Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ένας από τούς σημαντικότερους Ελληνες συγγραφείς τού περασμένου αιώνα. Εργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Κάποια από αυτά δημιούργησαν τριβές με κάποιους εκκλησιαστικούς χώρους, οι οποίοι τα αντιμετώπιζαν ως μη αποδεκτά. Παράλληλα με τα γεγονότα καί τίς διαμαρτυρίες όμως,καταφέρνουν να επιβιώνουν καί φήμες οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, όπως ότι ο Καζαντζάκης αφορίστηκε από την Εκκλησία. Ουδέν αναληθέστερο. Ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε ποτέ από τήν Εκκλησία κί ετάφη κανονικά, προεξάρχοντος μάλιστα τής νεκρωσίμου ακολουθίας του Κρήτης Ευγενίου.
Η φοβερή ιστορία του παπά που το έσκασε από στρατόπεδο για να κηδέψει τον Καζαντζάκη
'Αγιος Παΐσιος - Παλιά τα παιδιά με τα όμορφα ποιηματάκια ...
Παλιά τα παιδιά με τα όμορφα ποιηματάκια τα μάθαιναν ν’ αγαπάν την πατρίδα:
Σ᾽ ἀποζητοῦμε, Χριστόδουλε!
Σ᾽ ἀποζητοῦμε, Χριστόδουλε
Ὅταν ἔφυγε ἔγραψα: «Σέ κλαίει ὁ λαός!». Σήμερα, μετά ἀπό τήν παρέλευση τόσων ἐτῶν ἀπό τή θανή του εἶμαι ὑποχρεωμένος νά γράψω: «Σέ θέλει ὁ λαός!».
Στό διάστημα τῆς ἐπίγειας ἀπουσίας του «ἔφυγαν κι ἄλλοι πολλοί, μεγάλοι καί τρανοί, πού ἦσαν πασίγνωστοι ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ὅλους ὅμως τούς πῆρε τό ποτάμι τῆς Λήθης. Μόνον ὁ Χριστόδουλος ζῆ -ἄσβηστο καντήλι στήν ψυχή τοῦ ἁγνοῦ λαοῦ πού πονεῖ γιά τήν ἔρμη πατρίδα.Ὅσο ζοῦσε ὁ Χριστόδουλος ὁ λαός εἶχε μιάν ἐλπίδα: εἶχε ἕναν ἡγέτη! Ἦταν γιά τό λαό μας ὅ,τι καί ὁ Χρυσόστομος γιά τόν ἐγκαταλελειμμένο λαό τῆς Σμύρνης. Καί οἱ δύο ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο: ὁ Σμύρνης ἀπό τόν τουρκικό ὄχλο, ὁ Ἀθηνῶν καί Ἑλλήνων πάντων ἀπό τόν δημοσιογραφικό καί χαμηλοπολιτικό ὄχλο.Ὁ ἕνας πέθανε βασανισμένος, ὁ ἄλλος πέθανε φαρμακωμένος.
Δανείζομαι μιά φράση τοῦ Παν. Κανελλόπουλου γιά νά τόν παραστήσω: «Τόν μικρό τόν γνωρίζει κανείς ἀπό τήν ἄνοδό του• τόν μεγάλο ἀπό τήν πτώση του».Ναί, ὅταν ἔπεσε ὁ Χριστόδουλος, ἦταν σάν νά ἔπεσε ἡ Βασιλική Δρῦς τῆς πατρίδας. Ὁ λαός ἔχασε τόν ἄνθρωπο πού τοῦ προσέφερε ὅραμα, δύναμη, ἀντιστασιακή διάθεση.Ὁ Χριστόδουλος χτυποῦσε διαρκῶς τήν καμπάνα τοῦ συναγερμοῦ, διότι «ἄκουε τήν βοήν τῶν πλησιαζόντων γεγονότων». Γι᾽ αὐτό εἶχε ἀπέναντί του ὅλους αὐτούς πού ἀπεργάστηκαν τήν σημερινή μας κατάντια. Δυστυχῶς, στήν Ἑλλάδα, ἀντί νά χτυπᾶμε αὐτούς πού βάζουν τήν φωτιά, χτυπᾶμε ἐκείνους πού βαρᾶνε τήν καμπάνα τοῦ συναγερμοῦ.Δεκάδες οἱ φαρέτρες μέ τά δηλητηριασμένα βέλη πού στρέφονταν ἐναντίον του. Μέ τήν δῆθεν σάτιρα ἀπό τήν τηλοψία, ἀπό τό ραδιόφωνο, ἀπό τό πάλκο καί τόν τύπο, οἱ νάνοι ἀντίπαλοί του, τοῦ ἔκαναν τή ζωή του φαρμάκι.Κι αὐτός σάν τόν μάρτυρα Χρυσόστομο συγχωροῦσε.
Εἴχαμε στενή φιλία ἀπό παλιά, ἀλλά ποτέ συνεργασία σέ ἐπαγγελματική βάση. Ἡ γνωριμία μας ξεκίνησε ἀπό μιά ἐπιθετική ἐπιστολή πού τοῦ ἔστειλα ἀπό τό ἐρημητήριό μου στόν Πάρνωνα. Ἔσχισε λαγκάδια καί βουνά νά μέ βρεῖ. Ἔκτοτε δεθήκαμε μέ μιά σχέση ἀδελφική.Δέν θά πῶ ποτέ ὅσα μοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ. Σέ πολλά μέ ἔπειθε. Σ᾽ ἕνα μόνον δέν μέ ἔπειθε: νά εἶμαι συγχωρητικός.«Εἶμαι Μανιάτης, τοῦ ἔλεγα, καί μέσα στό μανιάτικο φυσικό εἶναι ἡ ἀναίδεια». Ἀναίδεια στ᾽ ἀρχαῖα ἑλληνικά σημαίνει ἄρνηση συγγνώμης.Κι αὐτός γελοῦσε παταγωδῶς. Γιατί ἤξερε πώς δέν σοβαρολογῶ. Ἁπλῶς ἐρέθιζα τήν διάθεσή του γιά εὐτραπελία.Ναί, ἦταν ἕνας μεγάλος «μαΐστορας» τοῦ χιοῦμορ. Στά χρόνια του ἡ Ἐκκλησία «ἔλαμπε ἀπό χαμόγελο», μπῆκε τό γέλιο στήν Ἐκκλησία.Κέρδισε τήν παραπαίουσα νεολαία. «Κι ἐγώ μαζί σας ἀλλά κι ἐσεῖς μαζί μου».Κι οἱ νέοι θά πήγαιναν μαζί του, ἔστω κι ἄν τούς ὁδηγοῦσε στό Ζάλογγο. Θά ἔπεφταν, ἀλλά θά ἔπεφταν σάν τόν Ἴκαρο ἀπό ψηλά.
Εἶχε Ἰκάρειο πνεῦμα μέσα του ὁ Χριστόδουλος. Πετοῦσε πάνω ἀπό τά εὐτελῆ καί τούς εὐτελεῖς σάν τόν βασιλικό ἀητό. Ἐκάλυπτε τούς πάντες μέ τήν καλλιφωνία του, τήν πολυγνωσία του, τήν πολυγλωσσία του, μέ τό ἱλαρό φῶς τοῦ προσώπου του.Ἄγρυπνος σάν τόν Ἄργο, μελετοῦσε τά πάντα κι ἦταν ἐνήμερος γιά τά πάντα.Ἔγραφε ἀκατάπαυστα ἀκόμη κι ὅταν συνομιλοῦσε, ἀκόμη κι ὅταν τηλεφωνοῦσε.
Συχνά τόν μάλωνα: «Πότε ξεκουράζεσαι;». Κι αὐτός μέ τό δροσᾶτο γέλιο του: «Ὅταν δουλεύω!».Τοῦ ἄρεσε νά μέ νευριάζει καί νά μέ πιάνει τό «μανιάτικο», ὁπότε οἱ τύποι πήγαιναν περίπατο.Μέ φώναζε -γιά νά μέ ἐρεθίζει-, Σαράντη. Τοῦ ᾽λεγα, τοῦ ξανάλεγα ὅτι Σαράντο -κι ὄχι Σαράντη- λέμε στή Μἀνη. Κι αὐτός ἐπέμενε στό Σαράντη, ἔτσι γιά νά μέ «φουρτουνιάζει». Τοῦ ἄρεσε ἡ «φουρτούνα» μου.Κάποτε μοῦ εἶπε περιπαικτικά: «Νά δοῦμε πῶς θά περνᾶς στόν Παράδεισο».Τόν κοίταξα λοξά καί τοῦ εἶπα εἰρωνικά: «Ἔχω κάνει αἴτηση ὡς ἱστορικός νά πάω στήν Κόλαση. Ἐκεῖ θά βρῶ ὅλους τούς μεγάλους τῆς Ἱστορίας. Κι ἀκόμη θά γλυτώσω κι ἀπό σᾶς τούς δεσποτάδες».Κι ὁ μεγαλόθυμος Χριστόδουλος μέ ἀποστόμωσε -παρότι Θρᾶξ- μέ τό λακωνικό: «Μήν τό πολυελπίζεις αὐτό!».Ἔτσι, μέ τό χιοῦμορ, τήν ἑτοιμολογία, τήν λεκτική εὐθυβολία, τήν εὐθυφροσύνη καί τήν μεγαλοφροσύνη ἤξερε νά κερδίζει καρδιές.Βέβαια οἱ μικρόψυχοι τόν φθονοῦσαν. Τόν φθονοῦσαν καί ὅσοι εἶχαν βαλθεῖ νά ξεριζώσουν τή γλῶσσα μας, νά ξεπατώσουν τήν παιδεία μας, νά ξεδοντιάσουν τήν Ἐκκλησία μας, νά σπιλώσουν τήν ἱστορία μας, νά ἀκρωτηριάσουν τήν πατρίδα μας. Τόν φθονοῦσαν ὅλοι αὐτοί πού προσπάθησαν καί προσπαθοῦν νά μετατρέψουν ἕναν γίγαντα λαό, σέ λαό νάνων. Σέ λαό θάμνων, κατά τό δικό τους ἀνάστημα.
Τοῦ ὀφείλω ἄπειρη εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα ἔκανε γιά τήν ἡμετέρα φουκαροσύνη: προλόγισε τό βιβλίο μου «Ἀπό τό Μακεδονικό Ζήτημα στήν Ἐμπλοκή τῶν Σκοπίων», πού βγῆκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1992, προλόγισε -καί μάλιστα σέ Ἀττική διάλεκτο- τήν τρίτομη «Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν» καί στάθηκε πάντα πατρικά συμβουλευτικός ἀπέναντι στά παιδιἀ μου.Ἀφ᾽ ὅτου ἔφυγε, δέν ἔγραψα οὔτε μίλησα ποτέ γι᾽ αὐτόν.Μόνον μιά φορά, τήν ἡμέρα τῆς κηδείας του εἶπα κάποια λόγια πικρά -ὄχι γι᾽ αὐτόν φυσικά στό Ραδιόφωνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.Σήμερα μιλοῦν ἄλλοι, πού κάποτε τόν εἴχανε πικράνει.Τώρα νιώθουν τί «τζοβαϊρικό» ἀξετίμητο χάσαμε.Κι ἄν σήμερα ἀνταποκρίθηκα στό αἴτημα νά χαράξω τίς γραμμές αὐτές, εἶναι γιατί σέ μιά πρόσφατη ἐπίσκεψή μου στό Α ́ Νεκροταφεῖο τῶν Ἀθηνῶν, εἶδα τάφους γυμνούς ἐπιφανῶν, ἐνῶ ὁ τάφος τοῦ Χριστόδουλου ἦταν πνιγμένος στά λουλούδια.
Πῆγα νά κόψω ἕνα γαρύφαλλο κι ἀπό κάτω σ᾽ ἕνα χαρτάκι εἶδα γραμμένη τή φράση:
«Σ᾽ ἀποζητοῦμε, Χριστόδουλε!»
exapsalmos.gr
ΒΟΣΚΟΙ ΣΤΗΣ ΜΑΝΤΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, ΟΙ ΛΥΚΟΙ
Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι!
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΕ, ΣΕ ΚΛΑΙΕΙ Ο ΛΑΟΣ
Οι Βορειοηπειρώτες στον πανελλήνιο ξεσηκωμό του ’21
Ιερός Λόχος (έναρξη επανάστασης στην Μολδοβλαχία)
- Το σώμα του Αναστάσιου Αργυροκαστρίτη
- Το σώμα του Αθανάσιου Σπύρου από το Βούνο Χιμάρας οδηγήθηκε σε ολοκαύτωμα.
Ο Ευάγγελος Ζάππας από το Λάμποβο διακρίνεται ως πρωτοπαλίκαρο του Μάρκου Μπότσαρη και μετά τον θάνατό του συμμετέχει στις κυριότερες μάχες της Στερεάς Ελλάδας για να μεταναστεύσει μετά στην Μολδοβλαχία όπου πλούτισε για να γίνει μεγάλος εθνικός ευεργέτης.Ο Σπύρος Μήλιος μαζί με τον αδερφό του Ζάχο, με 250 Χιμαραίους συμμετέχει στην υπεράσπιση του Μεσολλογίου, την μάχη της Αράχωβας το Κερατσίνι πλάι στον Καραϊσκάκη κ.α.Ο Κώστας Λαγουμιτζής (προσονύμιο επειδή ετοίμαζε τα λαγούμια για ανατινάξεις) από το Τεπελένι για τον οποίον γράφει ο Μακρυγιάννης ''στο Μεσολόγγι και παντού ο γενναίος αυτός άντρας θάματα έχει κάνει''. Ο Κώστας Χαρμοβίτης από το Τεπελένι με τους 150 άνδρες του στο Μεσολόγγι.Ο Κώστας Παλάσκας από την Πρεμετή διακρίνεται ως οπλαρχηγός ιππικού στον Ιερό Λόχο στο Δραγατσάνη και αλλού, ακολουθεί τον Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη στην Κρήτη όπου θυσιάστηκε με τους συναγωνιστές του.Ο Χατζη-Μιχάλης Νταλιάνης, πιθανώς από την Πρεμετή (ή τους Βουλιαράτες Δρόπολης) σφραγίζει την προσφορά του στην επανάσταση όταν με τους 350 περίπου άνδρες του θυσιάζεται στο Φραγκοκάστελο της Κρήτης. Η ιστορία τους και ιστορική θυσία είναι σήμερα γνωστή μέσα από το φαινόμενο των ''Δροσουλιτών'' που κατά τους Κρητικούς είναι οι στρατιώτες του Νταλιάνη.Η Περιφέρεια Δελβίνου αντιπροσωπεύεται από τον Σταύρο Κόντο. Ο καπετάν Σταύρος, όπως ήταν γνωστός, με τη λήξη του αγώνα, εγκαταστάθηκε στην Άμφισσα και παντρεύτηκε την Παναγιώτα Κοντοδήμου. Γιος τους ήταν ο αξιόλογος φιλόλογος και γραμματικός Κωνσταντίνος Κόντος.Στην Επανάσταση της Εύβοιας συμμετείχαν μόνο Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τον Μητροπολίτη Ευρίπου Γρηγόριο τον Αργυροκαστρίτη. Για τη δράση του γράφουν οι: Ε. Κουρίλας («Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης», εν Αθήν. 1935) και ο Φ. Μιχαλόπουλος («Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης και η Επανάσταση της Ευβοίας», Αρχείον Ευοϊκών μελετών, τ.Γ’, 1954, εν Αθ. 1955). Και οι δύο αναφέρονται στη ζωή και το έργο του Αργυροκαστρινού κληρικού και τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία.Ο Γρηγόριος γνώριζε το μάχιμο των συμπατριωτών του και κάλεσε Αργυροκαστρίτες, Χορμοβίτες και Χειμαραίους, οι οποίοι έλαβαν μέρος σε όλες τις μάχες και παρέμειναν τελευταία στη μάχη των Αδριλιών, στην οποία και κρίθηκε η Ευβοϊκή Επανάσταση (23 Ιουλίου 1823). Στη μάχη των Ανδριλιών για την οποία γράφει και ο ιστορικός Κουτσονίκας στην ιστορία του (σελ. 74) έλαβαν μέρος οι Ηπειρώτες Σταύρος Βασιλείου με τον αδερφό του Κώστα και τον γενναίον Αργυροκαστρίτη Λιάκον με τριακόσια παλικάρια. Ο Λιάκος περικυκλώθηκε από τους εχθρούς «και ηρωικώτατα μαχόμενος, ως άλλος Λεωνίδας, εφονεύθη μεθ’ όλων των συντρόφων του, μεγίστην φθοράν προξενήσας εις τους εχθρούς».Ο σεπτός ιεράρχης Γρηγόριος συνελήφθη και κλείστηκε στις σκοτεινές φυλακές της Χαλκίδας, όπου και υπέστη φοβερά βασανιστήρια. Κατόρθωσε, όμως, να δραπετεύσει και τον συναντούμε αργότερα στην Κέρκυρα ασχολούμενο με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην αλβανική γλώσσα.Σημαντικός, επίσης, ήταν ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών, που κατάγονταν από τις Επαρχίες Κορυτσάς και Μοσχόπολης. Η Μοσχόπολη, πνευματικό κέντρο του Ελληνικού Βορρά, χάρη στην ξακουστή Ακαδημία της, καλλιέργησε την εθνική ιδέα και διατήρησε την ορθοδοξία στις γύρω περιοχές. Στον ιερό αγώνα του ’21 οι Μοσχοπολίτες συμμετείχαν με χρήμα και αίμα. Δυστυχώς, δεν είναι γνωστά όλα τα ονόματα των Βορειοηπειρωτών αγωνιστών του ’21. Ιστορικές πληροφορίες ανεβάζουν τον αριθμό των οπλαρχηγών σε 22 και τον συνολικό αριθμό των πολεμιστών σε 4.500 άντρες.Αρκετά σημαντική ήταν η συμβολή των Βορειοηπειρωτών και από οικονομικής πλευράς.Μοσχοβίτες καί Κορυτσαίοι διέθεσαν και τις περιουσίες τους για τις ανάγκες του αγώνα και την εξαγορά και απελευθέρωση αιχμαλώτων και ομήρων της Ρούμελης και του Μωριά. Γι’ αυτό το λόγο ξεσηκώθηκαν οι άτακτοι Τουρκαλβανοί της περιοχής (λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, δραπέτες των φυλακών, ληστές και φυγόδικοι) και γεμάτοι μίσος και οργή, λεηλατούσαν για αρκετό διάστημα την Κορυτσά και την περιοχή της. Ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός αυτή την εποχή έπαθε μεγάλη συμφορά.Ο Ιωακείμ Μαρτιανός (Η Μοσχόπολις, εν Θεσ/νίκη 1957) γράφει: «Επέπιπτον αναφανδόν κατά χωρίων και κωμών αδυνάτων, ελεηλάτουν τους από πολλού περιτρόμους ενοίκους, στόχον κυρίως έχοντες τους ευκαταστάτους, απεγύμνουν αυτούς, αφήρπαζον ουχί σπανίως τους υιούς επί λύτροις και διέπραττον πλείστα όσα τοιαύτα αναλόγως της καταστάσεως των αιχμαλωτιζομένων και ιδίως της ιδίας αυτών ακολάστου φιλαργυρίας»Δυστυχώς, παρόλες τις αναρίθμητες στρατιωτικές υπηρεσίες, την οικονομική και πνευματική συμβολή, η Ήπειρος και το Βόρειο κομμάτι της και μετά την απελευθέρωση της Παλαιάς Ελλάδος και την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου, δεν ευτύχησαν να συμπεριληφθούν στα όρια της ελεύθερης πατρίδας. Το «ποθούμενο» του Πατροκοσμά θα’ρθει πολύ αργότερα, στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Από τους πίνακες τις επανάστασης έχουμε στελέχη του αγώνα καταγόμενα από την Βόρειο Ήπειρο:Χιμάρα 57, Χόρμοβο 39, Κορυτσά 32, Αργυρόκαστρο 30, Πρεμετή 13, Κολωνία 12, και γενικά από την Βόρειο Ήπειρο άλλοι 25.Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια και την συμβολή των Βορειοηπειρωτών μετά τον αγώνα στην στήριξη του νέου ελληνικού κράτους μέσω των ευεργεσιών των Ζωγράφου, Μπάγκα, Αρσάκη, Ζάππα κ.α.
ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ | Πρωινός Λόγος
http://vorioipirotes.com
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : «Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς Μας Προσκαλεί!»
24 Φεβρουαρίου: ''Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς Μας Προσκαλεί!» Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έδωσε προκήρυξη με το ιδεολογικό μανισφέστο της ελληνικής επανάστασης''
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ξεκίνησε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες η Ελληνική Επανάσταση, με επικεφαλής τον Αρχηγό της Φιλικής Εταιρίας Αλέξανδρο Υψηλάντη.Ένα μήνα μετά η Επανάσταση κηρύχθηκε και στον Μωριά, την επέτειο της οποίας εορτάζουμε στις 25 Μαρτίου.Ο Υψηλάντης, φαναριώτικης καταγωγής, με επιτυχημένη στρατιωτική υπηρεσία και σημαντική πολεμική δράση, ήταν ήδη υποστράτηγος του ρωσικού στρατού και έχαιρε της εκτίμησης και εμπιστοσύνης του Τσάρου.Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, κάνει την πρώτη του πολεμική πράξη για την επανάσταση, διέρχεται τον ποταμό Προύθο και εισέρχεται στο Ιάσιο.Στις 24 Φεβρουαρίου εξέδωσε προκήρυξη, το ιδεολογικό μανιφέστο της επανάστασης, που τελείωνε με τη φράση: «Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς Μάς Προσκαλεί!».Με την προκήρυξη βεβαίωνε τους Έλληνες ότι «μια κραταιά δύναμις» ήταν έτοιμη να βοηθήσει τον αγώνα τους και τους καλούσε να πάρουν τα όπλα υπέρ των Δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, μιμούμενοι τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς. Πίστευε ο Υψηλάντης ότι η «κραταιά δύναμις» – η Ρωσία – θα συνέδραμε στον αγώνα.Δυστυχώς όμως ο Τσάρος Αλέξανδρος, ευρισκόμενος σε συνέδριο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, υπό την πίεση του Αυστριακού καγκελαρίου Μέττερνιχ και της Ιεράς Συμμαχίας, αποκήρυξε την επανάσταση και απέλυσε τον Υψηλάντη.Ισχυρό το πλήγμα για τον Φαναριώτη πρίγκιπα, ο οποίος συνέχισε ωστόσο τα σχέδιά του, τα οποία προέβλεπαν την κάθοδο με στρατό προς νότο, προς την Βλαχία, τη Βουλγαρία και κατόπιν στις ελληνικές περιοχές.Οι οπλαρχηγοί που υποσχέθηκαν να τον ακολουθήσουν ήταν οι Ιωάννης Φαρμάκης, Γεωργάκης Ολύμπιος, Σάββας Καμινάρης ή Φωκιανός καί ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου.Οι δύο τελευταίοι έμελλε σύντομα να τον προδώσουν, ενώ οι δύο πρώτοι, ο Ι. Φαρμάκης από την Βλάστη Κοζάνης και ο Γ. Ολύμπιος από το Λιβάδι Ολύμπου, έμειναν μέχρι τέλους πιστοί, δίνοντας τη ζωή τους.Μαζί και ο Γεώργιος Λασσάνης από την Κοζάνη, χιλίαρχος του Ιερού Λόχου, υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη και πιστός σύντροφός του στις μάχες, στη φυλακή και μέχρι την ημέρα του θανάτου του του 1828.
«Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στρατολόγησεν εθελοντάς καί υπέρ τάς δύο χιλιάδας ευρισκομένους εν Ιασίω Έλληνας, εκ τών οποίων εσχημάτισεν εν μέρος, ονομάσαν αυτό Ιερόν Λόχο καί ενέδυσε μέ στολήν μελανήν, θέσας καί εις τό άκρον τού επί τής κεφαλής καλύμματος, τρίχωον σφαιροειδές σύμβολον ελευθερίας (κονκάρδαν) από χρώμα κόκκινον, κυανούν καί λευκόν,κατά δέ τό μέτωπον τού καλύμματος δύο οστά μέ κρανίον από άργυρον σημαίνοντα ελευθερίαν ή θάνατον» (Ηλία Φωτεινού, Οι Άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως, Λειψία 1846).
Η πρώτη μεγάλη μάχη που επέλεξε να δώσει ο Υψηλάντης, ήταν στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, στις 7 Ιουνίου 1821, όπου ήταν εγκατεστημένη ισχυρή τουρκική φρουρά.Μετά από μία τριήμερη δύσκολη πορεία κάτω από πολύ κακές καιρικές συνθήκες, ο Ιερός Λόχος φτάνει απέναντι από το Δραγατσάνι όπου στρατοπεδεύει.Οι Ιερολοχίτες, με επικεφαλής τον αδελφό του Αλεξάνδρου, Νικόλαο Υψηλάντη, πολέμησαν ηρωικά και έγραψαν μια ένδοξη σελίδα στη νεοελληνική ιστορία.Όμως μέσα από λάθη και ατυχίες, αλλά και κάποιες προδοτικές ενέργειες εκείνης της επιχειρήσεως, υπέστησαν σημαντικές απώλειες.Είκοσι πέντε αξιωματικοί και 180 Ιερολοχίτες έπεσαν νεκροί, ενώ 37 αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στο Βουκουρέστι κι από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίστηκαν.Στη κρίσιμη στιγμή της μάχης έφτασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο σημαντικότερος στρατιωτικός ηγήτορας του στρατεύματος του Υψηλάντη, ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους, 136 συνολικά,μεταξύ των οποίων και ο αρχηγός τους Νικόλαος Υψηλάντης και ο υπασπιστής του Ιερού Λόχου Αθανάσιος Τσακάλωφ.Διέσωσε επίσης τη σημαία του Λόχου από το σημείο όπου είχε πέσει ο σημαιοφόρος.Παλιός αρματολός στον Όλυμπο ο Γιωργάκης, είχε βοηθήσει τους Σέρβους στην επανάστασή τους του 1799, είχε πολεμήσει τους Τούρκους το 1805 στο πλευρό των Ρώσων – οι οποίοι του απένειμαν τον βαθμό του συνταγματάρχη – ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας από τους πρώτους και είχε χριστεί από τον Υψηλάντη αρχηγός του στρατού στη Βλαχία, πριν ακόμη ξεσπάσει η Επανάσταση.Η Επανάσταση στην Μολδοβλαχία –εφόσον δεν είχε και την υποστήριξη του Τσάρου, στην οποία πίστευε και βασιζόταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης – δεν είχε προοπτικές επιτυχίας.Η γεωγραφική θέση αποτελούσε στρατηγικό μειονέκτημα που δεν ευνοούσε τις προσπάθειές των επαναστατημένων.Επιπλέον, δεν τις ευνοούσε η εγγύτητα σε μεγάλες τουρκικές δυνάμεις ενώ ήταν δυσχερής έως αδύνατη η υποστήριξη του αγώνα από άλλες περιοχές ή από θαλάσσης. Έτσι κατεπνίγη σύντομα.Το ίδιο συνέβη λίγο αργότερα στην Μακεδονία, όπου μετά την αποτυχία της Επανάστασης εκεί, οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, του Βερμίου, της Χαλκιδικής και των άλλων περιοχών,αποφάσισαν τη συνέχιση του επαναστατικού αγώνα στη νοτίως του Ολύμπου Ελλάδα, στο πλευρό των αδελφών τους της Ηπείρου, της Ρούμελης, του Μωριά, και των νησιών.
Ιωάννης Παρίσης
H ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΣΑΛΑΩΡΑΣ (ΠΡΕΒΕΖΑ)
Με τον όρο ο Χαλασμός της Πρέβεζας αποκαλούνται τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν τη Μάχη της Νικοπόλεως (23 Οκτωβρίου 1798). Στη μάχη αυτή, νικήθηκε η Γαλλική Φρουρά Γρεναδιέρων που προστάτευσε την Πρέβεζα, με αποτέλεσμα δυνάμεις 7000 Τουρκαλβανών Οθωμανών υπό τον Αλή Πασά Τεπελενλή και τον γιό του Μουχτάρ εισήλθαν στην Πρέβεζα και προέβησαν σε ανελέητη σφαγή και λεηλασία των κατοίκων της πόλης, με αποτέλεσμα την πλήρη ερήμωσή της και τον εποικισμό της από Οθωμανούς (23+24 Οκτωβρίου 1798)
Μετά την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βενετίας, και με βάση τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, η Πρέβεζα, η Πάργα και τα Ιόνια νησιά περιέρχονται στους Γάλλους. O Μέγας Ναπολέων έστειλε στην Πρέβεζα ως πολιτικούς εκπροσώπους τους επιφανείς Έλληνες της Κορσικής αδελφούς Stefanopoli. Τον έναν από τους αδελφούς αυτούς τον είχε δηλώσει ως «κηδεμόνα» στη Στρατιωτική Σχολή όπου σπούδασε.Το 1798, ότε υψώθη η Γαλλική σημαία επί των δήθεν επάλξεων του ερειπωμένου φρουρίου της Πρεβέζης, δεν υπήρχον επ αυτού ή τρία σιδηρά τηλεβόλα, η δε Γαλλική Δημοκρατία από πολλών μεριμνών περισπωμένη, ελάχιστον εφρόντιζε περί της σπουδαίας ταύτης θέσεως. Η άμυνα αυτής, μετά περιοχής της Νικοπόλεως είχεν εμπιστευθή εις διακοσίους ογδοήκοντα Γρεναδιέρους, υπό την διοίκησιν του Στρατηγού La Salcette (ή La Salchette) . Μόλις ούτος ώπλισεν και ωργάνωσε την Εθνοφυλακήν της Πρεβέζης και απέστειλε πολεμοφόδια εις τους Σουλιώτας, τους προσφερθέντας να ταχθώσιν υπό την Γαλλικήν σημαίαν και συμπράξωσι προς απόκρουσιν του Αλή Πασά, εσκέφθη διά την άμυναν της προκεχωρημένης θέσεως Νικοπόλεως.Η Πρέβεζα όμως, δυστυχώς παρέμεινε στα χέρια των Γάλλων λιγότερο από ένα χρόνο, γιατί τον Οκτώβριο του 1798 μΧ, πέρασε βιαίως στα χέρια του Αλή Πασά Τεπελενλή (Ale Pasha Tepelena), μετά τη Μάχη της Νικοπόλεως. Προφανώς, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είδε με καλό μάτι τη Συνθήκη του Campo Formio, διότι υπεγράφη άνευ της δικής της συγκατάθεσης.Στις 21 Οκτωβρίου 1798 (ή στις 22 Οκτωβρίου κατά την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), στα ερείπια της Νικοπόλεως, έγινε μία σκληρή μάχη, η Μάχη της Νικοπόλεως, στην οποία έλαβε μέρος η Γαλλική Φρουρά Πρέβεζας αποτελούμενη από 280-300 γρεναδιέρους υπό τον στρατηγό La Salchette (Λα Σαλσέτ), συνεπικουρούμενη από 200 Πρεβεζάνους πολιτοφύλακες και 60 Σουλιώτες πολεμιστές υπό τον καπετάν Χρηστάκη (Μάνος Δημήτριος, 1965). Κατά άλλη άποψη, επικεφαλής των Πρεβεζάνων πολιτοφυλάκων ήταν ο Παναγιώτης Τσαρλαμπάς, παππούς του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και επικεφαλής των Σουλιωτών ήταν ο τυχαίως ευρεθείς στην Πρέβεζα Γεώργιος Μπότσαρης και επίσης ένα μικρότερο σώμα από την περιοχή Λάκκα Σούλι υπό τον καπετάν Χρηστάκη (Θεόφιλος Σπυράκος, 2007, σελίδα 178). Της μάχης αυτής προηγήθηκε προετοιμασία δύο μηνών με οχυρωματικά έργα. Η προετοιμασία καθυστέρησε πολύ λόγω της διαφωνίας των μηχανικών των Γάλλων, με αντικείμενο εάν οι οχυρώσεις θα είναι υπέργειες, δηλαδή ξύλινοι πύργοι, ή επίγειες, δηλαδή χαρακώματα. Πέραν αυτού, η θέση άμυνας ήταν λανθασμένη (στην σημερινή θέση Μάζωμα Πρέβεζας, ή «έλεγχος» πού βρίσκεται η ταβέρνα του Αριστείδη Ακρίβη, έξω από τα τείχη της Νικοπόλεως). Είναι προφανές ότι τα Ελληνογαλλικά στρατεύματα μειονεκτούσαν τόσο ως προς τον αριθμό στρατιωτών όσο και ως προς τη θέση τους.Από την άλλη μεριά παρατάχθηκε ο 58χρονος τότε Αλή Πασάς Τεπελενλής,με επικεφαλής το νεαρό γιό του Μουχτάρ Πασά, με 4.000 πεζούς και 3.000 έφιππους Τουρκαλβανούς, ένα ασκέρι δηλαδή 7.000-8.000 ανδρών. Από ότι φαίνεται, οι Γάλλοι δεν πρόλαβαν να προετοιμασθούν αμυντικά, γιατί προδόθηκαν οι οχυρωματικές εργασίες τους και η στρατιωτική τους παράταξη, με αποτέλεσμα να δεχθούν ταχεία επίθεση από τον Αλή Πασά.Τα στρατεύματα του Αλή Πασά κατέφτασαν από το Μιχαλίτσι και σχεδόν περικύκλωσαν τους Γάλλους και Ελληνες.Η μάχη ήταν ιδιαίτερα φονική, διήρκεσε μία ολόκληρη μέρα και παρά τα οχυρωματικά έργα των Γάλλων,τη μάχη κέρδισε ο Αλή Πασάς. Ο «συνταγματάρχης Hotte, παλαίων επί πολύ διά του ξίφους, κατώρθωσεν να φθάση μέχρι της περιβολής εις ήν ημύνετο και ο στρατηγός La Salchette, αγωνιζόμενος μετά εικοσιπέντε ανδρών, μέχρις εξαντλήσεως των πυρομαχικών, οπότε και παρεδόθησαν. Ο δε γενναίος Richemont ηγωνίσατο τον άπελπιν τούτον αγώνα μετ’ ολίγων στρατιωτών εντός του μεγάλου αμφιθεάτρου, ένθα και συνελήφθη.Ο ίδιος ο La Salchette συνελήφθη αιχμάλωτος, βαρειά τραυματισμένος και απεβίωσε. Στο μεταξύ ο λοχαγός Tissot είχε την ευθύνη των αποθηκών της Πρεβέζης με τριάντα πέντε άνδρες. Συγκέντρωσε ογδόντα άνδρες και ήρθε γρήγορα στη Νικόπολη, όπου έδωσε μάχη για να απελευθερώσει τον στρατηγό La Salchette και τον συνταγματάρχη Hotte, αλλά συνάντησε ορδές τουρκαλβανών Ετσι ο Tissot επανέκαμψε στην Πρέβεζα για να σώσει τους κατοίκους από την επερχόμενη σφαγή των Αλβανών, όπου βρήκε να τον περιμένουν τουρκαλβανοί εισελθόντες στην πόλη από άλλη οδό. Ο λοχαγός Tissot έφτασε στο λιμάνι και παρετάχθη πίσω από την εκκλησία Αγιος Χαράλαμπος, έτσι ώστε τα νώτα του να προστατεύονται από θαλάσσης και τα πλευρά του από διπλανές κατοικίες. Ο Tissot έδωσε ηρωϊκή μάχη επί δυόμιση ώρες έτσι ώστε έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στις χριστιανικές οικογένειες να επιβιβασθούν σε βάρκες και να πάνε στό Άκτιο, ενώ η αναμενόμενη βοήθεια από τη Λευκάδα ουδέποτε έφτασε λόγω ενάντιου ανέμου. Όμως η μάχη του Tissot ήταν άνιση και «μετά πεισματώδη αγώνα οι εναπομείναντες εννέα άνδρες του, εκ των 306 συνελήφθησαν, αφωπλίσθησαν και ωδηγήθησαν ενώπιον του Μουχτάρ Πασσά» Ετσι μόνον 9 γρεναδιέροι με τους αξιωματικούς Tissot και Camus έμειναν ζωντανοί, αιχμαλωτίσθηκαν και αλυσοδεμένοι στην Πρέβεζα όπου έγιναν σκοπίμως μάρτυρες της σφαγής των γυναικόπαιδων, και των προυχόντων, του εμπρησμού και της λεηλασίας της πόλης που αριθμούσε τότε 16.000 άτομα πληθυσμό. Στη συνέχεια οι Γάλλοι αιχμάλωτοι μέσω Ιωαννίνων οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα στρατεύματα του Αλή Πασά κυρίευσαν ανενόχλητα πλέον στην Πρέβεζα
Η Eξοδίτισσα Ελένη Στάικου
Κοιτώ το γιλέκο το περίτεχνο και προσπαθώ μέσα από τα μισάνοιχτα κουμπάκια του να ψηλαφίσω τον χτύπο της καρδιάς της. Γυρίζω πίσω 192 χρόνια και τη βλέπω εκείνο το πρωινό του Λαζάρου ν' ανοίγει το σεντούκι και να βγάζει στο φως την καλή της τη φορεσιά. Εκείνη που θα φορούσε στο γάμο της. Είναι μόλις 20 χρονών. Ένα παιδί για την εποχή μας. Μια γυναίκα για τότε. Τα παλικάρια στα μέρη της είναι κι αυτά άντρες. Στα 23 τους ήταν ήδη εκλεγμένοι στρατηγοί. Όπως ο Θανάσης ο Ραζη-Κότσικας ο άνδρας αγαπημένης παιδικής της φίλης.Σαν το δικό της το σεντούκι, ανοίγονται όλα τα σεντούκια της πόλης. Και βγαίνουν οι φορεσιές οι χρυσοκέντητες. Κι όλοι ντύνονται με τα καλά τους. Όχι με φλύαρα γέλια και σαματά, αλλά με σοβαρότητα και σιωπή, έτσι όπως αρμόζει στη νύχτα που θα ακολουθήσει. Ο αέρας μυρίζει καμένο ξύλο. Είναι τα νυφιάτικα κρεβάτια που καίγονται για να μην μείνει πίσω τίποτε ιερό που θα μπορούσε να μαγαριστεί.Κοιτώ το γιλέκο το περίτεχνο και προσπαθώ να τη φανταστώ παιδούλα να το υφαίνει στον αργαλειό της, να το ράβει, να το στολίζει με σιρίτια. Μια διαδικασία που απαιτεί πολύ χρόνο, μεγάλο κόπο, εξαιρετική επιδεξιότητα.Μόνο και μόνο για εκείνην τη μοναδική μέρα της ζωής της. Ή μήπως είναι τσόχινο κι αγορασμένο από κάποια φημιστή τεχνίτρα της εποχής; Όπως και νάχει, είναι ένα γιλέκο ζηλευτό γιατί η Ελένη Στάικου είναι μια αρχοντοπούλα.
Μαρίλη Χαραμή