H ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΣΑΛΑΩΡΑΣ (ΠΡΕΒΕΖΑ)


Με τον όρο ο Χαλασμός της Πρέβεζας αποκαλούνται τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν τη Μάχη της Νικοπόλεως (23 Οκτωβρίου 1798). Στη μάχη αυτή, νικήθηκε η Γαλλική Φρουρά Γρεναδιέρων που προστάτευσε την Πρέβεζα, με αποτέλεσμα δυνάμεις 7000 Τουρκαλβανών Οθωμανών υπό τον Αλή Πασά Τεπελενλή και τον γιό του Μουχτάρ εισήλθαν στην Πρέβεζα και προέβησαν σε ανελέητη σφαγή και λεηλασία των κατοίκων της πόλης, με αποτέλεσμα την πλήρη ερήμωσή της και τον εποικισμό της από Οθωμανούς (23+24 Οκτωβρίου 1798)

Μετά την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βενετίας, και με βάση τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, η Πρέβεζα, η Πάργα και τα Ιόνια νησιά περιέρχονται στους Γάλλους. O Μέγας Ναπολέων έστειλε στην Πρέβεζα ως πολιτικούς εκπροσώπους τους επιφανείς Έλληνες της Κορσικής αδελφούς Stefanopoli. Τον έναν από τους αδελφούς αυτούς τον είχε δηλώσει ως «κηδεμόνα» στη Στρατιωτική Σχολή όπου σπούδασε.Το 1798, ότε υψώθη η Γαλλική σημαία επί των δήθεν επάλξεων του ερειπωμένου φρουρίου της Πρεβέζης, δεν υπήρχον επ αυτού ή τρία σιδηρά τηλεβόλα, η δε Γαλλική Δημοκρατία από πολλών μεριμνών περισπωμένη, ελάχιστον εφρόντιζε περί της σπουδαίας ταύτης θέσεως. Η άμυνα αυτής, μετά περιοχής της Νικοπόλεως είχεν εμπιστευθή εις διακοσίους ογδοήκοντα Γρεναδιέρους, υπό την διοίκησιν του Στρατηγού La Salcette (ή La Salchette) . Μόλις ούτος ώπλισεν και ωργάνωσε την Εθνοφυλακήν της Πρεβέζης και απέστειλε πολεμοφόδια εις τους Σουλιώτας, τους προσφερθέντας να ταχθώσιν υπό την Γαλλικήν σημαίαν και συμπράξωσι προς απόκρουσιν του Αλή Πασά, εσκέφθη διά την άμυναν της προκεχωρημένης θέσεως Νικοπόλεως.Η Πρέβεζα όμως, δυστυχώς παρέμεινε στα χέρια των Γάλλων λιγότερο από ένα χρόνο, γιατί τον Οκτώβριο του 1798 μΧ, πέρασε βιαίως στα χέρια του Αλή Πασά Τεπελενλή (Ale Pasha Tepelena), μετά τη Μάχη της Νικοπόλεως. Προφανώς, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είδε με καλό μάτι τη Συνθήκη του Campo Formio, διότι υπεγράφη άνευ της δικής της συγκατάθεσης.Στις 21 Οκτωβρίου 1798 (ή στις 22 Οκτωβρίου κατά την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), στα ερείπια της Νικοπόλεως, έγινε μία σκληρή μάχη, η Μάχη της Νικοπόλεως, στην οποία έλαβε μέρος η Γαλλική Φρουρά Πρέβεζας αποτελούμενη από 280-300 γρεναδιέρους υπό τον στρατηγό La Salchette (Λα Σαλσέτ), συνεπικουρούμενη από 200 Πρεβεζάνους πολιτοφύλακες και 60 Σουλιώτες πολεμιστές υπό τον καπετάν Χρηστάκη (Μάνος Δημήτριος, 1965). Κατά άλλη άποψη, επικεφαλής των Πρεβεζάνων πολιτοφυλάκων ήταν ο Παναγιώτης Τσαρλαμπάς, παππούς του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και επικεφαλής των Σουλιωτών ήταν ο τυχαίως ευρεθείς στην Πρέβεζα Γεώργιος Μπότσαρης και επίσης ένα μικρότερο σώμα από την περιοχή Λάκκα Σούλι υπό τον καπετάν Χρηστάκη (Θεόφιλος Σπυράκος, 2007, σελίδα 178). Της μάχης αυτής προηγήθηκε προετοιμασία δύο μηνών με οχυρωματικά έργα. Η προετοιμασία καθυστέρησε πολύ λόγω της διαφωνίας των μηχανικών των Γάλλων, με αντικείμενο εάν οι οχυρώσεις θα είναι υπέργειες, δηλαδή ξύλινοι πύργοι, ή επίγειες, δηλαδή χαρακώματα. Πέραν αυτού, η θέση άμυνας ήταν λανθασμένη (στην σημερινή θέση Μάζωμα Πρέβεζας, ή «έλεγχος» πού βρίσκεται η ταβέρνα του Αριστείδη Ακρίβη, έξω από τα τείχη της Νικοπόλεως). Είναι προφανές ότι τα Ελληνογαλλικά στρατεύματα μειονεκτούσαν τόσο ως προς τον αριθμό στρατιωτών όσο και ως προς τη θέση τους.Από την άλλη μεριά παρατάχθηκε ο 58χρονος τότε Αλή Πασάς Τεπελενλής,με επικεφαλής το νεαρό γιό του Μουχτάρ Πασά, με 4.000 πεζούς και 3.000 έφιππους Τουρκαλβανούς, ένα ασκέρι δηλαδή 7.000-8.000 ανδρών. Από ότι φαίνεται, οι Γάλλοι δεν πρόλαβαν να προετοιμασθούν αμυντικά, γιατί προδόθηκαν οι οχυρωματικές εργασίες τους και η στρατιωτική τους παράταξη, με αποτέλεσμα να δεχθούν ταχεία επίθεση από τον Αλή Πασά.Τα στρατεύματα του Αλή Πασά κατέφτασαν από το Μιχαλίτσι και σχεδόν περικύκλωσαν τους Γάλλους και Ελληνες.Η μάχη ήταν ιδιαίτερα φονική, διήρκεσε μία ολόκληρη μέρα και παρά τα οχυρωματικά έργα των Γάλλων,τη μάχη κέρδισε ο Αλή Πασάς. Ο «συνταγματάρχης Hotte, παλαίων επί πολύ διά του ξίφους, κατώρθωσεν να φθάση μέχρι της περιβολής εις ήν ημύνετο και ο στρατηγός La Salchette, αγωνιζόμενος μετά εικοσιπέντε ανδρών, μέχρις εξαντλήσεως των πυρομαχικών, οπότε και παρεδόθησαν. Ο δε γενναίος Richemont ηγωνίσατο τον άπελπιν τούτον αγώνα μετ’ ολίγων στρατιωτών εντός του μεγάλου αμφιθεάτρου, ένθα και συνελήφθη.Ο ίδιος ο La Salchette συνελήφθη αιχμάλωτος, βαρειά τραυματισμένος και απεβίωσε. Στο μεταξύ ο λοχαγός Tissot είχε την ευθύνη των αποθηκών της Πρεβέζης με τριάντα πέντε άνδρες. Συγκέντρωσε ογδόντα άνδρες και ήρθε γρήγορα στη Νικόπολη, όπου έδωσε μάχη για να απελευθερώσει τον στρατηγό La Salchette και τον συνταγματάρχη Hotte, αλλά συνάντησε ορδές τουρκαλβανών Ετσι ο Tissot επανέκαμψε στην Πρέβεζα για να σώσει τους κατοίκους από την επερχόμενη σφαγή των Αλβανών, όπου βρήκε να τον περιμένουν τουρκαλβανοί εισελθόντες στην πόλη από άλλη οδό. Ο λοχαγός Tissot έφτασε στο λιμάνι και παρετάχθη πίσω από την εκκλησία Αγιος Χαράλαμπος, έτσι ώστε τα νώτα του να προστατεύονται από θαλάσσης και τα πλευρά του από διπλανές κατοικίες. Ο Tissot έδωσε ηρωϊκή μάχη επί δυόμιση ώρες έτσι ώστε έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στις χριστιανικές οικογένειες να επιβιβασθούν σε βάρκες και να πάνε στό Άκτιο, ενώ η αναμενόμενη βοήθεια από τη Λευκάδα ουδέποτε έφτασε λόγω ενάντιου ανέμου. Όμως η μάχη του Tissot ήταν άνιση και «μετά πεισματώδη αγώνα οι εναπομείναντες εννέα άνδρες του, εκ των 306 συνελήφθησαν, αφωπλίσθησαν και ωδηγήθησαν ενώπιον του Μουχτάρ Πασσά» Ετσι μόνον 9 γρεναδιέροι με τους αξιωματικούς Tissot και Camus έμειναν ζωντανοί, αιχμαλωτίσθηκαν και αλυσοδεμένοι στην Πρέβεζα όπου έγιναν σκοπίμως μάρτυρες της σφαγής των γυναικόπαιδων, και των προυχόντων, του εμπρησμού και της λεηλασίας της πόλης που αριθμούσε τότε 16.000 άτομα πληθυσμό. Στη συνέχεια οι Γάλλοι αιχμάλωτοι μέσω Ιωαννίνων οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα στρατεύματα του Αλή Πασά κυρίευσαν ανενόχλητα πλέον στην Πρέβεζα




Εκτός από μεγάλος ληστής, μεγάλος δικτάτωρ, και μεγάλος σφαγέας, ο Αλή Πασάς Τεπελενλής ήτανκαι μεγάλος διπλωμάτης, δολοπλόκος και δημαγωγός. Μετά τη σφαγή της Νικόπολης, της Πρέβεζαςκαι της Σαλαώρας, για επικοινωνιακούς λόγους, οργάνωσε μεγαλειώδη επιστροφή και υποδοχή των δυνάμεών του στα Ιωάννινα, βάζοντας τους λιγοστούς Έλληνες και Γάλλους άτυχους αιχμαλώτους να προπορεύονται της πομπής κρατώντας στα χέρια τους τα κομμένα και αλατισμένα κεφάλια των συντρόφων τους, υπό τους αλαλαγμούς και τις ζητωκραυγές του Τουρκαλβανικού πληθυσμού των Ιωαννίνων. Πολλοί από αυτούς τους αιχμαλώτους πέθαναν από τις κακουχίες στο δρόμο προς τα Ιωάννινα. Από τα Ιωάννινα, οι εννέα Γάλλοι γρεναδιέροι αιχμάλωτοι, και δύο αξιωματικοί Tissot και Camus οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Κωνσταντινούπολη για ανάκριση. Ο λοχαγός Camus αργότερα απελευθερώθηκε, πιθανόν με μεσολάβηση της μητέρας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Μαρίας Λετίτσια, και επιστρέφοντας στη Γαλλία έγινε στρατηγός και έγραψε τα απομνημονεύματά του, σε τρείς τόμους. Ο στρατηγός Camus σε κάποιο σημείο των απομνημονευμάτων του αναφέρει ότι κατά την εκτέλεση οχυρωματικών έργων στη θέση Μάζωμα, η σκαπάνη των Γάλλων στρατιωτών αποκάλυψε το ανατολικό νεκροταφείο της Νικοπόλεως και σε λίγο πλήθος κτερισμάτων (κοσμήματα, λυχνάρια, πήλινα, κλπ) ήρθε στο φως, τα οποία όλα συλήθηκαν.Είναι άγνωστο τι απέγιναν αυτά τα ευρήματα, γιατί σχεδόν όλοι οι Γάλλοι στρατιώτες σκοτώθηκαν στη μάχη και τα υπάρχοντά τους λεηλατήθηκαν από τους Τουρκαλβανούς του Μουχτάρ.

«Ο Χαλασμός της Πρέβεζας».

Μετά τη λήξη της Μάχης της Νικοπόλεως, στις 23 Οκτωβρίου 1798, οι 7.000 Τουρκαλβανοί του Αλή Πασά, πεζικάριοι και ιππείς, εισήλθαν νικητές στην απροστάτευτη πλέον Πρέβεζα, την οποία είχε ήδη εγκαταλείψει το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού τμήματος του πληθυσμού της, μεταβαίνοντας στο Άκτιο και από εκεί στα βουνά της Ακαρνανίας (Ακαρνανικά Όρη) για να διασωθεί. Αρχικά συνελήφθησαν οι Πρεβεζάνοι προεστοί, συνεργάτες των Γάλλων και αποκεφαλίστηκαν στην παραλία της Πρέβεζας, μπροστά στους Γάλλους αιχμαλώτους γρεναδιέρους και τους λοχαγούς Tissot και Camus. Η πόλη λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε ενώ όσοι Χριστιανοί δεν πρόλαβαν να την εγκαταλείψουν, σφάχτηκαν ανηλεώς. Ο Αλή Πασάς μπήκε στην Πρέβεζα δύο μέρες μετά και όπως αναφέρει ο Pouquevil αποκεφάλισε στη Σαλαώρα, 170 προύχοντες, ενώ κατά τον Αραβαντινό οι εκτελεσμένοι ήταν συνολικά 400, που παραπλανημένοι από τις υποσχέσεις του είχαν επιστρέψει. Ελάχιστοι κάτοικοι απέμειναν και αυτοί ήταν κυρίως μουσουλμάνοι. Η πλειοψηφία των προσφύγων εγκαταστάθηκε στα Επτάνησα. Ο Αλή Πασάς παρέδωσε την πόλη στη σφαγή, τους βιασμούς, τη λεηλασία και τις φλόγες, διάρκειας δύο ημερών. Αφού λεηλατήθηκαν συστηματικά όλες οι ελληνικές συνοικίες, οι Οθωμανοί βίασαν, έσφαξαν, σκότωσαν άμαχους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και έκαψαν τα σπίτια και τις εκκλησίες των Ελλήνων. Ο Αλή Πασάς, ανάμεσα σε πολλά από τα λάφυρα του, έδειξε την προτίμησή του σε ένα χρυσό δισκοπότηρο του ναού του Αγίου Ανδρέα ή του Αγίου Χαραλάμπους, και, ένιωθε τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση πίνοντας από αυτό το ποτήρι το αγαπητό του ρακί, συστηματικά κάθε μέρα. Το διήμερο αυτό της σφαγής και λεηλασίας αποκαλείται «Ο Χαλασμός της Πρέβεζας».


Οι Πρεβεζάνοι πολίτες που είχαν καταφύγει στο Άκτιο και τα Ακαρνανικά όρη, για να γλιτώσουν, εξαπατήθηκαν με δόλο του Αλή Πασά, ο οποίος παρέσυρε τον τότε Μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο να δράσει ως δήθεν μεσολαβητής. Ο Ιγνάτιος απέστειλε κάποιον αρχιμανδρίτη μαζί με εκπρόσωπο του Αλή Πασά και διεμήνυσαν στους φυγάδες «να γυρίσουν πίσω ειρηνικά και δεν κινδυνεύουν». Η ομάδα αυτή των Πρεβεζάνων εξαπατηθείσα, οδηγήθηκε με πλοία στο λιμάνι της Σαλαώρας του Αμβρακικού Κόλπου, με την υπόσχεση ότι δήθεν «δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο», και ότι «θα εγγυόταν ο ίδιος ο Αλής την ασφάλειά τους, μέχρι να ηρεμήσουν οι Τουρκαλβανοί». Τελικά εκεί στη Σαλαώρα, χιλιάδες Πρεβεζάνοι περικυκλώθηκαν από τους Τουρκαλβανούς και αποκεφαλίστηκαν μπροστά στον Αλή Πασά! Είναι τέτοια η αγριότητα της ομαδικής σφαγής της Σαλαώρας, (διήρκεσε μία ολόκληρη μέρα) ώστε ο πρώτος δήμιος πέθανε από ανακοπή και αντικαταστάθηκε από άλλον ώρες αργότερα. Ο όρος γενοκτονία ωχριά μπροστά στη «Σφαγή της Σαλαώρας». Αποτέλεσμα της Σφαγής: Υπολογίζεται ότι μετά το «Χαλασμό της Πρέβεζας» από τους 12.000 τότε κατοίκους της πόλης παρέμειναν ζωντανοί μόνο 4.000 στην πλειοψηφία τους Αλβανοί και Οθωμανοί. Οι υπόλοιποι 8.000 είτε σφαγιάσθηκαν, είτε στάλθηκαν ως δούλοι στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. O Πρόξενος των Γάλλων στά Ιωάννινα F. Pouqueville περιγράφει "σφαγή 170 Ελλήνων στην Πρέβεζα" αλλά είναι προφανές ότι εννοεί την σφαγή εντός της πόλεως, όχι αυτή της Σαλαώρας ("Ο Πουκεβίλ στήν Ελλάδα", εκδόσεις Ολκός, και "Ξένοι Περιηγητές στήν Πρέβεζα", Η "Καθημερινή", 28 Ιανουαρίου 2001). Κατά μία άποψη οι σφαγιασθέντες με αποκεφαλισμό ανέρχονται σε 500 άτομα (Θεόφιλος Σπυράκος, σελίδα 179). Η πόλη τελικά ξανακατοικήθηκε από πολίτες γειτονικών περιοχών και απέκτησε πάλι σταδιακά τον αρχικό πληθυσμό της. (Ελευθεροτυπία: «Τα Ιστορικά»). Ενας Άγγλος περιηγητής το έτος 1808 αναφέρει ότι «βρήκε την Πρέβεζα σε άθλια κατάσταση, με πληθυσμό 3.000 άτομα, εκ των οποίων οι μισοί ήταν Τούρκοι και Αλβανοί». Είναι ενδιαφέρον αλλά όχι και παράξενο, ότι στο σημερινό Τεπελένι της Αλβανίας, την είσοδο της πόλης μπροστά στο Δημαρχείο κοσμεί ένα καλοφτιαγμένο πρόσφατο μπρούτζινο άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή σε βάση από καφέ γρανίτη (Ali Pasha Tepelena, Φωτό: Χ.Γκούβας Μάϊος, 2002), ενώ υπάρχει στην Αλβανία και το ομώνυμο διάσημο στην Αλβανία συγκρότημα δημοτικής μουσικής «Grupo Tepelenes Ali Pasha», το οποίο σε ένα από τους τελευταίους δίσκους του αφιερώνει δύο τραγούδια στα Ιωάννινα και ένα τρίτο, το τραγούδι «Koke Nestabul», ή «Koka në Stambollë» (σημαίνει «Το κεφάλι στην Κωνσταντινούπολη») αποτελεί ύμνο στον «αδικοχαμένο» Αλή Πασά Τεπελενλή.



Αίτιο της κατάληψης της Πρέβεζας

Φαίνεται ότι στα Ιωάννινα ο Αλή Πασάς Τεπελενλής ένοιωθε ανασφαλής και σκόπευε τη μετεγκατάσταση της έδρας του στην Πρέβεζα για να έχει άμεση πρόσβαση σε ουδέτερο δυτικό έδαφος, όταν θα αυτονομείτο από την Πύλη ("θα σήκωνε μπαϊράκι"). Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός των πολύ καλών σχέσεων πού είχε με τους δυτικούς διπλωμάτες και τους περιηγητές της περιοχής, Άγγλους, Γάλλους, Ολλανδούς, Δανούς, στους οποίους παρείχε στην Πρέβεζα πλουσιοπάροχη φιλοξενία, σε σημείο πού οι ίδιοι στις περιγραφές τους τον περιγράφουν με αξιοθαύμαστα λόγια. Ακόμα και οι σύζυγοι των Ευρωπαίων διπλωματών δεν φείδονται καλών λόγων για τον «ευγενέστατο κύριο Αλή Πασά, πού ήταν αβρότατος μαζί τους και τους δώριζε συχνά διαμάντια και μαργαριτάρια». Μετά τη δεύτερη κατάληψη της Πρέβεζας, ο Αλή Πασάς αν και δήλωσε πως θα σεβόταν την εσωτερική αυτονομία της πόλης, φρόντισε να τοποθετήσει στην ηγεσία της «Εξάρας» (όργανο αυτοδιοίκησης) πρόσωπα πιστά σε αυτόν. Οι Αλβανοί Μπεκήρ Αγάς και Τσατς Μπέης, όργανα του Αλή, ασκούσαν τρομοκρατία στην πόλη. Κύριο τους μέλημα ήταν να δημεύουν περιουσίες κατοίκων και να τις παραχωρούν είτε σε συμπατριώτες τους είτε σε Έλληνες πιστούς στον Αλή. (Κ.Ρωμαίος: «Eλλάς», τόμος 2ος, σελ 368-370, εκδ. Γιοβάνη) Τελικά, ο Αλή Πασάς δεν πρόλαβε να εδραιωθεί στην νέα έδρα του την Πρέβεζα, γιατί το 1822 είχε το γνωστό άδοξο τέλος στο νησάκι των Ιωαννίνων με τον αποκεφαλισμό του από στρατεύματα του Χουρσίτ Πασά, το δε κεφάλι του πήρε αλατισμένο την οδό προς Κωνσταντινούπολη. Ο τάφος του ακέφαλου σώματός του βρίσκεται σήμερα στο Φρούριο του Ιτς Καλέ στα Ιωάννινα. Μετά το βίαιο θάνατο του Αλή Πασά, σε ηλικία 82 ετών, το 1822, η Πρέβεζα παρέμεινε στα χέρια των Οθωμανών άλλα 90 χρόνια, μέχρι την 21η Οκτωβρίου 1912, οπότε απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό υπό τον Ταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιάδη, προς τιμήν του οποίου φέρει το όνομα η παραλιακή λεωφόρος της Πρέβεζας.

Το έτος 2004, βρέθηκε στη συλλογή παλαιών εγγράφων του Κωνσταντίνου Φίλου, μια επιστολή του έτους 1798 μΧ, του Πρεβεζάνου Σπύρου Τριάντογλου από τα Λεχαινά Ηλείας, προς τον επίσης Πρεβεζάνο Προεστό Σιόρ Αταρίνο Χουρόπουλο στους Παξούς. Η ευκατάστατη οικογένεια Αταρίνου Χουρόπουλου γλύτωσε από τη σφαγή του Χαλασμού της Πρέβεζας μετακομίζοντας έγκαιρα στους Παξούς, με όλο το βιός της όπως αναφέρεται στην επιστολή. Στην επιστολή αυτή γίνεται αναφορά στο Χαλασμό της Πρέβεζας. Με αφορμή αυτή την επιστολή ο Χαράλαμπος Γκούβας και ο Κωνσταντίνος Φίλος, μελέτησαν τη διαθέσιμη βιβλιογραφία και με τη συνεργασία δύο ειδικών στην ψηφιακή φωτογραφία (Γεώργιος Καρράς και Θωμάς Τσεκούρας), κατασκεύασαν ένα Poster με τίτλο «Ο Χαλασμός της Πρέβεζας». Το Poster αυτό είχε σαν σκοπό να κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό το φοβερό αυτό ιστορικό γεγονός το οποίο άγνωστο γιατί πέρασε στα ψιλά της ιστορίας. Το Poster εκτίθεται στο Δήμο Πρέβεζας, στη Νομαρχία Πρέβεζας, την Αστυνομία Πρέβεζας , σε ορισμένες δημόσιες Υπηρεσίες της πόλης και στην ταβέρνα «Κελάρι».




Αναφορές
Γκούβας Χαράλαμπος: "Η Ιστορία του Νομού Πρέβεζας"
Εκδοση Ιδρύματος "Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Πρεβεζας'' 2009




Δεν υπάρχουν σχόλια: