Η φοβερή ιστορία του παπά που το έσκασε από στρατόπεδο για να κηδέψει τον Καζαντζάκη

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ένας από τούς σημαντικότερους Ελληνες συγγραφείς τού περασμένου αιώνα. Εργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Κάποια από αυτά δημιούργησαν τριβές με κάποιους εκκλησιαστικούς χώρους, οι οποίοι τα αντιμετώπιζαν ως μη αποδεκτά. Παράλληλα με τα γεγονότα καί τίς διαμαρτυρίες όμως,καταφέρνουν να επιβιώνουν καί φήμες οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, όπως ότι ο Καζαντζάκης αφορίστηκε από την Εκκλησία. Ουδέν αναληθέστερο. Ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε ποτέ από τήν Εκκλησία κί ετάφη κανονικά, προεξάρχοντος μάλιστα τής νεκρωσίμου ακολουθίας του Κρήτης Ευγενίου.


Στα γεγονότα του 1957 ξεχωρίζει η ιστορία ενός στρατιωτικού ιερέα π. Σταύρου Καρπαθιωτάκη, που συνόδευσε τόν Καζαντζάκη στήν τελευταία κατοικία του, καί μάλιστα χρειάστηκε να φύγει από το στρατόπεδο όπου υπηρετούσε, χωρίς άδεια. Μάλιστα, για τήν πράξη του αυτή δικάστηκε από Στρατοδικείο, το οποίο καί τού επέβαλε ποινή φυλάκισης 20 ημερών.
''Ως παπάς, δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Οταν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί, θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ, ως παπάς, ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδησή μου με πείραζε πολύ. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Το έσκασα κρυφά λοιπόν κι έτρεξα στο Μαρτινέγκο. Οπως συνήθως συμβαίνει, ο ιερέας συνοδεύει με το πετραχήλι τον νεκρό στον τάφο.Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν έλαβε από κανέναν τέτοια εντολή. Μπήκα έξι μήνες φυλακή!'' λέει ο π. Σταύρος, που τον συνόδευσε.

Τα περί αντιθέτου λεγόμενα αποτελούν μύθο, δημιουργηθέντα κυρίως από κάποιους κύκλους οι οποίοι για δικούς τους λόγους επιζητούσαν και ήθελαν έναν αφορισμένο Καζαντζάκη. Είναι όμως βέβαιο ότι οι μύθοι συνοδεύουν μεγάλες μορφές και τέτοιος υπήρξε ο διανοούμενος, ο στοχαστής, διαχρονικός συγγραφέας της Κρήτης, Νίκος Καζαντζάκης.


ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΠΑΣ 
''Εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια''


'Αγιος Παΐσιος - Παλιά τα παιδιά με τα όμορφα ποιηματάκια ...

 

Παλιά τα παιδιά με τα όμορφα ποιηματάκια τα μάθαιναν ν’ αγαπάν την πατρίδα:

“Η όμορφη πατρίδα μου
Ξαπλώνει στο δροσερό γαλάζιο
Με τα δροσερά τα κύματα
Να δεις πώς το λεγε...
΄’Ετσι γέμιζε το παιδί. Σήμερα δεν τους δίνουν τέτοια, τα αφήνουν άδεια τα παιδιά.''


'Αγιος Παΐσιος

Σ᾽ ἀποζητοῦμε, Χριστόδουλε!

 

Σ᾽ ἀποζητοῦμε, Χριστόδουλε


Ὅταν ἔφυγε ἔγραψα: «Σέ κλαίει ὁ λαός!». Σήμερα, μετά ἀπό τήν παρέλευση τόσων ἐτῶν ἀπό τή θανή του εἶμαι ὑποχρεωμένος νά γράψω: «Σέ θέλει ὁ λαός!».

Στό διάστημα τῆς ἐπίγειας ἀπουσίας του «ἔφυγαν κι ἄλλοι πολλοί, μεγάλοι καί τρανοί, πού ἦσαν πασίγνωστοι ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ὅλους ὅμως τούς πῆρε τό ποτάμι τῆς Λήθης. Μόνον ὁ Χριστόδουλος ζῆ -ἄσβηστο καντήλι στήν ψυχή τοῦ ἁγνοῦ λαοῦ πού πονεῖ γιά τήν ἔρμη πατρίδα.Ὅσο ζοῦσε ὁ Χριστόδουλος ὁ λαός εἶχε μιάν ἐλπίδα: εἶχε ἕναν ἡγέτη! Ἦταν γιά τό λαό μας ὅ,τι καί ὁ Χρυσόστομος γιά τόν ἐγκαταλελειμμένο λαό τῆς Σμύρνης. Καί οἱ δύο ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο: ὁ Σμύρνης ἀπό τόν τουρκικό ὄχλο, ὁ Ἀθηνῶν καί Ἑλλήνων πάντων ἀπό τόν δημοσιογραφικό καί χαμηλοπολιτικό ὄχλο.Ὁ ἕνας πέθανε βασανισμένος, ὁ ἄλλος πέθανε φαρμακωμένος.



Κανείς δέν ἤπιε τόσο φαρμάκι ὅσο ὁ Χριστόδουλος. Γιατί εἶχε Παπαφλέσσειο ἀνάστημα καί ὕψωνε φωνή ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος. Κουβαλοῦσε μέσα του τήν παράδοση τοῦ 1821. Μέ τόν λόγο του ξαναζωντάνευε τ᾽ ἀρματολίκι, τούς καιρούς τῆς παλληκαριᾶς καί τῆς λεβεντιᾶς..Τόν ἔφαγε ἡ χαμέρπεια καί ἡ κακομοιριά. Ἡ χυδαία κακολογία καί μικρολογία. Ἔπρεπε νά πέσει γιά νά πεισθοῦν οἱ κακόπιστοι πόσο μεγάλος ἦταν!

Δανείζομαι μιά φράση τοῦ Παν. Κανελλόπουλου γιά νά τόν παραστήσω: «Τόν μικρό τόν γνωρίζει κανείς ἀπό τήν ἄνοδό του• τόν μεγάλο ἀπό τήν πτώση του».Ναί, ὅταν ἔπεσε ὁ Χριστόδουλος, ἦταν σάν νά ἔπεσε ἡ Βασιλική Δρῦς τῆς πατρίδας. Ὁ λαός ἔχασε τόν ἄνθρωπο πού τοῦ προσέφερε ὅραμα, δύναμη, ἀντιστασιακή διάθεση.Ὁ Χριστόδουλος χτυποῦσε διαρκῶς τήν καμπάνα τοῦ συναγερμοῦ, διότι «ἄκουε τήν βοήν τῶν πλησιαζόντων γεγονότων». Γι᾽ αὐτό εἶχε ἀπέναντί του ὅλους αὐτούς πού ἀπεργάστηκαν τήν σημερινή μας κατάντια. Δυστυχῶς, στήν Ἑλλάδα, ἀντί νά χτυπᾶμε αὐτούς πού βάζουν τήν φωτιά, χτυπᾶμε ἐκείνους πού βαρᾶνε τήν καμπάνα τοῦ συναγερμοῦ.Δεκάδες οἱ φαρέτρες μέ τά δηλητηριασμένα βέλη πού στρέφονταν ἐναντίον του. Μέ τήν δῆθεν σάτιρα ἀπό τήν τηλοψία, ἀπό τό ραδιόφωνο, ἀπό τό πάλκο καί τόν τύπο, οἱ νάνοι ἀντίπαλοί του, τοῦ ἔκαναν τή ζωή του φαρμάκι.Κι αὐτός σάν τόν μάρτυρα Χρυσόστομο συγχωροῦσε.

Εἴχαμε στενή φιλία ἀπό παλιά, ἀλλά ποτέ συνεργασία σέ ἐπαγγελματική βάση. Ἡ γνωριμία μας ξεκίνησε ἀπό μιά ἐπιθετική ἐπιστολή πού τοῦ ἔστειλα ἀπό τό ἐρημητήριό μου στόν Πάρνωνα. Ἔσχισε λαγκάδια καί βουνά νά μέ βρεῖ. Ἔκτοτε δεθήκαμε μέ μιά σχέση ἀδελφική.Δέν θά πῶ ποτέ ὅσα μοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ. Σέ πολλά μέ ἔπειθε. Σ᾽ ἕνα μόνον δέν μέ ἔπειθε: νά εἶμαι συγχωρητικός.«Εἶμαι Μανιάτης, τοῦ ἔλεγα, καί μέσα στό μανιάτικο φυσικό εἶναι ἡ ἀναίδεια». Ἀναίδεια στ᾽ ἀρχαῖα ἑλληνικά σημαίνει ἄρνηση συγγνώμης.Κι αὐτός γελοῦσε παταγωδῶς. Γιατί ἤξερε πώς δέν σοβαρολογῶ. Ἁπλῶς ἐρέθιζα τήν διάθεσή του γιά εὐτραπελία.Ναί, ἦταν ἕνας μεγάλος «μαΐστορας» τοῦ χιοῦμορ. Στά χρόνια του ἡ Ἐκκλησία «ἔλαμπε ἀπό χαμόγελο», μπῆκε τό γέλιο στήν Ἐκκλησία.Κέρδισε τήν παραπαίουσα νεολαία. «Κι ἐγώ μαζί σας ἀλλά κι ἐσεῖς μαζί μου».Κι οἱ νέοι θά πήγαιναν μαζί του, ἔστω κι ἄν τούς ὁδηγοῦσε στό Ζάλογγο. Θά ἔπεφταν, ἀλλά θά ἔπεφταν σάν τόν Ἴκαρο ἀπό ψηλά.

Εἶχε Ἰκάρειο πνεῦμα μέσα του ὁ Χριστόδουλος. Πετοῦσε πάνω ἀπό τά εὐτελῆ καί τούς εὐτελεῖς σάν τόν βασιλικό ἀητό. Ἐκάλυπτε τούς πάντες μέ τήν καλλιφωνία του, τήν πολυγνωσία του, τήν πολυγλωσσία του, μέ τό ἱλαρό φῶς τοῦ προσώπου του.Ἄγρυπνος σάν τόν Ἄργο, μελετοῦσε τά πάντα κι ἦταν ἐνήμερος γιά τά πάντα.Ἔγραφε ἀκατάπαυστα ἀκόμη κι ὅταν συνομιλοῦσε, ἀκόμη κι ὅταν τηλεφωνοῦσε.


Συχνά τόν μάλωνα: «Πότε ξεκουράζεσαι;». Κι αὐτός μέ τό δροσᾶτο γέλιο του: «Ὅταν δουλεύω!».Τοῦ ἄρεσε νά μέ νευριάζει καί νά μέ πιάνει τό «μανιάτικο», ὁπότε οἱ τύποι πήγαιναν περίπατο.Μέ φώναζε -γιά νά μέ ἐρεθίζει-, Σαράντη. Τοῦ ᾽λεγα, τοῦ ξανάλεγα ὅτι Σαράντο -κι ὄχι Σαράντη- λέμε στή Μἀνη. Κι αὐτός ἐπέμενε στό Σαράντη, ἔτσι γιά νά μέ «φουρτουνιάζει». Τοῦ ἄρεσε ἡ «φουρτούνα» μου.Κάποτε μοῦ εἶπε περιπαικτικά: «Νά δοῦμε πῶς θά περνᾶς στόν Παράδεισο».Τόν κοίταξα λοξά καί τοῦ εἶπα εἰρωνικά: «Ἔχω κάνει αἴτηση ὡς ἱστορικός νά πάω στήν Κόλαση. Ἐκεῖ θά βρῶ ὅλους τούς μεγάλους τῆς Ἱστορίας. Κι ἀκόμη θά γλυτώσω κι ἀπό σᾶς τούς δεσποτάδες».Κι ὁ μεγαλόθυμος Χριστόδουλος μέ ἀποστόμωσε -παρότι Θρᾶξ- μέ τό λακωνικό: «Μήν τό πολυελπίζεις αὐτό!».Ἔτσι, μέ τό χιοῦμορ, τήν ἑτοιμολογία, τήν λεκτική εὐθυβολία, τήν εὐθυφροσύνη καί τήν μεγαλοφροσύνη ἤξερε νά κερδίζει καρδιές.Βέβαια οἱ μικρόψυχοι τόν φθονοῦσαν. Τόν φθονοῦσαν καί ὅσοι εἶχαν βαλθεῖ νά ξεριζώσουν τή γλῶσσα μας, νά ξεπατώσουν τήν παιδεία μας, νά ξεδοντιάσουν τήν Ἐκκλησία μας, νά σπιλώσουν τήν ἱστορία μας, νά ἀκρωτηριάσουν τήν πατρίδα μας. Τόν φθονοῦσαν ὅλοι αὐτοί πού προσπάθησαν καί προσπαθοῦν νά μετατρέψουν ἕναν γίγαντα λαό, σέ λαό νάνων. Σέ λαό θάμνων, κατά τό δικό τους ἀνάστημα.

Τοῦ ὀφείλω ἄπειρη εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα ἔκανε γιά τήν ἡμετέρα φουκαροσύνη: προλόγισε τό βιβλίο μου «Ἀπό τό Μακεδονικό Ζήτημα στήν Ἐμπλοκή τῶν Σκοπίων», πού βγῆκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1992, προλόγισε -καί μάλιστα σέ Ἀττική διάλεκτο- τήν τρίτομη «Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν» καί στάθηκε πάντα πατρικά συμβουλευτικός ἀπέναντι στά παιδιἀ μου.Ἀφ᾽ ὅτου ἔφυγε, δέν ἔγραψα οὔτε μίλησα ποτέ γι᾽ αὐτόν.Μόνον μιά φορά, τήν ἡμέρα τῆς κηδείας του εἶπα κάποια λόγια πικρά -ὄχι γι᾽ αὐτόν φυσικά στό Ραδιόφωνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.Σήμερα μιλοῦν ἄλλοι, πού κάποτε τόν εἴχανε πικράνει.Τώρα νιώθουν τί «τζοβαϊρικό» ἀξετίμητο χάσαμε.Κι ἄν σήμερα ἀνταποκρίθηκα στό αἴτημα νά χαράξω τίς γραμμές αὐτές, εἶναι γιατί σέ μιά πρόσφατη ἐπίσκεψή μου στό Α ́ Νεκροταφεῖο τῶν Ἀθηνῶν, εἶδα τάφους γυμνούς ἐπιφανῶν, ἐνῶ ὁ τάφος τοῦ Χριστόδουλου ἦταν πνιγμένος στά λουλούδια.

Πῆγα νά κόψω ἕνα γαρύφαλλο κι ἀπό κάτω σ᾽ ἕνα χαρτάκι εἶδα γραμμένη τή φράση:

«Σ᾽ ἀποζητοῦμε, Χριστόδουλε!»

exapsalmos.gr






ΒΟΣΚΟΙ ΣΤΗΣ ΜΑΝΤΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, ΟΙ ΛΥΚΟΙ

 


Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι!

Οι λύκοι!
Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί
καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι,
γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί
Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα.
Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα
κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.
Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἀρματολίκι,
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων,
ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές,
Εσυ τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη,
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ
τοῦ Ἰσλάμ.
Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα!
Καὶ ἀπανωπροίκι
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα
Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι
κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.
Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι!
Παντοῦ εἶναι λύκοι!
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΕ, ΣΕ ΚΛΑΙΕΙ Ο ΛΑΟΣ

 

Σεβαστοί και αγαπητοί μου,
Αναγνωρίζουμε την προσωπική μας σμικρότητα αλλά καί το μέγεθος εκείνου πού ως Εκκλησία εκπροσωπούμε. Ο λαός μας δικαιούται να ελπίζει. Φέρνουμε το μήνυμα της άνοιξης καί τής αυτοπεποίθησης. Μπορούμε να ζήσουμε καί να προκόψουμε. Μπορούμε να δώσουμε το πνευματικό μας στίγμα. Δικαιούμεθα να ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον. Ο Ελληνισμός καί ή Ορθοδοξία αξίζουν καί μπορούν το καλύτερο. Κάτω από τήν προστατευτική ομπρέλα των ας κινήσουμε ως λαός γιά μιά νέα προσπάθεια καταξίωσης. Μακρυά μας τα συμπλέγματα μειονεξίας. Η Ορθοδοξία είναι Ανάσταση. Η νεολαία μας αξίζει τήν αγάπη καί τήν προσοχή μας.Απευθύνομαι εδικά στους Νέους της Πατρίδας μας και τους λέγω:
Παιδιά μου, χρυσά τἠς Ελλάδος παιδιά. Είσθε το καμάρι τού Γένους, δαφνοστεφανωμένη απαντοχή μας.
Όμως σας πονέσαμε πολύ με την υποκρισία μας καί σάς ευτελίσαμε μέσα σας τήν έννοια τοὐ χρέους.
Σάς χρεώνουμε τίς παρεκτροπές σας, ενώ είμαστε οι ηθικοί αυτουργοί των.
Σάς στερήσαμε τήν αγάπη, σάς αφήσαμε έρμαιους στά κύματα τού κατακλυσμού τής Βαβυλώνας.
Σάς αναγκάσαμε να ζείτε σ' ένα κόσμο απάνθρωπο, ανηλεή καί ανοικτίρμονα.
Σάς υποδείξαμε να ακολουθήσετε δρόμους, πού εμείς δέν βαδίζαμε.
Σάς αφαιρέσαμε τήν πίστη καί τήν ελπίδα.
Γκρεμίσαμε από μέσα σας κάθε ιδανικό. Κι όμως λέμε ότι σάς αγαπάμε.
Σείς, με τήν οξύνοιά σας καταλάβατε τήν ασυνέπειά μας καί μάς εγκαταλείψατε.
Δεν μάς εμπιστεύεστε πια. Δέν θέλετε να ζήσετε στόν κόσμο πού εμείς σάς ετοιμάσαμε καί στραφήκατε στήν αναζήτηση τής χίμαιρας μέσ' απ' τα ναρκωτικά, στήν επιβεβαίωση σας μέσ' από τή βία.
Παιδιά μου, σήμερα αυτός πού σας ομιλεί, παίρνει πάνω του τήν ευθύνη για τίς απέναντι σας αμαρτίες όλης τής γενιάς του καί σάς ζητά συγγνώμη. Θέλει όμως ταυτόχρονα να σας πει πώς τίποτα απ όλα αυτά δεν μπορεί καί δέν πρἐπει να σας κλείσει το δρόμο πρός τήν καταξίωση. Τα αδιέξοδα πλήθυναν. Τώρα η αδυσώπητη ανάγκη σάς καλεί σε απόφαση. ''Όταν αλύπητη βαρειά ξεσπά η ανάγκη καί προστάζει, ανάξιος είναι όποιος διστάζει'' γράφει ο Κ. Παλαμάς.
Ελάτε στην πίστη, ελάτε στο Χριστό. Θα βρείτε ό,τι έχετε χρόνια τώρα στερηθεί. Και μαζί τήν αληθινή ελευθερία, τήν αληθινή δικαιοσύνη, τήν αληθινή αλήθεια. Ο Αναστάς Χριστός, παιδιά μου, είναι μαζί σας.

† Ο Αθηνών Χριστόδουλος

Οι Βορειοηπειρώτες στον πανελλήνιο ξεσηκωμό του ’21

 
Οι Βορειοηπειρώτες στον πανελλήνιο ξεσηκωμό του ’21 δεν έμειναν αμέτοχοι. Αρκετοί ήταν αυτοί από τις περιοχές της Χειμάρας, του Αργυροκάστρου, της Μοσχόπολης, της Πρεμετής, που είχαν μυηθεί στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας.Το Χόρμοβο, κοντά στο Τεπελένι, που ξεκληρίστηκε από τον Αλή Πασά, πρόσφερε πολλά. Ο Λ. Κουτσονίκας (Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1863) γράφει για τη συμβολή των Χορμοβιτών στον αγώνα της ανεξαρτησίας:''Εις την Ελληνικήν Επανάστασιν συνετέλεσαν ουκ ολίγον οι Χορμοβίται''


Ιερός Λόχος (έναρξη επανάστασης στην Μολδοβλαχία)
- Το σώμα του Αναστάσιου Αργυροκαστρίτη
- Το σώμα του Αθανάσιου Σπύρου από το Βούνο Χιμάρας οδηγήθηκε σε ολοκαύτωμα.

Ο Ευάγγελος Ζάππας από το Λάμποβο διακρίνεται ως πρωτοπαλίκαρο του Μάρκου Μπότσαρη και μετά τον θάνατό του συμμετέχει στις κυριότερες μάχες της Στερεάς Ελλάδας για να μεταναστεύσει μετά στην Μολδοβλαχία όπου πλούτισε για να γίνει μεγάλος εθνικός ευεργέτης.Ο Σπύρος Μήλιος μαζί με τον αδερφό του Ζάχο, με 250 Χιμαραίους συμμετέχει στην υπεράσπιση του Μεσολλογίου, την μάχη της Αράχωβας το Κερατσίνι πλάι στον Καραϊσκάκη κ.α.Ο Κώστας Λαγουμιτζής (προσονύμιο επειδή ετοίμαζε τα λαγούμια για ανατινάξεις) από το Τεπελένι για τον οποίον γράφει ο Μακρυγιάννης ''στο Μεσολόγγι και παντού ο γενναίος αυτός άντρας θάματα έχει κάνει''. Ο Κώστας Χαρμοβίτης από το Τεπελένι με τους 150 άνδρες του στο Μεσολόγγι.Ο Κώστας Παλάσκας από την Πρεμετή διακρίνεται ως οπλαρχηγός ιππικού στον Ιερό Λόχο στο Δραγατσάνη και αλλού, ακολουθεί τον Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη στην Κρήτη όπου θυσιάστηκε με τους συναγωνιστές του.Ο Χατζη-Μιχάλης Νταλιάνης, πιθανώς από την Πρεμετή (ή τους Βουλιαράτες Δρόπολης) σφραγίζει την προσφορά του στην επανάσταση όταν με τους 350 περίπου άνδρες του θυσιάζεται στο Φραγκοκάστελο της Κρήτης. Η ιστορία τους και ιστορική θυσία είναι σήμερα γνωστή μέσα από το φαινόμενο των ''Δροσουλιτών'' που κατά τους Κρητικούς είναι οι στρατιώτες του Νταλιάνη.Η Περιφέρεια Δελβίνου αντιπροσωπεύεται από τον Σταύρο Κόντο. Ο καπετάν Σταύρος, όπως ήταν γνωστός, με τη λήξη του αγώνα, εγκαταστάθηκε στην Άμφισσα και παντρεύτηκε την Παναγιώτα Κοντοδήμου. Γιος τους ήταν ο αξιόλογος φιλόλογος και γραμματικός Κωνσταντίνος Κόντος.Στην Επανάσταση της Εύβοιας συμμετείχαν μόνο Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τον Μητροπολίτη Ευρίπου Γρηγόριο τον Αργυροκαστρίτη. Για τη δράση του γράφουν οι: Ε. Κουρίλας («Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης», εν Αθήν. 1935) και ο Φ. Μιχαλόπουλος («Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης και η Επανάσταση της Ευβοίας», Αρχείον Ευοϊκών μελετών, τ.Γ’, 1954, εν Αθ. 1955). Και οι δύο αναφέρονται στη ζωή και το έργο του Αργυροκαστρινού κληρικού και τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία.Ο Γρηγόριος γνώριζε το μάχιμο των συμπατριωτών του και κάλεσε Αργυροκαστρίτες, Χορμοβίτες και Χειμαραίους, οι οποίοι έλαβαν μέρος σε όλες τις μάχες και παρέμειναν τελευταία στη μάχη των Αδριλιών, στην οποία και κρίθηκε η Ευβοϊκή Επανάσταση (23 Ιουλίου 1823). Στη μάχη των Ανδριλιών για την οποία γράφει και ο ιστορικός Κουτσονίκας στην ιστορία του (σελ. 74) έλαβαν μέρος οι Ηπειρώτες Σταύρος Βασιλείου με τον αδερφό του Κώστα και τον γενναίον Αργυροκαστρίτη Λιάκον με τριακόσια παλικάρια. Ο Λιάκος περικυκλώθηκε από τους εχθρούς «και ηρωικώτατα μαχόμενος, ως άλλος Λεωνίδας, εφονεύθη μεθ’ όλων των συντρόφων του, μεγίστην φθοράν προξενήσας εις τους εχθρούς».Ο σεπτός ιεράρχης Γρηγόριος συνελήφθη και κλείστηκε στις σκοτεινές φυλακές της Χαλκίδας, όπου και υπέστη φοβερά βασανιστήρια. Κατόρθωσε, όμως, να δραπετεύσει και τον συναντούμε αργότερα στην Κέρκυρα ασχολούμενο με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην αλβανική γλώσσα.Σημαντικός, επίσης, ήταν ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών, που κατάγονταν από τις Επαρχίες Κορυτσάς και Μοσχόπολης. Η Μοσχόπολη, πνευματικό κέντρο του Ελληνικού Βορρά, χάρη στην ξακουστή Ακαδημία της, καλλιέργησε την εθνική ιδέα και διατήρησε την ορθοδοξία στις γύρω περιοχές. Στον ιερό αγώνα του ’21 οι Μοσχοπολίτες συμμετείχαν με χρήμα και αίμα. Δυστυχώς, δεν είναι γνωστά όλα τα ονόματα των Βορειοηπειρωτών αγωνιστών του ’21. Ιστορικές πληροφορίες ανεβάζουν τον αριθμό των οπλαρχηγών σε 22 και τον συνολικό αριθμό των πολεμιστών σε 4.500 άντρες.Αρκετά σημαντική ήταν η συμβολή των Βορειοηπειρωτών και από οικονομικής πλευράς.Μοσχοβίτες καί Κορυτσαίοι διέθεσαν και τις περιουσίες τους για τις ανάγκες του αγώνα και την εξαγορά και απελευθέρωση αιχμαλώτων και ομήρων της Ρούμελης και του Μωριά. Γι’ αυτό το λόγο ξεσηκώθηκαν οι άτακτοι Τουρκαλβανοί της περιοχής (λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, δραπέτες των φυλακών, ληστές και φυγόδικοι) και γεμάτοι μίσος και οργή, λεηλατούσαν για αρκετό διάστημα την Κορυτσά και την περιοχή της. Ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός αυτή την εποχή έπαθε μεγάλη συμφορά.Ο Ιωακείμ Μαρτιανός (Η Μοσχόπολις, εν Θεσ/νίκη 1957) γράφει: «Επέπιπτον αναφανδόν κατά χωρίων και κωμών αδυνάτων, ελεηλάτουν τους από πολλού περιτρόμους ενοίκους, στόχον κυρίως έχοντες τους ευκαταστάτους, απεγύμνουν αυτούς, αφήρπαζον ουχί σπανίως τους υιούς επί λύτροις και διέπραττον πλείστα όσα τοιαύτα αναλόγως της καταστάσεως των αιχμαλωτιζομένων και ιδίως της ιδίας αυτών ακολάστου φιλαργυρίας»Δυστυχώς, παρόλες τις αναρίθμητες στρατιωτικές υπηρεσίες, την οικονομική και πνευματική συμβολή, η Ήπειρος και το Βόρειο κομμάτι της και μετά την απελευθέρωση της Παλαιάς Ελλάδος και την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου, δεν ευτύχησαν να συμπεριληφθούν στα όρια της ελεύθερης πατρίδας. Το «ποθούμενο» του Πατροκοσμά θα’ρθει πολύ αργότερα, στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.




Από τους πίνακες τις επανάστασης έχουμε στελέχη του αγώνα καταγόμενα από την Βόρειο Ήπειρο:Χιμάρα 57, Χόρμοβο 39, Κορυτσά 32, Αργυρόκαστρο 30, Πρεμετή 13, Κολωνία 12, και γενικά από την Βόρειο Ήπειρο άλλοι 25.Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια και την συμβολή των Βορειοηπειρωτών μετά τον αγώνα στην στήριξη του νέου ελληνικού κράτους μέσω των ευεργεσιών των Ζωγράφου, Μπάγκα, Αρσάκη, Ζάππα κ.α.



ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ | Πρωινός Λόγος

http://vorioipirotes.com




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : «Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς Μας Προσκαλεί!»


(Λιθογραφία του Peter von Hess, Μόναχο,1852.Ο πρωτότυπος πίνακας βρίσκεται στη Στοά Arcaden του κήπου του Λουδοβίκου στο Μόναχο. Αντίγραφο του βρίσκεται στην Αθήνα στο Μουσείο Μπενάκη.Ορισμένα στοιχεία δεν παρουσιάζονται με ακρίβεια όπως το σήμα των ιερολοχιτών απεικονίζεται χωρίς τον σταυρό, το χαμένο χέρι του Υψηλάντη φαίνεται να είναι το αριστερό αντί το δεξί και ο Φοίνιξ (το  μυθολογικό πουλί που ξαναγεννιέται απ' τις στάχτες του) πάνω στη σημαία δεν αποδίδεται καθαρά)


24 Φεβρουαρίου: ''Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς Μας Προσκαλεί!» Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έδωσε προκήρυξη με το ιδεολογικό μανισφέστο της ελληνικής επανάστασης''

Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ξεκίνησε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες η Ελληνική Επανάσταση, με επικεφαλής τον Αρχηγό της Φιλικής Εταιρίας Αλέξανδρο Υψηλάντη.Ένα μήνα μετά η Επανάσταση κηρύχθηκε και στον Μωριά, την επέτειο της οποίας εορτάζουμε στις 25 Μαρτίου.Ο Υψηλάντης, φαναριώτικης καταγωγής, με επιτυχημένη στρατιωτική υπηρεσία και σημαντική πολεμική δράση, ήταν ήδη υποστράτηγος του ρωσικού στρατού και έχαιρε της εκτίμησης και εμπιστοσύνης του Τσάρου.Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, κάνει την πρώτη του πολεμική πράξη για την επανάσταση, διέρχεται τον ποταμό Προύθο και εισέρχεται στο Ιάσιο.Στις 24 Φεβρουαρίου εξέδωσε προκήρυξη, το ιδεολογικό μανιφέστο της επανάστασης, που τελείωνε με τη φράση: «Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς Μάς Προσκαλεί!».Με την προκήρυξη βεβαίωνε τους Έλληνες ότι «μια κραταιά δύναμις» ήταν έτοιμη να βοηθήσει τον αγώνα τους και τους καλούσε να πάρουν τα όπλα υπέρ των Δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, μιμούμενοι τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς. Πίστευε ο Υψηλάντης ότι η «κραταιά δύναμις» – η Ρωσία – θα συνέδραμε στον αγώνα.Δυστυχώς όμως ο Τσάρος Αλέξανδρος, ευρισκόμενος σε συνέδριο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, υπό την πίεση του Αυστριακού καγκελαρίου Μέττερνιχ και της Ιεράς Συμμαχίας, αποκήρυξε την επανάσταση και απέλυσε τον Υψηλάντη.Ισχυρό το πλήγμα για τον Φαναριώτη πρίγκιπα, ο οποίος συνέχισε ωστόσο τα σχέδιά του, τα οποία προέβλεπαν την κάθοδο με στρατό προς νότο, προς την Βλαχία, τη Βουλγαρία και κατόπιν στις ελληνικές περιοχές.Οι οπλαρχηγοί που υποσχέθηκαν να τον ακολουθήσουν ήταν οι Ιωάννης Φαρμάκης, Γεωργάκης Ολύμπιος, Σάββας Καμινάρης ή Φωκιανός καί ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου.Οι δύο τελευταίοι έμελλε σύντομα να τον προδώσουν, ενώ οι δύο πρώτοι, ο Ι. Φαρμάκης από την Βλάστη Κοζάνης και ο Γ. Ολύμπιος από το Λιβάδι Ολύμπου, έμειναν μέχρι τέλους πιστοί, δίνοντας τη ζωή τους.Μαζί και ο Γεώργιος Λασσάνης από την Κοζάνη, χιλίαρχος του Ιερού Λόχου, υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη και πιστός σύντροφός του στις μάχες, στη φυλακή και μέχρι την ημέρα του θανάτου του του 1828.


«Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στρατολόγησεν εθελοντάς καί υπέρ τάς δύο χιλιάδας ευρισκομένους εν Ιασίω Έλληνας, εκ τών οποίων εσχημάτισεν εν μέρος, ονομάσαν αυτό Ιερόν Λόχο καί ενέδυσε μέ στολήν μελανήν, θέσας καί εις τό άκρον τού επί τής κεφαλής καλύμματος, τρίχωον σφαιροειδές σύμβολον ελευθερίας (κονκάρδαν) από χρώμα κόκκινον, κυανούν καί λευκόν,κατά δέ τό μέτωπον τού καλύμματος δύο οστά μέ κρανίον από άργυρον σημαίνοντα ελευθερίαν ή θάνατον» (Ηλία Φωτεινού, Οι Άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως, Λειψία 1846).

Η πρώτη μεγάλη μάχη που επέλεξε να δώσει ο Υψηλάντης, ήταν στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, στις 7 Ιουνίου 1821, όπου ήταν εγκατεστημένη ισχυρή τουρκική φρουρά.Μετά από μία τριήμερη δύσκολη πορεία κάτω από πολύ κακές καιρικές συνθήκες, ο Ιερός Λόχος φτάνει απέναντι από το Δραγατσάνι όπου στρατοπεδεύει.Οι Ιερολοχίτες, με επικεφαλής τον αδελφό του Αλεξάνδρου, Νικόλαο Υψηλάντη, πολέμησαν ηρωικά και έγραψαν μια ένδοξη σελίδα στη νεοελληνική ιστορία.Όμως μέσα από λάθη και ατυχίες, αλλά και κάποιες προδοτικές ενέργειες εκείνης της επιχειρήσεως, υπέστησαν σημαντικές απώλειες.Είκοσι πέντε αξιωματικοί και 180 Ιερολοχίτες έπεσαν νεκροί, ενώ 37 αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στο Βουκουρέστι κι από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίστηκαν.Στη κρίσιμη στιγμή της μάχης έφτασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο σημαντικότερος στρατιωτικός ηγήτορας του στρατεύματος του Υψηλάντη, ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους, 136 συνολικά,μεταξύ των οποίων και ο αρχηγός τους Νικόλαος Υψηλάντης και ο υπασπιστής του Ιερού Λόχου Αθανάσιος Τσακάλωφ.Διέσωσε επίσης τη σημαία του Λόχου από το σημείο όπου είχε πέσει ο σημαιοφόρος.Παλιός αρματολός στον Όλυμπο ο Γιωργάκης, είχε βοηθήσει τους Σέρβους στην επανάστασή τους του 1799, είχε πολεμήσει τους Τούρκους το 1805 στο πλευρό των Ρώσων – οι οποίοι του απένειμαν τον βαθμό του συνταγματάρχη – ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας από τους πρώτους και είχε χριστεί από τον Υψηλάντη αρχηγός του στρατού στη Βλαχία, πριν ακόμη ξεσπάσει η Επανάσταση.Η Επανάσταση στην Μολδοβλαχία –εφόσον δεν είχε και την υποστήριξη του Τσάρου, στην οποία πίστευε και βασιζόταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης – δεν είχε προοπτικές επιτυχίας.Η γεωγραφική θέση αποτελούσε στρατηγικό μειονέκτημα που δεν ευνοούσε τις προσπάθειές των επαναστατημένων.Επιπλέον, δεν τις ευνοούσε η εγγύτητα σε μεγάλες τουρκικές δυνάμεις ενώ ήταν δυσχερής έως αδύνατη η υποστήριξη του αγώνα από άλλες περιοχές ή από θαλάσσης. Έτσι κατεπνίγη σύντομα.Το ίδιο συνέβη λίγο αργότερα στην Μακεδονία, όπου μετά την αποτυχία της Επανάστασης εκεί, οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, του Βερμίου, της Χαλκιδικής και των άλλων περιοχών,αποφάσισαν τη συνέχιση του επαναστατικού αγώνα στη νοτίως του Ολύμπου Ελλάδα, στο πλευρό των αδελφών τους της Ηπείρου, της Ρούμελης, του Μωριά, και των νησιών.


Ιωάννης Παρίσης













H ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΣΑΛΑΩΡΑΣ (ΠΡΕΒΕΖΑ)


Με τον όρο ο Χαλασμός της Πρέβεζας αποκαλούνται τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν τη Μάχη της Νικοπόλεως (23 Οκτωβρίου 1798). Στη μάχη αυτή, νικήθηκε η Γαλλική Φρουρά Γρεναδιέρων που προστάτευσε την Πρέβεζα, με αποτέλεσμα δυνάμεις 7000 Τουρκαλβανών Οθωμανών υπό τον Αλή Πασά Τεπελενλή και τον γιό του Μουχτάρ εισήλθαν στην Πρέβεζα και προέβησαν σε ανελέητη σφαγή και λεηλασία των κατοίκων της πόλης, με αποτέλεσμα την πλήρη ερήμωσή της και τον εποικισμό της από Οθωμανούς (23+24 Οκτωβρίου 1798)

Μετά την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βενετίας, και με βάση τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, η Πρέβεζα, η Πάργα και τα Ιόνια νησιά περιέρχονται στους Γάλλους. O Μέγας Ναπολέων έστειλε στην Πρέβεζα ως πολιτικούς εκπροσώπους τους επιφανείς Έλληνες της Κορσικής αδελφούς Stefanopoli. Τον έναν από τους αδελφούς αυτούς τον είχε δηλώσει ως «κηδεμόνα» στη Στρατιωτική Σχολή όπου σπούδασε.Το 1798, ότε υψώθη η Γαλλική σημαία επί των δήθεν επάλξεων του ερειπωμένου φρουρίου της Πρεβέζης, δεν υπήρχον επ αυτού ή τρία σιδηρά τηλεβόλα, η δε Γαλλική Δημοκρατία από πολλών μεριμνών περισπωμένη, ελάχιστον εφρόντιζε περί της σπουδαίας ταύτης θέσεως. Η άμυνα αυτής, μετά περιοχής της Νικοπόλεως είχεν εμπιστευθή εις διακοσίους ογδοήκοντα Γρεναδιέρους, υπό την διοίκησιν του Στρατηγού La Salcette (ή La Salchette) . Μόλις ούτος ώπλισεν και ωργάνωσε την Εθνοφυλακήν της Πρεβέζης και απέστειλε πολεμοφόδια εις τους Σουλιώτας, τους προσφερθέντας να ταχθώσιν υπό την Γαλλικήν σημαίαν και συμπράξωσι προς απόκρουσιν του Αλή Πασά, εσκέφθη διά την άμυναν της προκεχωρημένης θέσεως Νικοπόλεως.Η Πρέβεζα όμως, δυστυχώς παρέμεινε στα χέρια των Γάλλων λιγότερο από ένα χρόνο, γιατί τον Οκτώβριο του 1798 μΧ, πέρασε βιαίως στα χέρια του Αλή Πασά Τεπελενλή (Ale Pasha Tepelena), μετά τη Μάχη της Νικοπόλεως. Προφανώς, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είδε με καλό μάτι τη Συνθήκη του Campo Formio, διότι υπεγράφη άνευ της δικής της συγκατάθεσης.Στις 21 Οκτωβρίου 1798 (ή στις 22 Οκτωβρίου κατά την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), στα ερείπια της Νικοπόλεως, έγινε μία σκληρή μάχη, η Μάχη της Νικοπόλεως, στην οποία έλαβε μέρος η Γαλλική Φρουρά Πρέβεζας αποτελούμενη από 280-300 γρεναδιέρους υπό τον στρατηγό La Salchette (Λα Σαλσέτ), συνεπικουρούμενη από 200 Πρεβεζάνους πολιτοφύλακες και 60 Σουλιώτες πολεμιστές υπό τον καπετάν Χρηστάκη (Μάνος Δημήτριος, 1965). Κατά άλλη άποψη, επικεφαλής των Πρεβεζάνων πολιτοφυλάκων ήταν ο Παναγιώτης Τσαρλαμπάς, παππούς του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και επικεφαλής των Σουλιωτών ήταν ο τυχαίως ευρεθείς στην Πρέβεζα Γεώργιος Μπότσαρης και επίσης ένα μικρότερο σώμα από την περιοχή Λάκκα Σούλι υπό τον καπετάν Χρηστάκη (Θεόφιλος Σπυράκος, 2007, σελίδα 178). Της μάχης αυτής προηγήθηκε προετοιμασία δύο μηνών με οχυρωματικά έργα. Η προετοιμασία καθυστέρησε πολύ λόγω της διαφωνίας των μηχανικών των Γάλλων, με αντικείμενο εάν οι οχυρώσεις θα είναι υπέργειες, δηλαδή ξύλινοι πύργοι, ή επίγειες, δηλαδή χαρακώματα. Πέραν αυτού, η θέση άμυνας ήταν λανθασμένη (στην σημερινή θέση Μάζωμα Πρέβεζας, ή «έλεγχος» πού βρίσκεται η ταβέρνα του Αριστείδη Ακρίβη, έξω από τα τείχη της Νικοπόλεως). Είναι προφανές ότι τα Ελληνογαλλικά στρατεύματα μειονεκτούσαν τόσο ως προς τον αριθμό στρατιωτών όσο και ως προς τη θέση τους.Από την άλλη μεριά παρατάχθηκε ο 58χρονος τότε Αλή Πασάς Τεπελενλής,με επικεφαλής το νεαρό γιό του Μουχτάρ Πασά, με 4.000 πεζούς και 3.000 έφιππους Τουρκαλβανούς, ένα ασκέρι δηλαδή 7.000-8.000 ανδρών. Από ότι φαίνεται, οι Γάλλοι δεν πρόλαβαν να προετοιμασθούν αμυντικά, γιατί προδόθηκαν οι οχυρωματικές εργασίες τους και η στρατιωτική τους παράταξη, με αποτέλεσμα να δεχθούν ταχεία επίθεση από τον Αλή Πασά.Τα στρατεύματα του Αλή Πασά κατέφτασαν από το Μιχαλίτσι και σχεδόν περικύκλωσαν τους Γάλλους και Ελληνες.Η μάχη ήταν ιδιαίτερα φονική, διήρκεσε μία ολόκληρη μέρα και παρά τα οχυρωματικά έργα των Γάλλων,τη μάχη κέρδισε ο Αλή Πασάς. Ο «συνταγματάρχης Hotte, παλαίων επί πολύ διά του ξίφους, κατώρθωσεν να φθάση μέχρι της περιβολής εις ήν ημύνετο και ο στρατηγός La Salchette, αγωνιζόμενος μετά εικοσιπέντε ανδρών, μέχρις εξαντλήσεως των πυρομαχικών, οπότε και παρεδόθησαν. Ο δε γενναίος Richemont ηγωνίσατο τον άπελπιν τούτον αγώνα μετ’ ολίγων στρατιωτών εντός του μεγάλου αμφιθεάτρου, ένθα και συνελήφθη.Ο ίδιος ο La Salchette συνελήφθη αιχμάλωτος, βαρειά τραυματισμένος και απεβίωσε. Στο μεταξύ ο λοχαγός Tissot είχε την ευθύνη των αποθηκών της Πρεβέζης με τριάντα πέντε άνδρες. Συγκέντρωσε ογδόντα άνδρες και ήρθε γρήγορα στη Νικόπολη, όπου έδωσε μάχη για να απελευθερώσει τον στρατηγό La Salchette και τον συνταγματάρχη Hotte, αλλά συνάντησε ορδές τουρκαλβανών Ετσι ο Tissot επανέκαμψε στην Πρέβεζα για να σώσει τους κατοίκους από την επερχόμενη σφαγή των Αλβανών, όπου βρήκε να τον περιμένουν τουρκαλβανοί εισελθόντες στην πόλη από άλλη οδό. Ο λοχαγός Tissot έφτασε στο λιμάνι και παρετάχθη πίσω από την εκκλησία Αγιος Χαράλαμπος, έτσι ώστε τα νώτα του να προστατεύονται από θαλάσσης και τα πλευρά του από διπλανές κατοικίες. Ο Tissot έδωσε ηρωϊκή μάχη επί δυόμιση ώρες έτσι ώστε έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στις χριστιανικές οικογένειες να επιβιβασθούν σε βάρκες και να πάνε στό Άκτιο, ενώ η αναμενόμενη βοήθεια από τη Λευκάδα ουδέποτε έφτασε λόγω ενάντιου ανέμου. Όμως η μάχη του Tissot ήταν άνιση και «μετά πεισματώδη αγώνα οι εναπομείναντες εννέα άνδρες του, εκ των 306 συνελήφθησαν, αφωπλίσθησαν και ωδηγήθησαν ενώπιον του Μουχτάρ Πασσά» Ετσι μόνον 9 γρεναδιέροι με τους αξιωματικούς Tissot και Camus έμειναν ζωντανοί, αιχμαλωτίσθηκαν και αλυσοδεμένοι στην Πρέβεζα όπου έγιναν σκοπίμως μάρτυρες της σφαγής των γυναικόπαιδων, και των προυχόντων, του εμπρησμού και της λεηλασίας της πόλης που αριθμούσε τότε 16.000 άτομα πληθυσμό. Στη συνέχεια οι Γάλλοι αιχμάλωτοι μέσω Ιωαννίνων οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα στρατεύματα του Αλή Πασά κυρίευσαν ανενόχλητα πλέον στην Πρέβεζα




Εκτός από μεγάλος ληστής, μεγάλος δικτάτωρ, και μεγάλος σφαγέας, ο Αλή Πασάς Τεπελενλής ήτανκαι μεγάλος διπλωμάτης, δολοπλόκος και δημαγωγός. Μετά τη σφαγή της Νικόπολης, της Πρέβεζαςκαι της Σαλαώρας, για επικοινωνιακούς λόγους, οργάνωσε μεγαλειώδη επιστροφή και υποδοχή των δυνάμεών του στα Ιωάννινα, βάζοντας τους λιγοστούς Έλληνες και Γάλλους άτυχους αιχμαλώτους να προπορεύονται της πομπής κρατώντας στα χέρια τους τα κομμένα και αλατισμένα κεφάλια των συντρόφων τους, υπό τους αλαλαγμούς και τις ζητωκραυγές του Τουρκαλβανικού πληθυσμού των Ιωαννίνων. Πολλοί από αυτούς τους αιχμαλώτους πέθαναν από τις κακουχίες στο δρόμο προς τα Ιωάννινα. Από τα Ιωάννινα, οι εννέα Γάλλοι γρεναδιέροι αιχμάλωτοι, και δύο αξιωματικοί Tissot και Camus οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Κωνσταντινούπολη για ανάκριση. Ο λοχαγός Camus αργότερα απελευθερώθηκε, πιθανόν με μεσολάβηση της μητέρας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Μαρίας Λετίτσια, και επιστρέφοντας στη Γαλλία έγινε στρατηγός και έγραψε τα απομνημονεύματά του, σε τρείς τόμους. Ο στρατηγός Camus σε κάποιο σημείο των απομνημονευμάτων του αναφέρει ότι κατά την εκτέλεση οχυρωματικών έργων στη θέση Μάζωμα, η σκαπάνη των Γάλλων στρατιωτών αποκάλυψε το ανατολικό νεκροταφείο της Νικοπόλεως και σε λίγο πλήθος κτερισμάτων (κοσμήματα, λυχνάρια, πήλινα, κλπ) ήρθε στο φως, τα οποία όλα συλήθηκαν.Είναι άγνωστο τι απέγιναν αυτά τα ευρήματα, γιατί σχεδόν όλοι οι Γάλλοι στρατιώτες σκοτώθηκαν στη μάχη και τα υπάρχοντά τους λεηλατήθηκαν από τους Τουρκαλβανούς του Μουχτάρ.

«Ο Χαλασμός της Πρέβεζας».

Μετά τη λήξη της Μάχης της Νικοπόλεως, στις 23 Οκτωβρίου 1798, οι 7.000 Τουρκαλβανοί του Αλή Πασά, πεζικάριοι και ιππείς, εισήλθαν νικητές στην απροστάτευτη πλέον Πρέβεζα, την οποία είχε ήδη εγκαταλείψει το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού τμήματος του πληθυσμού της, μεταβαίνοντας στο Άκτιο και από εκεί στα βουνά της Ακαρνανίας (Ακαρνανικά Όρη) για να διασωθεί. Αρχικά συνελήφθησαν οι Πρεβεζάνοι προεστοί, συνεργάτες των Γάλλων και αποκεφαλίστηκαν στην παραλία της Πρέβεζας, μπροστά στους Γάλλους αιχμαλώτους γρεναδιέρους και τους λοχαγούς Tissot και Camus. Η πόλη λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε ενώ όσοι Χριστιανοί δεν πρόλαβαν να την εγκαταλείψουν, σφάχτηκαν ανηλεώς. Ο Αλή Πασάς μπήκε στην Πρέβεζα δύο μέρες μετά και όπως αναφέρει ο Pouquevil αποκεφάλισε στη Σαλαώρα, 170 προύχοντες, ενώ κατά τον Αραβαντινό οι εκτελεσμένοι ήταν συνολικά 400, που παραπλανημένοι από τις υποσχέσεις του είχαν επιστρέψει. Ελάχιστοι κάτοικοι απέμειναν και αυτοί ήταν κυρίως μουσουλμάνοι. Η πλειοψηφία των προσφύγων εγκαταστάθηκε στα Επτάνησα. Ο Αλή Πασάς παρέδωσε την πόλη στη σφαγή, τους βιασμούς, τη λεηλασία και τις φλόγες, διάρκειας δύο ημερών. Αφού λεηλατήθηκαν συστηματικά όλες οι ελληνικές συνοικίες, οι Οθωμανοί βίασαν, έσφαξαν, σκότωσαν άμαχους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και έκαψαν τα σπίτια και τις εκκλησίες των Ελλήνων. Ο Αλή Πασάς, ανάμεσα σε πολλά από τα λάφυρα του, έδειξε την προτίμησή του σε ένα χρυσό δισκοπότηρο του ναού του Αγίου Ανδρέα ή του Αγίου Χαραλάμπους, και, ένιωθε τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση πίνοντας από αυτό το ποτήρι το αγαπητό του ρακί, συστηματικά κάθε μέρα. Το διήμερο αυτό της σφαγής και λεηλασίας αποκαλείται «Ο Χαλασμός της Πρέβεζας».


Οι Πρεβεζάνοι πολίτες που είχαν καταφύγει στο Άκτιο και τα Ακαρνανικά όρη, για να γλιτώσουν, εξαπατήθηκαν με δόλο του Αλή Πασά, ο οποίος παρέσυρε τον τότε Μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο να δράσει ως δήθεν μεσολαβητής. Ο Ιγνάτιος απέστειλε κάποιον αρχιμανδρίτη μαζί με εκπρόσωπο του Αλή Πασά και διεμήνυσαν στους φυγάδες «να γυρίσουν πίσω ειρηνικά και δεν κινδυνεύουν». Η ομάδα αυτή των Πρεβεζάνων εξαπατηθείσα, οδηγήθηκε με πλοία στο λιμάνι της Σαλαώρας του Αμβρακικού Κόλπου, με την υπόσχεση ότι δήθεν «δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο», και ότι «θα εγγυόταν ο ίδιος ο Αλής την ασφάλειά τους, μέχρι να ηρεμήσουν οι Τουρκαλβανοί». Τελικά εκεί στη Σαλαώρα, χιλιάδες Πρεβεζάνοι περικυκλώθηκαν από τους Τουρκαλβανούς και αποκεφαλίστηκαν μπροστά στον Αλή Πασά! Είναι τέτοια η αγριότητα της ομαδικής σφαγής της Σαλαώρας, (διήρκεσε μία ολόκληρη μέρα) ώστε ο πρώτος δήμιος πέθανε από ανακοπή και αντικαταστάθηκε από άλλον ώρες αργότερα. Ο όρος γενοκτονία ωχριά μπροστά στη «Σφαγή της Σαλαώρας». Αποτέλεσμα της Σφαγής: Υπολογίζεται ότι μετά το «Χαλασμό της Πρέβεζας» από τους 12.000 τότε κατοίκους της πόλης παρέμειναν ζωντανοί μόνο 4.000 στην πλειοψηφία τους Αλβανοί και Οθωμανοί. Οι υπόλοιποι 8.000 είτε σφαγιάσθηκαν, είτε στάλθηκαν ως δούλοι στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. O Πρόξενος των Γάλλων στά Ιωάννινα F. Pouqueville περιγράφει "σφαγή 170 Ελλήνων στην Πρέβεζα" αλλά είναι προφανές ότι εννοεί την σφαγή εντός της πόλεως, όχι αυτή της Σαλαώρας ("Ο Πουκεβίλ στήν Ελλάδα", εκδόσεις Ολκός, και "Ξένοι Περιηγητές στήν Πρέβεζα", Η "Καθημερινή", 28 Ιανουαρίου 2001). Κατά μία άποψη οι σφαγιασθέντες με αποκεφαλισμό ανέρχονται σε 500 άτομα (Θεόφιλος Σπυράκος, σελίδα 179). Η πόλη τελικά ξανακατοικήθηκε από πολίτες γειτονικών περιοχών και απέκτησε πάλι σταδιακά τον αρχικό πληθυσμό της. (Ελευθεροτυπία: «Τα Ιστορικά»). Ενας Άγγλος περιηγητής το έτος 1808 αναφέρει ότι «βρήκε την Πρέβεζα σε άθλια κατάσταση, με πληθυσμό 3.000 άτομα, εκ των οποίων οι μισοί ήταν Τούρκοι και Αλβανοί». Είναι ενδιαφέρον αλλά όχι και παράξενο, ότι στο σημερινό Τεπελένι της Αλβανίας, την είσοδο της πόλης μπροστά στο Δημαρχείο κοσμεί ένα καλοφτιαγμένο πρόσφατο μπρούτζινο άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή σε βάση από καφέ γρανίτη (Ali Pasha Tepelena, Φωτό: Χ.Γκούβας Μάϊος, 2002), ενώ υπάρχει στην Αλβανία και το ομώνυμο διάσημο στην Αλβανία συγκρότημα δημοτικής μουσικής «Grupo Tepelenes Ali Pasha», το οποίο σε ένα από τους τελευταίους δίσκους του αφιερώνει δύο τραγούδια στα Ιωάννινα και ένα τρίτο, το τραγούδι «Koke Nestabul», ή «Koka në Stambollë» (σημαίνει «Το κεφάλι στην Κωνσταντινούπολη») αποτελεί ύμνο στον «αδικοχαμένο» Αλή Πασά Τεπελενλή.



Αίτιο της κατάληψης της Πρέβεζας

Φαίνεται ότι στα Ιωάννινα ο Αλή Πασάς Τεπελενλής ένοιωθε ανασφαλής και σκόπευε τη μετεγκατάσταση της έδρας του στην Πρέβεζα για να έχει άμεση πρόσβαση σε ουδέτερο δυτικό έδαφος, όταν θα αυτονομείτο από την Πύλη ("θα σήκωνε μπαϊράκι"). Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός των πολύ καλών σχέσεων πού είχε με τους δυτικούς διπλωμάτες και τους περιηγητές της περιοχής, Άγγλους, Γάλλους, Ολλανδούς, Δανούς, στους οποίους παρείχε στην Πρέβεζα πλουσιοπάροχη φιλοξενία, σε σημείο πού οι ίδιοι στις περιγραφές τους τον περιγράφουν με αξιοθαύμαστα λόγια. Ακόμα και οι σύζυγοι των Ευρωπαίων διπλωματών δεν φείδονται καλών λόγων για τον «ευγενέστατο κύριο Αλή Πασά, πού ήταν αβρότατος μαζί τους και τους δώριζε συχνά διαμάντια και μαργαριτάρια». Μετά τη δεύτερη κατάληψη της Πρέβεζας, ο Αλή Πασάς αν και δήλωσε πως θα σεβόταν την εσωτερική αυτονομία της πόλης, φρόντισε να τοποθετήσει στην ηγεσία της «Εξάρας» (όργανο αυτοδιοίκησης) πρόσωπα πιστά σε αυτόν. Οι Αλβανοί Μπεκήρ Αγάς και Τσατς Μπέης, όργανα του Αλή, ασκούσαν τρομοκρατία στην πόλη. Κύριο τους μέλημα ήταν να δημεύουν περιουσίες κατοίκων και να τις παραχωρούν είτε σε συμπατριώτες τους είτε σε Έλληνες πιστούς στον Αλή. (Κ.Ρωμαίος: «Eλλάς», τόμος 2ος, σελ 368-370, εκδ. Γιοβάνη) Τελικά, ο Αλή Πασάς δεν πρόλαβε να εδραιωθεί στην νέα έδρα του την Πρέβεζα, γιατί το 1822 είχε το γνωστό άδοξο τέλος στο νησάκι των Ιωαννίνων με τον αποκεφαλισμό του από στρατεύματα του Χουρσίτ Πασά, το δε κεφάλι του πήρε αλατισμένο την οδό προς Κωνσταντινούπολη. Ο τάφος του ακέφαλου σώματός του βρίσκεται σήμερα στο Φρούριο του Ιτς Καλέ στα Ιωάννινα. Μετά το βίαιο θάνατο του Αλή Πασά, σε ηλικία 82 ετών, το 1822, η Πρέβεζα παρέμεινε στα χέρια των Οθωμανών άλλα 90 χρόνια, μέχρι την 21η Οκτωβρίου 1912, οπότε απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό υπό τον Ταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιάδη, προς τιμήν του οποίου φέρει το όνομα η παραλιακή λεωφόρος της Πρέβεζας.

Το έτος 2004, βρέθηκε στη συλλογή παλαιών εγγράφων του Κωνσταντίνου Φίλου, μια επιστολή του έτους 1798 μΧ, του Πρεβεζάνου Σπύρου Τριάντογλου από τα Λεχαινά Ηλείας, προς τον επίσης Πρεβεζάνο Προεστό Σιόρ Αταρίνο Χουρόπουλο στους Παξούς. Η ευκατάστατη οικογένεια Αταρίνου Χουρόπουλου γλύτωσε από τη σφαγή του Χαλασμού της Πρέβεζας μετακομίζοντας έγκαιρα στους Παξούς, με όλο το βιός της όπως αναφέρεται στην επιστολή. Στην επιστολή αυτή γίνεται αναφορά στο Χαλασμό της Πρέβεζας. Με αφορμή αυτή την επιστολή ο Χαράλαμπος Γκούβας και ο Κωνσταντίνος Φίλος, μελέτησαν τη διαθέσιμη βιβλιογραφία και με τη συνεργασία δύο ειδικών στην ψηφιακή φωτογραφία (Γεώργιος Καρράς και Θωμάς Τσεκούρας), κατασκεύασαν ένα Poster με τίτλο «Ο Χαλασμός της Πρέβεζας». Το Poster αυτό είχε σαν σκοπό να κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό το φοβερό αυτό ιστορικό γεγονός το οποίο άγνωστο γιατί πέρασε στα ψιλά της ιστορίας. Το Poster εκτίθεται στο Δήμο Πρέβεζας, στη Νομαρχία Πρέβεζας, την Αστυνομία Πρέβεζας , σε ορισμένες δημόσιες Υπηρεσίες της πόλης και στην ταβέρνα «Κελάρι».




Αναφορές
Γκούβας Χαράλαμπος: "Η Ιστορία του Νομού Πρέβεζας"
Εκδοση Ιδρύματος "Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Πρεβεζας'' 2009




Η Eξοδίτισσα Ελένη Στάικου


Κοιτώ το γιλέκο το περίτεχνο και προσπαθώ μέσα από τα μισάνοιχτα κουμπάκια του να ψηλαφίσω τον χτύπο της καρδιάς της. Γυρίζω πίσω 192 χρόνια και τη βλέπω εκείνο το πρωινό του Λαζάρου ν' ανοίγει το σεντούκι και να βγάζει στο φως την καλή της τη φορεσιά. Εκείνη που θα φορούσε στο γάμο της. Είναι μόλις 20 χρονών. Ένα παιδί για την εποχή μας. Μια γυναίκα για τότε. Τα παλικάρια στα μέρη της είναι κι αυτά άντρες. Στα 23 τους ήταν ήδη εκλεγμένοι στρατηγοί. Όπως ο Θανάσης ο Ραζη-Κότσικας ο άνδρας αγαπημένης παιδικής της φίλης.Σαν το δικό της το σεντούκι, ανοίγονται όλα τα σεντούκια της πόλης. Και βγαίνουν οι φορεσιές οι χρυσοκέντητες. Κι όλοι ντύνονται με τα καλά τους. Όχι με φλύαρα γέλια και σαματά, αλλά με σοβαρότητα και σιωπή, έτσι όπως αρμόζει στη νύχτα που θα ακολουθήσει. Ο αέρας μυρίζει καμένο ξύλο. Είναι τα νυφιάτικα κρεβάτια που καίγονται για να μην μείνει πίσω τίποτε ιερό που θα μπορούσε να μαγαριστεί.Κοιτώ το γιλέκο το περίτεχνο και προσπαθώ να τη φανταστώ παιδούλα να το υφαίνει στον αργαλειό της, να το ράβει, να το στολίζει με σιρίτια. Μια διαδικασία που απαιτεί πολύ χρόνο, μεγάλο κόπο, εξαιρετική επιδεξιότητα.Μόνο και μόνο για εκείνην τη μοναδική μέρα της ζωής της. Ή μήπως είναι τσόχινο κι αγορασμένο από κάποια φημιστή τεχνίτρα της εποχής; Όπως και νάχει, είναι ένα γιλέκο ζηλευτό γιατί η Ελένη Στάικου είναι μια αρχοντοπούλα.

Και η μέρα έφτασε. Ήρθε η ώρα να το φορέσει. Κόκκινο σαν το αίμα, Μωβ σαν τις πασχαλιές που έχουν ήδη ανθίσει, Ασημί σαν το φως του φεγγαριού,του φεγγαριού που αναπάντεχα βιάζεται να ξεπροβάλει μέσα στη νύχτα ανάμεσα στα πυκνά σύννεφα και να προδώσει για δεύτερη φορά το σχέδιο.



Η Ελένη Στάικου είναι στην ομάδα με τα γυναικόπαιδα, με αρχηγό τον θηριώδη Δημήτρη Μακρή. Αν τα καταφέρει και φτάσει στο μοναστήρι, θα συνεχίσει για τα μέρη του βάλτου όπου βρίσκεται η υπόλοιπη οικογένειά της με τα μικρότερα αδέλφια της. Το σχέδιο όμως έχει ήδη προδοθεί από έναν μωαμεθανό αιχμάλωτο που μπόρεσε να δραπετεύσει. Έτσι τελευταία στιγμή το σχέδιο αλλάζει και οι πιο αδύναμες ομάδες του Νότη Μπότσαρη και του Μακρή βγαίνουν πρώτες για να φυλάξουν τα νώτα οι αρματωμένοι. Ξέρουμε πως εκείνη τη φοβερή νυχτιά που έμελλε να συγκλονίσει ένα μεγάλο μέρος του τότε κόσμου, και να μετατρέψει την ιστορία του Έθνους σε ιστορία του Κράτους μας, μόνον 1500 περίπου κατάφεραν να σπάσουν τον κλοιό του εχθρού, να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, να διαφύγουν και να επιζήσουν. Μεγάλο μέρος των πολεμιστών καθώς και σχεδόν όλα τα γυναικόπαιδα σκοτώθηκαν. Οι συσπειρωμένοι στο αρχοντικό-μπαρουταποθήκη του Καψάλη, είδαν τον ιδιοκτήτη του να ρίχνει τον πυρσό στα πυρομαχικά και να προκαλεί τη φοβερότερη επιχείρηση αυτοθυσίας και δολιοφθοράς όλων των εποχών μιας και δεν έχει υπάρξει άλλη ενέργεια που να έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο περισσότερων εχθρών στα ιστορικά χρονικά. (Ούτε καν η επίθεση στους δίδυμους πύργους...) Η Ελένη Στάικου ήταν στην ομάδα που κάποιες κραυγές απελπισίας "πίσω! πίσω!", την έκαναν να οπισθοχωρήσει και να τρέξει πίσω στην πόλη. Δεν ξέρουμε τι έγινε μετά. Αν την βίασαν, αν την πούλησαν ως δούλα, αν στη συνέχεια κάποιος πλούσιος Έλληνας ή φιλέλληνας την εξαγόρασε στη συνέχεια για να της χαρίσει την ελευθερία της σε ένα ελεύθερο πια κράτος. Δεν ξέρουμε αν πρόλαβε να δει τη λάμψη από την έκρηξη του ανεμόμυλου, την τελευταία σπίθα αντίστασης, από τον ιερωμένο Ιωσήφ Ρωγών. Γνωρίζουμε πως η Ελένη Στάικου τυφλώθηκε και στα δύο μάτια. Πως δεν παντρεύτηκε. Πως έζησε άλλα περίπου 15 χρόνια και πέθανε γύρω στα 1840.Η οικογένειά της σε όποιο κορίτσι γεννιόταν δεύτερο είχε τιμή να δίνει το όνομά της. Μαζί με το όνομα έδινε και το γιλέκο της, το γιλέκο που φορούσε εκείνο το βράδυ. Έγινε ιερό κειμήλιο και πέρασε από γενιά σε γενιά. Έτσι βρέθηκε στα χέρια της μητέρας του φίλου μου του Κώστα του Ζαρόκωστα. Ελένη κι αυτή. Κι όταν πριν κάποια χρόνια κατάλαβε πως έπρεπε να δώσει τις τελευταίες της οδηγίες, φώναξε δυό μέρες πριν κλείσει για πάντα τα δικά της μάτια τον γιο της και του το εμπιστεύτηκε. Έγνοια για το πιο πολύτιμο.




Κοιτώ το γιλέκο της Ελένης Στάικου. Είναι κρεμασμένο σε μια πέτρα απ' ότι απέμεινε από το τείχος της πόλης του Μεσολογγίου. Δίπλα στο κανόνι. Είμαστε στον κήπο των Ηρώων. Τα τείχη που άντεξαν δύο πολιορκίες. Τα τείχη που ειρωνεύτηκε ο Ιμπραήμ "μα καλά τόσους μήνες δεν μπορείτε να πηδήσετε ένα τόσο δα τειχαλάκι;". Τα τείχη που έγιναν σύμβολο παγκόσμιας αξιοπρέπειας εκείνη τη νυχτιά του 1826 ανάμεσα στο Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων.Κοιτώ το γιλέκο το περίτεχνο της Ελένης Στάικου. Ξάφνου ένα αεράκι σηκώνει το δεξί μανίκι και "χαϊδεύει" το κανόνι. Η φωτογραφική μου μηχανή προλαβαίνει και πιάνει τη στιγμή. Είμαι σίγουρη πως η Ελένη Στάικου, η μικρή μου υφάντρα του Απόλυτου, είναι μαζί μας,Σκέψεις και παιχνίδια φαντασίας για ένα "πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη". Μόνο που το συγκεκριμένο πουκάμισο δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι πιο γεμάτο


Μαρίλη Χαραμή

https://diexodosmes.blogspot.com