξουσίας του. Βαρύνεται με το τεράστιο ομαδικό έγκλημα της φοβερής γενοκτονίας του Γαρδικιού. Εριχνε μέσα στο κλουβί της περίφημης λεοπάρδαλης -που διατηρούσε στα Γιάννενα- εκείνους που δίκαζε και τους καταδίκαζε, ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε το φριχτό θέαμα. Θανάτωσε με τα πιο φριχτά βασανιστήρια τους αρματολούς Ευθύμιο Βλαχάβα και Κατσαντώνη, τον αλχημιστή Σέργιο, τον ιερομόναχο Δημήτριο και τόσους άλλους. Βαρύνεται, επίσης, ο Αλή Πασάς με την άνανδρη σφαγή των κατοίκων της ηρωικής Χειμάρρας και μάλιστα ανήμερα του Πάσχα του 1805, μέσα στις εκκλησίες.

Είναι πράγματι οι φρικαλεότητες του Αλή αμέτρητες. Έλεγαν ότι είχε ένα κομπολόι από αποξηραμένες θηλές μαστών που τις είχε αποκόψει από τις γυναίκες της επικράτειάς του, οι οποίες αρνούνταν να του στείλουν τα κορίτσια τους για το χαρέμι. Ο περιηγητής Thomas Smart Hughes γράφει ότι άκουσε στη Λευκάδα να παρομοιάζoυν τον Αλή με τον μυθικό τύραννο της Ηπείρου, τoν Έχετο, ο οποίος συνήθιζε να κόβει την μύτη και τα αυτιά των αντιπάλων του και να τα ρίχνει τροφή στους σκύλους του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Σουλιώτες, γράφει ο J. C. Hobhouse, 20 έως 30 άτομα, αποκεφαλίζονταν κάθε τόσο, στους δρόμους των Ιωαννίνων. Ο Hughes γράφει στο οδοιπορικό του ότι ανάμεσα στο παζάρι των Ιωαννίνων και το Kάστρο υπήρχε ένας δρομάκος όπου γίνονταν οι πιο θηριώδεις εκτελέσεις προς παραδειγματισμό: «Έκαιγαν ανθρώπους σε σιγανή φωτιά, τους παλούκωναν ή τους έγδερναν ζωντανούς. Έκοβαν χέρια και πόδια και άφηναν το θύμα σε αυτή την κατάσταση μέχρι να ξεψυχήσει». Ο Πρόξενος της Αγγλίας στα Γιάννενα, George Foresti (Γεώργιος Φορέστης), γυρίζοντας κάποια μέρα από το σεράι της Λιθαρίτσας είδε έναν Έλληνα παπά, «αρχηγό ληστοσυμμορίας», καρφωμένο ζωντανό στον εξωτερικό τοίχο του παλατιού, «μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου» (πιθανόν να ήταν ο Δημήτριος ο Μοναχός). Το 1814 δυο Ευρωπαίοι έμποροι διαμαντιών ήρθανε στα Γιάννενα, για να του πουλήσουν την πραμάτεια τους, γνωρίζοντας την λατρεία του Αλή για τα ακριβά χρυσαφικά. Νύχτα τους έφεραν δέσμιους στο σεράι του, τους σκότωσαν και τους εξαφάνισαν, ενώ τα πολύτιμα εμπορεύματά τους κατέληξαν στο θησαυροφυλάκιο του Τεπελενλή. Τον πρόκριτο της Πωγωνιανής Νούλη Πολυζώη τόν δολοφόνησε βάζοντας τον κουρέα του, να τον ξυρίσει με λεπίδι εμποτισμένο με δηλητήριο. Δολοφόνησε επίσης τον οπλαρχηγό Αθανάσιο Τσανάκα από την Γότιστα, γιατί είχε υποστηρίξει τους Σουλιώτες. Ο Ibrahim Manzour, ο οποίος βρισκόταν στη υπηρεσία του Αλή, γράφει ότι παρακολούθησε τον λιθοβολισμό μιας Μουσουλμάνας στα Γιάννενα που είχε σχέσεις με έναν Ιταλό, ενώ είδε επάνω από σαράντα περιπτώσεις αντρών που κρεμάστηκαν, αποκεφαλίστηκαν, ενώ ακόμη και παλουκώθηκαν, γιατί είχαν καταδικαστεί από τον Αλή για μοιχεία. Πληροφορίες για αγριότητες του Αλή έχουμε από το χρονικό ενός Γάλλου αξιωματικού, του Barthélemy Bacheville: «Μια ημέρα», όπως γράφει, «έφεραν στον Αλή δυο κλέφτες. Αυτός έβαλε το ''μπόγια'' να τους κόψει, με μεγάλα ψαλίδια, την άκρη της μύτης τους, τα αυτιά και τα δάχτυλά τους. Έριξαν τα ματωμένα ξεφτίδια σε ένα δοχείο, πρόσθεσαν αλάτι και ξύδι και ανάγκασαν τους μελλοθάνατους να τα φάνε. Άλλη φορά, έβαλε δυο κατάδικους σε καζάνι με βραστό λάδι. Το λάδι και τα ξύλα έφεραν οι συγγενείς των θυμάτων.

Ο κατάλογος των αγριοτήτων και δολοφονιών του Αλή, δεν έχει ούτε αρχή αλλά ούτε και τέλος. Κατέσφαξε θηριωδώς τους πρόκριτους του Χόρμοβου και κατέστρεψε εντελώς το χωριό τους. Θανάτωσε -με ασιτία- το Μουσταφά Πασά του Δέλβινου, παρά την ένορκη συμφωνία τους. Δολοφόνησε το φίλο του Γιουσούφ Μπέη και τον Αργυροκαστρίτη Μαλίκοβο, ο οποίος είχε σώσει τη μητέρα του και την αδερφή του από τα χέρια των Γαρδικιωτών. Κατέστρεψε τα χωριά Νίβιτσα και Άγιο Βασίλειο στη Χειμάρρα και κατέσφαξε τους περισσότερους από τους κατοίκους τους. Αποπειράθηκε αμέτρητες φορές να δολοφονήσει τον, άλλοτε, φίλο του Ισμαήλ - Πασόμπεη. Στα 1792, έστησε ενέδρα στην Αμφιλοχία και σκότωσε τον γιο του προκατόχου του διοικητή των Ιωαννίνων, Αληζότ Πασά, το Χουσεΐν Μπέη, γιατί τον θεωρούσε επικίνδυνο εχθρό. Το 1816 κάλεσε στο σεράι τους ισχυρούς μπέηδες της Κλεισούρας Βελή και Χουσεΐν, τους αφόπλισε και τους αποκεφάλισε.

Γράφει ο Αθανάσιος Ψαλίδας στο χειρόγραφό του:

''Η πολιορκία των Ιωαννίνων'': «εφόνευσεν τον Ισούφμπεη Διμπράλη, ως εχθρόν του με ένα γράμμα γεμάτο σκόνην χημικήν, το οποίον ανοίγοντάς το εβρόντησε και τον εσκότωσε, από το οποίον επήραν οι εχθροί του τόσον φόβον, οπού όχι γράμματα του Αλή Πασά δεν έπιαναν, αλλ’ ουδέ και από τους ξένους έπιαναν».


Ο ακριβολόγος Sir Henry Holland, που έμεινε πολύ δίπλα στον Αλή, γράφει στο έργο του ''Travels in Ionian Islands, Epirus and Albania, 1812 - 1813'': «Είναι ένα μεγάλο παθητικό στη ζωή αυτού του άνδρα η σκληρότητά του, και οι αποδείξεις του θηριώδους και εκδικητικού χαρακτήρα του απλώνονται σε κάθε σελίδα της ιστορίας του. Η εκδίκησή του δεν είναι στιγμιαίο αίσθημα, που χορταίνει με την καταστροφή του εχθρού του, αλλά διαρκεί και μετά την πάροδο ετών και απαιτεί για την ικανοποίησή του ακόμη και τη θυσία των παιδιών και όλης της γενιάς του αντιπάλου. Π.χ κάποιος που του είχε προς στιγμή διαφύγει, έπεσε στα χέρια του στο διάστημα που ήμασταν στα Γιάννενα, δελεασμένος καθώς λέγανε, από υποσχέσεις. Τον έκοψαν σε κομματάκια και τα πέταξαν στον δημόσιο δρόμο στην περιοχή του σεραγιού.

Έτσι θανατώθηκε -από τον Αλή Πασά- το 1808 ο Παπαθύμιος - Βλαχάβας, αρχηγός του προεπαναστατικού κινήματος στη Θεσσαλία. Το σώμα του μελλοθάνατου, υψωνόταν με μια τροχαλία και αφηνόταν να πέσει πάνω σε τσιγκέλια δηλαδή γάντζους, που ήταν στερεωμένα σε μόνιμο ικρίωμα, σε τοίχο ή σε ειδική βάση. Σε περίπτωση που τα τραύματα δεν ήταν καίρια έμενε καρφωμένος για πολλές ημέρες και πέθαινε - από την αγωνία και την κακοπάθεια. Κι άλλοι πολλοί Ελληνες επίσης. Ένας από τους λόγους που η μορφή του Αλή Πασά απέκτησε διαστάσεις θρύλου, ήταν και η ταύτιση του με, κάθε είδους, βασανιστήρια. Όμως ήταν επόμενο σε ένα δεσποτικό κράτος, όπως το Οθωμανικό, οι βασανισμοί να καταλαμβάνουν πολύ σημαντική θέση στο σύνολο των κατασταλτικών μηχανισμών, που διέθετε η οθωμανική εξουσία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι εκτελέσεις γίνονταν με την παρουσία πλήθους ντόπιων κατοίκων και είχαν χαρακτήρα επίσημης και πανηγυρικής τελετής. Τα κεφάλια των ληστών, στασιαστών, γενικότερα των εχθρών του κράτους, αλλά και επαρχιακών παραγόντων, όπως π.χ. τοπαρχών και άλλων αξιωματούχων, που θανατώνονταν με σουλτανική εντολή, αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και εκτίθενταν στο χώρο μπροστά από την κύρια είσοδο των ανακτόρων. Συχνά τα κεφάλια αυτά συγκροτούσαν μια μακάβρια πυραμίδα από την οποία και αναδυόταν απαίσια οσμή. Αναφέρεται πως καθημερινά υπήρχαν εκτεθειμένα 10 - 15 κομμένα κεφάλια. Περί τα μέσα του 17ου αιώνα υπήρξε περίοδος που ο αριθμός αυτός ανερχόταν σε 500 κεφάλια καρφωμένα στην άκρη λόγχης, ή στοιβαγμένα με τρόπο ώστε να σχηματίζουν ένα μικρό λοφίσκο. Τα κομμένα στην επαρχία κεφάλια αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη για έκθεση μέσα σε τρίχινο τορβά, δηλαδή ταγάρι, γεμάτο μέλι για να αποφευχθεί η σήψη, συνήθεια από την οποία προέρχεται και η έκφραση στη Νεοελληνική «έβαλε το κεφάλι του στον τουρβά». Στα Γιάννενα του Αλή υπήρχε και ''συνοικία των τσιγκελιών'' (στη συμβολή των σημερινών οδών Ι. Βηλαρά - Κομνηνών), όπου ζούσαν ''οι Τουρκοαθίγγανοι'', που είχαν ειδικότητα στο φρικώδες αυτό βασανιστήριο. Σύμφωνα με τους βιογράφους του Τεπελενλή, «εκεί ερρίπτοντο ζώντες επί σιδηρών αιχμηροτάτων αρπαγών (τζεγκελίων), εφ’ ων, εμπηγνομένων επί του σώματος των, έμενον αιωρούμενοι και αφήνονταν επί ημέρας εκεί, μέχρις ού εξέπνεον, ασπαίροντες υπό φρικώδεις πόνους και άσβεστον δίψαν».


Το καλοκαίρι του 1820 ο Τεπελενλής ως άλλος Νέρωνας έκαψε τα Γιάννενα, προκειμένου να ελέγχει τις κινήσεις των πολιορκητών του. Γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας Αθανάσιος Ψαλίδας: «Τες 25 όμως Αυγούστου έβαλαν οι γκέγκηδες φωτιά στου Μαρίνου Κωνσταντίνου το σπίτι και εις άλλες μεριές του παζαριού, και εκάηκαν και τα παλάτια και τα σεράγια, η μητρόπολις, ο άγιος Νικόλαος. Τα δύο σχολεία με τις βιβλιοθήκες τους και τις φυσικές μηχανές, του Καπλάνη και του Ζωσιμά, όλος ο αρχοντομαχαλάς και καθεξής το άνθος της πολιτείας όλο. Και στις 27 δεύτερη φωτιά έγινε και εκάηκεν η Αγία Μαρίνα η θαυμαστή και ο Μεκχεμές με όλα εκείνα τα σπίτια, οπού ήταν ολόγυρα, Τούρκικα και Ρωμαίικα, και η τρίτη πυρκαγιά έκαψε μερικά σπίτια στην Καλούτζαμση, και έτζι έγινε η πόλις θέαμα ελεεινόν, αξιοθρήνητον, άθλιον και αποκρουστικόν». Η λεηλασία που ακολούθησε ήταν χωρίς προηγούμενο. «Επιπεσόντες ως αρπακτικά όρνεα διήρπασαν εν ριπή οφθαλμού πάν ότι εύρον εν ταις ερημωθείσαις οικίας, απήλθον δε συναποκομίζοντες τα λάφυρα άτινα λόγω του υπάρχοντος τότε εν τη πόλει πλούτου, ήσαν πλουσιώτατα». Τα Γιάννενα ερήμωσαν. Όλος σχεδόν ο πληθυσμός τους εγκατέλειψε τρομοκρατημένος την άλλοτε λαμπερή πρωτεύουσα και κατέφυγε στα γύρω μέρη, ιδίως στο Ζαγόρι. Στις 22 Οκτωβρίου του 1798, 300 γάλλοι γρεναδιέροι, 600 πρεβεζάνοι πολιτοφύλακες και 60 σουλιώτες, βάλθηκαν να σταματήσουν το ασκέρι του Αλή Πασά που με 8000 άνδρες έβαλε στόχο να χαλάσει την Πρέβεζα. Κάτι που κατεληξε όμως  σε πανωλεθρία των πρώτων. Την επόμενη μέρα 13 και 14 Οκτωβρίου 1798 τα Τουρκαλβανικά στρατεύματα εισήλθαν στήν Πρέβεζα όπου ακολούθησε σφαγή, ο αποκαλούμενος Χαλασμός της Πρέβεζας. Ο Αλή αποκεφάλισε όσους κατοίκους της είχαν συλληφθεί και παρέδωσε την πόλη στις φλόγες. Στη συνέχεια πραγματοποίησε θρίαμβο στα Γιάννινα με τους αιχμαλώτους, Έλληνες και Γάλλους, να κρατούν τα κομμένα κεφάλια των συμπολεμιστών τους, υπό τις επευφημίες του αλβανικού στοιχείου της πόλης, που είχε παραταχθεί κατά μήκος της διαδρομής. Τις επόμενες ημέρες ο Αλή Πασάς έστειλε πεσκέσι στον σουλτάνο Σελίμ Γ' τέσσερα τσουβάλια με τα κεφάλια Ελλήνων και Γάλλων μαχητών, μαζί με εννέα γάλλους αξιωματικούς για ανάκριση, ανάμεσά τους και ο στρατηγός Λα Σαλσέτ. Ο ίδιος κράτησε ως λάφυρο ένα ''ασημένιο δισκοπότηρο'', από το Ναό του Αγίου Χαραλάμπους, στο οποίο του άρεσε να πίνει το αγαπημένο του ρακί, αν και ήταν Μωαμεθανός.



15 ολόκληρα χρόνια πολεμούσε τούς Σουλιώτες. Το Δεκέμβριο του 1803, οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν κι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με το Βελή, σύμφωνα με την οποία ήταν μεν υποχρεωμένοι να αφήσουν τις εστίες τους, αλλά εντελώς ελεύθεροι να εγκατασταθούν όπου ήθελαν, μαζί και με την κινητή περιουσία τους. Όταν όμως, 1.000 Σουλιώτες, κατευθύνθηκαν προς το Ζάλογγο περικυκλώθηκαν από τους στρατιώτες του Αλή και δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση. Εξήντα -περίπου- γυναίκες όταν είδαν την εξόντωση των αντρών τους, αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στο γκρεμό κρατώντας τα μικρά παιδιά τους στην αγκαλιά. Από την καταστροφή ξέφυγαν 78 Σουλιώτες, που, μαζί με άλλες 28 οικογένειες, οχυρώθηκαν στον Πύργο του Δημουλά, στο χωριό Ρηνιάσα, με επικεφαλής τη Δέσπω Μπότση - Σέχου, η οποία -για να μην παραδοθούν- έβαλε φωτιά στο μπαρούτι, και τινάχτηκαν στον αέρα. Παράλληλα, ο τελευταίος που έμεινε στο Σούλι, ο καλόγερος Σαμουήλ, ανατινάζεται, και αυτός, στην Αγία Παρασκευή στο Κούγκι. Πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι διέφυγαν στα βουνά και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν ως αιχμάλωτοι στα Γιάννενα, όπου φυλακίστηκαν, ή εξορίστηκαν στα διάφορα φρούρια, ή αναγκάστηκαν να εργαστούν στα κτήματα του Αλή. Δεν υπάρχει ένας Σουλιώτης οπλαρχηγός που να μην βρέθηκε -έστω κάποια στιγμή- στην φρουρά του, ως αιχμάλωτος, ή ως όμηρος. Ο Κίτσος Γ. Μπότσαρης, με 1.148 άτομα, καταφέρνει να φτάσει στα Άγραφα και να οχυρωθούν στο μοναστήρι του Σέλτσου. Όμως -μετά από πολιορκία τεσσάρων μηνών, υπέκυψαν στους υπέρτερους αριθμητικά αντιπάλους τους. Εκατόν εξήντα Σουλιώτισσες βλέποντας ότι θα έπεφταν στα χέρια του εχθρού, κατάφεραν να φτάσουν στα απόκρημνα βράχια του παρακείμενου ποταμού και να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στα αφρίζοντα νερά του, μαζί με τα παιδιά τους, αφού πρώτα προσπάθησαν να αμυνθούν με μαχαίρια, ξύλα και πέτρες. Από τους υπερασπιστές διασώθηκαν μόλις 48 άντρες και μια γυναίκα. Μαζί τους και ο νεαρός γιος του Κίτσου, ο μετέπειτα εθνικός ήρωας, ο περίφημος Μάρκος Μπότσαρης. Όμως δεν είχε την ίδια τύχη η 19χρονη ετεροθαλής αδερφή του, η Λένω Μπότσαρη (1785 - 1804), η οποία αφού πολέμησε γενναία, προσπάθησε να διαφύγει. Όταν περικυκλώθηκε από τους Τουρκαλβανούς ρίχτηκε και πνίγηκε στα νερά του Αχελώου. Το σημείο από το οποίο έπεσε έμεινε γνωστό ως '' το πήδημα της καπετάνισσας''. Η μάχη του Σέλτσου αφάνισε κυριολεκτικά τη φάρα των Μποτσαραίων.


Έχουν διασωθεί πάμπολλα περιστατικά από την ταραχώδη δημόσια και ιδιωτική ζωή του Αλή, προερχόμενα από γραπτές μαρτυρίες και από την προφορική παράδοση. Άλλα από αυτά προκαλούν μειδίαμα και άλλα ρίγη φρίκης. Τους επιφανείς τούς θανάτωνε με σφυροκόπημα, ανασκολοπισμό, βγάλσιμο ματιών, χύσιμο χυτού μολυβιού κ.λπ., ενώ τους ασήμαντους τους απαγχόνιζε ή απλώς τούς αποκεφάλιζε. Ηθελε να τον συγκρίνουν (τρομάρα του) με τον αρχαίο Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρο Β' (Μπούρους τον έλεγε) που θεωρούσε ότι ήταν απόγονός του, όπως αναφέρει ο Leake και τον Αλέξανδρο, που ήταν και οι μοναδικές μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες που γνώριζε. Κατεχόταν μονίμως από τον φόβο της δολοφονίας. Κάθε βραδιά άλλαζε κρεβατοκάμαρα, ακόμη και σεράι. Φοβότανε τόσο πολύ μήπως τον δηλητηριάσουν, ώστε έπαιρνε εξωφρενικά μέτρα προστασίας. Προτού να αρχίσει να τρώει δοκίμαζε το φαγητό του ένας έμπιστος υπηρέτης. Δεν άνοιγε ποτέ ο ίδιος τα γράμματα, μην τυχόν και τον δηλητηριάσουν με κάποια σκόνη. Ηταν πονηρός καί φιλόδοξος. Όταν αρρώσταινε τον έπιανε πανικός. Καλούσε τους καλύτερους ξένους και Έλληνες γιατρούς να τον θεραπεύσουν, αποφεύγοντας τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους. Έταζε πλούτη, ελευθέρωνε φυλακισμένους, πρόσταζε τους δερβίσηδες να κάνουν δεήσεις στον Αλλάχ για τη σωτηρία του, αλλά και τους χριστιανούς παππάδες. Μερικές φορές στο τελευταίο τέταρτο της σελήνης κατά την εποχή που άρχιζαν οι βροχές, τον καταλάμβαναν κρίσεις και παροξυσμοί. Τότε, κανείς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Εβαζε φόρους δισβάσταχτους κι όποιος δεν επλήρωνε έχανε ολόκληρη την λεία του, την οποία θα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορές του. Ένας θυμόσοφος γέρο-ψαράς βλέποντας να χάνει το βιός του, και τα ψάρια του να φορτώνονται από τους υποτακτικούς του Πασά, είπε το πασίγνωστο «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», που από τότε έμεινε παροιμιώδες. Ο Γάλλος αξιωματικός και περιηγητής Barthélemy Bacheville, γράφει ότι κάποτε ο Αλής συνάντησε έναν Έλληνα γέροντα, που του έμοιαζε πολύ. Έβαλε να του κόψουν το κεφάλι και να το στείλουν, σαν δικό του, στους εχθρούς του. Και ενώ εκείνοι πανηγύριζαν για το χαμό του, αυτός επιτέθηκε ξαφνικά εναντίον τους και τους εξόντωσε όλους! Ηταν επίσης Δοξομανής, άρπαξ ακόρεστος, φιλέκδικος, ύποπτος, άπληστος, αλλοπρόσαλλος, μνησίκακος, αιμοχαρής, φιλοπόλεμος, υποκριτής στους αλλοεθνείς, κρυψίνους πολλάκις και εις τους ευνοϊκούς του, φιλάργυρος, αλλά για να κερδίσει τον σκοπό του, εσκόρπιζε αφειδώς τα χρήματα.

Στον Howe Peter Browne 2nd Marquess of Sligo (1788 - 1845) πούλησε τους κίονες του θησαυρού του Ατρέα, οι οποίοι έμειναν για εκατό περίπου χρόνια στο μέγαρό του στην Ιρλανδία, ώσπου το 1904 αναστηλώθηκαν και τοποθετήθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο. Στα τέλη του1808 έστειλε ένα πολύ κολακευτικό γράμμα στο λόρδο Elgin, με το οποίο του υποσχόταν πως, σε κατάλληλη περίσταση, θα φροντίσει να τον εξυπηρετήσει. Ο Pouqueville γράφει ότι όταν ο Βελής ήταν διοικητής του Μοριά ο γιατρός του Luigi Frank που είχε μείνει οκτώ χρόνια στα Γιάννενα κοντά του, έλαβε από αυτόν ως δώρο έναν Απόλλωνα μια κεφαλή γοργόνας και πολλά ακόμη έργα, που τα είχε βρει ο Βελής σε ανασκαφές στο Άργος. Έκανε ανασκαφές στις Μυκήνες και το Άργος το 1809, πουλώντας τα ευρήματα στους πολυάριθμους Άγγλους που βρίσκονταν στην Ελλάδα εκείνο τον καιρό. Το 1813 έδωσε άδεια σε μια ολόκληρη ομάδα διάσημων αρχαιοκαπήλων (Charles Robert CocNerell, Otto Magnus von Stackelberg, Peter Oluf Βröndsted, John Foster κ.ά.) να κάνουν ανασκαφές στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Αρκαδίας, προσδοκώντας πλούσιο μερίδιο από την πώληση των θησαυρών. Οταν διαπίστωσε ότι τα ευρήματα δεν ήταν από χρυσάφι ή ασήμι, απογοητευὀταν και δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του. Βλέποντας τους αρχαίους πολεμιστές με τις ασπίδες νόμισε πως ήταν... χελώνες. Πήρε επίσης 400 λίρες, και έδωσε άδεια για την εξαγωγή γλυπτών. Ανάμεσά τους και το μοναδικό Κορινθιακό κιονόκρανο του ναού του Απόλλωνα. Στην αρχαία Απολλωνία έβαλε και έσκαψαν και ευρήκαν δύο μεγάλα αγάλματα τα οποία μετακόμισαν αμέσως στην Βελεγράδα Σε επιστολή του προς το Γάλλο υπουργό των εξωτερικών, ο Pouqueville αναφέρει ότι υπήρχαν στο σεράι 22 αρχαιοελληνικά ανάγλυφα και αγάλματα, ενώ κάνει λόγο για αρκετές Ετρουτσκικές αρχαιότητες που βρίσκονταν στην κατοχή του Αλή. Στην ίδια αναφορά του γράφει ότι εξασφάλισε άδεια για ανασκαφές στη Νικόπολη, τη Φοινίκη της Βορείου Ηπείρου, τη Λάρισα, τα Φάρσαλα και την Ιερά Οδό των Αθηνών. Σε κάποιο σημείο των έργων του ο Γάλλος πρόξενος αναφέρει ότι ο Αλής έκανε και ο ίδιος ανασκαφές. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι, όπως του είπε, στη Βελά βρήκε ένα κεφάλι κολοσσιαίου αγάλματος, που ήταν «χοντρό σαν το κεφάλι βουβαλιού». Όταν τον Ιούνιο του 1795 επισκέφτηκε τα Γιάννενα ο Άγγλος φυσιολόγος αρχαιολόγος και φανατικός συλλέκτης John Hawkins, ο Αλής του δώρισε ένα χάλκινο αγαλματίδιο του Ερμή, και το 1798 -στη δεύτερη επίσκεψή του- του πούλησε ένα μικρό χάλκινο ανάγλυφο, που παριστάνει την Αφροδίτη. Ακόμη, τον άφησε να πάρει μαζί του και άλλα τέσσερα μαρμάρινα ανάγλυφα και μια επιγραφή, τα οποία σήμερα βρίσκονται τοποθετημένα σε ένα τοίχο της οικογενειακής έπαυλης των Hawkins στο Bignor Park, στο Sussex. Ο Ερμής έχει ύψος μόλις 30 εκ., κάθεται σε ένα βράχο και στα πόδια του απεικονίζεται ένας πετεινός. Τα δύο ανωτέρω γλυπτά ανακαλύφτηκαν το 1792 - 1793 -σε ένα «αρχαίο χωνευτήριον (χυτήριο) μετάλλων»- από ένα διερμηνέα του Αλή στη Λιμπόνι της Παραμυθιάς -κοντά στην αρχαία Φωτική- και εικάζεται ότι βρίσκονταν σε κάποια Ρωμαϊκή έπαυλη της περιοχής. Εκτιμάται ότι είναι έργα του 2ου μ.Χ. αιώνα και αποτελούνε αντίγραφα των Ελληνικών πρωτοτύπων, που χρονολογούνται στον 3ο π.Χ. αιώνα και αποδίδονται σε γλύπτες της σχολής του Λυσίππου. Συνολικά τα ευρήματα ήταν 21, όλα χάλκινα (Αφροδίτη, Δίας, Απόλλων, Κάστωρ κ.ά.). Όπως γράφει ο ίδιος ο John Hawkins «τα κατείχε ο έμπορος των Ιωαννίνων Demetrius Vassili (μάλλον πρόκειται για το σύζυγο της Κυρά - Φροσύνης, Δημητρό Βασιλείου, που ήταν επίσης έμπορος), ο οποίος στη συνέχεια τα έστειλε στην Πετρούπολη, για να τα αγοράσει η Μεγάλη Αικατερίνη».
Η Τσαρίνα όμως πέθανε και έτσι τα αγόρασε ο Άγγλος αρχαιόφιλος και κλασσικός μελετητής Richard-Payne Knight (1750 - 1824), ο οποίος, με την διαθήκη του, δώρισε, τα περισσότερα, στο British Museum του Λονδίνου, όπου και βρίσκονται σήμερα, μαζί με τα εικονιζόμενα δύο γλυπτά του John Hawins.


Στις 21 Ιανουαρίου του 1822 ο Χουρσίτ καλεί τους αξιωματικούς του και τους διαβάζει ένα πλαστό φιρμάνι, σύμφωνα με το οποίο ο Αλή Πασάς κηρύσσεται ''φιρμανλής'', δηλαδή ένοχος εσχάτης προδοσίας και θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό. Διορίζει τον Κιοσέ-Μεχμέτ Πασά εκτελεστή της απόφασης και πληροφορεί τον Αλή ότι η δήθεν αμνηστία έφτασε. Το απομεσήμερο της 5ης Φεβρουαρίου 1822 ο Κιοσέ συνοδευόμενος από πολυάριθμη στρατιωτική δύναμη αποβιβάζεται στο νησί και πλησιάζει στο μοναστήρι, κρατώντας ανοιχτό στο στήθος του το πλαστό φιρμάνι. Ο Αλής με τους λίγους πιστούς σωματοφύλακές του στεκόταν στον εξώστη των κελιών. Βλέποντας όμως ότι οι απεσταλμένοι ήταν πάνοπλοι, υποψιάστηκε τον δόλο και πρόσταξε με τη βροντερή φωνή του: «Μη κουνηθεί κανένας, αν δεν δώ με τα ίδια μου τα μάτια τι γράφει το φιρμάνι». Ο Μεχμέτ και η συνοδεία του προχώρησε μερικά βήματα δείχνοντας το ''φιρμάνι'' στον Πασά και του ζητήσανε να υποταχθεί. Αντί για άλλη απάντηση αυτός άδειασε το πιστόλι του επάνω τους, χωρίς όμως να πετύχει τον Μεχμέτ, ο οποίος ανταπέδωσε τα πυρά, πλήγωσε τον Βεζύρη στο αριστερό του χέρι, όρμησε επάνω του, τον έσφιξε, και φώναξε στον Καφτάν αγά να τον χτυπήσει με το χατζάρι του, αλλά ο σωματοφύλακας του Αλή, Φεΐμ Τσάμης, τον πυροβόλησε και τον άφησε στον τόπο. Συγχρόνως ο Κιοσέ Μεχμέτ κατέβηκε από τον εξώστη και γύρισε στην αυλή του μοναστηριού. Η μάχη γενικεύτηκε ενώ ο πληγωμένος Αλής αποσύρθηκε σε ένα από τα κελιά. Το αίμα του έτρεχε σαν βρύση από τον τραυματισμό του και ο ίδιος σωριάστηκε σε ένα στρώμα. Δυο ένοπλοι Τούρκοι μπήκαν στο υπόγειο που ήταν κάτω από το κελί, είδαν -από τις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος όπου ήταν ξαπλωμένος- τον πυροβόλησαν και τον εκτέλεσαν. Όλα τελείωσαν. Κάθε αντίσταση σταμάτησε. Ο Μεχμέτ έκοψε το κεφάλι του και το πήγε στον Χουρσίτ. Την κεφαλή του Αλή Πασά τοποθέτησαν επάνω σε πορφυρό δίσκο και την έφεραν στον αρχιστράτηγο των Τούρκων - τον Χουρσίτ.


http://greekworldhistory.blogspot.com/
www.zosimaia.gr/data/magazine/zosimades
βικιπαίδεια
Μηχανή του χρόνου

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ - Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα

Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Μελάς(1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό. Η οικογένεια των Μελάδων είναι μεγάλη και ιστορική οικογένεια της Ηπείρου με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη πριν την Άλωση. Αποτελούσε μια από τις πιο ιστορικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου.

 Με γονείς κοινωνικά και εθνικά δραστήριους διαμορφώνει από τα παιδικά του χρόνια ανάλογη ψυχολογία η οποία τον οδηγεί στη θέληση να πλαισιώσει με την παρουσία του τις τάξεις του στρατού μας. Αγαπά με πάθος την πατρίδα και η ηπειρώτικη καταγωγή του, τον κάνει να ποθεί την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Το 1886 εισάγεται στη Σχολή Ευελπίδων. Το παιδικό του όνειρο γίνεται πραγματικότητα και αρχίζει η πορεία της προσφοράς προς την πατρίδα μέσα πλέον από την στρατιωτική του ιδιότητα. Τον Οκτώβριο του 1892 παντρεύεται τη Ναταλία Δραγούμη (αδελφή του Ίωνα Δραγούμη) και γίνονται συνοδοιπόροι στη ζωή εμφορούμενοι από την ίδια αγάπη για Χριστό, πατρίδα και οικογένεια.

      Ως αξιωματικός του πυροβολικού λαμβάνει μέρος στον ατυχή για την Ελλάδα πόλεμο του 1897. Στη συνέχεια συμμετείχε από τους πρώτους στο Μακεδονικό Κομιτάτο που δημιουργήθηκε ως αντίδραση έναντι των Βούλγαρων κομιτατζήδων που δρούσαν στη Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων. Στην αλληλογραφία που ξεκίνησε με το Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη αφουγκράστηκε την πολύ μεγάλη ανάγκη για δημιουργία και δράση ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Στα γράμματα του χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας εμπνευσμένος από τα μικρά ονόματα των παιδιών του (Μιχάλης, Ζωή). Η ενεργή παρουσία του στη Μακεδονία αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μπήκε μυστικά στο έδαφος της τρεις φορές με τη συνοδεία λίγων έμπιστων αξιωματικών. Η τρίτη φορά όμως ήταν και η τελευταία.

       Μετά το Φεβρουάριο του 1904 (πρώτη φορά) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου (δεύτερη φορά) ανεβαίνει στη Μακεδονία πάλι περνώντας τα ελληνικά σύνορα στις 28 Αυγούστου 1904 συνοδεία Μακεδόνων, Λακώνων και Κρητών. Αποτελώντας πλέον την ηγετική φυσιογνωμία του Μακεδονικού Κομιτάτου σκοπός του ήταν η δημιουργία, η οργάνωση και η δράση ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Στις 13 Οκτωβρίου 1904 εισέρχεται μαζί με τους άνδρες του στο χωριό Στάτιστα (νυν Παύλος Μελάς) για λίγη ξεκούραση πριν ξεκινήσουν για το Ζέλοβο προκειμένου να συναντήσουν στο χωριό Πισοδέρι τον παπά Σταύρο βλαχόφωνο ιερέα και ενθουσιώδη Έλληνα που θα τους προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες.


Ο διαβόητος κομιτατζής Μήτρο Βλάχος (τον οποίο καταδίωκαν οι τουρκικές αρχές για σωρεία παραβατικών δράσεων) φαίνεται πως ήταν ενήμερος για τις κινήσεις του Παύλου Μελά. Όταν έμαθε τον τόπο που είχε επιλέξει ο Μελάς και οι άνδρες του για ξεκούραση έστειλε από το Κονομπλάτι ένα γράμμα στα ελληνικά γραμμένο στον Τούρκο διοικητή της περιοχής που βρισκόταν ο Μελάς. Το γράμμα είχε γράψει ένας Κωνσταντίνος εκτελώντας διαταγή του Μήτρο Βλάχου και πληροφορούσε τον Τούρκο διοικητή ότι στη Στάτιστα βρισκόταν κρυμμένος ο Μήτρο Βλάχος (ο ίδιος δηλαδή) για το φόνο του οποίου η τουρκική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί γενναία αμοιβή  εξ’ αιτίας πολλών και φοβερών κακουργημάτων όπως προαναφέρθηκε. Το τέχνασμα πέτυχε. Ο Τούρκος διοικητής πολιόρκησε τη Στάτιστα. Από γαυγίσματα σκυλιών ο Μελάς κατάλαβε ότι κάτι τρέχει και βγήκε από το σπίτι που βρισκόταν για να κάνει έλεγχο. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος του καθώς ομοβροντία τουρκικών όπλων τον έριξε νεκρό. Οι σφαίρες του προκάλεσαν τραύμα στην κοιλιακή χώρα και μετά από λίγο ξεψύχησε. Οι άνδρες του πήραν το σώμα του και το τράβηξαν μέσα στο σπίτι που ήταν κρυμμένοι. Αναγκάστηκαν όμως να παραδοθούν αφού πρώτα έκρυψαν το σώμα του Μελά.

       Όταν ο Καραβαγγέλης έμαθε το θάνατο του Μελά ειδοποίησε αμέσως τους αιχμάλωτους Έλληνες να κρατήσουν μυστικό το γεγονός του θανάτου του, στέλνοντας παράλληλα άνθρωπο του στη Στάτιστα για να φέρει το άψυχο σώμα του Μελά στην Καστοριά προκειμένου να το θάψει. Παράλληλα όμως με τηλεγράφημα είχε ειδοποιηθεί από το Προξενείο, το Υπουργείο και η οικογένεια του με αποτέλεσμα να αναστατωθεί η κοινή γνώμη. Μέσα απ’ τα γεγονότα αυτά ειδοποιήθηκε και η τουρκική κυβέρνηση από την Αθήνα ότι πέθανε ο Μελάς και έστειλε στρατό στη Στάτιστα για την παραλαβή του νεκρού. Ο τουρκικός στρατός έφθασε ταυτόχρονα με τον απεσταλμένο του Καραβαγγέλη ο οποίος αντιλαμβανόμενος ότι δεν προλαβαίνει να μεταφέρει το σώμα του νεκρού, έκοψε το κεφάλι και το μετέφερε στο Πισοδέρι όπου το έθαψε στην εκκλησία μαζί με τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Ο τουρκικός στρατός πήρε το ακέφαλο σώμα και το μετέφερε στην Καστοριά. Τα έγγραφα που βρέθηκαν στα ρούχα του Μελά, δόθηκαν στο διοικητικό συμβούλιο της πόλης που γινόταν εκείνη τη στιγμή παρουσία του Καραβαγγέλη. Τα γράμματα απευθύνονταν στον Μίκη Τζέτζα (Ζέζα). Μεταξύ των γραμμάτων υπήρχαν και κάποια του ίδιου του Καραβαγγέλη με το ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου (βλέπε μονοπάτια της ιστορίας με αναφορά στον Γερμανό Καραβαγγέλη) με ιδιαίτερο κρυπτογραφικό αλφάβητο με λατινικούς χαρακτήρες. Στις επίμονες ερωτήσεις του καϊμακάμη για την ταυτότητα του ονόματος ο Μητροπολίτης απάντησε ότι το όνομα του είναι Μίκης Τζέτζας. Ο τούρκος αξιωματούχος για να πιέσει τον Καραβαγγέλη είπε πως θα φέρει Βούλγαρο παπά για να τον θάψει, ο Καραβαγγέλης όμως του είπε ότι στα γράμματα δεν βρέθηκε βουλγαρική γραφή, επομένως ήταν Έλληνας και θα έπρεπε να του παραδώσει το σώμα του νεκρού. Ο τούρκος όμως ήταν ανένδοτος. Τότε ο Καραβαγγέλης ειδοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς να συγκεντρωθεί έξω από το Διοικητήριο και να απαιτήσει το σώμα του Έλληνα οπλαρχηγού για να το θάψει. Βλέποντας την άκαμπτη στάση του καϊμακάμη ο Μητροπολίτης έξω φρενών πηγαίνει στο απέναντι σπίτι του Μιμτάσμπεη που ήταν μαζεμένοι όλοι οι μπέηδες της Καστοριάς. Τους είπε πως θα χυθεί αίμα λόγω του κόσμου που είχε συγκεντρωθεί αν δεν του παραδώσουν το νεκρό, γεγονός πολύ θλιβερό για μια ήσυχη πόλη όπως η Καστοριά. Επικαλέστηκε τα πατριωτικά τους αισθήματα αναφέροντας ότι το πρόβλημα το δημιουργεί ο καϊμακάμης που δεν ήταν ντόπιος και άρα κάποια στιγμή θα έφευγε, σε αντίθεση μ’ αυτούς που ήταν ντόπιοι και ανώτεροι του στο βαθμό. Τελικά τους έπεισε κι αυτοί πήγαν στον καϊμακάμη και του είπαν ή να παραδώσει το σώμα του νεκρού ή να φύγει απ’ την πόλη. Ο Καραβαγγέλης ήταν αποφασισμένος να μην φύγει απ΄ το Διοικητήριο αν δεν έπαιρνε το σώμα του νεκρού. Η επιμονή του δικαιώθηκε. Μετέφερε το σώμα του Μελά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο και εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε καθόλου. 

Την άλλη ημέρα το πρωί τον έθαψε με λίγους ανθρώπους της εμπιστοσύνης του για αποφυγή κοινωνικής αναταραχής στο νεκροταφείο αντίκρυ απ’ την Μητρόπολη. Την ίδια στιγμή γίνονταν μνημόσυνα στην Αθήνα και επικρατούσε πολύ μεγάλη θλίψη.Ύστερα από λίγο καιρό ο Καραβαγγέλης έλαβε ειδοποίηση από τη σύζυγο του Παύλου Μελά Ναταλία ότι επιθυμεί να προσκυνήσει στον τάφο του συζύγου της. ’Εγινε συμφωνία να έλθει με ψευδώνυμο αφού ήταν γνωστή σε Έλληνες της Μακεδονίας αλλά και σε Βούλγαρους που μέχρι τότε είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα. Το ψευδώνυμο ήταν Μαρία Ιωάννου και η επίσημη δικαιολογία του ταξιδιού της ήταν ότι πήγαινε ως δασκάλα στο χωριό Χρούπιστα, αν την ανακάλυπταν οι αρχές. Ο Μητροπολίτης πήγε να την παραλάβει από τη Θεσσαλονίκη που θα έφθανε με πλοίο, κι αφού πρώτα η Ναταλία Μελά ξεκουράστηκε από το ταξίδι στο σπίτι της αδελφής του Καραβαγγέλη Κλεονίκης.

Με πολύ προφύλαξη έφθασαν στην Καστοριά. Το νέο όμως της άφιξης της  Ναταλίας Μελά είχε διαδοθεί στην πόλη. Στην Μητρόπολη όπου είχαν καταλύσει  έφθασε ο αρχιαστυνόμος που ζήτησε από την κυρία Μελά να φύγει αμέσως απ’ την πόλη αφού δεν πίστεψε τις διαβεβαιώσεις της ίδιας και του Καραβαγγέλη ότι ήταν η Μαρία Ιωάννου. Ο Καραβαγγέλης είπε στον αρχιαστυνόμο ότι ήταν πολύ κουρασμένη και δεν γίνεται να φύγει αμέσως. Με διάφορα προσχήματα κατάφερε να την κρατήσει στην πόλη λίγες μόνο ημέρες. Το ίδιο βράδυ την πήγε στον τάφο του συζύγου της όπου εκτυλίχθηκαν σπαρακτικές στιγμές.

 Η Ναταλία Μελά με τη συνοδεία της αδελφής του Καραβαγγέλη Κλεονίκης και έμπιστων ανθρώπων του Μητροπολίτη πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ήταν κατά δήλωση του Μητροπολίτη τέλη του 1904 ή αρχές του1905.Μετά από τρία χρόνια ο Καραβαγγέλης έλαβε γράμμα από το Στέφανο Δραγούμη (πατέρα της Ναταλίας Μελά) ότι η σύζυγος του Παύλου Μελά θα έλθει με το πραγματικό της όνομα στην Καστοριά για την ανακομιδή του ανδρός της, αφού είχε προηγηθεί συνεννόηση του Δραγούμη με την τουρκική κυβέρνηση. Στην Μητρόπολη Καστοριάς πήγαν η χήρα, ο αδελφός του μακαρίτη Κοκός Μελάς, ο Ιωάννης (Ίων) Δραγούμης, ο πρόξενος του Μοναστηρίου και λίγοι ακόμη άνθρωποι του περιβάλλοντος της οικογένειας συνοδευόμενοι από Τούρκους αξιωματικούς.

Την ημέρα του μνημόσυνου ο Καραβαγγέλης εκφώνησε τον επιμνημόσυνο λόγο. Η Ναταλία Μελά είχε ζητήσει να φέρουν από το Πισοδέρι του κεφάλι του νεκρού όπου ήταν θαμμένο. Ο Καραβαγγέλης έστειλε έναν έμπιστο του τον Ζησιάδη, δίνοντας του τη θήκη της μίτρας του για να βάλει σ’ αυτή το κεφάλι του νεκρού. Ο Ζησιάδης που ήταν ύποπτος για τους Τούρκους συνελήφθη στη Φλώρινα και φυλακίστηκε. Τότε ο γραμματέας της Μητροπόλεως Φλώρινας κατ’ εντολή του Ζησιάδη πήρε το κεφάλι και το έφερε στην Καστοριά. Η κυρία Μελά από συγκίνηση δεν ήθελε να δει το κεφάλι του συζύγου της. Επειδή όμως είχε κάποια αμφιβολία για το αν ήταν όντως το κεφάλι του Παύλου Μελά, είπε στην αδελφή του Μητροπολίτη Αφροδίτη, να δει αυτή το κρανίο αφού πρώτα την πληροφόρησε ότι ο σύζυγος της είχε ένα χρυσό δόντι. Εκείνη της είπε ότι είδε τρία χρυσά δόντια. Τότε η Ναταλία Μελά που ήξερε την αλήθεια, πείσθηκε πως ήταν το κεφάλι του συζύγου της και ξέσπασε σε λυγμούς.

       

Το κρανίο μαζί με τα οστά τοποθετήθηκαν σε κιβώτιο μαζί με χώμα απ’ τον οικογενειακό του τάφο και ενθύμια των παιδιών και της συζύγου του. Στο πάνδημο μνημόσυνο παρών ήταν και ο Τούρκος αξιωματικός. Η Ναταλία Μελά κατά τη διάρκεια του δεν λύγισε. Μόνο όταν επέστρεψε στη Μητρόπολη ξέσπασε κλάματα. Τη νύχτα του μνημόσυνου ο Καραβαγγέλης άνοιξε ένα τετράγωνο τάφο εμπρός στην Αγία Τράπεζα κι απόθεσε εκεί τα ιερά λείψανα. Έβαλε από πάνω μια τετράγωνη πλάκα, τη σφράγισε με τσιμέντο και τα λείψανα έμειναν εκεί περιμένοντας την απελευθέρωση της Μακεδονίας που ευτυχώς ήρθε γρήγορα.


Σε κλαίει λαός.
Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι!
Πανάλαφρος ο ύπνος σου·
του Απρίλη τα πουλιά σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή.
Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις,
και τη φέρνεις σαν πιο κοντά!

Κ. Παλαμάς (1859-1943)



Η λαϊκή μούσα δεν υστέρησε. Δημιούργησε και διαδόθηκε το γνωστό τραγούδι “Του Παύλου Μελά” που τραγουδιέται ως τις ημέρες μας. Είναι εντυπωσιακό στη σύνθεση και στο μέλος. Αποδίδεται και από μουσικές μπάντες στον βορειοελλαδικό χώρο.

Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος πληγωμένος,
μες στο νερό του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος.
-Για σύρε, Δήμο μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου
και φέρε μου κρύο νερό να πλύνω την πληγή μου.
Δεν κλαίω τη λαβωματιά, δεν κλαίω και το βόλι,
Μον’ κλαίω που αφήνω γεια τη συντροφιά μου όλη.
Σταλαματιά το αίμα μου για σε Πατρίς το χύνω,
για να ’χεις δόξα και τιμή, να λάμπεις σαν το κρίνο.
Παύλος Μελάς κι αν πέθανε τα παλικάρια θα ζούνε,
θα φέρουνε τη λευτεριά στη χώρα που ποθούμε.
Είναι η Ελλάδα μας μικρή, μικρή και τιμημένη,
μα έχει δόξα και τιμή, μες στο κλουβί δεν μπαίνει


Ο Παύλος Μελάς έγινε καί ταινία σε σκηνοθεσία Φίλιππου Φυλακτού, με πρωταγωνιστή τον Λάκη Κομνημό και την επική μουσική του Γιάννη Σπανού!Αν και για την εποχή της χαρακτηρίστηκε υπερπαραγωγή «κόβοντας» στην Α’ προβολή της 433.000 εισιτήρια μόνο σε Αθήνα και Πειραιά, μετά τη πτώση της δικτατορίας κατέληξε στη λήθη. Τα χρόνια που ακολούθησαν, δεν προβλήθηκε σε καμία κινηματογραφική αίθουσα ή ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι, αλλά ακόμη και για «ιδιωτικές» προβολές την εποχή της βιντεοκασέτας, αφαιρέθηκαν κομμάτια της, προφανώς γιατί ενοχλούσαν, με «πετσοκομμένο» το τελικό αποτέλεσμα. Δεν είναι τυχαίο πως η ταινία, χαρακτηρίστηκε «απαγορευμένη.


https://www.youtube.com/watch?v=EHsvRLOGT_w

https://www.youtube.com/watch?v=VoXfPNhOO7Q


O θάνατος του είναι ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο Θάνατος του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τούς μαργωμένους, δυναμώνει τους αδύνατους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου ο θάνατος του Αντρείου. Ψυχή, ψυχή ωραία, γλυκιά πενταπάρθενη που ερωτεύτηκες το θάνατο δίδαξε μας, ω, μάθε μας να μη πονει και να μην καίει το αντίκρισμα της αγωνίας σου, ψυχή ωραία πενταπάρθενη.

Ιων Δραγούμης


  • ΜΑΝΟΥ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗ, Μητροπολίτου Καστοριάς, εκδόσεις Μπαρμπουνάκη
  • Βικιπαίδεια
  • Σαν σήμερα.gr 
  • http://maxitis.gr/xristos-intos-dimosieumata-tou-1904-gia-ton-thanato-tou-paulou-mela