ΚΑΤΙΝΑ ΚΑΠΠΟΥ - Η ΘΡΥΛΙΚΉ ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΣΑΜΙΟΠΟΥΛΑΣ

Όσοι τη γνώριζαν την ταύτιζαν με τη θρυλική Κυρά της Ρω, την ηρωική Δέσποινα Αχλαδιώτη της Δωδεκανήσου. Στη βορειοανατολική γωνιά του Αιγαίου, μία ώρα (εννέα μίλια) εν πλω από το Πυθαγόρειο της Σάμου, πάνω στη νησίδα Σαμιοπούλα και η Κατίνα Κάππου έγραψε τη δική της ιστορία πριν «φύγει» στις 23 του μήνα για να αναπαυθεί- πού αλλού;- στον τόπο που λάτρεψε. 

«Οι γονείς μου πρωτοήρθαν εδώ το 1945, μόλις παντρεύτηκαν. Η Σαμιοπούλα τότε ήταν μοναστηριακό νησί κι αρχικά το νοίκιασαν από τη Μονή της Μεγάλης Παναγίας μέχρι και το 1957, που παραχωρήθηκε στο κράτος με την προϋπόθεση να δοθεί σε ακτήμονες καλλιεργητές. Τότε όμως επρόκειτο απλώς για έναν βράχο, δεν υπήρχε σπίτι ή ζωή επάνω εδώ, πάρα μόνο κατσίκια που έβοσκαν ελεύθερα, γι΄ αυτό και το χαρακτήρισαν τελικά ως νησί κτηνοτροφικό. Άρχισαν να χτίζουν τοίχους, να καλλιεργούν όπου υπήρχαν μικρά κομμάτια γης, έβαλαν γύρω στα 160 δέντρα ελιές. Στην πορεία έχτισαν με τα χέρια τους και δύο πέτρινα σπιτάκια, αποθήκες και δεξαμενή. Αργότερα έχτισαν κι ένα ταβερνάκι για πρόχειρο φαγητό για όσους φτάνουν με τα καΐκια ώς εδώ, κυρίως τα καλοκαίρια», λέει στα «ΝΕΑ» ο 56χρονος Βασίλης Κάππος, ο μικρότερος από τα τρία παιδιά του Τάσου και της Κατίνας. «Από τον καιρό που πέθανε ο πατέρας μου, πριν από εννέα χρόνια, κι έμεινε ολομόναχη εδώ και πάλι η μητέρα μου ήταν ξεκάθαρα αρνητική να έρθει να μείνει μαζί μας στο Πυθαγόρειο. “Εγώ δεν φεύγω, θέλω να ανάβω τα καντήλια της Αγίας Πελαγίας”, έλεγε και πήγαινε κάθε πρωί στο αγαπημένο της, το πιο κοντινό από τα δύο, εκκλησάκι. Και βεβαίως φύλαγε ως κόρη οφθαλμού την υψωμένη σημαία», προσθέτει. Τέλος εποχής.

«Έφυγε μια άλλη εποχή! Τέσσερις άνθρωποι - οι γονείς μου, ο θείος μου Χριστόδουλος και η θεία Ευδοκία που έζησαν για χρόνια μαζί τους- ανέστησαν τα πάντα εκεί τριγύρω», λέει συγκινημένη η μία από τις δύο κόρες της «κυράς της Σαμιοπούλας», η 61χρονη Ειρήνη Καμπόσου που στα πρότυπα των γονιών της κατοικεί με την οικογένειά της επίσης σε ερημικό νησί, στα Λέβιθα, ανάμεσα σε Κυκλάδες και Δωδεκάνησα. «Με το ζόρι την πήραμε από ΄κει πριν από τέσσερις μήνες, γιατί είχε καταπονηθεί πια και δεν μπορούσε να περπατήσει. Και πάλι όμως ζητούσε επίμονα να επιστρέψει. Μόνο τα καλοκαίρια είχε παρέα, τα εγγόνια της και τους περαστικούς τουρίστες. Όλο τον χειμώνα έμενε σχεδόν μόνη της κατά καιρούς και για μέρες αποκομμένη», λέει η κ. Καμπόσου. «Τον αδερφό μου τον Βασίλη εκεί πάνω, στη Σαμιοπούλα, τον γέννησε χωρίς μαμή, με τη βοήθεια της γιαγιάς μας. Δεν μπορούσε να ταξιδέψει, Γενάρη μήνα, λόγω φουρτούνας».

 Τη συνόδευσαν 5 καΐκια στο τελευταίο ταξίδι 

 ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ τους συγγενείς και οι υπόλοιποι από τους λιγοστούς- ακόμα και στη Σάμο- που γνώριζαν για την επί εξίμισι δεκαετίες παρουσία της «γιαγιάς της Σαμιοπούλας» πάνω στην αιγαιοπελαγίτικη βραχονησίδα αναγνωρίζουν την ανιδιοτελή προσφορά και αφοσίωσή της στον τόπο της. «Τη θυμάμαι 62 χρόνια. Με τον χαμό της έκλεισε ένας κύκλος, μια ιστορία 70 χρόνων, ήταν η τελευταία των Μοϊκανών...», λέει ο ιερέας του χωριού Παγώνδας, Νικόλαος Σπάγος, ο οποίος βρέθηκε την περασμένη Πέμπτη στη Σαμιοπούλα για να απευθύνει το ύστατο χαίρε στην Κατίνα Κάππου. «Την τίμησε και ο Στρατός και ο ηγούμενος της Μεγάλης Παναγίας. Τέσσερα- πέντε καΐκια συνόδευσαν τη νεκρική πομπή εν πλω από το Πυθαγόρειο προς τη Σαμιοπούλα, ήταν κάτι το συγκινητικό. Της άξιζε όμως όλη αυτή η τιμητική τελετή, γιατί αγάπησε πολύ από μικρό κορίτσι το νησί όπου έμεινε. Δεν φοβόταν ούτε όποτε έβλεπε τα τουρκικά μαχητικά, στα 200-300 μέτρα από πάνω της, “έχω την Παναγία σύμμαχο”, έλεγε. Αντιθέτως έδωσε ζωή, με τον σύζυγό της, σε ερείπια: ερχόταν κόσμος απ΄ όλη τη Σάμο στα πανηγύρια του μικρού αυτού νησιού, για να δουν τον κυρ Τάσο και την κυρά Κατίνα, ευγενέστατους, πάντα πρόθυμους να προσφέρουν καφεδάκι, ούζο και μεζέ κολιό. Για μας που τους ξέραμε, είναι μια απώλεια», υποστηρίζει.


Απ' τήν εφημερίδα ΤΑ ''ΝΕΑ''








"ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ, ΠΕΡΙ ΑΦΥΠΝΙΣΕΩΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ''

 

Ο Λυκούργος βλέπει τήν ένδοξη Σπάρτη σαν ένα νεκροταφείο. Βλέπει τούς ζωντανούς νεκρούς κατοίκους της να σαπίζουν καί να χάνονται. Η πνευματική ανωτερότητα του όμως, τού επιτρέπει να δεί τα μελλούμενα. Ορά τα επερχόμενα κακά και τάζει τον εαυτό του στρατιώτη στόν αγώνα τής αφυπνίσεως. Ως σιδηρουργός, σφυρηλατεί με πάθος. Δημιουργεί ασπίδα. Τήν κάνει ευρεία, σκληρή, αδιαπέραστη. Με αυτήν τήν ασπίδα οι συμπολίτες του θα αποκρούσουν τήν κακία καί θα διαφυλάξουν τήν αρετή τους. Επιβάλετε να τούς ενεργοποιήσει. Θέλει να τούς δείξει με ένα απλό παράδειγμα καί να τούς πείσει για τόν τρόπο με τόν οποίο θα γίνει η αναγέννηση.

Κάνει λοιπόν ένα πείραμα. Εκτρέφει δυό σκυλάκια ποὐ είχαν τούς ίδιους γεννήτορες. Το ένα το άφησε στήν οικία του, στήν καλοπέραση καί τήν λαιμαργία καί το δεύτερο το γύμνασε στο κυνήγι. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα τα έφερε καί τα δυό στήν εκκλησία τού δήμου. Επειτα, σε κάποιο σημείο αφήνει λιχουδιές καί σε κάποιο άλλο ένα λαγό. Αφήνοντας τούς σκύλους ο καθένας όρμησε σε αυτό που είχε συνηθίσει να κάνει ή είχε εκπαιδευτεί να κάνει. Και τότε τούς είπε: ''Οράτε, ω πολίται, έτι ταυτού γένους υπάρχοντες εν τή τού βίου αγωγή πάρα πολύ αλλήλων διάφοροι επέβησαν καί ποιητικωτέρα τής φύσεως ή άσκησις προς τα καλά τυγχάνει''. (Βλέπετε, ω πολίτες, ότι αν καί είναι από τούς ίδιους γονείς, με τήν ίδια αγωγή, έγιναν πάρα πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, κι αυτή η άσκηση είναι αποτελεσματικότερη τής φύσεως, για να συνηθίζουμε να κάνουμε το καλό). Φανταστείτε σε ποιο σημείο πτώσης είχε φθάσει η Σπαρτιατική πολιτεία. Οι Λακεδαιμόνιοι ικανοποιούντο μόνο με το να αναφέρονται στήν καταγωγή τους. Η όλη κατάστασή τους, μοιάζει σαν να ζούσαν μέσα σε βούρκο καί να υπερηφανεύονται για το πόσο καθαρός καί περιποιημένος ήταν ο γεννήτορας τους.
Δεν πρέπει λοιπόν να θαυμάζουμε, στείρα, τους προπάτορες μας. Πρέπει να τούς ερευνούμε, επιβάλεται να τούς μελετήσουμε σε βάθος ώστε να εκπαιδευτούμε σ’ αυτά που τούς έκαναν τούς ενδοξοτέρους και ευγενεστέρους τών ανθρώπων. Για να βγείς από τόν βούρκο, το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να κινηθείς. Στήν αρχή θα δυσκολευτείς, αλλά όσο θα προχωράς το βήμα σου θα γίνετε πιο ελαφρύ, η προσπάθειά σου πιο εύκολη. όσο Ελληνικό κι αν είναι το αίμα που ρέει στις φλέβες μας. Οσο κι αν οι γενετικές πληροφορίες χιλιετηρίδων είναι υποθηκευμένες στο δέρμα μας, χωρίς άσκηση καί μόχθο δεν θα μπορέσουμε να τίς ενεργοποιήσουμε. Είμαστε σε λήθαργο. Καιρός είναι να αφυπνιστούμε καί να δράσουμε...

Ιωάννης Κωτσής

21 Σεπτεμβρίου 1944: Η ελληνική σημαία στο Ρίμινι

 

Αφιερωμένο, ως ελάχιστο φόρο τιμής, στους ένδοξους ήρωες πεσόντες αξιωματικούς και οπλίτες της μάχης του Ρίμινι στις 21 Σεπτεμβρίου 1944, οι οποίοι με την ανδρεία τους στα πεδία των μαχών έγραψαν χρυσές σελίδες δόξας στην πολεμική Ιστορία του Έθνους μας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Ο διοικητής της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας Ρίμινι Ταξίαρχος Θρασύβουλος Τσακαλώτος με καταγωγή απο τήν Πρέβεζα μετά του Επιτελάρχου της Ταξιαρχίας Συνταγματάρχου Γερασίμου Λάμαρη


Το ημερολόγιο έγραφε 21 Σεπτεμβρίου του 1944, όταν ένα μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία, έπειτα από σκληρές μάχες με τους Ναζί καταλαμβάνει την ιταλική πόλη Ρίμινι και υψώνει την Ελληνική σημαία στο δημαρχείο.

Στις 9 Ιουνίου του 1944 είχε εκδοθεί διαταγή συγκρότησης της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, από τα ''υγιή υπολείμματα των διαλυθεισών Ταξιαρχιών''. Διοικητής της Ταξιαρχίας ορίστηκε ο συνταγματάρχης Θρασύβουλος Τσακαλώτος. Η ελληνική ταξιαρχία αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Τάραντα. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες ανέλαβαν τον παραλιακό τομέα με αποστολή κάλυψης του δεξιού πλευρού της 1ης καναδικής Μεραρχίας στη σχεδιαζόμενη επίθεση εναντίον του Ρίμινι και την κατάληψή του.

Παράδοση άνευ όρων

Η Ελληνική Ταξιαρχία μπήκε στη ζώνη του πυρός με απώλειες 15 νεκρούς και 34 τραυματίες. Την νύχτα της 14ης Σεπτεμβρίου άρχισε η γενική επίθεση. Τρεις μέρες αργότερα, έπειτα από σκληρές μάχες με την γερμανική Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, οι Έλληνες στρατιώτες κατέλαβαν το αεροδρόμιο του Ρίμινι και συνέχισαν την επιθετική τους προσπάθεια προς την πόλη. Τις πρωινές ώρες της 21ης Σεπτεμβρίου το 2ο Τάγμα Πεζικού μπήκε στην εγκαταλελειμμένη πόλη όπου υπεγράφη Πρωτόκολλο Παράδοσης του Ρίμινι άνευ όρων στις ελληνικές δυνάμεις. Οι συνολικές απώλειες της Ταξιαρχίας στην Ιταλία ανήλθαν σε 116 νεκρούς (10 αξιωματικοί και 106 οπλίτες) και 316 τραυματίες (23 αξιωματικοί και 293 οπλίτες).


Ο Διοικητής των Συμμαχικών Στρατευμάτων στην Ιταλία, βρετανός στρατάρχης Χάρολντ Αλεξάντερ, σε έκθεση του σημειώνει για τη δράση της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας τα εξής: «Στις 20 Σεπτεμβρίου, έπειτα από πάλη χωρίς ελπίδα, εκκαθαρίσθηκε το Σαν Φορτουνάτο και στη διάρκεια της νύχτας οι Έλληνες, υπό τη διοίκηση της 1ης Καναδικής Μεραρχίας, εισήλθαν στο Ρίμινι. Ήμουν ευτυχής, γιατί η επιτυχία αυτή είχε τόσο έγκαιρα λαμπρύνει τα πεπρωμένα της ηρωικής αυτής χώρας, που ήταν η μόνη μαχόμενη σύμμαχος στο πλευρό μας, σε στιγμές ζοφερές και γιατί μία νέα νίκη στην Ιταλία είχε προστεθεί στη δόξα που αποκτήθηκε στα βουνά της Αλβανίας».


https://www.ethnos.gr/istoria/




Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος υπήρξε διακεκριμένος έλληνας στρατιωτικός. Συμμετείχε στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον Εμφύλιο Πόλεμο. Διετέλεσε αρχηγός του ΓΕΣ, ενώ μετά την αποστρατεία του διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Γιουγκοσλαβία. Υπήρξε ικανός ηγήτορας, με δυνατότητα να εμπνέει και να συνεγείρει τους στρατιώτες του. Ευφυής, μεθοδικός και φιλόδοξος επιτελικός αξιωματικός, διπλωματικά επιδέξιος και θιασώτης των ευρέων οργανωτικών μέτρων.

Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1897 στην τότε τουρκοκρατούμενη Πρέβεζα. Το 1914 έγινε δεκτός στην Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1916 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού.Το 1946 προήχθη σε υποστράτηγο και ανέλαβε την αναδιοργάνωση του στρατού στο αρχικό στάδιο του Εμφυλίου Πολέμου. Συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Μακεδονικό Μέτωπο) και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941 ήταν διοικητής με τον βαθμό του συνταγματάρχη του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων και διακρίθηκε στην κατάληψη του στρατηγικής σημασίας αυχένα Κούτσι από τους Ιταλούς (15-20 Δεκεμβρίου 1940) εντός του Αλβανικού εδάφους. Από τον Μάρτιο του 1941 ανέλαβε επιτελάρχης του Β' Σώματος Στρατού.

Κατά την Κατοχή διετέλεσε γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στην κυβέρνηση Τσολάκογλου,ενώ παράλληλα ήταν μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της αντιστασιακής οργάνωσης «Θέρος» υπό τον συνταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο. Το 1943 διέφυγε στην Μέση Ανατολή και υπηρέτησε αρχικά ως διοικητής του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Ισμαηλίας. Από τον Απρίλιο του 1944 ανέλαβε διοικητής της 3ης Ελαφράς Ορεινής Ταξιαρχίας, η οποία διακρίθηκε στην Μάχη του Ρίμινι (Σεπτέμβριος 1944) στο ιταλικό μέτωπο. Επικεφαλής της ταξιαρχίας επανήλθε στην Ελλάδα και συνέβαλε στην καταστολή του κομμουνιστικού κινήματος τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου («Δεκεμβριανά»). Στα τέλη του 1948 με τον βαθμό του αντιστρατήγου και στο πλαίσιο του σχεδίου «Περιστερά» ανέλαβε να εκκαθαρίσει την Πελοπόννησο από τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού» (ΔΣΕ), επικεφαλής δύναμης 45.000 ανδρών του Εθνικού Στρατού. Τον Αύγουστο του 1949, συμμετείχε στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Γράμμου, που σηματοδότησαν την ήττα του ΔΣΕ και την λήξη του Εμφυλίου Πολέμου. Στις 31 Μαϊου 1951, ανέλαβε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού ΓΕΣ, λίγες ώρες μετά τον τερματισμό του στρατιωτικού κινήματος που αποδόθηκε στον ΙΔΕΑ, και αποστρατεύτηκε τη αιτήσει του στις 20 Νοεμβρίου 1952. Από το 1957 έως το 1960 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Γιουγκοσλαβία από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στα τέλη του 1966 προτάθηκε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο για την ανάληψη της πρωθυπουργίας στις μυστικές συναντήσεις που είχε με τους Γεώργιο Παπανδρέου και Παναγιώτη Κανελλόπουλο για την άρση του πολιτικού αδιεξόδου που είχε προκύψει από την λεγόμενη «Αποστασία» τον Ιούλιο του 1965. Η πρόταση του βασιλιά δεν έγινε αποδεκτή από τον Γεώργιο Παπανδρέου

Τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη τού Τάγματος του Σωτήρος για την νίκη του Ρίμινι και τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Γεωργίου Α’ για την συμβολή του στην νίκη των ετών 1948-1949. Στον Τσακαλώτο οφείλεται η μεταφορά τών οστών τού Οδυσσέα Ανδρούτσου από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών στην Πρέβεζα.

Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει τα βιβλία: «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος (1960), «Η Μάχη των Αθηνών» (1969), «Γράμμος» (1970), «Η Μάχη των Ολίγων» (1971), «Πώς εσώθη η Ελλάς. Δεκέμβριος 1944» (1979), «1946-1949. Δημοκρατία και Ολοκληρωτισμός: Το Χρονικό τού Συμμοριτοπολέμου (1979).
\
Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος πέθανε στην Αθήνα στις 15 Αυγούστου 1989, σε ηλικία 92 ετών. Φυσικά εδὠ στήν Πρέβεζα τόν γνωρίζουν ελάχιστοι καί δεν υπάρχει μνημείο πλατεία ή δρόμος πού να φέρει το ονομά του.


https://www.sansimera.gr/



ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ - ''ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΝΕΟ''

 

Δύσκολο να ζήσει ο σημερινός άνθρωπος χωρίς ν’ αναγκαστεί από εσωτερική ή εξωτερική πίεση να καταταχτεί σ’ ένα στρατόπεδο. Δεξιά ή αριστερά, αν είναι ζωντανός, στη μέση αν είναι καλοκάγαθη καθυστερημένη ψυχή κ’ ελπίζει ακόμα πως με τη λογική και την τρεχούμενη ηθική θα μπορέσουν να βολευτούν τα πάντα. Τα πάντα όμως σήμερα τα «οιακίζει κεραυνός». Οι αγαθές φιλειρηνικές ψυχές που δεν μπορούν ν’ ανεχτούν το αίμα, την αδικία και τη συφορά, όσες υπάρχουν ακόμα, δε θα μπορέσουν πολύ να βαστάξουν μέσα στη νέα υψηλή θερμοκρασία της γης. Κι ένας άνθρωπος που επιμένει, και τόρα ακόμα, να υπηρετεί το «Πνεύμα» πρέπει, αν θέλει να σωθεί, να δει με σαφήνεια και γεναιότητα ποιο είναι το χρέος του, τι αποστολή μπορεί να έχει μέσα στα μεγαθήρια και να πάρει τη θέση του στη σημερινή τούτη κοσμοχαλασιά και κοσμογονία. Μπήκαμε σε μια περίοδο που θα βαστάξει ίσως διακοσαριά χρόνια κι όπου ο πόλεμος θα διαδέχεται πανωτά την ένοπλη ειρήνη. Οι αξίες θα μετατοπιστούν, παμπάλαιες αρετές που ατρόφησαν με τον πολιτισμό, θ’ αναδειχτούν πάλι: η ηρωολατρεία, η δαιμονική δράση, η παράφορη λαχτάρα του κινδύνου. Ποτέ οι νέοι, σε όλα τ’ αληθινά ζωντανά έθνη, δεν είχαν όσο σήμερα τόσο ζωικό οργασμό. Συνεπαίρνουνται από «μαγικά» συνθήματα μάζας, από ένα είδος ξόρκια που δεν αποτείνουνται καθόλου στο καθαρό λογικό μήτε στο Λεύτερο Πνεύμα, παρά σε βαθύτερες, λιγότερο φωτισμένες, πιο χοντρά γόνιμες δυνάμεις που εδρεύουν κι ενεδρεύουν όχι πια στο κεφάλι και στήν καρδιά του ανθρώπου, παρά στα νεφρά του. Μήπως οι δυνάμεις αυτές, που τόσο τις περιφρονούν και τις τρομάζουν οι ντελικάτοι ξεθυμασμένοι διανοούμενοι, δεν ανανέωσαν, πάντα τη γής; Πρέπει, για να κρίνουμε δίκαια, πλατιά, απάνω από τα σημερινά πεινασμένα κι αναγκαστικά κοντόφθαλμα πάθη, να ξεπεράσουμε, όσο μπορούμε, τη μικρή περιοχή του καιρού μας και να δούμε πιο πέρα. Και να μην τρομάξουμε. Νάχουμε εμπιστοσύνη στον πηλό αυτόν που τον λένε άνθρωπο και που εὐκολα δεν μπορεί να διασκορπιστεί σε σκόνη. Πώς όμως να καθορίσουμε το χρέος του πνεματικού ανθρώπου στο σύγχρονο χάος; Δύσκολα σήμερα να μπορέσω να πω τη γνώμη που μου ζητάτε. Όμως θα σας αναφέρω μια μικρή κουβέντα που έκαμα μ’ ένα νέο μια μέρα τον περασμένο Σεπτέμβρη, στη Λόντρα. Είχε ακούσει τις πρώτες σειρήνες που ούρλιαζαν βλέποντας τα πρώτα εχθρικά αεροπλάνα, είχε διακόψει ένα λυρικό τραγούδι πού 'γραφε για κάποια του ερωμένη που τού ΄φυγε, κ’ είταν απελπισμένος. Και νόμιζε πως είταν απελπισμένο το σύμπαντο.


-Πάει το πνεύμα, έλεγε κλαψουρίζοντας. Ήρθαν οι βάρβαροι, τι θα γενούμε; Πού θα πάμε να βρούμε καταφύγιο, εμείς, οι πνευματικοί άνθρωποι;

-Πήγαινε σε μοναστήρι! του φώναξα γελώντας.

-Πώς μπορείς και γελάς; μου παραπονέθηκε σουφρώνοντας τ’ αναιμικά χείλια.

-Θυμήθηκα, του είπα, σαν είμουν μικρό παιδί στην Κρήτη, ένα αγαθό γλυκομίλητο γεροντάκι που έβγαινε πάντα μ’ ένα μποξά, πράσινο με κόκκινα καρέ. Γέρο μουσικός, έδινε μαθήματα κιθάρας, λιγνός, αρρωστιάρης και φορούσε φαρδιά παπούτσια με λάστιχο. Τον έλεγαν Μυρταίο. Έτσι που περπατούσε τουρτουρίζοντας χειμώνα καλοκαίρι, ανάμεσα από τις αγριοφωνάρες της αγοράς, είταν κωμικός και συμπαθέστατος. Οι Κρητικοί τον αγαπούσαν και τον κορόϊδευαν. Κρατούσε πάντα ένα μακρύ βιβλίο στην αμασχάλη του κι από τότε οι παζαρίτες κάθε διανοούμενο τον έλεγαν Μυρταίο. Άμα έβλεπαν κανένα νέο να σκύβει σε κιτάπια και να μην παίζει, να μη γελάει, να μην κυνηγάει κοριτσόπουλα, τον άρχιζαν την πρόγγα: «Ε, κακομοίρη Μυρταίο!» του φώναζαν. Τέτοιοι, Μυρταίοι, μου φαίνουνται όλοι σχεδόν οι διανοούμενοι της εποχής μας.

-Κι εγώ λοιπόν; με ρώτησε μελαγχολικά ο νεαρός.

-Σε λίγες μέρες, του αποκρίθηκα, λέω να πάω στη Σκωτία και θα σου φέρω ένα μποξά. Αν βρω, πράσινο με κόκινα καρεδάκια.

-Είσαι αναίσθητος. Κ’ εγώ που ερχόμουν να σου διαβάσω την τελευταία μου μπαλάντα. Την έγραψα την ώρα που οι πρώτες σειρήνες…

-Αν δεν έχει το ρυθμό της μοντέρνας αυτής σειρήνας, τον διέκοψα, μη μου τη διαβάσεις. Μπούχτισα πια να διαβάζω για ερωτοδουλιές και φεγγάρια κι αόριστες ντελικάτες λαχτάρες. Η εποχή μας είναι επική, δεν τόνιωσες ακόμα; Είναι επική, γιομάτη πράξη.

-Ώστε λοιπόν η τέχνη…

-Όπως κάθε εποχή, όμοια κ’ η δική μας, έχει ψυχές περασμένες, τωρινές και μελούμενες. Ποιητής σήμερα, στη φοβερή τούτη περίοδο της δράσης, αξίζει νάναι μονάχα έχει συλλάβει πέρα από το αίμα, το δημιουργούμενο πολιτισμό, να βοηθήσει, πλάθοντας νέους ανθρώπινους τύπους, να μπει η ρεούμενη πραγματικότητα στα ιδανικά περιγράμματα που αυτός λαχταρίζει. Οι ψυχές που έχουν μέσα τους πολύ τωρινό. Οι ψυχές αυτές, αν έχουν ποιητική διάθεση, προσπαθούν ν’ αποτυπώσουν πιστά, στους αποσυντιθέμενους στίχους τους και στην αποσυντιθέμενη σκέψη τους, τη σύγχρονη αποσύνθεση του κόσμου. Μα πιο ζωντανές από τις συγχρονισμένες τούτες ψυχές είναι εκείνες που θεωρούν τήν τέχνη (εξόν από την προπαγανδιστική) ως περιττή κι ακατανόητη πολυτέλεια. Οι ζωντανές αυτές ψυχές ρίχνουνται στη δράση. Περιφρονούν το πνεύμα, είδαν τη χρεωκοπία της παλιάς γενεάς, με τις σκηνογραφημένες ελευτερίες της, με τη δολερή ηθική της, τις σαλτιπάγκικες σκοινοβασίες του θεωρητικού λεγόμενου νου. Είδαν και σιχάθηκαν και ρίχτηκαν να γκρεμίσουν ένα τέτοιο συγκρότημα καμουφλαρισμένης σκλαβιάς, καλοπέρασης και ψευτιάς. Κάνουν έφοδο. Οι καλλίτεροι νέοι του κόσμου σήμερα δεν γράφουν· ενεργούν. Αντικρύζουν ηρωικά το θάνατο, τους κυριεύει ένθεη μανία, άνοιξε η καταπαχτή και τινάχτηκαν οι υποχθόνιες δύναμες από τα παμπάλαια ιερά σκοτάδια του υποσυνείδητου και κάνουν έφοδο. Και τέλος είναι οι ψυχές οι ασύγχρονες, οι καθυστερημένες, συχνότατα ευγενέστατες, ευαίσθητες λίγο κωμικές. Αυτές δε δρουν, το πολύ – πολύ αντιδρούν. Κι όταν έχουν ποιητική διάθεση, τα τραγούδια τους παρουσιάζουν συχνά ευαισθησία κ’ ευγένεια, αψεγάδιαστη φόρμα και περίπαθη ερωτόπαθη νοσταλγία. Μα έπαψαν πια νάναι φορείς ζωής. Ίσως αργότερα, αν τύχει νάναι εξαίσιοι ποιητές, να μπορέσουν να βρουν ανταπόκριση σε άλες «ομόλογές» τους εποχές. Σήμερα η ζωή τούς έχει αφήσει πίσω της, άδεια καύκαλα. Ούτε ο Θεός – θέλω να πω: η σημερινή ανώτατη λαχτάρα του ανθρώπου- δεν τους θέλει. «Ουχί οι νεκροί αινέσουσέ σε Κύριε, αλλ’ ημείς οι ζώντες!». Η φωνή αυτή είναι αιώνια. Το ιδανικό μονάχα, ο «Κύριος», παλιώνει κι αλλάζει, μα η φωνή μένει η ίδια – γιατί είναι η φωνή του κακομοίρη του ανθρώπου που θέλει να ξεφύγει από την κακομοιριά του.

-Βρισκόμαστε στο τέλος ενός πολιτισμού, τσίριξε ο νέος. Είμαστε παιδιά της εποχής μας, χωρίς πίστη, χωρίς φούμαρα, χωρίς μεγάλα λόγια. Βαστούμε καθρέφτη και καθρεφτίζουμε την αποσύνθεση, όπως λες· κάνουμε το χρέος μας.

-Ίσως, αποκρίθηκα. Μα τόρα τελευταία αρχίζω να υποψιάζουμαι (τόσο γρήγορα κυλιέται σήμερα ο τροχός της Μοίρας) πως οι νέοι αυτοί δεν καθρεφτίζουν πια την εποχή τους παρά μιαν ξεπερασμένη κιόλας εποχή. Σα ν’ αρχίζουμε να ξεπερνούμε κιόλας το στάδιο της αποσύνθεσης. Μια σύνθεση, καινούργια, καταπληχτική, διαγράφεται στον ορίζοντα. Κι αυτή τη σύνθεση δεν μπόρεσαν ακόμα να τη δουν οι συγχρονισμένοι – ασύγχρονοι πια για μένα- νέοι που λες. Κρατούν καθρέφτη και τραγουδούν την αποσύνθεση, γιατί εξακολουθούν να βλέπουν την αποσυντεθειμένη ψυχή τους. Μεγάλα λόγια, μεγάλες πράξεις, ένας βίαιος άνεμος, σφοδρότατος κ’ επομένως «ρομαντικός», χαρακτηρίζουν τη νέα αρτιγέννητη λαχτάρα της ψυχής.
Βρισκόμαστε πια, μπαίνουμε πια, στην αρχή. Δεν είναι πια παρακμή η εποχή μας, όπως σου αρέσει να πιστεύεις, για να δικαιολογήσεις την ύπαρξή σου· είναι ακμή από τεράστιες δυνάμεις, βάρβαρες μπορεί, μα έτσι αρχινούν πάντα οι πολιτισμοί. Ο ρυθμός της εποχής μας υψώθηκε σε ηρωικό ρυθμό, σπρώχνει σε μεγάλους κιδύνους, αναλαβαίνει κοσμογονικές ευθύνες. Δεν είναι για τους αναιμικούς ευαίσθητους διανοούμενους – τους Μυρταίους- για τα γεροντάκια (ας είναι κ’ είκοσι χρόνων), με τα μαλακά, μουντζαλωμένα από το μελάνι χέρια και το άλιαστο κρέας.

Χωρίς να το θέλω, είχα ανάψει. Σταμάτησα και ντράπηκα, γιατί είδα τα δάχτυλα του νεαρού φίλου μου μουντζαλωμένα από το φρέσκο μελάνι και το λαιμό του λιγνό κι άλιαστο.

-Λοιπόν; τσούριξε με σφιγμένα χείλια, σταμάτησες;

-Συμπάθα με, είπα, ήρθες σπίτι μου κ’ εγώ φέρθηκα σα χωριάτης.
Φώναξα τη Ρόζαλιντ, την καμαριέρα της πανσιόν, να του φέρει τσάι, βούτυρο, μπισκότα, μαρμελάδα, για να γλυκάνει.

-Είχα αλλού το νου μου, είπα. Συλλογιζόμουν άλλα πράματα, πολύ σκληρά, μα για μένα. Συμπάθησέ με.

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ



ΜΕΛΙΓΑΛΑΣ


Σεπτέμβριος του 1944. Στις 4 του μηνός, τα γερμανικά στρατεύματα αποχωρούν από την Μεσσηνία και τους γειτονικούς νομούς Λακωνίας και Ηλείας, με κατεύθυνση την Τρίπολη και την Κόρινθο. Την πόλη των Καλαμών υπεράσπιζε δύναμις 600 ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας και 200 της Ε.Β. Χωροφυλακής, υπό την διοίκηση του Νομάρχου Δημητρίου Περρωτή. Την επομένη ημέρα, οι κομμουνισταί ζώνουν την πόλη. Επικεφαλής τους είναι ο απεσταλμένος του κόμματος από την Αθήνα, Νίκος Μπελογιάννης, που ζητά επιτακτικά την παράδοση της πόλεως. Ο Νομάρχης, με την συναίνεση των υπολοίπων τοπικών παραγόντων, αρνήθηκε ρητά και κατηγορηματικά. Έτσι, τα ξημερώματα της 9ης Σεπτεμβρίου, τα κόκκινα θηρία χίμηξαν στην Καλαμάτα. Η υπεροχή τους σε έμψυχο υλικό, σε πυροβολικό και σε βαρέα όπλα ήταν συντριπτική. Μοιραία, λοιπόν, μέχρι το βράδυ τα περισσότερα φυλάκια και οι συνοικίες της πόλεως έπεσαν στα χέρια του εχθρού. Ως τα μεσάνυχτα είχε μείνει απόρθητη η περιοχή του κέντρου της Καλαμάτας, όπου ευρισκόταν η Διοίκηση Χωροφυλακής. Εκεί, λοιπόν, είχαν συγκεντρωθεί οι αρχές, οι εναπομείναντες μαχητές και πολλοί τρομοκρατημένοι πολίτες. Ο κλοιός έσφιγγε συνεχώς γύρω τους. Οι ώρες ήταν κρίσιμες και οι αποφάσεις δεν είχαν την πολυτέλεια να περιμένουν. Μετά από σύσκεψη, αποφασίστηκε ομοφώνως η απελπισμένη έξοδος των δυνάμεων προς τον σιδηροδρομικό σταθμό και από κει η αναχώρηση προς τον ελεύθερο Μελιγαλά. Πράγματι, μετά από λίγο έγινε η έξοδος και περίπου 1.000 εθνικισταί κατάφεραν να φθάσουν στον Μελιγαλά. Εκεί θα δινόταν η κρίσιμη μάχη!

Η μάχη άρχισε στις 13 Σεπτεμβρίου, με μια μανιασμένη μαζική επίθεση των ορδών του Άρη Βελουχιώτη. Η άμυνα του ηρωικού Μελιγαλά ήταν πολύ καλά οργανωμένη. Περίπου 700 μαχητές ήταν κατανεμημένοι σε διάφορα οχυρά σημεία και αμύνονταν με τον παραδοσιακό ελληνικό τρόπο. Επικεφαλής των εθνικών δυνάμεων ήταν ο ταγματάρχης Δ. Παπαδόπουλος. Ο απολογισμός της πρώτης ημέρας της μάχης, ήταν αρνητικός για τους ΕΛΑσίτες, εφόσον όχι μόνον αποκρούστηκε η επίθεσή τους, αλλά ετράπησαν και σε άτακτη φυγή μετά από την αντεπίθεση των εθνικιστών, ενώ κυριεύθησαν 12 οπλοπολυβόλα τους.

Την επομένη, ανήμερα του Σταυρού, οι ΕΛΑσίτες πραγματοποιούν νέα επίθεση, ενισχυμένοι με βολές πυροβολικού και όλμους. Ωστόσο, η άμυνα του Μελιγαλά καλά κρατεί. Αλλά, με σημαντικές απώλειες: 9 νεκροί και 23 τραυματίες. Το βράδυ της ιδίας, γίνεται ένας πρόχειρος απολογισμός και διαπιστώνεται ότι τα πυρομαχικά εξαντλούνται. Είναι φανερό, πως οι επόμενες ώρες αναπόφευκτα θα είναι οι τελευταίες για την άμυνα της κωμοπόλεως. Ωστόσο, κανείς δεν δειλιάζει και δεν κουνιέται από τη θέση του. Τηρώντας πιστά την πανάρχαια ελληνική πολεμική παράδοση, οι εθνικιστές είναι αποφασισμένοι να πέσουν μέχρι ενός!

Η επίθεση των ΕΛΑσιτών αρχίζει πρωί-πρωί στις 15 Σεπτεμβρίου. Οι υπερασπιστές της κωμοπόλεως και της τιμής του Έθνους ρίχνουν τα τελευταία φυσίγγιά τους. Οι πολιορκητές του Μελιγαλά, κρίνοντας από την συχνότητα των πυροβολισμών, καταλαβαίνουν ότι τα πυρομαχικά των εθνικιστών όπου να’ ναι τελειώνουν και πυκνώνουν τις επιθέσεις τους. Παράλληλα, δουλεύει και το χωνί, το οποίο ουρλιάζει: «παραδοθείτε, ο αγώνας σας είναι μάταιος. Ο Άρης σας δίνει το λόγο της τιμής του, δεν θα σας πειράξει κανείς». 

Κατά το μεσημέρι, ο επικεφαλής των εθνικών δυνάμεων Δ. Παπαδόπουλος, που τρέχει από φυλάκιο σε φυλάκιο για να εμψυχώσει τους αμυνομένους, τραυματίζεται βαριά στην κοιλιακή χώρα και αποσύρεται από την μάχη. Ήταν η αρχή του τέλους. Στις 12:30, σταματάει το τουφεκίδι. Τα πυρομαχικά τελείωσαν! Λίγη ώρα αργότερα, οι ΕΛΑσίτες μπαίνουν στον Μελιγαλά! Πρώτος τους στόχος το νοσοκομείο. Εκεί κατασφάζουν όλους τους τραυματίες, 41 τον αριθμό. Ακολουθούν επιλεγμένες σφαγές σημαινόντων εθνικιστών παντού, στους δρόμους, στις πλατείες, στα σπίτια κ.τ.λ.

Εν συνεχεία, συγκεντρώνουν όλους τους κατοίκους και τους μαχητές σ’ έναν περιφραγμένο χώρο με υψηλή μάντρα, στο επονομαζόμενο «Μπεζεστένι». Τους υποχρεώνουν να βγάλουν τα ρούχα τους (εκτός από το εσώρουχο) και τα παπούτσια τους και τους κρατούν εκεί ημίγυμνους, άρα πλήρως εξουδετερωμένους. Έξω από την μάντρα μαζεύονται συμμορίτες που έχουν προσέλθει από άλλες περιοχές και σαν λυσσασμένα όρνεα μπαίνουν μέσα και αρπάζουν όποιον βάζουν στο μάτι. Τον βγάζουν έξω από το «Μπεζεστένι» και τον σφάζουν αμέσως, εκεί μπροστά στα μάτια όλων, υπό τις σπαρακτικές κραυγές των πανικοβλημένων γυναικοπαίδων. Ο αιμοχαρής «αρχικαπετάνιος», παρακολουθεί τις σκηνές καβάλα στ’ άλογό του (για να έχει πλήρη οπτική επαφή) και γελά με σαδιστική μανία. Γελά με το μαρτύριο των Ελλήνων και παροτρύνει όσους βλέπει διστακτικούς να πάρουν κι αυτοί από έναν «μεζέ». Ανθρώπινο «μεζέ»! Η πλήρης αποκτήνωσις!

Την ίδια ώρα, άλλοι κομμουνισταί μπαίνουν στα άδεια σπίτια και αρπάζουν ότι βρουν. Μόλις τελειώνουν το απίστευτο όργιο λεηλασίας, βάζουν και φωτιά! Οι εντολές που έχουν πάρει από τον αρχιεγκληματία Βελουχιώτη είναι σαφείς: Να μην μείνει στον Μελιγαλά λίθος επί λίθου! Φωτιά και μαχαίρι!

Το σχέδιο εξοντώσεως των Ελλήνων προχωράει ταχύτατα παραπέρα. Μετά από μια σύντομη προσωπική επιθεώρηση των χώρων γύρω από τον Μελιγαλά, ο Βελουχιώτης εντοπίζει το κατάλληλο χώρο για την σφαγή. Πρόκειται για μια δεξαμενή βάθους 16 μέτρων και πλάτους 4, ένα ημιτελές έργο προς ύδρευση του Μελιγαλά, με την ονομασία «Πηγάδα», που ευρίσκεται στα νοτιοδυτικά της κωμοπόλεως. Επιστρέφει στο «Μπεζεστένι», μαζεύει τους συμμορίτες του και τους αποκαλύπτει το σχέδιό του, που αμέσως μετά μπαίνει σε εφαρμογή. Οι κρατούμενοι, δένονται τρεις-τρεις με καλώδια και σύρματα και μόλις φθάσουν την μια εκατοντάδα οδηγούνται πεζοί προς τον τόπο του μαρτυρίου τους, ο οποίος απέχει κοντά στα 2 χιλιόμετρα. Όποιος κοντοστέκεται χτυπιέται άγρια από τους συνοδούς με βούρδουλες, όποιος πέφτει μαχαιρώνεται επιτόπου, μαζί με τους συνδεσμώτες του. Στο δρόμο, μανιασμένοι κομμουνισταί ουρλιάζουν υστερικά: Θάνατος! Θάνατος στους φασίστες!

Στο χείλος της «Πηγάδας», περιμένουν οι δήμιοι. Είναι οι πιο φανατισμένοι, οι πιο άγριοι, οι πιο αξιόπιστοι κομμουνισταί, αυτοί που δουλεύουν καλά το μαχαίρι και το κονσερβοκούτι, οι πιο πεπειραμένοι χασάπηδες του ελληνικού λαού. Μόλις φθάσουν εκεί, οι συνοδοί λύνουν τους κρατουμένους, κι ένας-ένας οδηγείται στο στόμιο της «Πηγάδας». Οι σφαγείς, με σβέλτες κινήσεις πιάνουν τα θύματά τους από τα μαλλιά και τους χαράζουν βαθιά στο λαιμό. Μετά, τους πετάνε μέσα στην Πηγάδα. Οι πρώτοι σφαγιασθέντες πεθαίνουν αμέσως λόγω της πτώσεως. Μόλις ο πυθμένας γεμίζει με πτώματα, τα υπόλοιπα θύματα πέφτουν ημιθανή πάνω τους και αργοπεθαίνουν με φρικτό τρόπο. Διαρκώς, νέα πτώματα προστίθενται στον σωρό.

Η μεγάλη ανθρωποσφαγή διαρκεί τρεις ολόκληρες ημέρες. Ο απολογισμός θλιβερός: 1.000 Έλληνες πατριώτες, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, ρίχτηκαν στην «Πηγάδα». Αν υπολογίσουμε και άλλους 500 περίπου, που εδολοφονήθησαν σε άλλα σημεία, φθάνουμε στα 1.500 θύματα!

Αυτή είναι εν ολίγοις, αγαπητοί μου αναγνώστες, η ιστορία ενός πρωτοφανούς στην ελληνική ιστορία εγκλήματος των κομμουνιστών. Η Ελληνική Πολιτεία, έκανε το χρέος της έως το 1974. Μετά, η ετησία εκδήλωσις τιμής και μνήμης των αγρίως σφαγιασθέντων εθεωρήθη «γιορτή μίσους» και γίνεται χωρίς την παρουσία εκπροσώπων του κράτους και των κομμάτων του «κοινοβουλευτικοί τόξου». Ευτυχώς, χάρις εις την συνεχή παρουσία των συγγενών των θυμάτων, το μνημόσυνο γίνεται κανονικά.

Γ. Δημητρακόπουλος (συνταξιούχος εκπαιδευτικός)

Πηγή: Ethnikismos.net

ΜΙΑ ΜΟΝΑΧΑ ΤΑΧΤΙΚΗ. ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΕΝΔΟΤΟΙ!

 






Γράφει η Σοφία Παππά




Σήμερα που σαπίζει ο κόσμος κι η ατιμία κι ο συμβιβασμός εξευτελίζουν και τις πιο γενναίες ψυχές, μια μονάχα ταχτική είναι πραχτική και συμφέρει, να είσαι ΑΝΕΝΔΟΤΟΣ!
Ν.Καζαντζάκης

Η επίθεση πού δεχόμαστε είναι μεγἀλη. Ομως, μόνο οι σκυφτοί τρομάζουν! Εμείς θα μείνουμε εδώ καί δεν θα πεθάνουμε. Κουφοί στίς κραυγές καί στίς κατάρες, δυνατοί στα σφυριά πού θα μάς βαράνε στα κόκαλα, αδιάφοροι σε βρισιές καί στα πιό μεγάλα ψέματα, καρτερικοί στίς στερήσεις καί στίς δυσκολίες, αξιοπρεπείς με το κεφάλι ψηλά, μαχητικοί όπως ποτέ άλλοτε, χαμογελαστοί σε ότι κι αν περάσουμε, πιστοί σε Θεό καί πατρίδα ως το τέρμα. Μόνο οι σκυφτοί τρομάζουν! Εδώ θα μείνουμε για να τούς κόβουμε τόν ύπνο να τούς ραγίζουμε τή χαρά, να ρίχνουμε τον ίσκιο μας στα χαμηλά τους πρόσωπα καί να τούς θυμίζουμε τι πάει να πεί Ελληνας! Μέρα με τή μέρα, μήνα με το μήνα. Δεν θα 'ναι ἀλλωστε η πρώτη φορά. Γιατί μόνο η Ελευθερία δίνει αυτό που ποθεί μια ψυχή Ελληνική. Αλλά πρέπει να ακούς δυνατά τον παλμό της κι όταν τόν καταλαβαίνεις, ''κοινωνείς'' τών πιο συμπαντικών μυστηρίων. Στις μέρες μας, σε τέτοιες κοσμοϊστορικές και τόσο επώδυνες αλλαγές που ζούμε, παραμένουμε αληθινοί με τα θέλω καί τίς επιθυμίες μας, απολαμβάνουμε τίς στιγμές, τήν παρέα, τήν αγάπη, απαραίτητες συνθήκες για να νιώθουμε άνθρωποι, κάτι που μας βοηθά να αντέχουμε καί να συνεχίζουμε. Κάθε ανθρώπινη ιστορία ξεκινάει με μια γέννηση και τελειώνει με ένα θάνατο." Oι λέξεις "φόβος" και "υπακοή", αν τις πιστέψεις, μπορεί να σε βυθίσουν στήν ανυπαρξία. Eλεύθερος είναι όποιος αποδεχτεί ότι ως έννοιες είναι καί οι δύο ανύπαρκτες". Σε κανένα δεν θα επιτρέψουμε λοιπόν, να γίνει κοινωνός τής ψυχής μας. Ούτε θα προσκυνήσουμε, ούτε θα υποταχθούμε ποτέ στούς βρυκόλακες αυτούς πού πουλάνε εξουσία καί διατάζουν. Καί θα μείνουμε εδώ. Ορθιοι! Μέχρι να βυθίσουμε στο σκοτάδι όσους μας έκλεψαν το φώς. Μέχρι να περάσει ο κατακλυσμός καί να'ρθει πάλι η άνοιξη!

''Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει χόρταση''

Οδ. Ελύτης






ΛΕΛΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ: Η μεγάλη ηρωίδα, πολύτεκνη μητέρα τής Αντίστασης κατά τής Γερμανικής Κατοχής.

 

Λέλα Καραγιάννη. Η μεγάλη ηρωίδα, πολύτεκνη μητέρα τής Αντίστασης κατά τής Γερμανικής Κατοχής, γεννήθηκε στή Λίμνη Ευβοίας, στις 24 Ιουνίου τού 1898. Γονείς της ήταν ο Αθανάσιος Μηνόπουλος και η Σοφία Μπούμπουλη, μέλος της φημισμένης σπετσιώτικης οικογένειας Μπούμπουλη, την οποία δόξασε προπάντων η Μπουμπουλίνα. Ηταν αρχηγός τής οργάνωσης ''Μπουμπουλίνα'' το 1941, η οποία αναλάμβανε τη φυγάδευση τών συμμάχων στο Κάιρο αλλά καἰ δολιοφθορές κατά τοὐ εχθρού. Η οργάνωση ήταν ένας μικρός στρατός πού εκινείτο αθόρυβα, σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι, με σκοπό να προκαλέσει όσο πιο πολύ κακό μπορούσε στόν εχθρό. Με αρχηγείο το αρωματοπωλείο του άντρα της στήν οδό Πατησίων καί τἠν οικία της οικογένειάς της, ιστορικό διατηρητέο μνημείο της Αθήνας, κοντά στην πλατεία Αμερικής αλλά καί με τή συνδρομή τών επτά παιδιών της, η Λέλα Καραγιάννη επιδόθηκε σε κατασκοπεία κατά τού εχθρού, συλλέγοντας πληροφορίες τίς οποίες διοχέτευε κατόπιν σε όλες τἰς ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Παρόλο πού είχε επτά παιδιά να φροντίσει, να θρέψει, να μεγαλώσει,η αγάπη της για τήν πατρίδα ἠταν τὀση, πού έβαλε την οικογένεια σε δεύτερη μοίρα. Υπεράνω όλων η Πατρίδα! Ακριβώς όπως δίδασκαν οι πρόγονοί μας.


''Αν ποτέ σας πιάσουν οι Γερμανοί, έλεγε στα παιδιά της, (όπως αφηγείται ο υιός της Βύρων) να δείξετε γενναιότητα και να μήν λυγίσετε, γιατί έτσι θα επιβαρύνετε περισσότερο τήν θέση σας. Προσέξτε καλά, δεν ξέρετε τίποτα για το τι έκανα, έτσι μόνο θα γλυτώσετε, και δεν θέλω να κλάψετε ή να πενθήσετε γιά μένα, μόνο να σκέπτεστε, ότι ό,τι κάναμε το κάναμε για τήν πατρίδα κι αυτό θα σας ανακουφίζει. Πιστεύω στό Θεό καί στήν βοήθειά του για να σωθούμε εμείς, τα παιδιά της''

Με πληροφοριοδότες τους οι Γερμανοί κατόρθωσαν να εντοπίσουν καἰ να συλλάβουν τους αρχηγούς ορισμένων οργανώσεων, οι οποίοι δεν άντεξαν τα φρικτά μαρτύρια, στα οποία τους υπέβαλαν, καί μίλησαν. Τήν παρακάλεσαν τότε να κρυφτεί. Εκείνη όμως ήταν αμετάπειστη καί δήλωσε σε όλους ότι θεωρούσε λιποταξία να τρέξει να κρυφτεί για να σωθεί εκείνη καΊ να εγκαταλείψει σ’ αυτήν τήν κρίσιμη στιγμή τούς συνεργάτες της. Οι Γερμανοί προχωρούν στή συλληψή της καθώς καί στή σύλληψη πέντε από τα παιδιά της, τα οποία βασανίστηκαν αλλά διέφυγαν τελικά τήν εκτέλεση.


Ο γιός τής Λέλας Καραγιάννη Βύρων αφηγείται :
''...Ύστερα, ήλθαν στο δικό μου κλουβί καί με ανέβασαν πάλι στόν ανακριτή Μπέκε. Αυτήν τήν φορά είδα με έκπληξη τήν μητέρα μου καί τόν αδελφό μου Νέλσωνα στο ανακριτικό γραφείο του. Η μητέρα, προφανώς για να μήν λυγίσω, ή για να μήν δουν οι Γερμανοί μητρική αδυναμία καί στοργή για μας καί τα εκμεταλλευτούν, με κοίταξε αυστηρά, κάνοντάς μου νεύρα με το βλέμμα, πού σήμαινε να σταθώ στο ύψος μου καί να φερθώ γενναία. Μια μόνο λέξη μου είπε επιτακτικά: ''Πρόσεχε''. Βέβαια είχε δεἰ τα χάλια μου, τα καμμένα πόδια μου, το ματωμένο πουκάμισό μου καί τα παράλυτα χέρια μου. Αυτή η στάση της, απέναντί μου, έκανε τόν Μπέκε να καταλάβει, ότι η Λέλα Καραγιάννη δεν είναι εύκολη λεία, κι ὀτι θα ήταν αδύνατον να τής πάρει λέξη. O Μπέκε με άρπαξε καἰ βίαια με γύρισε καἰ με κόλλησε με το πρόσωπο στὀν τοίχο, το ίδιο έκανε καί στόν αδελφό μου. Έβγαλε το περίστροφο απ’ τήν θήκη του, το κόλλησε στο κεφάλι τού Νέλσωνα, καί κοιτάζοντας το ρολόι τού χεριού του καί μέσω διερμηνέα είπε στην μητέρα, με ύφος αποφασισμένο να εκτελέσει τήν απειλή του:
- Λέλα Καραγιάννη, πρόσεξε καλά, σου δίνω δυό λεπτά προθεσμία, για να μου απαντήσεις σ’ αυτά που σ’ ερωτώ, διαφορετικά θα εκτελέσω, τώρα εδώ μπροστά σου, ένα - ένα τα παιδιά σου, αρχίζοντας από αυτόν εδώ. Λέγε, γιατί θα πιέσω τήν σκανδάλη, πού έχεις τόν πομπό σου, ποιος τον χειρίζεται, με ποιους συνεργάζεσαι, ποιές είναι οι πηγές απ’ τις οποίες παίρνεις τίς πληροφορίες για τίς κινήσεις μας καί ποιοί είναι οι συνεργάτες σου!''
Τότε άκουσα τήν μητέρα να λέει, με σταθερή καί ήρεμη φωνή:
- Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, δικά μου είναι, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρωτίστως ανήκουν στήν πατρίδα. Πρόσεξε καλά, καί πάλι σού λέω ότι αυτά δεν ξέρουν τίποτα κι άδικα θα τα σκοτώσεις. Η ψυχή της έτρεμε καθώς τα έλεγε αυτά, η φωνή της ηχούσε παράξενα, επίσημα καί κατηγορηματικά, ο Νέλσων κι εγώ κοιταχτήκαμε έντρομοι με λοξή ματιά, ο Μπέκε έμεινε άναυδος, αμήχανος. Τελικά τράβηξε το πιστόλι απ’ τον κρόταφο τού Νέλσωνα καί βάζοντάς το μέσα στήν πέτσινη θήκη πού κρεμόταν απ’ την ζώνη του, είπε τρέμοντας από οργή:
- Τα παιδιά σου τα χρειάζομαι προς το παρόν καἰ μόλις τελειώσω μ’ αυτά, υπόσχομαι να τα στείλω στο εκτελεστικό απόσπασμα, να μἠν αμφιβάλλεις γι’ αυτό.

Το σούρουπο τής 7ης Σεπτεμβρίου διεδόθη αστραπιαία στο στρατόπεδο, ότι ήλθαν οι κλούβες με τή συνοδεία αποσπάσματος. O Νέλσων κι εγώ σκαρφαλώσαμε στἀ δυο μικρά παραθυράκια τού υπόγειου καί είδαμε τις κλούβες, σταματημένες μπροστά στο κτίριο Νο 15.

Έβγαζαν απ’ το κτίριο άνδρες κρατουμένους και τους παρέτασσαν εφ’ ενός ζυγού, με μέτωπο προς το κτίριο Νο 4. Είδαμε επίσης να βγάζουν απ’ το κτίριο Νο 14, όπου ήταν η αυστηρή απομόνωση γυναικών, γυναίκες τις οποίες παρέτασσαν κατά τον ίδιο τρόπο. Άκουσα τον αδελφό μου, απ’ το άλλο παράθυρο, να μου φωνάζει:
- Βύρων, Βύρων, παίρνουν και την μαμά.
Εγώ έντρομος, κοιτώντας προσεκτικά τίς γυναίκες, διαπίστωσα ότι η πρώτη της σειράς ήταν η μητέρα μου. Στο γκρουπ τών ανδρών ξεχώρισα μερικούς συνεργάτες της μητέρας, καθώς καί μέλη τής οργάνωσής της. Είδα το Γιαννάκη Χούπη, τον ταγματάρχη Σούλη κι άλλους, καθώς καί τον Ιωάννη Ριζόπουλο. Στο γκρουπ τών γυναικών, εκτός απ’ την μητέρα μου, διέκρινα και μερικές συνεργάτιδές της. Κοντά στην μητέρα στεκόταν ο Γεώργιος Ριζόπουλος. Σε κάποια στιγμή τόν είδα να μετακινείται απ’ την θέση του, να παίρνει τήν θέση του πρώτου, να πλησιάζει τήν μητέρα, να γονατίζει μπροστά της καί να φιλάει το χέρι της. Προφανώς τής ζητούσε συγχώρεση πού τήν πρόδωσε εξ αιτίας τού φόβου του. Είδαμε την μητέρα να σκύβει προς το μέρος του, σαν να τόν συγχωρούσε. Μετά τους έβαλαν όλους στίς κλούβες με ένοπλη συνοδεία. Ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση για μας. Κοίταζα το καμιόνι, που έπαιρνε την μητέρα μου, μέχρι που βγήκε απ’ την πύλη του στρατοπέδου καί εξαφανίσθηκε. Ηξερα πολύ καλά ότι δεν θα ξανάβλεπα τήν μητέρα μου...''


Η μεγάλη ηρωίδα, πολύτεκνη μητέρα, εκτελέσθηκε από τούς Γερμανούς έναν περίπου μήνα πριν αποτινάξει η Αθήνα το βαρύ ζυγό του κατακτητή στίς 8 Σεπτεμβρίου, μαζί με δεκάδες άλλους αγωνιστές της Αντίστασης στο άλσος Χαϊδαρίου, κοντά στη μονή Δαφνίου, ψάλλοντας τόν εθνικό ύμνο καί χορεύοντας τόν χορό τού Ζαλόγγου, εμψυχώνοντας μέχρι τήν τελευταία στιγμή τούς υπόλοιπους μελλοθάνατους πατριώτες. Η Λέλα Καραγιάννη τιμήθηκε μετά θάνατον από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας.




https://www.in.gr
Βικιπαίδεια
Μηχανή τού χρόνου


6 Σεπτεμβρίου του 1955 - Το φονικὀ πογκρόμ εναντίον τού Ελληνισμού τής Κωνσταντινούπολης (Το ήξεραν όλοι οι Τούρκοι και ήταν σχεδιασμένο).

 

Στις 6 το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 άρχισαν να συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης εκατοντάδες αστυνομικοί με πολιτικά, μέλη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος, οργανωμένοι φοιτητές και απλοί πολίτες εντεταγμένοι στο Βαθύ Κράτος της Τουρκίας, ειδοποιημένοι μέσα από τα αμέτρητα τζαμιά της Κωνσταντινούπολης. Την ώρα της συγκέντρωσης άρχισε να διανέμεται στους συγκεντρωμένους το έκτακτο παράρτημα της εφημερίδας «Istanbul Express» με τεράστιους τίτλους παραπληροφόρησης: «Καταστράφηκε το σπίτι του πατέρα μας με βόμβα» ενώ το κείμενο περιέγραφε μια φανταστική καταστροφή του υποτιθέμενου σπιτιού του Μουσταφά Κεμάλ και του Τουρκικού Προξενείου στην Θεσσαλονίκη, από τους «κακούς Έλληνες». Η κυκλοφορία της εφημερίδας ήταν το σύνθημα της εκκίνησης ενός αδίστακτου, οργανωμένου και φονικού πογκρόμ εναντίον του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Στους γύρω δρόμους της πλατείας Ταξίμ, από τα σταθμευμένα στρατιωτικά αυτοκίνητα και άλλα τροχοφόρα, άρχισαν να κατεβαίνουν άτομα του Τουρκικού υπόκοσμου μαζί με Λαζούς, Τσέτες και Κούρδους που είχαν μεταφερθεί από τα βάθη της Ανατολής για να συμμετέχουν στο πλιάτσικο. Όλοι κρατούσαν σιδερένιους λοστούς, ρόπαλα, μαχαίρια και διαρρηκτικά εργαλεία. Οι οπλισμένες ομάδες ενώθηκαν με τους συγκεντρωμένους διαδηλωτές σε ένα τεράστιο ποτάμι εκατό περίπου χιλιάδων ανθρώπων και ξεχύθηκαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Ακολούθησαν ώρες πραγματικής κόλασης. Τα συνθήματα «Yikin, Kirin, Giavourdur» (Σπάστε, Γκρεμίστε, είναι Γκιαούρης) και «Kahrolsun Giavourlar» (Ανάθεμα στους Γκιαούρηδες) άρχισαν να δονούν την ατμόσφαιρα και ένα μέρος του όχλου κινήθηκε στην Λεωφόρο του περίφημου Πέρα με τα 700 περίπου καταστήματα, το συντριπτικό ποσοστό των οποίων ανήκε σε Έλληνες. Από τους πρώτους στόχους που δέχτηκε την επίθεση του παθιασμένου όχλου είναι το καφενείο «Επτάλοφος» στην πλατεία Ταξίμ. Τζάμια, τραπέζια, μπουφέδες γίνονται συντρίμμια και η γιγαντιαία επιδρομή αρχίζει. Οι οργανωμένοι διαδηλωτές είναι χωρισμένοι σε τρεις ομάδες.Η πρώτη ομάδα σπάει με λοστούς τα ρολά, τις πόρτες και τα τζάμια των καταστημάτων. Η δεύτερη αρπάζει και σκορπάει στους δρόμους τα εμπορεύματα και η τρίτη καταστρέφει και λεηλατεί. Εκατό περίπου οργανωμένες ομάδες εκτελούν το φρικιαστικό τους έργο σε μια τεράστια έκταση από τον Βόσπορο έως την θάλασσα του Μαρμαρά. Τα Ελληνικά σπίτια και καταστήματα είχαν σημαδευτεί με ευδιάκριτα σήματα από τις προηγούμενες μέρες και οι επικεφαλής των διαδηλωτών, με καταλόγους στα χέρια τους, καθοδηγούν τον όχλο. Πρόκειται για ένα οργανωμένο τυφώνα που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα του. 37 νεκροί , εκατοντάδες τραυματίες, περισσότεροι από διακόσιοι βιασμοί και κακοποίηση δεκάδων κληρικών, υπήρξαν τα ανθρώπινα θύματα του οργανωμένου τυφώνα.Κατά το πολύωρο πογκρόμ, λεηλατούνται και παραδίδονται στις φλόγες 73 Ελληνικές εκκλησίες. Καταστρέφονται εικόνες, αγιογραφίες και σκεύη ανεκτίμητης ιστορικής αξίας. Καταστρέφονται ολοσχερώς και τα 26 Ελληνικά σχολεία και οι πίνακες γραμμένοι με το τελευταίο μάθημα της μέρας, σκορπάνε στους δρόμους. Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, η Μεγάλη του Γένους Σχολή και το Ζάππειο Λύκειο δέχονται την επίθεση του όχλου με απίστευτη μανία.


4.359 Ελληνικά καταστήματα ή επιχειρήσεις [4] και 3.500 χριστιανικά σπίτια καταστρέφονται, λεηλατούνται, πυρπολούνται ή παραδίδονται στο μένος του όχλου. Ρημάζονται κυριολεκτικά και καταστρέφονται τα πιεστήρια και τα γραφεία και των τριών ομογενειακών εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης. 21 Ελληνικά εργοστάσια καταστρέφονται ολοκληρωτικά και σε όσα βρίσκονται κοντά στα παράλια του Βοσπόρου, οι μηχανές και τα εργαλεία τους πετιούνται στη θάλασσα. 110 Ελληνικά εστιατόρια και ξενοδοχεία καταστρέφονται, λεηλατούνται και παραδίδονται στις φλόγες. Οι Πατριαρχικοί Τάφοι και τα σκηνώματα των μεγάλων ευεργετών τα οποία από το 1850 τοποθετούνται στον αυλόγυρο της Ιεράς Μονής της Ζωοδόχου Πηγής, δέχονται την επίθεση του όχλου που με κανιβαλική μανία σπάει τους τάφους, ξεθάβει οστά νεκρών και τα σκορπάει στους δρόμους. Στο μεγάλο Ελληνικό νεκροταφείο του Σισλί ομάδα διαδηλωτών επί ώρες καταστρέφει τάφους, σταυρούς, σκάβει τους πιο πρόσφατους μαχαιρώνοντας και τεμαχίζοντας πτώματα.

''Οι Έλληνες είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναθυμηθούμε πάλι, να μην πάψουμε να θυμόμαστε, να μάθουμε στα παιδιά μας να θυμούνται''

Ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης.

''Τη νύχτα αυτή η Κωνσταντινούπολη μετατράπηκε σε τόπο της Αποκάλυψης. Δεν υπάρχουν λέξεις, ούτε συγκρίσεις που να μπορούν να δώσουν μια εικόνα της φρίκης''.

Ελβετική Εφημερίδα Α-Ζ, 15 Σεπτεμβρίου 1955


Συγκλονιστική μαρτυρία από τον δημοσιογράφο Γ. Καράγιωργας που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της αγριότητας των τούρκων.
Σε ομιλία του για τα Σεπτεμβριανά περιέγραψε κάποια περιστατικά.
«Στο Γενή Σεχίρ, ώρα 7 το απόγευμα μέσα στη μέση του δρόμου, ο όχλος περικύκλωσε ένα κοριτσάκι 6 ετών, το παρέδωσε σ΄ έναν ημιπαράφρονα χαμάλη γνωστό ως «γορίλα» και εκείνος παρουσία δύο χιλιάδων ατόμων το εβίασε επανειλημμένως, ενώ το πλήθος ούρλιαζε, «αυτά παθαίνουν οι Έλληνες.
Σκότωσέ την, σκότωσέ την την σκύλα την Ελληνίδα».»

«Μόλις δόθηκε το σύνθημα της επιθέσεως, κύματα όχλου μπήκαν στην εκκλησία, για να την καταστρέψουν.
Μέσα όμως βρισκόταν εκείνη την στιγμή ο αρχιδιάκονος, ο οποίος επιχείρησε να τους εμποδίσει. Οι Τούρκοι άρχισαν να τον ξυλοκοπούν και να προσπαθούν να του βγάλουν τα ράσα.
Ο αρχιδιάκονος αντέστη, αλλά υπέκυψε.
Από τις φωνές, τα ουρλιαχτά και την φασαρία ανησύχησε η μητέρα του ιερωμένου κι έντρομη έτρεξε στην εκκλησία.

Το πλήθος την εκύκλωσε και άρχισε να την κτυπά, ενώ πιο πέρα ο γιος της δεμένος πισθάγκωνα σε μια καρέκλα μετεφέρετο από το πλήθος στην έξοδο.
Εκεί αφού τον άφησαν, ανέθεσαν σε έναν αλήτη να τον ξυρίσει χωρίς σαπουνάδα.
Όταν τον εξύρισαν, τον μετέφεραν στο καμπαναριό από κάτω και του “καναν περιτομή.
Ύστερα τον άφησαν εξαντλημένο και αιμορραγούντα.»

Ένας άλλος Κωνσταντινουπολίτης αναφέρει:
«Βρισκόμασταν μόνοι στο σπίτι μόλις άρχισαν τα φοβερά γεγονότα.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν ξαφνικά ακούσαμε ασυνήθιστο θόρυβο, ιδιαίτερα δυνατό.
Φοβηθήκαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε.
Ο θόρυβος δυνάμωνε συνεχώς και ο φόβος μας γινόταν εντονότερος.
Στην κεντρική είσοδο είχα βάλει μια μεγάλη μπάρα, ενώ είχαμε κλείσει τα παράθυρα.
Στο διπλανό σπίτι είχαν ήδη αρχίσει τη λεηλασία. Ακούσαμε φωνές να ζητάνε βοήθεια.
Τελικά, μπήκαν από την πόρτα του κήπου.
Την είχαν σπάσει με κασμάδες.
Μόλις με είδαν, ρώτησαν με δυνατή φωνή και απειλητικό ύφος: «Τούρκοι είσαστε εσείς;»
Όλοι απαντήσαμε:
«Είμαστε Ρωμιοί μέχρι τα κεραμίδια».
Τον ένα όροφο του σπιτιού τον λεηλάτησαν.
Δεν άφησαν τίποτε στο πέρασμά τους.
Έσπειραν τον πανικό και την καταστροφή.
Έφυγα με τη γυναίκα μου για να γλιτώσουμε.
Είχε πάθει σοκ και έκλαιγε ασταμάτητα.
Στο δρόμο επικρατούσε πανικός, οι εκκλησίες είχαν λεηλατηθεί, τα σπίτια και τα καταστήματα είχαν γίνει κάρβουνο…».(Σωτήρης Μισαηλίδης)
Ο Σταύρος Γιουσουφίδης μέσα απ’ το Γηροκομείο του Ελληνικού Νοσοκομείου του Μπαλουκλί, αφηγείται: «Μέναμε στο Αϊβάνσαραϊ.
Εργαζόμουν σε ένα κατάστημα χονδρικής στο Εμίνονου.

Το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου ακούσαμε ένα μεγάλο θόρυβο. Μία πολυπληθής ομάδα φώναζε συνθήματα.
Οι πρώτες καταστροφές άρχισαν από την εκκλησία στο Εντιρνέκαπι.
Έρχονταν χτυπώντας και σπάζοντας.
Όταν έφτασαν στο σπίτι μας, μας προφύλαξε ο παιδικός μου φίλος Ισμαήλ Τσαβούς.
Στη συνέχεια πήγε στη πίσω γειτονιά να προστατέψει τον αδελφό του που ζούσε με μια Ρωμιά.
Όταν έφυγε μία ομάδα κατέστρεψε το μπροστινό μέρος του σπιτιού μας.
Η γειτονιά μας καταστράφηκε.
Παρά το γεγονός ότι κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συνέχισαν να καταστρέφουν.
Αποχώρησαν με το πρωινό εζάνι


https://www.youtube.com/watch?v=cw6x25q14Xo

https://www.youtube.com/watch?v=Q95ihZQqI4U




https://www.huffingtonpost.gr/
https://www.makeleio.gr/