ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Ο ΤΕΠΕΛΕΝΛΗΣ 1744 - 1822


 Όλη του η ζωή ήταν μια αντίφαση. Αψηφούσε τους ισχυρούς της γης, αλλά υποτασσόταν, στον κάθε ρυπαρό δερβίση. Είχε την εκδίκηση μέσα του. Ντυνόταν με τις πολυτελέστερες φορεσιές, αλλά μπορούσες να τον δεις και με ρούχα ζητιάνου. Ήταν αμόρφωτος, ατρόμητος στη μάχη, αλλά έτρεμε τις βροντές και τις αστραπές. Εζησε μέσα στην πολυτέλεια, στα πολλά και μεγαλοπρεπή παλάτια του, που δημιουργούσαν δέος ακόμη και στους πιο επίσημους ξένους επισκέπτες του. Κατά τις επίσημες ακροάσεις καθόταν στο μεγαλοπρεπές ντιβάνι του και όλοι οι άλλοι ήταν όρθιοι σε ένδειξη σεβασμού. Ακόμη και οι γιοι του ή οι εγγονοί του, εκτός από τους πρόξενους, τους ξένους καλεσμένους του και το Θανάση Βάγια. Κανείς από τους παριστάμενους δεν επιτρεπόταν να καπνίζει, μπροστά του, εκτός από τους ξένους και ορισμένους αυλικούς ευνοούμενούς του. Πολλές φορές, συνήθιζε να μένει σε ένα μικρό δωμάτιο, στην είσοδο του παλαιού σεραγιού του, το οποίο φωτιζόταν -μόνον- από ένα παράθυρο, ώστε να παρακολουθεί την αυλή χωρίς να τον βλέπουν. Η παραμονή του εκεί προκαλούσε τρόμο, γιατί όλοι ήξεραν ότι θα ακολουθήσει τυραννική εκτέλεση, την οποία θα απολαύσει από τον κρυψώνα του αθέατος. Απαγόρευε σε οιονδήποτε -εκτός των δύο γιων του και του χαρεμιού του- να επιβαίνει σε άμαξα. Ο ίδιος είχε αγοράσει τρεις, σε ακριβές τιμές, από την Ευρώπη. Την μία μάλιστα επήρε γιατί του είπαν ότι την χρησιμοποιούσε στις τελετές ο γαμπρός του Ναπολέοντα, όταν ήταν ο βασιλιάς της Νάπολης. Και όμως δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη και μεταχειρισμένη άμαξα. Η μεγαλομανία του δεν είχε όρια. Στις επιστολές προς τον Άγγλο βασιλιά υπέγραφε σαν «Γενικός Διοικητής Ιωαννίνων και Τρικάλων». Η ροπή του Αλή Πασά προς την πολυτέλεια και τη χλιδή ήταν μεγἀλη. Όλοι δέχονταν αδιαμαρτύρητα τις αποφάσεις του. Αν και ο ίδιος έζησε μέσα στη λαγνεία και την ακολασία, προς τα έξω εμφανιζόταν σαν μέγας και αμείλικτος προστάτης των δημοσίων ηθών. Για τους Μουσουλμάνους η μοιχεία εθεωρείτο το φοβερότερο κακούργημα και ο σατράπης αξίωνε στις περιπτώσεις αυτές την σχολαστική εφαρμογή των Οθωμανικών νόμων, oι οποίοι προέβλεπαν τρομακτικές ποινές. Η σοδομία ήταν ελεύθερη, (ο ίδιος είχε και αντρικό χαρέμι,) όμως ακόμη και υποψία κρυφού ερωτικού δεσμού μεταξύ ετερόφυλων προσώπων μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε φρικαλέο θάνατο. Αν οι ένοχοι ήταν ανύπαντροι έπρεπε να τιμωρηθούν με 90 ραβδισμούς (στις πατούσες για τον άντρα και στα οπίσθια για τη γυναίκα). Αν ο ένας ήταν παντρεμένος, τότε καταδικάζονταν και οι δυο τους σε λιθοβολισμό, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικότητας. Για την θανατική καταδίκη τους αρκούσε, η μαρτυρία δύο ''διακεκριμένων πολιτών'', που θα βεβαίωναν με όρκο ότι τους συνέλαβαν «επ' αυτοφώρω». Ο Αλής διατηρούσε τέσσερα -τουλάχιστον- χαρέμια, στα Γιάννενα με 300 γυναίκες (τον αριθμό δίνει ο Hobhouse), στο Τεπελένι με 60, και δύο μικρότερα, στην Πρέβεζα και στην Κόνιτσα. Τα αποτελούσαν οδαλίσκες κάθε προέλευσης, Ελληνίδες, Τουρκάλες, Ρωσίδες, Τσιγγάνες, Γεωργιανές. Αρβανιτοπούλες, ακόμη και Ευρωπαίες. Ο Τεπελενλής είχε προσωπική σχέση με τις χανούμισσές του. Γνώριζε τα ονόματα όλων. Οι κοπέλες των χαρεμιών του, ήταν συνήθως λεία επιδρομών, οι οποίες στη συνέχεια πουλιόνταν στα σκλαβοπάζαρα. Έπρεπε να είναι κάτω από 10 ετών, και κόστιζαν λιγότερο από ένα άλογο.ίπλα από κάθε γυναικείο χαρέμι υπήρχε και ένα αντρικό. Τα τραγικά αγόρια λέγονταν ''γιουσουφάκια'' καί εκτός από την ικανοποίηση των ορέξεων των αφεντάδων τους, χόρευαν τα βράδια στους οντάδες παθητικούς χορούς, προς τέρψη των Πασάδων, έφτιαχναν και σέρβιραν τους καφέδες και τα σερμπέτια, έκαναν αέρα με μεγάλα φτερά το καλοκαίρι κ.λπ.

Οι περισσότεροι γονείς, κυρίως φυσικά οι εύποροι, φυγάδευαν τα αγόρια τους στο εξωτερικό, για να αποφύγουν την αρπαγή τους, από τους πράκτορες του τυράννου. Το ίδιο έκανε και ο πρόκριτος των Ιωαννίνων Δημήτριος Αθανασίου (1780 - 1829) ο οποίος αγνόησε τις απειλές του Πασά και έστειλε το γιο του κρυφά στην Ιταλία. Όταν μάλιστα τον ζήτησε ο Αλής του είπε: «Μπορείς να πάρεις ό,τι έχω και τη ζωή μου ακόμη, το γιο μου να σου δώσω με τα ίδια μου τα χέρια, ποτέ». Ο Αθανασίου πλήρωσε ακριβά την στάση του αυτή. Ο Βεζύρης τον κατέστρεψε οικονομικά και τον καταδίκασε σε πολυετή εξορία στη Βιέννη. Ένας άλλος πατέρας, από την Πρέβεζα, μόλις πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Τεπελενλή, παραμόρφωσε ο ίδιος -με ξυράφι- το όμορφο πρόσωπο του μικρού γιου του, ώστε να πάψει να προξενεί το ενδιαφέρον των υποτακτικών του Αλή. Ο Τεπελενλής, βαρύνεται με μια ατελείωτη σειρά από αποτρόπαιες και φρικτές πράξεις, όπως δολοφονίες, γενοκτονίες, εξανδραποδισμούς, βασανιστήρια, λεηλασίες και καταστροφές. Για τις βαρβαρότητες και τις αγριότητες του Αλή, ο συνοδοιπόρος του Hobhouse γράφει: «Οι αποκεφαλισμοί, τα παλουκώματα, και το ψήσιμο στη φωτιά είναι απαραίτητα για να εμπνεύσει τον τρόμο και να αποκαταστήσει την ησυχία και την ευνομία στην απέραντη επικράτειά του». Λεηλάτησε ο Τεπελενλής και κατέκαψε την Πρέβεζα, το 1798, σφαγιάζοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της. Εξόντωσε με δολοφονίες και δολοπλοκίες, δηλητηριάσεις και αποκεφαλισμούς τους δυο ετεροθαλείς αδερφούς του, τον πεθερό και ευεργέτη του Καπλάν Πασά, την θεία του Κιάρκα και το γιο της, τον ανεψιό του Ελμάζ Πασά, τον Πασά του Δέλβινου Μουσταφά, το φίλο του Σελήμ Πασά, το γαμπρό του, τον αδερφό του γαμπρού του, αλλά και τον αδερφικό του φίλο Γιουσούφ Μπέη, στέλνοντάς του μια παγιδευμένη βόμβα μέσα σε τηλεσκόπιο. Αποκεφάλισε επίσης, όλους τους συγγενείς, φίλους και συμμάχους του, από τον φόβο της απώλειας της εξουσίας του. Βαρύνεται με το τεράστιο ομαδικό έγκλημα της φοβερής γενοκτονίας του Γαρδικιού. Εριχνε μέσα στο κλουβί της περίφημης λεοπάρδαλης -που διατηρούσε στα Γιάννενα- εκείνους που δίκαζε και τους καταδίκαζε, ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε το φριχτό θέαμα. Θανάτωσε με τα πιο φριχτά βασανιστήρια τους αρματολούς Ευθύμιο Βλαχάβα και Κατσαντώνη, τον αλχημιστή Σέργιο, τον ιερομόναχο Δημήτριο και τόσους άλλους. Βαρύνεται, επίσης, ο Αλή Πασάς με την άνανδρη σφαγή των κατοίκων της ηρωικής Χειμάρρας και μάλιστα ανήμερα του Πάσχα του 1805, μέσα στις εκκλησίες.

Είναι πράγματι οι φρικαλεότητες του Αλή αμέτρητες. Έλεγαν ότι είχε ένα κομπολόι από αποξηραμένες θηλές μαστών που τις είχε αποκόψει από τις γυναίκες της επικράτειάς του, οι οποίες αρνούνταν να του στείλουν τα κορίτσια τους για το χαρέμι. Ο περιηγητής Thomas Smart Hughes γράφει ότι άκουσε στη Λευκάδα να παρομοιάζoυν τον Αλή με τον μυθικό τύραννο της Ηπείρου, τoν Έχετο, ο οποίος συνήθιζε να κόβει την μύτη και τα αυτιά των αντιπάλων του και να τα ρίχνει τροφή στους σκύλους του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Σουλιώτες, γράφει ο J. C. Hobhouse, 20 έως 30 άτομα, αποκεφαλίζονταν κάθε τόσο, στους δρόμους των Ιωαννίνων. Ο Hughes γράφει στο οδοιπορικό του ότι ανάμεσα στο παζάρι των Ιωαννίνων και το Kάστρο υπήρχε ένας δρομάκος όπου γίνονταν οι πιο θηριώδεις εκτελέσεις προς παραδειγματισμό: «Έκαιγαν ανθρώπους σε σιγανή φωτιά, τους παλούκωναν ή τους έγδερναν ζωντανούς. Έκοβαν χέρια και πόδια και άφηναν το θύμα σε αυτή την κατάσταση μέχρι να ξεψυχήσει». Ο Πρόξενος της Αγγλίας στα Γιάννενα, George Foresti (Γεώργιος Φορέστης), γυρίζοντας κάποια μέρα από το σεράι της Λιθαρίτσας είδε έναν Έλληνα παπά, «αρχηγό ληστοσυμμορίας», καρφωμένο ζωντανό στον εξωτερικό τοίχο του παλατιού, «μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου» (πιθανόν να ήταν ο Δημήτριος ο Μοναχός). Το 1814 δυο Ευρωπαίοι έμποροι διαμαντιών ήρθανε στα Γιάννενα, για να του πουλήσουν την πραμάτεια τους, γνωρίζοντας την λατρεία του Αλή για τα ακριβά χρυσαφικά. Νύχτα τους έφεραν δέσμιους στο σεράι του, τους σκότωσαν και τους εξαφάνισαν, ενώ τα πολύτιμα εμπορεύματά τους κατέληξαν στο θησαυροφυλάκιο του Τεπελενλή. Τον πρόκριτο της Πωγωνιανής Νούλη Πολυζώη τόν δολοφόνησε βάζοντας τον κουρέα του, να τον ξυρίσει με λεπίδι εμποτισμένο με δηλητήριο. Δολοφόνησε επίσης τον οπλαρχηγό Αθανάσιο Τσανάκα από την Γότιστα, γιατί είχε υποστηρίξει τους Σουλιώτες. Ο Ibrahim Manzour, ο οποίος βρισκόταν στη υπηρεσία του Αλή, γράφει ότι παρακολούθησε τον λιθοβολισμό μιας Μουσουλμάνας στα Γιάννενα που είχε σχέσεις με έναν Ιταλό, ενώ είδε επάνω από σαράντα περιπτώσεις αντρών που κρεμάστηκαν, αποκεφαλίστηκαν, ενώ ακόμη και παλουκώθηκαν, γιατί είχαν καταδικαστεί από τον Αλή για μοιχεία. Πληροφορίες για αγριότητες του Αλή έχουμε από το χρονικό ενός Γάλλου αξιωματικού, του Barthélemy Bacheville: «Μια ημέρα», όπως γράφει, «έφεραν στον Αλή δυο κλέφτες. Αυτός έβαλε το ''μπόγια'' να τους κόψει, με μεγάλα ψαλίδια, την άκρη της μύτης τους, τα αυτιά και τα δάχτυλά τους. Έριξαν τα ματωμένα ξεφτίδια σε ένα δοχείο, πρόσθεσαν αλάτι και ξύδι και ανάγκασαν τους μελλοθάνατους να τα φάνε. Άλλη φορά, έβαλε δυο κατάδικους σε καζάνι με βραστό λάδι. Το λάδι και τα ξύλα έφεραν οι συγγενείς των θυμάτων.

Ο κατάλογος των αγριοτήτων και δολοφονιών του Αλή, δεν έχει ούτε αρχή αλλά ούτε και τέλος. Κατέσφαξε θηριωδώς τους πρόκριτους του Χόρμοβου και κατέστρεψε εντελώς το χωριό τους. Θανάτωσε -με ασιτία- το Μουσταφά Πασά του Δέλβινου, παρά την ένορκη συμφωνία τους. Δολοφόνησε το φίλο του Γιουσούφ Μπέη και τον Αργυροκαστρίτη Μαλίκοβο, ο οποίος είχε σώσει τη μητέρα του και την αδερφή του από τα χέρια των Γαρδικιωτών. Κατέστρεψε τα χωριά Νίβιτσα και Άγιο Βασίλειο στη Χειμάρρα και κατέσφαξε τους περισσότερους από τους κατοίκους τους. Αποπειράθηκε αμέτρητες φορές να δολοφονήσει τον, άλλοτε, φίλο του Ισμαήλ - Πασόμπεη. Στα 1792, έστησε ενέδρα στην Αμφιλοχία και σκότωσε τον γιο του προκατόχου του διοικητή των Ιωαννίνων, Αληζότ Πασά, το Χουσεΐν Μπέη, γιατί τον θεωρούσε επικίνδυνο εχθρό. Το 1816 κάλεσε στο σεράι τους ισχυρούς μπέηδες της Κλεισούρας Βελή και Χουσεΐν, τους αφόπλισε και τους αποκεφάλισε.

Γράφει ο Αθανάσιος Ψαλίδας στο χειρόγραφό του:

''Η πολιορκία των Ιωαννίνων'': «εφόνευσεν τον Ισούφμπεη Διμπράλη, ως εχθρόν του με ένα γράμμα γεμάτο σκόνην χημικήν, το οποίον ανοίγοντάς το εβρόντησε και τον εσκότωσε, από το οποίον επήραν οι εχθροί του τόσον φόβον, οπού όχι γράμματα του Αλή Πασά δεν έπιαναν, αλλ’ ουδέ και από τους ξένους έπιαναν».


Ο ακριβολόγος Sir Henry Holland, που έμεινε πολύ δίπλα στον Αλή, γράφει στο έργο του ''Travels in Ionian Islands, Epirus and Albania, 1812 - 1813'': «Είναι ένα μεγάλο παθητικό στη ζωή αυτού του άνδρα η σκληρότητά του, και οι αποδείξεις του θηριώδους και εκδικητικού χαρακτήρα του απλώνονται σε κάθε σελίδα της ιστορίας του. Η εκδίκησή του δεν είναι στιγμιαίο αίσθημα, που χορταίνει με την καταστροφή του εχθρού του, αλλά διαρκεί και μετά την πάροδο ετών και απαιτεί για την ικανοποίησή του ακόμη και τη θυσία των παιδιών και όλης της γενιάς του αντιπάλου. Π.χ κάποιος που του είχε προς στιγμή διαφύγει, έπεσε στα χέρια του στο διάστημα που ήμασταν στα Γιάννενα, δελεασμένος καθώς λέγανε, από υποσχέσεις. Τον έκοψαν σε κομματάκια και τα πέταξαν στον δημόσιο δρόμο στην περιοχή του σεραγιού.

Έτσι θανατώθηκε -από τον Αλή Πασά- το 1808 ο Παπαθύμιος - Βλαχάβας, αρχηγός του προεπαναστατικού κινήματος στη Θεσσαλία. Το σώμα του μελλοθάνατου, υψωνόταν με μια τροχαλία και αφηνόταν να πέσει πάνω σε τσιγκέλια δηλαδή γάντζους, που ήταν στερεωμένα σε μόνιμο ικρίωμα, σε τοίχο ή σε ειδική βάση. Σε περίπτωση που τα τραύματα δεν ήταν καίρια έμενε καρφωμένος για πολλές ημέρες και πέθαινε - από την αγωνία και την κακοπάθεια. Κι άλλοι πολλοί Ελληνες επίσης. Ένας από τους λόγους που η μορφή του Αλή Πασά απέκτησε διαστάσεις θρύλου, ήταν και η ταύτιση του με, κάθε είδους, βασανιστήρια. Όμως ήταν επόμενο σε ένα δεσποτικό κράτος, όπως το Οθωμανικό, οι βασανισμοί να καταλαμβάνουν πολύ σημαντική θέση στο σύνολο των κατασταλτικών μηχανισμών, που διέθετε η οθωμανική εξουσία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι εκτελέσεις γίνονταν με την παρουσία πλήθους ντόπιων κατοίκων και είχαν χαρακτήρα επίσημης και πανηγυρικής τελετής. Τα κεφάλια των ληστών, στασιαστών, γενικότερα των εχθρών του κράτους, αλλά και επαρχιακών παραγόντων, όπως π.χ. τοπαρχών και άλλων αξιωματούχων, που θανατώνονταν με σουλτανική εντολή, αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και εκτίθενταν στο χώρο μπροστά από την κύρια είσοδο των ανακτόρων. Συχνά τα κεφάλια αυτά συγκροτούσαν μια μακάβρια πυραμίδα από την οποία και αναδυόταν απαίσια οσμή. Αναφέρεται πως καθημερινά υπήρχαν εκτεθειμένα 10 - 15 κομμένα κεφάλια. Περί τα μέσα του 17ου αιώνα υπήρξε περίοδος που ο αριθμός αυτός ανερχόταν σε 500 κεφάλια καρφωμένα στην άκρη λόγχης, ή στοιβαγμένα με τρόπο ώστε να σχηματίζουν ένα μικρό λοφίσκο. Τα κομμένα στην επαρχία κεφάλια αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη για έκθεση μέσα σε τρίχινο τορβά, δηλαδή ταγάρι, γεμάτο μέλι για να αποφευχθεί η σήψη, συνήθεια από την οποία προέρχεται και η έκφραση στη Νεοελληνική «έβαλε το κεφάλι του στον τουρβά». Στα Γιάννενα του Αλή υπήρχε και ''συνοικία των τσιγκελιών'' (στη συμβολή των σημερινών οδών Ι. Βηλαρά - Κομνηνών), όπου ζούσαν ''οι Τουρκοαθίγγανοι'', που είχαν ειδικότητα στο φρικώδες αυτό βασανιστήριο. Σύμφωνα με τους βιογράφους του Τεπελενλή, «εκεί ερρίπτοντο ζώντες επί σιδηρών αιχμηροτάτων αρπαγών (τζεγκελίων), εφ’ ων, εμπηγνομένων επί του σώματος των, έμενον αιωρούμενοι και αφήνονταν επί ημέρας εκεί, μέχρις ού εξέπνεον, ασπαίροντες υπό φρικώδεις πόνους και άσβεστον δίψαν».


Το καλοκαίρι του 1820 ο Τεπελενλής ως άλλος Νέρωνας έκαψε τα Γιάννενα, προκειμένου να ελέγχει τις κινήσεις των πολιορκητών του. Γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας Αθανάσιος Ψαλίδας: «Τες 25 όμως Αυγούστου έβαλαν οι γκέγκηδες φωτιά στου Μαρίνου Κωνσταντίνου το σπίτι και εις άλλες μεριές του παζαριού, και εκάηκαν και τα παλάτια και τα σεράγια, η μητρόπολις, ο άγιος Νικόλαος. Τα δύο σχολεία με τις βιβλιοθήκες τους και τις φυσικές μηχανές, του Καπλάνη και του Ζωσιμά, όλος ο αρχοντομαχαλάς και καθεξής το άνθος της πολιτείας όλο. Και στις 27 δεύτερη φωτιά έγινε και εκάηκεν η Αγία Μαρίνα η θαυμαστή και ο Μεκχεμές με όλα εκείνα τα σπίτια, οπού ήταν ολόγυρα, Τούρκικα και Ρωμαίικα, και η τρίτη πυρκαγιά έκαψε μερικά σπίτια στην Καλούτζαμση, και έτζι έγινε η πόλις θέαμα ελεεινόν, αξιοθρήνητον, άθλιον και αποκρουστικόν». Η λεηλασία που ακολούθησε ήταν χωρίς προηγούμενο. «Επιπεσόντες ως αρπακτικά όρνεα διήρπασαν εν ριπή οφθαλμού πάν ότι εύρον εν ταις ερημωθείσαις οικίας, απήλθον δε συναποκομίζοντες τα λάφυρα άτινα λόγω του υπάρχοντος τότε εν τη πόλει πλούτου, ήσαν πλουσιώτατα». Τα Γιάννενα ερήμωσαν. Όλος σχεδόν ο πληθυσμός τους εγκατέλειψε τρομοκρατημένος την άλλοτε λαμπερή πρωτεύουσα και κατέφυγε στα γύρω μέρη, ιδίως στο Ζαγόρι. Στις 22 Οκτωβρίου του 1798, 300 γάλλοι γρεναδιέροι, 600 πρεβεζάνοι πολιτοφύλακες και 60 σουλιώτες, βάλθηκαν να σταματήσουν το ασκέρι του Αλή Πασά που με 8000 άνδρες έβαλε στόχο να χαλάσει την Πρέβεζα. Κάτι που κατεληξε όμως  σε πανωλεθρία των πρώτων. Την επόμενη μέρα 13 και 14 Οκτωβρίου 1798 τα Τουρκαλβανικά στρατεύματα εισήλθαν στήν Πρέβεζα όπου ακολούθησε σφαγή, ο αποκαλούμενος Χαλασμός της Πρέβεζας. Ο Αλή αποκεφάλισε όσους κατοίκους της είχαν συλληφθεί και παρέδωσε την πόλη στις φλόγες. Στη συνέχεια πραγματοποίησε θρίαμβο στα Γιάννινα με τους αιχμαλώτους, Έλληνες και Γάλλους, να κρατούν τα κομμένα κεφάλια των συμπολεμιστών τους, υπό τις επευφημίες του αλβανικού στοιχείου της πόλης, που είχε παραταχθεί κατά μήκος της διαδρομής. Τις επόμενες ημέρες ο Αλή Πασάς έστειλε πεσκέσι στον σουλτάνο Σελίμ Γ' τέσσερα τσουβάλια με τα κεφάλια Ελλήνων και Γάλλων μαχητών, μαζί με εννέα γάλλους αξιωματικούς για ανάκριση, ανάμεσά τους και ο στρατηγός Λα Σαλσέτ. Ο ίδιος κράτησε ως λάφυρο ένα ''ασημένιο δισκοπότηρο'', από το Ναό του Αγίου Χαραλάμπους, στο οποίο του άρεσε να πίνει το αγαπημένο του ρακί, αν και ήταν Μωαμεθανός.



15 ολόκληρα χρόνια πολεμούσε τούς Σουλιώτες. Το Δεκέμβριο του 1803, οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν κι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με το Βελή, σύμφωνα με την οποία ήταν μεν υποχρεωμένοι να αφήσουν τις εστίες τους, αλλά εντελώς ελεύθεροι να εγκατασταθούν όπου ήθελαν, μαζί και με την κινητή περιουσία τους. Όταν όμως, 1.000 Σουλιώτες, κατευθύνθηκαν προς το Ζάλογγο περικυκλώθηκαν από τους στρατιώτες του Αλή και δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση. Εξήντα -περίπου- γυναίκες όταν είδαν την εξόντωση των αντρών τους, αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στο γκρεμό κρατώντας τα μικρά παιδιά τους στην αγκαλιά. Από την καταστροφή ξέφυγαν 78 Σουλιώτες, που, μαζί με άλλες 28 οικογένειες, οχυρώθηκαν στον Πύργο του Δημουλά, στο χωριό Ρηνιάσα, με επικεφαλής τη Δέσπω Μπότση - Σέχου, η οποία -για να μην παραδοθούν- έβαλε φωτιά στο μπαρούτι, και τινάχτηκαν στον αέρα. Παράλληλα, ο τελευταίος που έμεινε στο Σούλι, ο καλόγερος Σαμουήλ, ανατινάζεται, και αυτός, στην Αγία Παρασκευή στο Κούγκι. Πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι διέφυγαν στα βουνά και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν ως αιχμάλωτοι στα Γιάννενα, όπου φυλακίστηκαν, ή εξορίστηκαν στα διάφορα φρούρια, ή αναγκάστηκαν να εργαστούν στα κτήματα του Αλή. Δεν υπάρχει ένας Σουλιώτης οπλαρχηγός που να μην βρέθηκε -έστω κάποια στιγμή- στην φρουρά του, ως αιχμάλωτος, ή ως όμηρος. Ο Κίτσος Γ. Μπότσαρης, με 1.148 άτομα, καταφέρνει να φτάσει στα Άγραφα και να οχυρωθούν στο μοναστήρι του Σέλτσου. Όμως -μετά από πολιορκία τεσσάρων μηνών, υπέκυψαν στους υπέρτερους αριθμητικά αντιπάλους τους. Εκατόν εξήντα Σουλιώτισσες βλέποντας ότι θα έπεφταν στα χέρια του εχθρού, κατάφεραν να φτάσουν στα απόκρημνα βράχια του παρακείμενου ποταμού και να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στα αφρίζοντα νερά του, μαζί με τα παιδιά τους, αφού πρώτα προσπάθησαν να αμυνθούν με μαχαίρια, ξύλα και πέτρες. Από τους υπερασπιστές διασώθηκαν μόλις 48 άντρες και μια γυναίκα. Μαζί τους και ο νεαρός γιος του Κίτσου, ο μετέπειτα εθνικός ήρωας, ο περίφημος Μάρκος Μπότσαρης. Όμως δεν είχε την ίδια τύχη η 19χρονη ετεροθαλής αδερφή του, η Λένω Μπότσαρη (1785 - 1804), η οποία αφού πολέμησε γενναία, προσπάθησε να διαφύγει. Όταν περικυκλώθηκε από τους Τουρκαλβανούς ρίχτηκε και πνίγηκε στα νερά του Αχελώου. Το σημείο από το οποίο έπεσε έμεινε γνωστό ως '' το πήδημα της καπετάνισσας''. Η μάχη του Σέλτσου αφάνισε κυριολεκτικά τη φάρα των Μποτσαραίων.


Έχουν διασωθεί πάμπολλα περιστατικά από την ταραχώδη δημόσια και ιδιωτική ζωή του Αλή, προερχόμενα από γραπτές μαρτυρίες και από την προφορική παράδοση. Άλλα από αυτά προκαλούν μειδίαμα και άλλα ρίγη φρίκης. Τους επιφανείς τούς θανάτωνε με σφυροκόπημα, ανασκολοπισμό, βγάλσιμο ματιών, χύσιμο χυτού μολυβιού κ.λπ., ενώ τους ασήμαντους τους απαγχόνιζε ή απλώς τούς αποκεφάλιζε. Ηθελε να τον συγκρίνουν (τρομάρα του) με τον αρχαίο Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρο Β' (Μπούρους τον έλεγε) που θεωρούσε ότι ήταν απόγονός του, όπως αναφέρει ο Leake και τον Αλέξανδρο, που ήταν και οι μοναδικές μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες που γνώριζε. Κατεχόταν μονίμως από τον φόβο της δολοφονίας. Κάθε βραδιά άλλαζε κρεβατοκάμαρα, ακόμη και σεράι. Φοβότανε τόσο πολύ μήπως τον δηλητηριάσουν, ώστε έπαιρνε εξωφρενικά μέτρα προστασίας. Προτού να αρχίσει να τρώει δοκίμαζε το φαγητό του ένας έμπιστος υπηρέτης. Δεν άνοιγε ποτέ ο ίδιος τα γράμματα, μην τυχόν και τον δηλητηριάσουν με κάποια σκόνη. Ηταν πονηρός καί φιλόδοξος. Όταν αρρώσταινε τον έπιανε πανικός. Καλούσε τους καλύτερους ξένους και Έλληνες γιατρούς να τον θεραπεύσουν, αποφεύγοντας τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους. Έταζε πλούτη, ελευθέρωνε φυλακισμένους, πρόσταζε τους δερβίσηδες να κάνουν δεήσεις στον Αλλάχ για τη σωτηρία του, αλλά και τους χριστιανούς παππάδες. Μερικές φορές στο τελευταίο τέταρτο της σελήνης κατά την εποχή που άρχιζαν οι βροχές, τον καταλάμβαναν κρίσεις και παροξυσμοί. Τότε, κανείς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Εβαζε φόρους δισβάσταχτους κι όποιος δεν επλήρωνε έχανε ολόκληρη την λεία του, την οποία θα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορές του. Ένας θυμόσοφος γέρο-ψαράς βλέποντας να χάνει το βιός του, και τα ψάρια του να φορτώνονται από τους υποτακτικούς του Πασά, είπε το πασίγνωστο «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», που από τότε έμεινε παροιμιώδες. Ο Γάλλος αξιωματικός και περιηγητής Barthélemy Bacheville, γράφει ότι κάποτε ο Αλής συνάντησε έναν Έλληνα γέροντα, που του έμοιαζε πολύ. Έβαλε να του κόψουν το κεφάλι και να το στείλουν, σαν δικό του, στους εχθρούς του. Και ενώ εκείνοι πανηγύριζαν για το χαμό του, αυτός επιτέθηκε ξαφνικά εναντίον τους και τους εξόντωσε όλους! Ηταν επίσης Δοξομανής, άρπαξ ακόρεστος, φιλέκδικος, ύποπτος, άπληστος, αλλοπρόσαλλος, μνησίκακος, αιμοχαρής, φιλοπόλεμος, υποκριτής στους αλλοεθνείς, κρυψίνους πολλάκις και εις τους ευνοϊκούς του, φιλάργυρος, αλλά για να κερδίσει τον σκοπό του, εσκόρπιζε αφειδώς τα χρήματα.

Στον Howe Peter Browne 2nd Marquess of Sligo (1788 - 1845) πούλησε τους κίονες του θησαυρού του Ατρέα, οι οποίοι έμειναν για εκατό περίπου χρόνια στο μέγαρό του στην Ιρλανδία, ώσπου το 1904 αναστηλώθηκαν και τοποθετήθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο. Στα τέλη του1808 έστειλε ένα πολύ κολακευτικό γράμμα στο λόρδο Elgin, με το οποίο του υποσχόταν πως, σε κατάλληλη περίσταση, θα φροντίσει να τον εξυπηρετήσει. Ο Pouqueville γράφει ότι όταν ο Βελής ήταν διοικητής του Μοριά ο γιατρός του Luigi Frank που είχε μείνει οκτώ χρόνια στα Γιάννενα κοντά του, έλαβε από αυτόν ως δώρο έναν Απόλλωνα μια κεφαλή γοργόνας και πολλά ακόμη έργα, που τα είχε βρει ο Βελής σε ανασκαφές στο Άργος. Έκανε ανασκαφές στις Μυκήνες και το Άργος το 1809, πουλώντας τα ευρήματα στους πολυάριθμους Άγγλους που βρίσκονταν στην Ελλάδα εκείνο τον καιρό. Το 1813 έδωσε άδεια σε μια ολόκληρη ομάδα διάσημων αρχαιοκαπήλων (Charles Robert CocNerell, Otto Magnus von Stackelberg, Peter Oluf Βröndsted, John Foster κ.ά.) να κάνουν ανασκαφές στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Αρκαδίας, προσδοκώντας πλούσιο μερίδιο από την πώληση των θησαυρών. Οταν διαπίστωσε ότι τα ευρήματα δεν ήταν από χρυσάφι ή ασήμι, απογοητευὀταν και δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του. Βλέποντας τους αρχαίους πολεμιστές με τις ασπίδες νόμισε πως ήταν... χελώνες. Πήρε επίσης 400 λίρες, και έδωσε άδεια για την εξαγωγή γλυπτών. Ανάμεσά τους και το μοναδικό Κορινθιακό κιονόκρανο του ναού του Απόλλωνα. Στην αρχαία Απολλωνία έβαλε και έσκαψαν και ευρήκαν δύο μεγάλα αγάλματα τα οποία μετακόμισαν αμέσως στην Βελεγράδα Σε επιστολή του προς το Γάλλο υπουργό των εξωτερικών, ο Pouqueville αναφέρει ότι υπήρχαν στο σεράι 22 αρχαιοελληνικά ανάγλυφα και αγάλματα, ενώ κάνει λόγο για αρκετές Ετρουτσκικές αρχαιότητες που βρίσκονταν στην κατοχή του Αλή. Στην ίδια αναφορά του γράφει ότι εξασφάλισε άδεια για ανασκαφές στη Νικόπολη, τη Φοινίκη της Βορείου Ηπείρου, τη Λάρισα, τα Φάρσαλα και την Ιερά Οδό των Αθηνών. Σε κάποιο σημείο των έργων του ο Γάλλος πρόξενος αναφέρει ότι ο Αλής έκανε και ο ίδιος ανασκαφές. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι, όπως του είπε, στη Βελά βρήκε ένα κεφάλι κολοσσιαίου αγάλματος, που ήταν «χοντρό σαν το κεφάλι βουβαλιού». Όταν τον Ιούνιο του 1795 επισκέφτηκε τα Γιάννενα ο Άγγλος φυσιολόγος αρχαιολόγος και φανατικός συλλέκτης John Hawkins, ο Αλής του δώρισε ένα χάλκινο αγαλματίδιο του Ερμή, και το 1798 -στη δεύτερη επίσκεψή του- του πούλησε ένα μικρό χάλκινο ανάγλυφο, που παριστάνει την Αφροδίτη. Ακόμη, τον άφησε να πάρει μαζί του και άλλα τέσσερα μαρμάρινα ανάγλυφα και μια επιγραφή, τα οποία σήμερα βρίσκονται τοποθετημένα σε ένα τοίχο της οικογενειακής έπαυλης των Hawkins στο Bignor Park, στο Sussex. Ο Ερμής έχει ύψος μόλις 30 εκ., κάθεται σε ένα βράχο και στα πόδια του απεικονίζεται ένας πετεινός. Τα δύο ανωτέρω γλυπτά ανακαλύφτηκαν το 1792 - 1793 -σε ένα «αρχαίο χωνευτήριον (χυτήριο) μετάλλων»- από ένα διερμηνέα του Αλή στη Λιμπόνι της Παραμυθιάς -κοντά στην αρχαία Φωτική- και εικάζεται ότι βρίσκονταν σε κάποια Ρωμαϊκή έπαυλη της περιοχής. Εκτιμάται ότι είναι έργα του 2ου μ.Χ. αιώνα και αποτελούνε αντίγραφα των Ελληνικών πρωτοτύπων, που χρονολογούνται στον 3ο π.Χ. αιώνα και αποδίδονται σε γλύπτες της σχολής του Λυσίππου. Συνολικά τα ευρήματα ήταν 21, όλα χάλκινα (Αφροδίτη, Δίας, Απόλλων, Κάστωρ κ.ά.). Όπως γράφει ο ίδιος ο John Hawkins «τα κατείχε ο έμπορος των Ιωαννίνων Demetrius Vassili (μάλλον πρόκειται για το σύζυγο της Κυρά - Φροσύνης, Δημητρό Βασιλείου, που ήταν επίσης έμπορος), ο οποίος στη συνέχεια τα έστειλε στην Πετρούπολη, για να τα αγοράσει η Μεγάλη Αικατερίνη».
Η Τσαρίνα όμως πέθανε και έτσι τα αγόρασε ο Άγγλος αρχαιόφιλος και κλασσικός μελετητής Richard-Payne Knight (1750 - 1824), ο οποίος, με την διαθήκη του, δώρισε, τα περισσότερα, στο British Museum του Λονδίνου, όπου και βρίσκονται σήμερα, μαζί με τα εικονιζόμενα δύο γλυπτά του John Hawins.


Στις 21 Ιανουαρίου του 1822 ο Χουρσίτ καλεί τους αξιωματικούς του και τους διαβάζει ένα πλαστό φιρμάνι, σύμφωνα με το οποίο ο Αλή Πασάς κηρύσσεται ''φιρμανλής'', δηλαδή ένοχος εσχάτης προδοσίας και θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό. Διορίζει τον Κιοσέ-Μεχμέτ Πασά εκτελεστή της απόφασης και πληροφορεί τον Αλή ότι η δήθεν αμνηστία έφτασε. Το απομεσήμερο της 5ης Φεβρουαρίου 1822 ο Κιοσέ συνοδευόμενος από πολυάριθμη στρατιωτική δύναμη αποβιβάζεται στο νησί και πλησιάζει στο μοναστήρι, κρατώντας ανοιχτό στο στήθος του το πλαστό φιρμάνι. Ο Αλής με τους λίγους πιστούς σωματοφύλακές του στεκόταν στον εξώστη των κελιών. Βλέποντας όμως ότι οι απεσταλμένοι ήταν πάνοπλοι, υποψιάστηκε τον δόλο και πρόσταξε με τη βροντερή φωνή του: «Μη κουνηθεί κανένας, αν δεν δώ με τα ίδια μου τα μάτια τι γράφει το φιρμάνι». Ο Μεχμέτ και η συνοδεία του προχώρησε μερικά βήματα δείχνοντας το ''φιρμάνι'' στον Πασά και του ζητήσανε να υποταχθεί. Αντί για άλλη απάντηση αυτός άδειασε το πιστόλι του επάνω τους, χωρίς όμως να πετύχει τον Μεχμέτ, ο οποίος ανταπέδωσε τα πυρά, πλήγωσε τον Βεζύρη στο αριστερό του χέρι, όρμησε επάνω του, τον έσφιξε, και φώναξε στον Καφτάν αγά να τον χτυπήσει με το χατζάρι του, αλλά ο σωματοφύλακας του Αλή, Φεΐμ Τσάμης, τον πυροβόλησε και τον άφησε στον τόπο. Συγχρόνως ο Κιοσέ Μεχμέτ κατέβηκε από τον εξώστη και γύρισε στην αυλή του μοναστηριού. Η μάχη γενικεύτηκε ενώ ο πληγωμένος Αλής αποσύρθηκε σε ένα από τα κελιά. Το αίμα του έτρεχε σαν βρύση από τον τραυματισμό του και ο ίδιος σωριάστηκε σε ένα στρώμα. Δυο ένοπλοι Τούρκοι μπήκαν στο υπόγειο που ήταν κάτω από το κελί, είδαν -από τις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος όπου ήταν ξαπλωμένος- τον πυροβόλησαν και τον εκτέλεσαν. Όλα τελείωσαν. Κάθε αντίσταση σταμάτησε. Ο Μεχμέτ έκοψε το κεφάλι του και το πήγε στον Χουρσίτ. Την κεφαλή του Αλή Πασά τοποθέτησαν επάνω σε πορφυρό δίσκο και την έφεραν στον αρχιστράτηγο των Τούρκων - τον Χουρσίτ.


http://greekworldhistory.blogspot.com/
www.zosimaia.gr/data/magazine/zosimades
βικιπαίδεια
Μηχανή του χρόνου

Δεν υπάρχουν σχόλια: