ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ - ''ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΝΕΟ''

 

Δύσκολο να ζήσει ο σημερινός άνθρωπος χωρίς ν’ αναγκαστεί από εσωτερική ή εξωτερική πίεση να καταταχτεί σ’ ένα στρατόπεδο. Δεξιά ή αριστερά, αν είναι ζωντανός, στη μέση αν είναι καλοκάγαθη καθυστερημένη ψυχή κ’ ελπίζει ακόμα πως με τη λογική και την τρεχούμενη ηθική θα μπορέσουν να βολευτούν τα πάντα. Τα πάντα όμως σήμερα τα «οιακίζει κεραυνός». Οι αγαθές φιλειρηνικές ψυχές που δεν μπορούν ν’ ανεχτούν το αίμα, την αδικία και τη συφορά, όσες υπάρχουν ακόμα, δε θα μπορέσουν πολύ να βαστάξουν μέσα στη νέα υψηλή θερμοκρασία της γης. Κι ένας άνθρωπος που επιμένει, και τόρα ακόμα, να υπηρετεί το «Πνεύμα» πρέπει, αν θέλει να σωθεί, να δει με σαφήνεια και γεναιότητα ποιο είναι το χρέος του, τι αποστολή μπορεί να έχει μέσα στα μεγαθήρια και να πάρει τη θέση του στη σημερινή τούτη κοσμοχαλασιά και κοσμογονία. Μπήκαμε σε μια περίοδο που θα βαστάξει ίσως διακοσαριά χρόνια κι όπου ο πόλεμος θα διαδέχεται πανωτά την ένοπλη ειρήνη. Οι αξίες θα μετατοπιστούν, παμπάλαιες αρετές που ατρόφησαν με τον πολιτισμό, θ’ αναδειχτούν πάλι: η ηρωολατρεία, η δαιμονική δράση, η παράφορη λαχτάρα του κινδύνου. Ποτέ οι νέοι, σε όλα τ’ αληθινά ζωντανά έθνη, δεν είχαν όσο σήμερα τόσο ζωικό οργασμό. Συνεπαίρνουνται από «μαγικά» συνθήματα μάζας, από ένα είδος ξόρκια που δεν αποτείνουνται καθόλου στο καθαρό λογικό μήτε στο Λεύτερο Πνεύμα, παρά σε βαθύτερες, λιγότερο φωτισμένες, πιο χοντρά γόνιμες δυνάμεις που εδρεύουν κι ενεδρεύουν όχι πια στο κεφάλι και στήν καρδιά του ανθρώπου, παρά στα νεφρά του. Μήπως οι δυνάμεις αυτές, που τόσο τις περιφρονούν και τις τρομάζουν οι ντελικάτοι ξεθυμασμένοι διανοούμενοι, δεν ανανέωσαν, πάντα τη γής; Πρέπει, για να κρίνουμε δίκαια, πλατιά, απάνω από τα σημερινά πεινασμένα κι αναγκαστικά κοντόφθαλμα πάθη, να ξεπεράσουμε, όσο μπορούμε, τη μικρή περιοχή του καιρού μας και να δούμε πιο πέρα. Και να μην τρομάξουμε. Νάχουμε εμπιστοσύνη στον πηλό αυτόν που τον λένε άνθρωπο και που εὐκολα δεν μπορεί να διασκορπιστεί σε σκόνη. Πώς όμως να καθορίσουμε το χρέος του πνεματικού ανθρώπου στο σύγχρονο χάος; Δύσκολα σήμερα να μπορέσω να πω τη γνώμη που μου ζητάτε. Όμως θα σας αναφέρω μια μικρή κουβέντα που έκαμα μ’ ένα νέο μια μέρα τον περασμένο Σεπτέμβρη, στη Λόντρα. Είχε ακούσει τις πρώτες σειρήνες που ούρλιαζαν βλέποντας τα πρώτα εχθρικά αεροπλάνα, είχε διακόψει ένα λυρικό τραγούδι πού 'γραφε για κάποια του ερωμένη που τού ΄φυγε, κ’ είταν απελπισμένος. Και νόμιζε πως είταν απελπισμένο το σύμπαντο.


-Πάει το πνεύμα, έλεγε κλαψουρίζοντας. Ήρθαν οι βάρβαροι, τι θα γενούμε; Πού θα πάμε να βρούμε καταφύγιο, εμείς, οι πνευματικοί άνθρωποι;

-Πήγαινε σε μοναστήρι! του φώναξα γελώντας.

-Πώς μπορείς και γελάς; μου παραπονέθηκε σουφρώνοντας τ’ αναιμικά χείλια.

-Θυμήθηκα, του είπα, σαν είμουν μικρό παιδί στην Κρήτη, ένα αγαθό γλυκομίλητο γεροντάκι που έβγαινε πάντα μ’ ένα μποξά, πράσινο με κόκκινα καρέ. Γέρο μουσικός, έδινε μαθήματα κιθάρας, λιγνός, αρρωστιάρης και φορούσε φαρδιά παπούτσια με λάστιχο. Τον έλεγαν Μυρταίο. Έτσι που περπατούσε τουρτουρίζοντας χειμώνα καλοκαίρι, ανάμεσα από τις αγριοφωνάρες της αγοράς, είταν κωμικός και συμπαθέστατος. Οι Κρητικοί τον αγαπούσαν και τον κορόϊδευαν. Κρατούσε πάντα ένα μακρύ βιβλίο στην αμασχάλη του κι από τότε οι παζαρίτες κάθε διανοούμενο τον έλεγαν Μυρταίο. Άμα έβλεπαν κανένα νέο να σκύβει σε κιτάπια και να μην παίζει, να μη γελάει, να μην κυνηγάει κοριτσόπουλα, τον άρχιζαν την πρόγγα: «Ε, κακομοίρη Μυρταίο!» του φώναζαν. Τέτοιοι, Μυρταίοι, μου φαίνουνται όλοι σχεδόν οι διανοούμενοι της εποχής μας.

-Κι εγώ λοιπόν; με ρώτησε μελαγχολικά ο νεαρός.

-Σε λίγες μέρες, του αποκρίθηκα, λέω να πάω στη Σκωτία και θα σου φέρω ένα μποξά. Αν βρω, πράσινο με κόκινα καρεδάκια.

-Είσαι αναίσθητος. Κ’ εγώ που ερχόμουν να σου διαβάσω την τελευταία μου μπαλάντα. Την έγραψα την ώρα που οι πρώτες σειρήνες…

-Αν δεν έχει το ρυθμό της μοντέρνας αυτής σειρήνας, τον διέκοψα, μη μου τη διαβάσεις. Μπούχτισα πια να διαβάζω για ερωτοδουλιές και φεγγάρια κι αόριστες ντελικάτες λαχτάρες. Η εποχή μας είναι επική, δεν τόνιωσες ακόμα; Είναι επική, γιομάτη πράξη.

-Ώστε λοιπόν η τέχνη…

-Όπως κάθε εποχή, όμοια κ’ η δική μας, έχει ψυχές περασμένες, τωρινές και μελούμενες. Ποιητής σήμερα, στη φοβερή τούτη περίοδο της δράσης, αξίζει νάναι μονάχα έχει συλλάβει πέρα από το αίμα, το δημιουργούμενο πολιτισμό, να βοηθήσει, πλάθοντας νέους ανθρώπινους τύπους, να μπει η ρεούμενη πραγματικότητα στα ιδανικά περιγράμματα που αυτός λαχταρίζει. Οι ψυχές που έχουν μέσα τους πολύ τωρινό. Οι ψυχές αυτές, αν έχουν ποιητική διάθεση, προσπαθούν ν’ αποτυπώσουν πιστά, στους αποσυντιθέμενους στίχους τους και στην αποσυντιθέμενη σκέψη τους, τη σύγχρονη αποσύνθεση του κόσμου. Μα πιο ζωντανές από τις συγχρονισμένες τούτες ψυχές είναι εκείνες που θεωρούν τήν τέχνη (εξόν από την προπαγανδιστική) ως περιττή κι ακατανόητη πολυτέλεια. Οι ζωντανές αυτές ψυχές ρίχνουνται στη δράση. Περιφρονούν το πνεύμα, είδαν τη χρεωκοπία της παλιάς γενεάς, με τις σκηνογραφημένες ελευτερίες της, με τη δολερή ηθική της, τις σαλτιπάγκικες σκοινοβασίες του θεωρητικού λεγόμενου νου. Είδαν και σιχάθηκαν και ρίχτηκαν να γκρεμίσουν ένα τέτοιο συγκρότημα καμουφλαρισμένης σκλαβιάς, καλοπέρασης και ψευτιάς. Κάνουν έφοδο. Οι καλλίτεροι νέοι του κόσμου σήμερα δεν γράφουν· ενεργούν. Αντικρύζουν ηρωικά το θάνατο, τους κυριεύει ένθεη μανία, άνοιξε η καταπαχτή και τινάχτηκαν οι υποχθόνιες δύναμες από τα παμπάλαια ιερά σκοτάδια του υποσυνείδητου και κάνουν έφοδο. Και τέλος είναι οι ψυχές οι ασύγχρονες, οι καθυστερημένες, συχνότατα ευγενέστατες, ευαίσθητες λίγο κωμικές. Αυτές δε δρουν, το πολύ – πολύ αντιδρούν. Κι όταν έχουν ποιητική διάθεση, τα τραγούδια τους παρουσιάζουν συχνά ευαισθησία κ’ ευγένεια, αψεγάδιαστη φόρμα και περίπαθη ερωτόπαθη νοσταλγία. Μα έπαψαν πια νάναι φορείς ζωής. Ίσως αργότερα, αν τύχει νάναι εξαίσιοι ποιητές, να μπορέσουν να βρουν ανταπόκριση σε άλες «ομόλογές» τους εποχές. Σήμερα η ζωή τούς έχει αφήσει πίσω της, άδεια καύκαλα. Ούτε ο Θεός – θέλω να πω: η σημερινή ανώτατη λαχτάρα του ανθρώπου- δεν τους θέλει. «Ουχί οι νεκροί αινέσουσέ σε Κύριε, αλλ’ ημείς οι ζώντες!». Η φωνή αυτή είναι αιώνια. Το ιδανικό μονάχα, ο «Κύριος», παλιώνει κι αλλάζει, μα η φωνή μένει η ίδια – γιατί είναι η φωνή του κακομοίρη του ανθρώπου που θέλει να ξεφύγει από την κακομοιριά του.

-Βρισκόμαστε στο τέλος ενός πολιτισμού, τσίριξε ο νέος. Είμαστε παιδιά της εποχής μας, χωρίς πίστη, χωρίς φούμαρα, χωρίς μεγάλα λόγια. Βαστούμε καθρέφτη και καθρεφτίζουμε την αποσύνθεση, όπως λες· κάνουμε το χρέος μας.

-Ίσως, αποκρίθηκα. Μα τόρα τελευταία αρχίζω να υποψιάζουμαι (τόσο γρήγορα κυλιέται σήμερα ο τροχός της Μοίρας) πως οι νέοι αυτοί δεν καθρεφτίζουν πια την εποχή τους παρά μιαν ξεπερασμένη κιόλας εποχή. Σα ν’ αρχίζουμε να ξεπερνούμε κιόλας το στάδιο της αποσύνθεσης. Μια σύνθεση, καινούργια, καταπληχτική, διαγράφεται στον ορίζοντα. Κι αυτή τη σύνθεση δεν μπόρεσαν ακόμα να τη δουν οι συγχρονισμένοι – ασύγχρονοι πια για μένα- νέοι που λες. Κρατούν καθρέφτη και τραγουδούν την αποσύνθεση, γιατί εξακολουθούν να βλέπουν την αποσυντεθειμένη ψυχή τους. Μεγάλα λόγια, μεγάλες πράξεις, ένας βίαιος άνεμος, σφοδρότατος κ’ επομένως «ρομαντικός», χαρακτηρίζουν τη νέα αρτιγέννητη λαχτάρα της ψυχής.
Βρισκόμαστε πια, μπαίνουμε πια, στην αρχή. Δεν είναι πια παρακμή η εποχή μας, όπως σου αρέσει να πιστεύεις, για να δικαιολογήσεις την ύπαρξή σου· είναι ακμή από τεράστιες δυνάμεις, βάρβαρες μπορεί, μα έτσι αρχινούν πάντα οι πολιτισμοί. Ο ρυθμός της εποχής μας υψώθηκε σε ηρωικό ρυθμό, σπρώχνει σε μεγάλους κιδύνους, αναλαβαίνει κοσμογονικές ευθύνες. Δεν είναι για τους αναιμικούς ευαίσθητους διανοούμενους – τους Μυρταίους- για τα γεροντάκια (ας είναι κ’ είκοσι χρόνων), με τα μαλακά, μουντζαλωμένα από το μελάνι χέρια και το άλιαστο κρέας.

Χωρίς να το θέλω, είχα ανάψει. Σταμάτησα και ντράπηκα, γιατί είδα τα δάχτυλα του νεαρού φίλου μου μουντζαλωμένα από το φρέσκο μελάνι και το λαιμό του λιγνό κι άλιαστο.

-Λοιπόν; τσούριξε με σφιγμένα χείλια, σταμάτησες;

-Συμπάθα με, είπα, ήρθες σπίτι μου κ’ εγώ φέρθηκα σα χωριάτης.
Φώναξα τη Ρόζαλιντ, την καμαριέρα της πανσιόν, να του φέρει τσάι, βούτυρο, μπισκότα, μαρμελάδα, για να γλυκάνει.

-Είχα αλλού το νου μου, είπα. Συλλογιζόμουν άλλα πράματα, πολύ σκληρά, μα για μένα. Συμπάθησέ με.

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια: