Συλλογικό και Συλλεκτικό τόμο, Αναμνηστικό της 200στής Επετείου της Επαναστατικής Πορείας των Ελλήνων του 1821 προς την Ελευθερία και την εθνική Αποκατάσταση, πολύτιμη δε και μοναδική κληρονομιά μας προς τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Γιάννης Γούναρης-Ζούκος ο ξεχασμένος ήρωας & κυνηγός!
Κάποτε κάθε Ιούνιο, οι κυνηγετικές οργανώσεις τιμούσαν την μνήμη του ήρωα και κυνηγού Γιάννη Γούναρη-Ζούκου με μια ετήσια εκδήλωση μνήμης στην Κλεισούρα του Μεσολογγίου.. Η πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει από την Δ ΚΟΣΕ και τον Κυνηγετικό Συλλόγου Καλλιθέας και επι χρόνια αυτή η εκδήλωση αποτελούσε ένα σημαντικό γεγονός για την κυνηγετική οικογένεια.
Όμως εδώ και χρόνια αυτή η εκδήλωση ξεχάστηκε μια και πλέον δεν εξυπηρετεί την επικοινωνιακή πολιτική της ΚΣΕ και της Δ ΚΟΣΕ. Η κυνηγετική ηγεσία δυστυχώς επέλεξε να ξεχαστεί η προσφορά του ήρωα γυρνώντας την πλάτη στην ιστορία. Ενδεικτικό αυτής της επιλογής είναι το γεγονός ότι ελάχιστοι νέοι κυνηγοί γνωρίζου την θυσία και την ύπαρξη του ήρωα κυνηγού. Ας προσπαθήσουμε να τον θυμηθούμε οι παλιότεροι και να τον γνωρίσουν οι νεότεροι μέσα από πληροφορίες που αντλήσαμε από το διαδίκτυο. Ίσως κάποτε οι κυνηγετικές οργανώσεις αναθεωρήσουν αυτή την λανθασμένη επιλογή τους…
Τρίτος άνθρωπος άντρας της γενιάς-φαμίλιας των αγωνιστών του 1821, των Ζουκαίων, ήταν ο με το «παρατσούκλι» Γιάννης Γούναρης-Ζούκος-Ζούκας.
Αυτή τη μάχη μνημόνευσε κι ο Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο, γράφοντας: «Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού, μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού»
Καταγόταν από το Κεράσοβο Ιωαννίνων και ανήκε στην περίφημη γενιά των Ζουκαίων που η παράδοση τούς θέλει να προέρχονται από την Μοσχόπολη της Βορείας Ηπείρου. Το κανονικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Ζούκας αλλά ονομάστηκε Γούναρης γιατί κυνηγούσε γουνοφόρα θηράματα. Αρχικά υπηρετούσε στην αυλή του Αλή Πασά ως κυνηγός και τραγουδιστής. Εκεί πήρε και το παρανόμι Γιάννης Γούναρης με το οποίο έγινε γνωστός. Ο Γούναρης ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει και απογόνους. Υπό τις διαταγές του Αλί έμεινε μέχρι το 1822 όταν ο Ομέρ Βρυώνης ανέλαβε το πασαλίκι των Ιωαννίνων μετά την πτώση του Αλή Πασά. Με την αλλαγή των συνθηκών άλλαξε και η ζωή του Γούναρη αφού πλέον νέος του αφέντης έγινε ο Ομέρ Βρυώνης ο οποίος κράτησε σε κατάσταση ομηρίας την γυναίκα και τα παιδιά του.
Όπως κάθε υπηρέτης, έτσι και ο Γιάννης Γούναρης αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον αφέντη του στην πορεία του προς το Μεσολόγγι τον Οκτώβριο του 1822. Θα πρέπει να υποθέσουμε εύλογα ότι ο Γιάννης Γούναρης είχε μια σχετική ελευθερία κινήσεων λόγω της ιδιότητάς του ως κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη καθώς και λόγω των περιορισμένων επιλογών που είχε εξαιτίας της ομηρίας της οικογένειάς του, η οποία αυτή την περίοδο είχε μεταφερθεί στην Άρτα. Ο Γιαννιώτης ήρωας έβλεπε με πόνο τους Έλληνες της πολιορκημένης πόλης να υποφέρουν από την πείνα και τις στερήσεις χωρίς ο ίδιος να μπορεί να κάνει κάτι για να τους βοηθήσει.
Ο καιρός περνούσε και όλες οι προσπάθειες των Τούρκων να καταλάβουν το "αλωνάκι" έπεσαν στο κενό παρά την αριθμητική υπεροχή τους. Η θέση των Ελλήνων βελτιώθηκε όταν λύθηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της πόλης με την άφιξη του ελληνικού στόλου και ενισχύσεων στις αρχές του Νοεμβρίου. Επίσης, οι Τούρκοι άρχισαν να πιέζονται όχι μόνο από την έλλειψη εφοδίων αλλά και από τα συχνά γιουρούσια των πολιορκημένων, των οποίων το ηθικό ήταν στα ύψη. Ο Ομέρ Βρυώνης καταλάβαινε ότι η εκστρατεία του θα είχε θετική έκβαση μόνο με μια ξαφνική και γενική έφοδο των υπέρτερων δυνάμεών του. Οι πολιορκημένοι είχαν αντιληφθεί τις προθέσεις του Τούρκου διοικητή αλλά ο Βρυώνης είχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού αφού κανείς τους δεν ήξερε τον χρόνο που αυτή θα γινόταν. Ικανός διοικητής και αδίστακτος καιροσκόπος, ο Τούρκος πασάς επέλεξε ως ημέρα της ξαφνικής του εφόδου την 25 Δεκεμβρίου όταν όλοι οι Έλληνες θα βρίσκονται στους Ναούς και θα ψάλλουν το "Χριστός γεννάται". Η πόλη βρισκόταν στον έσχατο κίνδυνο.
Αλλά ο Χριστός δεν θα άφηνε να μιανθούν οι ναοί του και να αφανιστεί ο λαός του την ημέρα των Χριστουγέννων. Ο Γιάννης Γούναρης μαθαίνει τα σχέδια του αφέντη του και αποφασίζει να πράξει το καθήκον του ως Έλληνας και να σώσει τους συμπατριώτες του αλλά και την επανάσταση στην Δυτική Ελλάδα. Ήξερε ότι η πράξη του αυτή θα σήμαινε και την καταδίκη της αιχμάλωτης οικογενείας του στην Άρτα αλλά είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Παραμονή των Χριστουγέννων έφυγε λάθρα από το στρατόπεδο και κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά του Μεσολογγίου.
Στην περιοχή των αλυκών, στον δρόμο προς Αιτωλικό, είδε προς την μεριά της λιμνοθάλασσας μονόξυλο με Έλληνες πολεμιστές. Αμέσως άρχισε να τους φωνάζει να πλησιάσουν. Η βάρκα, στην οποία επέβαινε και ο Αθανάσιος Κραββαρίτης, γραμματέας του καπετάνιου του Ζυγού Δημήτριου Μακρή, άρχισε να απομακρύνεται από την ακτή καθώς οι Έλληνες φοβήθηκαν ενέδρα από τους Τούρκους. Όμως, ο Γούναρης ήταν αποφασισμένος. Πέταξε τα άρματά του και άρχισε να κολυμπάει προς την βάρκα. Οι Έλληνες βλέποντας αυτή την ενέργεια πείστηκαν ότι κάτι σημαντικό έχει να τους πει και άρχισαν να τον πλησιάζουν. Μετά τους συνήθεις χαιρετισμούς ο Γούναρης τους ρώτησε από ποιο σώμα είναι και ποια η αποστολή τους. Όταν τον ενημέρωσαν ότι είναι από το σώμα του Μακρή και κατευθύνονται προς το Αιτωλικό, ο Γούναρης τους προειδοποίησε για τα σχέδια του Ομέρ Βρυώνη. Μεταξύ άλλων τους αποκάλυψε τον ακριβή χρόνο της επίθεσης αλλά και το σημείο που θα γινόταν. Οι Έλληνες ευχαρίστησαν τον άγνωστο αγγελιαφόρο και ζήτησαν να μάθουν το όνομά του. Ο Γούναρης είτε από ταπεινοφροσύνη είτε από φόβο για την ζωή της οικογενείας του αρνήθηκε να τους το αποκαλύψε, αν και ήξερε ότι ο Ομέρ Βρυώνης όταν θα μάθαινε την προδοσία θα ήξερε και τον προδότη.
Η πληροφορηθέντες τα σχέδια των Τούρκων επέστρεψαν άμεσα στο Μεσολόγγι και γνώρισαν στους καπετάνιους όσα έμαθαν. Ύστερα από πολύωρη σύσκεψη αποφασίστηκε να σημάνουν κανονικά οι καμπάνες την ώρα της ακολουθίας και να προσέλθουν στις εκκλησίες οι μή δυνάμενοι να φέρουν όπλα. Οι υπόλοιποι να ταμπουρωθούν κανονικά στις θέσεις τους και να περιμένουν τον εχθρό. Η επίθεση των Τούρκων ήταν σφοδρή αλλά και η άμυνα των Ελλήνων γενναία. Μετά από πολύωρη μάχη οι Τούρκοι υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Μετά από λίγες μέρες, στις 31 Δεκεμβρίου 1822 οι Τούρκοι, μαθαίνοντας ότι ο Ανδρούτσος ερχόταν προς το μέρος τους αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία. Το Μεσολόγγι είχε σωθεί.
Η ενέργεια του Γούναρη μπορεί να έσωσε το Μεσολόγγι και την επανάσταση στην Δυτική Ελλάδα, αλλά καταδίκασε την γυναίκα του και τα παιδιά του στον θάνατο. Ο Ομέρ Βρυώνης, μαθαίνοντας την προδοσία, αμέσως κατάλαβε ότι ο κυνηγός του είχε προδώσει το σχέδιό και ξέσπασε τον θυμό του στην οικογένειά του, την οποία κρατούσε αιχμάλωτη στην Άρτα. Ο Γούναρης ξέροντας την μοίρα του, εάν επέστρεφε στο στρατόπεδο, αποφάσισε να κρυφτεί στα μέρη του Ζυγού, σε μια σπηλιά στην περιοχή που ονομάζεται Κλεισούρα. Η σπηλιά αυτή είχε χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο, σύμφωνα με την παράδοση, και πριν περίπου έναν αιώνα, από κάποιον Κουμπούρα από το χωριό Χρυσοβέργι, ο οποίος κατέφυγε εκεί προκειμένου να γλυτώσει από τους Τούρκους που τον καταδίωκαν. Όταν μετά από καιρό επέστρεψε στο σπίτι του, διηγήθηκε στους συγχωριανούς του
ότι κάθε βράδυ έβλεπε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Ναός ένα φως. Οι χωριανοί μετέβησαν στο μέρος που τους υπέδειξε και ανακάλυψαν έκπληκτοι την εικόνα της Παναγίας Ελεούσας και δίπλα πηγή με αγίασμα. Λόγω αυτού του θαυματουργικού γεγονότος οι ευλαβείς χριστιανοί έκτισαν τότε το πρώτο εκκλησάκι.
Αυτή την σπηλιά χρησιμοποίησε και ο Γιάννης Γούναρης για να γλυτώσει από την οργή του πασά. Στο σημείο μετέβαιναν κάτοικοι των γειτονικών χωριών και βοσκοί οι οποίοι, αναγνωρίζοντας και τιμώντας την γενναιότητά του, τον προμήθευαν με τρόφιμα και νερό. Ο πόνος του ήρωα για τον χαμό της οικογενείας του ήταν μεγάλ και, έχοντας χάσει τα πάντα εκτός από την πίστη του, αποφάσισε να γίνει καλόγερος στο σημείο χρησιμοποιώντας την σπηλιά ως κελί.
«Ο Μερ΄ Πασσάς μαθαίνει του κυνηγού
την προδοσιά και στην απελπισιά του,
σαν πήρε κ Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του,
Τόπαν του Κώστα στα βουνά και τ΄ άρματα πετάει
Και στης Κλεισούρας το μικρό το΄ ρημοκκλήσι πάει
Και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα…»
Κρυστάλλης - Ο καλόγερος της Κλεισούρας
Στην σπηλιά αυτή ο Γιαννιώτης ήρωας έζησε μόνος και αφανής, προσευχόμενος και ασκητεύων. Το 1837, από το σημείο έτυχε να περάσει ο βασιλιάς Όθωνας με την σύζυγό του Αμαλία, ο οποίος, πληροφορούμενος ποιος βρίσκεται εκεί, θέλησε να συναντήσει τον άνθρωπο που έσωσε το Μεσολόγγι. Θέλοντας να τον τιμήσει για την προσφορά του προς το Έθνος τον ρώτησε τι επιθυμεί να του δωρίσει. Ο Γούναρης απέδειξε για άλλη μια φορά το ήθος του, αρνούμενος κάθε υλικό αγαθό για τον εαυτό του, ζητώντας μόνο να παραχωρηθεί στην Μονή όλη η περιοχή από την είσοδο έως την έξοδο της κλεισούρας.
Από τότε ο μοναχός πλέον Γιάννης Γούναρης βγήκε από την αφάνεια και άρχισε να παρουσιάζεται στους διαβάτες και να καλλιεργεί την περιοχή, καλλωπίζοντας και αναδεικνύοντας το μοναστήρι μέχρι την κοίμησή του. Τα οστά του βρέθηκαν το 1997 στα θεμέλια του Ναού, κατά την ανακαίνιση και ετάφησαν κοντά στην προτομή του που υπάρχει στο μοναστήρι.
Αυτή είναι η Ιστορία του Γιάννη Γούναρη, του κυνηγού του Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος αφού θυσίασε γυναίκα και παιδιά για την Πατρίδα, φόρεσε το ασκητικό ράσο και εκοιμήθη εν ειρήνη αφού και τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται και την ψυχήν αυτού έδωκε λύτρον υπέρ πολλών.
https://kynoclub.gr/
------------------------------------------------------------------------------------------------------
Οι γνωστοί ως τώρα Ηπειρώτες Φιλικοί
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ολόκληρη η περιοχή του Σουλίου είναι ορεινή, άγρια, με απόκρημνους, υψηλούς, "διαβόητους βράχους", όπως τους έλεγε ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος και μοιάζει με γιγαντιαίο φρούριο, του οποίου οχυρωματικοί πύργοι και επάλξεις μπορούν να θεωρηθούν οι βουνοκορφές. Η εγκατάσταση κατοίκων άρχισε επί Οθωμανικής κυριαρχίας για ν’αποφύγουν τις καταπιέσεις των Οθωμανών. Οι Τούρκοι έκαναν συχνά επιδρομές στα χωριά, για να εισπράξουν φόρους, αλλά και για ν’αρπάξουν, να βιάσουν, να στρατολογήσουν μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια και να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους. Η αντίδραση από τους υπερήφανους Έλληνες, όταν αδικούνταν ήταν η αυτοδικία, σκότωναν οι ίδιοι τους άρπαγες και βιαστές Τούρκους και κήρυτταν πόλεμο εναντίον τους. Ανέβαιναν στις απάτητες βουνοκορφές των Αγράφων, του Σουλίου και άλλων άγριων βουνών ανυπότακτοι, αλύγιστοι, αδούλωτοι, ελεύθεροι.
Οι πρώτοι κάτοικοι που κατέφυγαν στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου ήταν από τις "Παρα-θυάμηδες" κοντινές πεδινές περιοχές και κυρίως από την εύφορη πεδιάδα του Φαναρίου. Αργότερα κατέφυγαν στην περιοχή του Σουλίου και άλλοι κυνηγημένοι Έλληνες από άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος και συγκεκριμένα από τις περιοχές των Αγράφων και του Τυμφρηστού, που οι κάτοικοι τους έλαβαν μέρος σε επαναστατικά κινήματα εναντίον των Τούρκων. Στην περιοχή των Αγράφων και του Τυμφρηστού ιδρύθηκε το πρώτο αρματολίκι και οι κάτοικοι των περιοχών αυτών κατόρθωσαν και πέτυχαν το 1525, με την συνθήκη του Ταμασίου, "Ειδικό καθεστώς αυτονομίας". Όμως ακολούθησαν άγριοι διωγμοί και απάνθρωπα δεινά για όλους όσους έλαβαν μέρος σε επαναστατικά κινήματα όπως: Ο Πούλιος Δράκος και ο Μαλάμος το 1583 στην Άρτα και τα Ιωάννινα, ο Θεόδωρος Μπούας-Γρίβας με τον αδελφό του Γκίνο το 1585 στα Άγραφα, ο Εθνομάρτυρας και διαφωτιστής Μητροπολίτης Λαρίσης - Τρίκκης, Διονύσιος ο Φιλόσοφος (Σκυλόσοφος), με τα δύο κινήματα που έκανε, το 1600 στα Άγραφα και το 1611 στην περιοχή της Παραμυθιάς, κ.ά. Μετά το δεύτερο κίνημα του πρώην Μητροπολίτου Λαρίσης - Τρίκκης, Διονυσίου του Φιλοσόφου (Σκυλοσόφου), το 1611, στην περιοχή της Παραμυθιάς ακολούθησαν άγριοι διωγμοί των κατοίκων και αναγκαστική αλλαγή θρησκεύματος, στην περιοχή της Παραμυθιάς, οι οποίοι συνέβαλαν στην ίδρυση της "Σουλιώτικης Συμπολιτείας". (Παραμυθιά σημαίνει "Παρά τον Θύαμι" = "Παρα-θυμιά" και σε παράφραση Παρα-μυθιά). Διότι πράγματι την περίοδο αυτή αρκετές οικογένειες που κατάγονταν από την περιοχή της Παραμυθιάς κατέφυγαν στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου για να αποφύγουν τις άγριες διώξεις και τον εξισλαμισμό όπως ο Λάμπρος Τζαβέλας από το Δραγάνι της Παραμυθιάς, ο Ζέρβας από το χωριό Ζερβό Άρτας, ο Δαγκλής από την πεδιάδα του Φαναρίου, ο Δράκος από το χωριό Μάρτανη της επαρχίας Λάμαρη (όπου μιλούσαν μόνο την Ελληνική Γλώσσα), ο Μπούσμας από την Κορίτιανη κ.ά.
Στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου κατέφυγαν εκείνη την περίοδο κάτοικοι και από άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος, προκύπτει και από το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Σουλίου δεν είχαν ομοιογένεια μεταξύ τους. Ήταν χωρισμένοι σε 47 μεγάλες «φάρες» = πατριές (450 οικογένειες περίπου). Από αυτές οι σημαντικότερες ήταν του Τζαβέλα, του Μπότσαρη, του Ζέρβα, του Δράκου, του Δαγκλή, του Κουτσονίκα, του Μαλάμου, του Νίκα, του Καραμπίνη, του Φωτομάρα, του Κολιοδημήτρη, του Μπότση, του Μπούσμπα, του Μπούσγου, του Ζάρμπα, του Βέλιου, του Βέϊκου, του Γούση, του Μάνζου, του Μπάφα, του Μπασδέκη, του Κάσκαρη, του Καλογερά, του Κιεράσου, του Γεωργίου, του Νικολάου, του Πανταζή, του Πάνου, του Παναγιώτου, του Παπαγιάννη, του Σπύρου, του Πανομάρα, του Σταύρου, του Σταμούλη, του Σέχου, του Σούκα, του Τζαβάρα, του Τζίμα, του Τζιόρα, του Τσούγκα, του Παλάσκα. Κάθε οικογένεια - πατριά («φάρα») είχε το δικό της αρχηγό, το αξίωμα του οποίου ήταν κληρονομικό κατ' αρρενογονία.
Οι πρώτοι «κάτοικοι - φυγάδες» έκτισαν αρχικά τέσσερα χωριά: Το Σούλι, την Κιάφα, το Αβαρίκο και την Σαμονίβα, τα οποία ονομάζονταν "Τετραχώρι". Τα χωριά αυτά κτίσθηκαν στους απόκρημνους και υψηλούς βράχους που δεν μπορούσε κανείς να τα πλησιάσει παρά μόνο από ένα στενό οφιοειδές μονοπάτι–λαβύρινθο, που περνούσε μέσα από βάραθρα και δάση. Στα δυσβατώτερα μέρη αυτής της στενωπού, υπήρχε και από ένας πύργος οχυρωμένος. Πάνω από το χωριό «Κιάφα» υψώνεται ο βράχος της Τρύπας (Μπίρας) και η «Ράχη της Αστραπής». Το όνομα προέρχεται από τα σχέδια που σχηματίζουν τα μεγάλα απελέκητα βράχια που μοιάζουν με αστραπή (κοντές και λοξές γραμμές). Στο σημείο αυτό το 1792, η Μόσχω Τζαβέλα μαζί με άλλες Σουλιώτισσες έδωσαν μεγάλη μάχη και κατάφεραν να σώσουν το Σούλι σκοτώνοντας 2000 Τουρκαλβανούς. Από τότε η περιοχή αυτή ονομάζεται και «Σκάλα της Τζαβέλαινας». Αργότερα άλλοι κάτοικοι - φυγάδες έκτισαν επτά ακόμη χωριά στους πρόποδες του βουνού: Το Τσικούρι, το Περιχάτι, την Βίλια, το Αλσοχώρι ή Αλποχώρι, τις Κοντάτες, την Γκιονάλα και το Τσεφλίκι ή Παλιοχώρι, τα οποία ονομάζονταν "Εφταχώρι".
Οι κάτοικοι των 11 αυτών χωριών που περιληπτικά ήταν γνωστά ως Σούλι, συσπειρώθηκαν σε μία αξιόλογη στρατιωτική κοινότητα, που αναφέρεται από τους ιστορικούς ως «Ομοσπονδία ή Συμπολιτεία» και αργότερα διακρίθηκαν σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της πατρίδος μας. Οι αρχηγοί όλων των φαρών (οικογενειο-πατριών) συγκροτούσαν ένα είδος Κυβέρνησης, η οποία ονομαζόταν «Κριτήριον της Πατρίδος», έργο της οποίας ήταν ή διαχείριση των κοινών (στράτευση, φόροι κ.λ.π), ενώ είχε και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στα έθιμα, αφού δεν υπήρχε γραπτό δίκαιο. Ανώτατη εξουσία ήταν το «Γενικόν Συνέδριον», στο οποίο έπαιρναν μέρος οι αρχηγοί των οικογενειών και όσοι είχαν διακριθεί για την ανδραγαθία τους, ακόμη και αν δεν ήταν αρχηγοί κάποιας οικογένειας. Το «Γενικόν Συνέδριον» αποφάσιζε περί πολέμου και ειρήνης με τους Τούρκους και ρύθμιζε τις εξωτερικές σχέσεις της «Συμπολιτείας» (που αριθμούσε 12.000 κατοίκους με 2.500 ένοπλους μαχητές), πρωτεύουσα της οποίας ήταν το χωριό Σούλι.
Επειδή τα προϊόντα του άγονου εδάφους της περιοχής των 11 χωριών δεν επαρκούσαν για να ζήσουν οι Σουλιώτες, υπέταξαν 70 περίπου κοντινά χωριά της Θεσπρωτίας, κυρίως από την πεδιάδα της Παραμυθιάς και του Φαναρίου και εισέπρατταν αυτοί τους φόρους (σε χρήμα και σε είδος), τους οποίους προηγουμένως εισέπρατταν οι Αγάδες και οι Μπέηδες της περιοχής. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών ονομάζονταν «Παρασουλιώτες» και με την προστασία των Σουλιωτών δεν ενοχλούνταν από τους Τούρκους, διότι είχαν αναλάβει αυτοί να τους εκπροσωπούν στις Τουρκικές αρχές. Η κατάληψη των 70 περίπου χωριών της εύφορης πεδιάδας, έγινε μετά από μακροχρόνιες συγκρούσεις και πολέμους των Σουλιωτών με τους Αγάδες και τους Μπέηδες της περιοχής. Για την κατάληψη των περιοχών αυτών και την ένταξή τους στην "Ομοσπονδία ή Συμπολιτεία", οι Σουλιώτες είχαν διακηρύξει ότι: "Οι τόποι τους οποίους κατέχουν οι Τούρκοι, δεν ανήκουν εις τους Τούρκους. Είναι τόποι των πατέρων μας. Οι πατέρες μας εστερήθησαν αυτούς δια της βίας και ημείς τα τέκνα των και οι κληρονόμοι των, έχομεν το δικαίωμα να ανακτήσωμεν, δια να ζήσωμεν, ότι δυνάμεθα δια της δυνάμεως να ανακτήσωμεν. Ως προς τους Έλληνας και τους λοιπούς Χριστιανούς, οι οποίοι μοχθούν χάριν των Τούρκων, άς λάβουν όπλα μαζί με ημάς δια να ανακτήσουν την κοινήν χώρα, ή άς υποταχθούν, ώστε ημείς να μεταχειρισθώμεν αυτούς, όπως εκείνοι, οι οποίοι είχον αρπάσει την χώραν".
Σε περίοδο πολέμου οι κάτοικοι των 7 χωριών (Εφταχωρίου), που βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού, ανέβαιναν για προστασία στα 4 ορεινά χωριά (Τετραχώρι), διότι υπήρχε καλή οχύρωση πάνω στους απότομους βράχους. Επίσης, επάνω στο «Τετραχώρι» γίνονταν δεκτοί και όσοι από το «Παρασούλι» είχαν διακριθεί για την ανδραγαθία τους. Οι υπόλοιποι κάτοικοι από το «Παρασούλι» παρέμειναν στην πεδιάδα, να καλλιεργούν τα κτήματα και να τροφοδοτούν κρυφά αυτούς που πολεμούσαν επάνω στα κάστρα. Αυτό είχε εξοργίσει τις μουσουλμανικές αρχές και επεδίωκαν με κάθε τρόπο να τους αφανίσουν ή να τους αναγκάσουν να υποταχθούν.
Λόγω της αδυναμίας των Οθωμανών να υποτάξουν τους Σουλιώτες, η «Υψηλή Πύλη» και ο Σουλτάνος αποφάσισαν να εποικήσουν ολόκληρη την περιοχή γύρω από τον «Θύαμι» (Καλαμά) ποταμό με επήλυδες Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους, προκειμένου να αλλοιώσουν τον Ελληνικό πληθυσμό και έτσι να μειώσουν την δύναμη των Σουλιωτών. Δημιούργησαν ξεχωριστό «Βιλαέτι» στην περιοχή αυτή της Ηπείρου, που περιελάμβανε την Παραμυθιά, τις Φιλιάτες, την Πάργα, το Μαργαρίτι, και ορισμένα χωριά του Δελβίνου. Το ξεχωριστό αυτό «Βιλαέτι» ονομάσθηκε «Τσιαμουριά» (από το Θυαμουριά), με λατινική γραφή = CHΙAMOURIA και η κτηματική του περιουσία μοιράστηκε σε επήλυδες Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους, αλλά και σε εξισλαμισμένους ντόπιους κατοίκους της περιοχής (γενίτσαρους), που εξισλαμίστηκαν για να διατηρήσουν τις περιουσίες τους καθώς και για να αποκτήσουν αξιώματα. Οι φάρες του Πρόνιου και του Τσάπαρη υπήρξαν για ολόκληρη την περιφέρεια μεγάλη μάστιγα. Το Νότιο μέρος της «Τσιαμουριάς» και κυρίως η πεδιάδα του Φαναρίου με τα 70 χωριά που κατείχαν οι Σουλιώτες, βρίσκονταν σε συνεχείς πολέμους με τους «Προνιάτες καί Τσαπαραίους» καθώς και με τις τοπικές μουσουλμανικές αρχές των Ιωαννίνων, μπέηδες, Αγάδες, Πασάδες και αργότερα με τον Αλή πασά (Τεπελενλή) 1791 – 1792, 1802 – 1803.
Οι απόγονοι αυτής της μικρής μειονότητας των επήλυδων Τουρκαλβανών Μουσουλμάνων Τσιάμηδων, καθώς και οι απόγονοι των εξισλαμισμένων και εξαλβανισμένων ντόπιων κατοίκων - γενιτσάρων της περιοχής διεκδικούν σήμερα ολόκληρη την Ήπειρο, προκειμένου να την εντάξουν στη Μεγάλη Αλβανία. Όμως η περιοχή αυτή κατοικείται ανελλιπώς, από τους Προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα, από Ελληνικά φύλα και θεωρείται «κοιτίδα του Ελληνισμού», καθ’όσον όλα τα γνωστά Ελληνικά φύλα είχαν αφετηρία αυτή την περιοχή (Σελλοί ή Ελλοί, Γραικοί, Δωδωναίοι - Αινιάνες, Θεσπρωτοί, Μολοσσοί κ.ά). Είναι γνωστό ότι στην περιοχή αυτή βρίσκεται το Μαντείο της Δωδώνης, ο Αχέροντας ποταμός, η Αχερουσία λίμνη, το Νεκρομαντείο και φυσικά ο «Θύαμις» ποταμός που σήμερα δυστυχώς ονομάζεται Καλαμάς!!!. [Ο «Θύαμις» ποταμός κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας (168 π.Χ - 1449 μ.Χ), λόγω της λατινικής γραφής και προφοράς έγινε «Τhyamis», διότι το Ελληνικό (Θ) αντικαταστάθηκε με το λατινικό (TΗ). Οι κάτοικοι που διέμειναν γύρω από τον Θύαμι ποταμό, με την λατινική γραφή και προφορά, έγιναν THYAMIDES και η περιοχή γύρω από τον Θύαμι ποταμό, που μέχρι πριν την Ρωμαϊκή κυριαρχία ονομαζόταν Θυαμουργιά ή Θυαμεριά, με την λατινική γραφή και προφορά, έγινε THYAMOYRIA 'Η THYAMERIA. Αργότερα, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι Οθωμανοί επηρεασμένοι από την Αλβανο-Σλαβική γραφή και προφορά (Cjam), ονόμασαν τον Θύαμι ποταμό Τσάμ (Tham ή Cam), τους κατοίκους που διέμειναν γύρω από τον Θύαμι ποταμό τους ονόμασαν CHAMIDES και την ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Θύαμι την ονόμασαν CHAMOURIA Ή CAMERIA]. Οι κάτοικοι που διέμειναν γύρω από τον Θύαμι = οι "Παρα-θυάμηδες", ήταν τα γνήσια αρχαία Εληνικά φύλα που αναφέρθηκαν παραπάνω και δεν έχουν καμία σχέση με τους επήλυδες Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους «Τσάμηδες», που εποίκησαν την περιοχή κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (η ονομασία της περιοχής Παρα-μυθιά προέρχεται από την παραφθορά της λέξης Παρα - θυμιά, που σημαίνει παρά τον Θύαμι ποταμό). Συνεπώς η περιοχή αυτή δεν μπορεί ποτέ να ενταχθεί στην Μεγάλη Αλβανία διότι πάντοτε ήταν τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας, από τους Προϊστορικούς χρόνους μέχρι και σήμερα.
Οι Σουλιώτες ήταν Έλληνες γηγενείς, απόγονοι των αρχαίων «Σελλών». Η ονομασία της περιοχής που εγκαταστάθηκαν δεν ονομάσθηκε τυχαία «Σούλι», ήθελαν με το όνομα αυτό να θυμίζουν την αρχαία καταγωγή τους. Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Γραικοί, οι Σελλοί ή Ελλοί, οι Δωδωναίοι - Αινιάνες, κατοικούσαν σε αυτή την περιοχή, καθώς και σε όλη την Ραχοκοκαλιά της Πίνδου μέχρι τις «Παρυφές του Τυμφρηστού» στη Δυτική Φθιώτιδα. Αργότερα η περιοχή αυτή αποτελούσε τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, με πρωτεύουσα τήν Αρτα. Μετά την κατάλυση του Δεσποτάτου το 1449, η περιοχή αυτή περιέρχεται στους Τούρκους, όμως ελάχιστοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή από την αρχή. Μέχρι τον 16ον αιώνα ο πληθυσμός ήταν Ελληνικός και Χριστιανικός και δεν υπήρχαν στην περιοχή Τούρκοι αλλά ούτε και Αλβανοί, συνεπώς οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής, οι "Παρα-θυάμηδες", ήταν Έλληνες. Η αρχαία Θεσπρωτία ήταν η κοιτίδα του Ελληνισμού. Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748 -1833) γνωρίζει ότι οι Σουλιώτες είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και τους ονομάζει "αναντιρρήτους Έλληνες". Κατά την γνώμη του Άγγλου Λόρδου Βύρωνα οι Σουλιώτες ήταν γνήσιοι Έλληνες απόγονοι των αρχαίων Ηρακλειδών. Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος (1792-1869), στην ωδή του «Εις Σούλι», συνδέει το «Σούλι» με την χώρα των «Σελλών». Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Πανταζής αναφέρει ότι οι Σουλιώτες ήταν απόγονοι των «Σελλών». Επίσης, ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους των «Σελλών». Αλλά και ο Αθανάσιος Ψαλίδας (1767-1829), λόγιος και γραμματέας του Αλή πασά, μαρτυρεί ότι το «Σούλι» κατοικείτο από «Γραικούς» πολεμιστές που «πάλευαν» τους Αλβανούς για πολλά χρόνια.
Οι Σουλιώτες χαρακτηρίζονταν από την τυφλή πειθαρχία τους, κατά την περίοδο πολέμου και θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη από τη ζωή τους. Εκτός από τη γενναιότητα και το πάθος τους για την ελευθερία, κύρια γνωρίσματα των Σουλιωτών ήταν η φιλοπατρία, η αφιλοχρηματία και η μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους. Τα ήθη τους ήταν αυστηρά και ο σεβασμός τους προς τις γυναίκες ήταν απόλυτος. Οι γυναίκες έφεραν όπλα και ακολουθούσαν τους άνδρες στις μάχες. Η ηθική των γυναικών ήταν υπερβολικά αυστηρή και τους απέδιδαν ιδιαίτερη τιμή. Ιδιαίτερα τιμούσαν όσους είχαν επιδείξει ηρωισμό κατά τις μάχες, ενώ περιφρονούσαν τους δειλούς, καθώς και τις συζύγους αυτών. Επίσης, διακρίνονταν για την τήρηση των συμφωνιών και υποσχέσεών τους. Είχαν «μπέσα» (λέξη που προέρχεται από την Ελληνική λέξη «εμπιστοσύνη») και τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν τις ηθικές αρχές. Η αντεκδίκηση ήταν γι'αυτούς νόμος απαράβατος. Άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Σουλιωτών ήταν, ότι δεν έκοβαν τα μαλλιά τους, όπως οι αρχαίοι Έλληνες, φορούσαν την πιο «μερακλίδικη» φουστανέλλα και στο στήθος τους είχαν ασημένιο "τσαπράζι- κιουστέκι'' (Πρόκειται για διασταυρούμενο ασημένιο κόσμημα που φερόταν από τον ένα ώμο στον άλλο χιαστί, σε μορφή ζωνών, με καλλιτεχνικές σμαλτοδέσεις, μικρούς δικέφαλους αετούς, φυλαχτά και θυσάνους. Το κόσμημα αυτό αποτελούσε σύμβολο λεβεντιάς και ηρωϊκής καταγωγής και το έφεραν συνηθέστερα οι κάτοικοι των πολεμικών περιοχών του ελλαδικού χώρου επί τουρκοκρατίας). Τα φορέματα των γυναικών ήταν κεντητά. Μουσικά όργανα των Σουλιωτών ήταν κυρίως ο ταμπουράς και το λαούτο (απόγονοι της αρχαιοελληνικής πανδούρας ή πανδουρίδας).
Ο Χριστόφορος Περραιβός (1774 - 1863), που έκανε επιτόπια έρευνα στο Σούλι όταν στάλθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στην ιστορική συγγραφή του αναφέρει για τους Σουλιώτες τα εξής: «...καμμίαν τέχνην η πραγματείαν δεν μεταχειρίζονται, παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι είς τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν...». Ο συνολικός πληθυσμός των χωριών του Σουλίου, εκείνη την εποχή, ήταν 12.000 περίπου και συντηρούσαν 2.500 περίπου ένοπλους, λιτοδίαιτους, ολιγαρκείς και σκληραγωγημένους μαχητές, που αποτελούσαν εγγύηση για την ασφάλεια της περιοχής, αλλά και απειλή εναντίον των Τούρκων, που δεν μπόρεσαν ποτέ να τους υποτάξουν. Από μικρή ηλικία γυμνάζονταν στα όπλα τα οποία έφεραν πάντοτε μαζί τους, ακόμη και όταν πήγαιναν στην εκκλησία.
Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Σουλιωτών και Οθωμανών άρχισαν, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, στα 1611. Μεχρι το 1803 που έπειτα από προδοσία οι Τούρκοι καταφέρνουν να μπούν στο Σούλι. Οι Σουλιώτες αποσύρονται στα φρούρια «Κιάφα» και «Κούγκι», όπου δίνουν την τελευταία μάχη. Χωρίς τρόφιμα και πολεμοφόδια η κατάσταση ήταν τραγική. Αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις για συνθηκολόγηση, υπό τον όρο να εγκαταλείψουν το Σούλι, με τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τα όπλα τους και με όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, χωρίς παρενόχληση. Οι Σουλιώτες αποφασίζουν να εγκαταλείπουν το Σούλι, με κύριο προορισμό την Πάργα, που ήταν τότε υπό Ρωσικό έλεγχο. Ο μοναχός Σαμουήλ και τέσσερις Σουλιώτες αποφασίζουν να παραμείνουν στο Μοναστήρι στο Κούγκι, το οποίο είχαν οχυρώσει με πολεμοφόδια (βαρέλια με μπαρούτι κ.λ.π), που δεν πήραν μαζί τους οι Σουλιώτες που έφυγαν. Αργότερα όταν πήγαν οι Τούρκοι να παραλάβουν το Κούγκι, ο μοναχός Σαμουήλ βάζει φωτιά στη μπαρουταποθήκη και ανατινάζει το Κούγκι, μαζί με τον εαυτό του, τους τέσσερις Σουλιώτες κι όλους τους Τούρκους.
Οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και αναχώρησαν. Η πρώτη ομάδα, με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη ομάδα εγκλωβίστηκε στο Ζάλογγο και χτυπήθηκε από τους Τούρκους. Πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, ενώ 60 Σουλιώτισσες, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, αποφασίζουν να ριχτούν στο γκρεμό, μαζί με τα παιδιά τους, χορεύοντας και τραγουδώντας. Η τρίτη ομάδα έφθασε στο Βουλγαρέλι, που τους περίμεναν οι Μποτσαραίοι. Όλοι μαζί αναχώρησαν για τα Άγραφα όπου εγκαταστάθηκαν γύρω από την Μονή Σέλτσου. Όμως στις 20 Απριλίου του 1804 δέχθηκαν επίθεση από τους Τούρκους και μετά από άνισο αγώνα σκοτώθηκαν αρκετοί Σουλιώτες και πολλές γυναίκες αιχμαλωτίστηκαν ενώ άλλες έπεσαν στον ποταμό και πνίγηκαν. Ο Μάρκος Μπότσαρης, με τον πατέρα του Κίτσο και λίγους Σουλιώτες που διασώθηκαν, αναχώρησαν για στην Πάργα αρχικά και στη συνεχεία έφθασαν στην Κέρκυρα. Οι υπόλοιποι διασωθέντες Σουλιώτες, εγκαταστάθηκαν γύρω από τα Μοναστήρια του Προφήτη Ηλία, στο Παλαιοχώρι, του Αγίου Νικολάου, στη Στάγια κ.α.
http://www.paleochori.gr/p/blog-page_1906.html
Πολλοί προσπάθησαν ν’αμφισβητήσουν την Ελληνικότητα των Σουλιωτών. Δεν θα κάνω εδω ανάλυση γιατί θα χρειαστώ τόμους για να το κάνω, θα πώ μόνο ότι επάνω στον λόφο «Κούγκι» του Σουλίου, στο μικρό Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, υπήρξε ο Εθνομάρτυρας, Απόστολος της Εκκλησίας και διαφωτιστής του Γένους, Σουλιώτης καλόγηρος «Σαμουήλ» (με απώτερη καταγωγή από το χωριό Λάμποβο Μουργκάνας), ο οποίος παράλληλα με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα δίδασκε στα παιδιά των Σουλιωτών και στοιχειώδη Ελληνικά γράμματα και προπαντός το Πατριωτικό φρόνημα. Ο Μιχαήλ Περάνθης στο βιβλίο του Σουλιώτες, σχετικά με το σχολείο που υπήρχε στο «Κούγκι» και τον μεγάλο Πατριώτη - καλόγηρο Σαμουήλ αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Το σχολειό παιδιά μου είναι σαν την εκκλησία. Η εκκλησία μας μαθαίνει πως να κερδίσουμε την άλλη ζωή, στον ουρανό. Το σχολειό μας μαθαίνει πως να κερδίζουμε ετούτη τη ζωή πάνω στη γής. Κι’ εμείς οι Γραικοί όπου είμαστε σκλάβοι, τούτη τη ζωή θα την κερδίσουμε πρώτα – πρώτα με το ντουφέκι. Όταν σηκώνεις ντουφέκι σ’ άνθρωπο που δεν φταίει τότες είναι αμαρτία. Όταν σηκώνεις ντουφέκι για την λευτεριά και το δίκιο, τότε κάνεις το χρέος σου. Αυτή την διαφορά για να την ξεχωρίζετε, πρέπει να ξέρετε γράμματα. Για τούτο τα γράμματα τ’ άπαν «του Θεού τα πράματα». Και πρέπει να ξέρετε πως απ’ τ’ άλλα τα παιδιά σ’ ολάκερο το γένος μας εσείς είστε τα πιο καλοτυχισμένα. Γιατί έχετε το λεύτερο ν’ άρχεστε και ν’ ακούτε και να μαθαίνετε όσα θέλετε. Ενώ εκείνα δεν έχουν που να πάν παρά μαζεύονται κρυφά στις σπηλιές νύχτα κι’ ο Τούρκος τους κυνηγάει». Ελληνικά έγραφαν ο Φώτος Τζαβέλας κι ο Μάρκος Μπότσαρης. Μάλιστα ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε ένα λεξικό το οποίο ονόμασε: «Λεξικό της Ρωμαϊκής και Αρβανιτικής Απλής». Το λεξικό μετά από πρωτοβουλία του Γάλλου πρέσβη Πουκεβίλ, είναι κατατεθειμένο στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, στο τμήμα Ελληνικών χειρογράφων, από τον ίδιο τον Πουκεβίλ το 1819 και αποτελεί τμήμα κώδικα 244 σελίδων. Περιέχει φράσεις του στα ελληνικά καθώς και την σφραγίδα του, ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ. Είχαν επίσης, μεγάλη πίστη και αφοσίωση στη θρησκεία. Ο Γενάρχης των Τζαβελαίων Ζάχος, πριν καταφύγει στο Σούλι, ήταν ιερέας (Παπα-Ζάχος), στο Δραγάνη της Παραμυθιάς. Επάνω στον πύργο «Κούγκι», υπήρχε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Εκεί ο ηρωϊκός καλόγηρος Σαμουήλ ευλογούσε και κοινωνούσε τους Σουλιώτες, όταν συγκεντρώνονταν στον πύργο για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των Τούρκων. Ψηλά πάνω από το Μοναστήρι ήταν υψωμένη σημαία με πανί κατάμαυρο, μεταξωτό, μεγάλο όσο ένα πάτωμα σπιτιού, με άσπρα κρόσσια ολόγυρα μεταξωτά, ένα δικέφαλο αετό στη μέση και κάτω, με πελώρια γράμματα στα Ελληνικά, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ). Στο «Ζάλογγο», χαμηλά, υπήρχε το Μοναστήρι του «Αϊ-Δημήτρη» και πάνω στην κορυφή του βράχου το μετόχι του, αφιερωμένο στο όνομα των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ (Ήταν ο κρυψώνας της κλεφτουργιάς, που αναφέρει το Δημοτικό τραγούδι: «Μες στην κορφή στο Ζάλογγο, ψηλά στον Αϊ-Ταξιάρχη, έχουν οι Κλέφτες σύναξη»). Στο Σούλι υπήρχαν πολλές εκκλησίες, όπως του Αϊ-Δονάτου, του Αϊ-Γιώργη, της Παναγίας της Κλεφτρίνας, του Αϊ Δημήτρη, της Αγ. Κυριακής και άλλες, τις οποίες δεν αναφέρω λόγω χώρου. Οι Σουλιώτες δημιούργησαν αργότερα τους νέους οικισμούς που υπάρχουν σήμερα. Είναι γνωστό ότι στο τέλος της Επανάστασης οι επιζήσαντες Σουλιώτες δεν επέστρεψαν στο Σούλι. Διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος (Στ. Ελλάδα, Πελοπόννησο, Κέρκυρα, Μακεδονία, Αττική, κ.λ.π), και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις περιοχές αυτές. Από τα αρχικά χωριά του Σουλίου, σήμερα σώζεται μόνο η «Σαμονίβα», με ελάχιστους κατοίκους που δεν έχουν καμία σχέση με τους παλαιούς Σουλιώτες. Ακόμη, σώζονται ερείπια του «Κουγκίου» και του φρουρίου της «Κιάφας».
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
-Ποιος είναι αυτός που άφησε να τον πιάσουν και λέει πώς είναι ο Κατσαντώνης; Ο Κατσαντώνης είμαι εγώ, κι όποιος νομίζει ότι μπορεί να με πιάσει, ας κοπιάσει. Οι Αλβανοί στράφηκαν προς τον Δίπλα καί πίστεψαν πως είναι ο Κατσαντώνης δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Κατσαντώνη να απελευθερωθεί, και να ξαναδώσει κουράγιο στα παλικάρια του. Ο Δίπλας αφού σκότωσε εφτά τούρκους με το σπαθί του πέφτει από εχθρικό βόλι και ένας αλβανός περνάει και του κόβει το κεφάλι.
Αν δεν υπήρχε ο Καπετάν Δίπλας να εκπαιδεύσει τόσους και τόσους κλέφτες και καπεταναίους,ίσως να μην πετύχαινε και η ελληνική επανάσταση. Το έθνος οφείλει πολλά στον καπετάν Δίπλα, αλλά είναι μια ιστορική μορφή που δεν έχει δεχτεί ακόμη την δέουσα. σημασία απο τους ιστορικούς και ερευνητές κι ίσως είναι καιρός να τού αποδοθούν οι δάφνες που του αξἰζουν. Ο Δίπλας ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τον κατακτητή, ποτέ δεν ζήτησε αρματολίκι,ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι και ποτέ δεν προσκύνησε τούρκο πασά, αλλά και ούτε έκατσε ποτέ στο ίδιο τραπέζι με τους εκάστοτε κοτσαμπάσηδες και προεστούς. Ολη του την ζωή την έζησε στο βουνό με το όπλο στο χέρι πολεμώντας τους κατακτητές.
Επιμέλεια άρθρου: Γεώργιος Καλλιώρας
Βιβλιογραφία Πανελλήνια ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων.
--------------------------------------------------------------------------===============================
Περικλής Αραβαντινός (Άραμις)
Ο αντάρτης που έβαλε τα δημοτικά στα ευρωπαϊκά σαλόνια
Ό Μανώλης Καλομοίρης δήλωνε πως σε μία από τις εκδηλώσεις του Έλληνα Άραμι συγκλονίστηκε από το δημοτικό τραγούδι και πήρε τις μεγάλες και καταλυτικές για τη σταδιοδρομία του αποφάσεις. Μια περιοδεία που πραγματοποίησε σε Ελλάδα, Τουρκία και Αίγυπτο το 1902-3 στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ του παρεχώρησε το θέατρο, ο Στ. Στεφάνου τον απάλλαξε από κάθε έξοδο, το Ωδείο προσέφερε τη χορωδία του.
Η επιτυχία που σημείωσε, τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου 1903, με δύο παραστάσεις του, αποτυπώθηκε και στις στήλες της «Εστίας». Υπό τον τίτλο «Τα τραγούδια του Αραμη» έγραφε στην πρώτη σελίδα πως «αι φράσεις “εθνική εορτή” και “εθνική λιτανεία” και “αποκάλυψις” δεν είνε υπερβολαί ενθουσιασμού. Οχι⋅ είνε κάτι αληθώς εθνικόν αυτό, που κάμνει ο Αραμης. Και είνε αλήθεια γενικώς ομολογηθείσα, ότι με την ωραίαν του φωνήν ο καλός μας τραγουδιστής αφύπνισε χορδάς της ελληνικής ψυχής εν τελεία νάρκη, από πολλούς διατελούσας.
Εντυπωσιασμένοι οι θεατές στην Αθήνα έβλεπαν τον αγαθό βασιλιά Γεώργιο Α’ να κάθεται στην πρώτη σειρά του Βασιλικού Θεάτρου. Χτυπώντας τα χέρια του επαναλαμβάνει την επωδό της «νεραντζούλας», χρωματίζοντας με την ξενική προφορά του:«Και τες φάνηκε κοντέ, Νεραντσούλα φοντωτέ»!
Λεβεντόγερος πια, σε ένα ελληνικό εστιατόριο της Μονμάρτης προσπαθούσε να τραγουδήσει το «Τι έχεις καϋμένε πλάτανε»! Καμάρωνε που κατόρθωσε να γνωρίσει στην Ευρώπη το κλέφτικο τραγούδι των Ελλήνων. Η προσφορά και οι τοποθετήσεις του στα σπουδαιότερα συνέδρια της εποχής δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί. Όπως δεν βρέθηκαν οι πλουσιότατες συλλογές δημοτικών τραγουδιών που είχε συγκεντρώσει με επιστημονική επιμέλεια. Τουλάχιστον ο Ηπειρώτης αντάρτης κατόρθωσε να φυσήξει σε χιλιάδες ψυχές τη νοσταλγία του ελληνικού βουνού, όπως εύστοχα έγραψε ο Σπύρος Μελάς. Έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο 1932 σε ηλικία 78 ετών.-
Πηγή: Μικρός Ρωμηός
----------------------------------------------------------------------------------------------------
Οι χοροί τους, ήταν ο τσάμικος, ο συρτός και το καγκέλι. [ Ο χορός Τσάμικος ή κλέφτικος είναι ο Εθνικός χορός των Ελλήνων. Με τον Τσάμικο ή κλέφτικο είναι δεμένοι οι αγώνες των Ελλήνων στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο χορός αυτός χορευόταν από τους σκλαβωμένους Έλληνες πάνω στα βουνά, όπου οι Κλέφτες και Αρματολοί δεν είχαν άλλο μέσον εκδήλωσης των καημών τους, της δίψας για την λευτεριά και της ανάτασης της ψυχής τους. Ο χορός αυτός είναι Ελληνικότατος. Το όνομά του το οφείλει στους Έλληνες Διαδόθηκε αρχικά στους Κλέφτες και Αρματολούς και αργότερα σε όλους τους Έλληνες, Επίσης, ο τσάμικος χορός διαδόθηκε και από τους Σουλιώτες.
Στὶς μεγάλες στιγμὲς τῆς Ρωμηοσύνης ἀνήκει τὸ δημοτικό μας τραγούδι. Μέσα του ζεῖ ἀκέρια ἡ ζωὴ τοῦ ἔθνους. Γεννήθηκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λαοῦ, ἀληθινή «ἁγιοσύνη τῆς ψυχῆς» καὶ ἀφηγεῖται τὴν ἱστορία του, τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες του, καθὼς καὶ τὶς ἀντιλήψεις του γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τ’ ἀνθρώπινα:Ἦταν, καθὼς λέγουν, γέρος ὁ Γκαῖτε, ὅταν ἄκουσε, μὲ θαυμασμό, τούτους τοὺς στίχους καὶ χαρακτήρισε τὸ δημοτικό μας τραγούδι «ὕπατο μνημεῖο τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας.
«Ἑλληνικὸ θαῦμα» τὸ εἶπε ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς. Ξεφυλλίζοντας τὸ πολύτομο ἔργο του νιώθουμε, ἀμέσως, πὼς ὑπῆρξε βαθὺς γνώστης καὶ προσεκτικὸς μελετητὴς τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τῆς λαϊκῆς μας γλώσσας καὶ παράδοσης καί, γενικά, τῆς λαϊκῆς μας ζωῆς. Ὁ Νικηφόρος Βρεττᾶκος θεώρησε ὅτι τὰ δημοτικὰ τραγούδια μας, σὲ ἕνα μεγάλο μέρος τους, κατέχουν ἰσότιμη θέση ἀνάμεσα στὸν Ὅμηρο καὶ τὴ νεότερη ποίηση. Ἡ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ εἶναι ἡ ἑλληνικὴ ποὺ ζεῖ, ἐξελιγμένη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν ἀλεξανδρινὴ ἐποχή, μὲ τὴν πανελλήνια μορφὴ τῆς κοινῆς. Ἡ σημερινὴ γραπτή δημοτικὴ γλῶσσα χρωστᾶ πολλὰ καὶ καθρεφτίζεται σωστὰ στὸ δημοτικὸ τραγούδι. Ὑπάρχει σ’ αὐτὸ μία παρακαταθήκη αἰώνιας ἑλληνικῆς ἔκφρασης καὶ λόγου, ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ ἀλλοιώσουν οὔτε οἱ λόγιοι οὔτε ὁ χρόνος.
Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ προφητικὰ λόγια ποὺ τὸ 1824 ἔγραψε ὁ πρῶτος ἐκδότης τῶν ἑλληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν Κλὼντ Φωριὲλ: «Μποροῦμε λοιπὸν νὰ θεωρήσουμε τὴ γλῶσσα στὴν ὁποία γράφτηκαν τὰ τραγούδια αὐτῆς τῆς συλλογῆς σὰν μία γλῶσσα κανονικὴ καὶ πάγια, μία καὶ ὁμοιογενῆ, καὶ τῆς ὁποίας ἡ ὀργάνωση καὶ ἡ ἱστορία ἀξίζουν νὰ μελετηθοῦν προσεχτικά''. Γιὰ τὸν λαὸ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ζήτημα γλώσσας, κατὰ τὸν Βάρναλη. «Μιλοῦσε τὴ γλώσσα του (καὶ τὴ μιλάει ἀκόμα)», σημειώνει, «χωρὶς νὰ τοῦ τὴν ἔχει «διδάξει» κανένας καὶ παρ’ ὅλη τὴν προσπάθεια τῶν «ἄλλων» νὰ τοῦ τὴν ἀλλάξουν. Καὶ συνθέτει τὰ τραγούδια του, τὶς παροιμίες του, τὶς παραδόσεις του, στὴ γλῶσσα ποὺ μιλοῦσε». Τὴν ἀξία τῆς γλώσσας τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ἐπισήμανε καὶ ὁ Σεφέρης στὶς «Δοκιμές» του: «Ἔτσι, θὰ χρειάζεται πάντα, φαντάζομαι», γράφει, «νὰ ἐλέγχουμε ποιὰ εἶναι ἡ φύση τῆς γλώσσας μας, ὄχι κοιτάζοντας μόνοι τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γυρεύοντας τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴ βοήθεια τῶν λίγων κειμένων (ἐννοῶ τὰ δημοτικὰ κείμενα) ποὺ ἔχουν ἀποδειχτεῖ, ὡς τὰ σήμερα τουλάχιστον, τὰ μόνα αὐθεντικά· καὶ πού, μολονότι φαίνονται στοιχειώδη, θὰ χρειάζεται, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ὁλοένα καὶ περισσότερη καλλιέργεια γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴ διδαχή τους. Γιατί, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, θὰ ἔχουμε νὰ παραμερίσουμε ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ὁλοένα καὶ περισσότερα κρυσταλλώματα ποὺ θὰ μᾶς ἔχουν τὰ μιξοβάρβαρα ἰδιώματα ποὺ σφυρίζουν γύρω μας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁλοένα καὶ περισσότερες παρεμβολὲς ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὰ κείμενα καὶ σ’ ἐμᾶς.
Ὁ λαός μας, αὐθόρμητος καθὼς εἶναι, ἐκφράσθηκε στὴ γλῶσσα ποὺ ἔνιωθε καὶ εἶχε, φυσικά, τὸν δικό του ἐκφραστικὸ τρόπο. Ἔφτιαξε μόνος του τὴ γλῶσσα του. Ἄντλησε τὸ λεξιλόγιο ἀπὸ ὅ,τι ἀγάπησε στὴ ζωὴ καὶ στὴ φύση καὶ εἶχε μία θαυμαστὴ γλωσσοπλαστικὴ ἱκανότητα δημιουργίας. Ο κόσμος τῶν πραγμάτων ποὺ ἐκφράζει τὸ οὐσιαστικό, καὶ ἡ ἐνέργεια, τὸ πάθος καὶ ὁ ζωντανὸς χρόνος, ποὺ ἐκφράζει τὸ ρῆμα, δὲν ἐπισκιάζονται ἀπὸ κανένα περιττὸ στολίδι, ἀλλὰ προβάλλονται μὲ τὴν ἀμεσότητα καὶ τὴ θέρμη, ποὺ ἔχει ἡ ζωντανὴ λαϊκὴ ἀφήγηση (8)». Ἡ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ στάθηκε ἡ σπουδαιότερη πηγὴ γλωσσικῆς ἔμπνευσης ὅλων τῶν μεγάλων νεοελλήνων ποιητῶν.
Ὁ Σολωμός, ὅταν ἀνακάλυψε τὸν πλοῦτο τῆς γλώσσας τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἄρχισε νὰ μαθητεύει σὲ ἕναν φτωχὸ τοῦ νησιοῦ ποὺ γνώριζε νὰ τραγουδᾶ δημοτικὰ τραγούδια. Ἀπὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια ὁ Σολωμὸς πῆρε καὶ λέξεις καὶ στίχους ἢ μοτίβα, ὅπως τὰ ὀνομάζει . Καὶ μετὰ τὸν Σολωμὸ ἡ πλούσια γλωσσικὴ κληρονομιά ποὺ χάρισε ἐκεῖνος στοὺς «μαθητές» του δὲν ἔπαυε οὔτε στιγμὴ νὰ τοὺς φωτίζει καὶ νὰ τοὺς ἐπηρεάζει. Ὅλοι τους ὑμνῆσαν τὴ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἔγραψαν σ’ αὐτὴν τὴ γλῶσσα καὶ ἀγωνίσθηκαν, ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν τὴ δύναμη νὰ δημιουργήσουν πάνω στὶς λαϊκὲς λέξεις, παίρνοντάς τες ὡς ξεκίνημα.
Ἀλλὰ καὶ στὰ πιὸ πρόσφατα χρόνια, ἡ λογοτεχνία ὄχι μόνο ἐμπνεύσθηκε, ἀλλὰ καὶ τροφοδοτήθηκε ἀπὸ τὴ μόςγλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης, κάνοντας λόγο γιὰ τὴ γλῶσσα τοῦ «Ἀλαφροΐσκιωτου» τοῦ Σικελιανοῦ, δέχεται ὅτι: «Μολονότι εἶναι γλῶσσα λογίου ἀνδρός, ὡστόσο τοῦτος ἀπέβαλε ὁτιδήποτε τὸ λόγιο καὶ ἀνέβασε τὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ σὲ ὑπόδειγμα ἀβίαστης φυσικῆς γλώσσας, μὲ τὴ σφραγῖδα τῆς τελειότητας. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τὸ κοινὸ σημεῖο τῆς γλώσσας τοῦ Σικελιανοῦ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ: «Ἀβίαστη καὶ Τέλεια».Ἡ ἐπιβίωση παραδοσιακῶν τρόπων καὶ στὸ ἔργο τοῦ Γιάννη Ρίτσου ἑνός ἀναντίρρητα, μοντέρνου ποιητῆ, εἶναι φανερή. Τὸ πρῶτο ἔργο του στὸ ὁποῖο τὸ δημοτικὸ τραγούδι «εἰσβάλλει» -καὶ μάλιστα ἀπότομα καὶ ὁλοκληρωτικά εἶναι ὁ Ἐπιτάφιος ἡ γλῶσσα τοῦ οποίου εἶναι ὁλοφάνερα μπολιασμένη μὲ τὸ τυπικὸ λεξιλόγιο τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ».Στὸ δημοτικὸ τραγούδι ἔχουν τὴν πηγή τους λέξεις, ὅπως: στράτα, βόλια, ξόμπλι, ξόδι, ἐκφράσεις, ὅπως: τὸ φρύδι χελιδόνι, τοῦ πελάγου τὸ βυθό, τ’ ἀθάνατο νερό καὶ σύνθετα, ὅπως:γαϊτανόφρυδο, κοντυλογραμμένο,μοσκομύριστο,μαρμαρογλυμμένη, μυριοζωγραφισμένο κ.ἄ. Ἡ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ μᾶς δείχνει τὸν ἄλλο δρόμο, τὸν γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι εἰκονική,εἶναι καθαρὰ ἁπλὴ καὶ μαζὶ ρωμαλέα, γιατὶ εἶναι λαϊκή, ἄμεση. Καὶ φυσικὰ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ συμβατικὲς ἐκλογικεύσεις. Ὁ λαὸς μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὸν κόσμο καὶ χωρὶς τὴ λογική, μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ δημιουργεῖ οὐσιαστικὰ καὶ ἀληθινά. Καὶ βέβαια, ἡ γλῶσσα μόνο μπορεῖ νὰ δώσει ὀμορφιὰ σὲ κάθε ψυχικὴ κατάσταση, ὅσο βαθιὰ καὶ ἂν εἶναι. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ στίχος ἀπὸ τὴν παραλογή «τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ». Βρέθηκ’ ἡ μάνα μοναχή, σὰν καλαμιὰ στὸν κάμπο. Τέτοιοι τρόποι ἔκφρασης γίνονται δυνατοί, ὅταν προκύπτουν ἀπὸ τίμια καὶ ἐλεύθερη στάση ζωῆς, καὶ εἶναι δεκτοὶ ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο στὸν βαθμὸ ποὺ δὲν εἶναι σχηματισμένος καὶ στὸ μέτρο τῆς ἁπλότητάς του.
Γλωσσικὴ ἀξία τοῦ Δημοτικοῦ Τραγουδιοῦ
Αντώνης Μακρυγιάννης – Κατσαντώνης
1775 – 1809
Ο Κατσαντώνης σύμφωνα με την παράδοση καταγόταν από το Πετροβούνι της Ηπείρου από σαρακατσάνικη οικογένεια.Το κανονικό του όνομα ήταν Αντώνης Μακρυγιάννης. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ήταν ο πατέρας του Κατσαντώνη. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης επειδή όμως είχε αναπτύξει κλέφτικη δράση, πήγε και εγκαταστάθηκε τελικά στο Μάραθο Αγράφων Ευρυτανίας όπου παντρεύτηκε την Αρετή, κόρη του επίσης κλεφτοκαπετάνιου στα Άγραφα Βασίλη Δίπλα. Στο Μάραθο στα 1775 γεννήθηκε το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο Αντώνης, ο μετέπειτα γνωστός ως Κατσαντώνης. Πριν ξεκινήσει την επαναστατική του δράση ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του.Τα χρόνια πέρασαν και ο Αντώνης ενηλικιώθηκε.Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο Κατσαντώνης έμενε με τους γονείς του στη Λεπενού, όταν καταγγέλθηκε (το 1800 ή 1802), άδικα κατά κάποιους στον Αλή Πασά, από κάποιον Γιάγκο Καραγκούνη, πως όλη η οικογένεια του Γιάννη Μακρυγιάννη προέβαινε σε συστηματική ζωοκλοπή σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Τότε ο Αλή Πασάς διέταξε τη σύλληψή του μαζί με τον γιο του, τον Κατσαντώνη οι οποίοι και οδηγήθηκαν στις φυλακές των Ιωαννίνων. Οι Τούρκοι τον έπιασαν, τον φυλάκισαν και άρχισαν να τον βασανίζουν για τρεις μέρες έως ότου ο πατέρας του να μεταφέρει τα λύτρα της αποζημίωσης στον μπέη. Ο Κατσαντώνης ορκίσθηκε τότε να ξεπλύνει τη ντροπή της οικογενείας του με τα όπλα, παρατώντας τη βοσκή. Έτσι αφού σκότωσε τον «μπουλούκμπαση» Γιάγκο Καραγκούνη, επιδόθηκε εν συνεχεία σε ληστείες και κλοπές, στην αρχή κατά των χαρατζήδων (δηλ. αυτών που εισέπρατταν τους φόρους για λογαριασμό των Τούρκων) και των σπαχίδων (εξισλαμισθέντων στρατιωτών ιππέων) του Αλή Πασά. Ο Αλή, όταν το έμαθε, προκειμένου να τον εκφοβίσει διέταξε για δεύτερη φορά τη σύλληψη του πατέρα του, τη δήμευση της περιουσίας του και την πυρπόληση της οικίας του. Αλλά ενώ ο πατέρας του Κατσαντώνη μαζί με κάποιους εκ των συγγενών του πέθαινε στις φυλακές της Αρτας, ο Κατσαντώνης ενισχύθηκε με ομάδες κλεφτών των αδελφών του Λεπενιώτη και Χασιώτη καθώς και μ΄ εκείνων των Δίπλα και Τσόγκα, οπότε και άρχισε ένας αμείλικτος αγώνας με τόν Αλή, με κύρια θέατρα συμπλοκών τα Άγραφα, τον Βάλτο, το Ξηρόμερο κι άλλες περιοχές.
Ο Κατσαντώνης όμως δεν ήταν απλά ηρωικός αρχηγός αλλά ήταν και οργανωτικός. Δεν μπορούσε να είναι απλά αρχηγός μίας εντελώς άτακτης ομάδας. Άρχισε λοιπόν να οργανώνει το λεγόμενο «νταϊφά» (σώμα ενόπλων) το οποίο αποτελούσαν 60 έως 80 άνδρες, που σε έκτακτες περιστάσεις έφταναν τους 200, ενώ σε απόλυτη ανάγκη έφταναν τους 500. Ταυτόχρονα άρχισε να εκπαιδεύει τους άνδρες του, όσο στην τέχνη του πολέμου, όσο και στα στρατηγικά σχέδια. Πολλοί ιστορικοί το έχουν αποκαλέσει αυτό «Στρατιωτική Ακαδημία του Κλεφτοπολέμου». Από εκεί βγήκαν οι πιο διάσημοι κλέφτες και αρματολοί, που πολλοί από αυτούς πρωταγωνίστησαν στην Ελληνική Επανάσταση: τα αδέρφια του, ο Κώστας Λεπενιώτης και ο Γεώργιος Χασιώτης, ο Γεώργιος Τσόγκας, ο Ακριδαίος, ο Αλεξαντρογιάννης, ο Πάγκαλος, ο Γιώτης, ο Δήμος Τσέλιος
Μα και ο θρυλικότερος από αυτούς ήταν ο μετέπειτα στρατάρχης της Επανάστασης, Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Ο Κατσαντώνης αφού οργάνωσε τον «νταϊφά» του, άρχισε να κάνει επιθέσεις σε Τούρκους που στρατωνιζόταν στα Άγραφα, στους Μελισσούργους και στα Τζουμέρκα. Μετά από πολλά χρόνια έκανε επιθέσεις και σε πολλές περιοχές που ήταν στην επικράτεια του Αλβανού τυράννου των Ιωαννίνων, του Αλή πασά.
Ο τελευταίος που δεν ήθελε τίποτα να τον αναταράσσει, αποφάσισε να τον εξοντώσει. Αφού τέλειωσε τον πόλεμο με τους Σουλιώτες, το 1804, διέταξε τον Κατσαντώνη να του δηλώσει υποταγή. Ο τελευταίος αρνήθηκε με ένα γράμμα γεμάτο βρισιές. Ο Αλή έστειλε τότε τον Αλιάσμπεη με εκατό διαλεχτούς Αλβανούς να ησυχάσει τον Κατσαντώνη μια για πάντα. Ο Κατσαντώνης «υποδέχτηκε» τον Αλιάσμπεη στο ορεινό πέρασμα της Τριφύλλας, κοντά στο χωριό Κλειστό. Η σύγκρουση ήταν τρομερή αλλά σύντομη. Ο Κατσαντώνης έχοντας διαλέξει σοφά το μέρος της σύγκρουσης κατάφερε να φέρει τους Αλβανούς ανάμεσα σε δύο πυρά και μέσα σε λίγη ώρα τους σκότωσε σχεδόν όλους, μαζί και τον ίδιο τον Αλιάσμπεη! Ο Αλή πασάς εξοργισμένος με αυτή την πανωλεθρία του αιχμαλώτισε τους γονείς του Κατσαντώνη και τους σκότωσε με τρομερά βασανιστήρια, πιστεύοντας πως έτσι θα τον κάνει να λυγίσει. Ο Κατσαντώνης έστειλε ένα γράμμα στον Αλή πασά που του κήρυσσε πόλεμο. Ο Αλή έστειλε τότε τον Γιουσούφ Αράπη να τούς αφανίσει. Ο Γιουσούφ Αράπης φημίζονταν για το πως βασάνιζε τους Έλληνες κι έτσι αφού πήρε 150 πολεμιστές με πολλούς βασανιστές, ξεχύθηκε στα Άγραφα και ο ίδιος με τους βασανιστές στρατοπέδευσε στον Βάλτο, ενώ οι 150 πολεμιστές στρατοπέδευσαν στην κοντινή Κεχρινιά. Αυτό όμως ήταν ολέθριο λάθος γιατί ο Κατσαντώνης μάζεψε όλους τους άνδρες που είχε στην διάθεση του και επιτέθηκε στην Κεχρινιά. Από τους 150 πολεμιστές, επιβίωσαν κυριολεκτικά μόνο 6! Ο Γιουσούφ Αράπης αναγκάστηκε να υποχωρήσει στα Ιωάννινα και ο Κατσαντώνης είχε πάρει την εκδίκηση του για τους γονείς του.
Ο Αλή πασάς έξω φρενών έστειλε τον Χασάν Μπελούση να κανονίσει τον Κατσαντώνη. Ο τελευταίος όμως κυνήγησε πολιόρκησε τον Μπελούση στο μοναστήρι του Αγίου Αιμιλιανού της Τατάρνας, κοντά σε έναν ποταμό.Αλλά ένας άλλος αξιωματικός του Αλή πασά, ο Άγο Βασιάρης μαθαίνοντας για την δύσκολη θέση του Μπελούση έτρεξε να τον βοηθήσει με πολεμιστές περικυκλώνοντας τον Κατσαντώνη. Το βράδυ όμως ο Κατσαντώνης και οι άνδρες του έκοψαν κλαριά από έλατα, βούτηξαν στον διπλανό ποταμό και καβαλώντας τα κλαριά πέρασαν πίσω από τις θέσεις του Άγο Βασιάρη. Αφού του έκαναν μία επίθεση σκόρπισαν τους εχθρούς τους, γύρισαν στην περιοχή τους.
Το χειμώνα του 1806 ο Κατσαντώνης τον πέρασε στα Επτάνησα. Το 1806 ο Κατσαντώνης επέστρεψε στα Άγραφα όπου εκεί κορύφωσε την φήμη του. Ο Αλή πασάς αποφασισμένος να τον αφανίσει είχε στείλει τον πιο ικανό αξιωματικό του, τον Μουσταφά Βεληγκέκα με 500 περίπου Αλβανούς στρατιώτες. Ο Κατσαντώνης μάζεψε τότε και εκείνος 500 άνδρες του να αναμετρηθεί με τον Βεληγκέκα. Η σύγκρουση έγινε στο Προσηλιάκο και ήταν η πιο αιματηρή από όλες. Ωστόσο κατέληξε σε μία μεγάλη νίκη. Ο Κατσαντώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πυροβόλησαν ταυτόχρονα τον Βεληγκέκα και τον έριξαν νεκρό! Οι Αλβανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν τρομαγμένοι ο Κατσαντώνης όμως και οι άνδρες του τους κυνήγησαν ως την πεδιάδα των Ιωάννινων! Το 1807 ο νονός του ο Δίπλας σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους και ο ίδιος αρρώστησε από ευλογιά. Το τελευταίο κλόνισε τρομερά την υγεία του και ανέβασε πυρετό. Με λίγους άνδρες και τον αδερφό του τον Χασιώτη αποσύρθηκε στο Μοναστηράκι των Αγράφων, κρυμμένος σε μία σπηλιά.
Το μισό καλοκαίρι του 1807 το πέρασε εκεί. Ο Αλή πασάς το έμαθε αυτό από κατασκόπους και έστειλε, στα τέλη Ιουλίου τον Άγο Μουχουρντάρη με 700 άνδρες να τον βρουν. Κανείς όμως δεν γνώριζε που βρίσκονταν η σπηλιά. Ενας καλόγερος είδε τον Κατσαντώνη και την επόμενη μέρα τον πρόδωσε στους Τούρκους για χρήματα.Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην σπηλιά. Όλοι οι άνδρες του Κατσαντώνη σκοτώθηκαν. Ο ίδιος μαζί με τον τραυματισμένο αδερφό του αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στα Ιωάννινα. Εκεί τον υποδέχτηκε ο Αλή πασάς, στο σαράι του στο νησάκι της Παμβώτιδας. Εκτιμώντας την ανδρεία του έκανε μία προσφορά. Του είπε πως θα του έβγαζε τις αλυσίδες από πάνω του και θα τον γιάτρευε αν όμως του δήλωνε υποταγή όπως τρία χρόνια πριν. Ο Κατσαντώνης του απάντησε χωρίς κανέναν ενδοιασμό:
-Γερο-πασά, εγώ πότε στην ζωή μου δεν προσκύνησα κόσμο και ούτε θα προσκυνήσω. Άστα λοιπόν αυτά και σκότωσε με πριν σε σκοτώσω εγώ!
Και όρμησε να στραγγαλίσει τον Αλή με τις αλυσίδες του! Οι χωροφύλακες τελικά τον απέτρεψαν και ο Αλή πασάς την ίδια μέρα εκτέλεσε τα αδέλφια δημόσια. Οδηγήθηκαν στην κεντρική πλατεία, δέθηκαν σε έναν πλάτανο και, μπροστά σε πλήθος ανθρώπων, οι Τούρκοι βασανιστές τους έσπασαν με σιδερένια σφυριά τα κόκκαλα ένα-ένα. Το επίπονο και βασανιστικό τέλος δεν περιγράφεται. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του, περιφρονητικά ακούσθηκε να λέγει μέσα σε παραλήρημα που έμεινε ιστορικό: «έρμα γρόσια, έρμα γρόσια». Τα πτώματά τους δεν βρέθηκαν ποτέ. Ο Κατσαντώνης δεν άφησε πίσω του περιουσία. Το μόνο που άφησε πίσω του ήταν μία σπίθα. Αυτή η σπίθα όμως θα γίνονταν αργότερα η φλόγα που τύλιξε την μεγάλη Επανάσταση!
Ο ποιητής του 1821, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραψε για την ώρα του μαρτυρικού θανάτου του Κατσαντώνη:
«Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι
κι αρχίσανε με το σφυρί να τον πελεκάνε.
Σκλήθρες πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μεδούλια,
νεύρα, κομμένα κρέατα, σέρνονται σαν ξεσκλίδια
και κείνος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:
Χτυπάτε, πελεκάτε με σκυλιά, τον Κατσαντώνη
δεν τον τρομάζει Αλήπασας, φωτια, σφυρί κι αμόνι.»
Τον αγώνα εναντίον των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά συνέχισε ο αδελφός του Κώστας, γνωστός με το προσωνύμιο «Λεπενιώτης», σύμφωνα με την εντολή του αδελφού του:
«Φουχτιά να βάλει στ' ΄Αγραφα, στου Μέγα μαναστήρι,
για να καεί κ' ηγούμενους μ' όλους τους καλοΐρους,
που παν κι μη προυδώσανι στους σκυλουαρβανίτις».
Στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής των Αγράφων διατηρήθηκε το όνομα του οπλαρχηγού Κατσαντώνη. Ακόμα και σήμερα στα μέρη των Αγράφων ακούμε διάφορα τοπωνύμια που έχουν πάρει το όνομα του ηρωικού αυτού κλέφτη, όπως «Το γεφύρι του Κατσαντώνη», «Του Κατσαντώνη η βρύση», «Τα ταμπούρια του Κατσαντώνη», «Η σπηλιά του Κατσαντώνη» και «Του Κατσαντώνη το μπογάζι». Ακόμα πολλά δημοτικά άσματα αναφέρονται στα κατορθώματα του.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πώς θα ήταν η Ελληνική Επανάσταση αν έλειπε η Ήπειρος; Πώς θα ήταν ο Ελληνικός Διαφωτισμός αν έλειπαν οι Ηπειρώτες λόγιοι; Πώς θα ήταν η αρχή της Επανάστασης αν το 1820 δεν είχαν συγκεντρωθεί 80.000 Οθωμανοί να πολιορκήσουν τα Γιάννενα; Μια σειρά φωτισμένων μυαλών και σπουδαίων ευεργετών από τα Γιάννενα συνέβαλαν στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, ωστόσο λίγοι και λίγα γι΄αυτούς είναι γνωστά.Ο άλλοτε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ευάγγελος Φωτιάδης είχε πει σε μία διάλεξη του: «Αν από την Αθήνα Αφαιρέσουμε τα έργα των Ηπειρωτών Ευεργετών, δεν ξεύρω τι ακριβώς θα απομείνει.Συγχρόνως το παρόν πόνημα αποδίδει και τον οφειλόμενο φόρο τιμής του συγγραφέα στους μεγάλους αυτούς Έλληνες, που είναι οπωσδήποτε “Άξιοι της Εθνικής Ευγνωμοσύνης”.
Η Χάρτα του Ρήγα, το εμβληματικό έργο της Ελληνικής Χαρτογραφίας, εκδόθηκε στη Βιέννη το 1779 σε 1220 αντίτυπα. Αποτελείται από 12 φύλλα, που απεικονίζουν τον γεωγραφικό χώρο από τον Δούναβη ως το Λιβυκό Πέλαγος και από την Αδριατική ως τον Εύξεινο Πόντο. Ένα ακέραιο αντίτυπο φυλάσσεται στην Πασχάλειο Σχολή στο Καπέσοβο και παρουσιάζεται στην έκθεση. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για το πώς, πότε και από ποιον έφτασε στο Καπέσοβο. Η μικρή κοινότητα αποτέλεσε τη γενέτειρα σημαντικών προσωπικοτήτων της πολιτικής, της οικονομίας και των γραμμάτων, οι οποίοι και μπορούσαν να δαπανήσουν 36 γρόσια για την αγορά ενός τόσο ακριβού έργου, ενώ δεν αποκλείεται να αποκτήθηκε από τους ιδρυτές της Πασχάλειου Σχολής με σκοπό να αποτελέσει εκπαιδευτικό υλικό για την σχολική βιβλιοθήκη. Εμφορούμενοι από το πνεύμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι Ξενιτεμένοι στην Νίζνα της Ρωσίας, αδερφοί Κωνσταντίνος και Παύλος Πασχάλη, ίδρυσαν το «ελληνο-γραικινόν και επιστημονικόν γυμνάσιον, προς όφελος και φωτισμόν της νεολαίας του Ζαγορίου», κατά το πρότυπο των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη Ρωσία.
Ο Φιλέλληνας Geroge Gordon Noel Byron ή Λόρδος Μπάιρον, υπήρξε από τους σημαντικότερους ποιητές της Μεγάλης Βρετανίας και του ρομαντισμού. Ταξίδεψε στην Ελλάδα υποστηρίζοντας το απελευθερωτικό κίνημα και εμπνεύστηκε το ποίημά του Childe Harold΄s Pilgrimage (Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ) το 1812 κατά την επίσκεψή του στα Γιάννενα, στη Ζίτσα και στην Ήπειρο. Μάλιστα σε γράμμα που έστειλε στην μητέρα του ανέφερε ότι «τα Ιωάννινα, σύμφωνα με την μαρτυρία των ίδιων των Ελλήνων, υπερτερούν της Αθήνας στον πλούτο, στην ανάπτυξη, στην παιδεία και στη διάλεκτο των κατοίκων, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνον με εκείνη του Φαναρίου». Ο ήρωάς του Χάρολντ, περιπλανήθηκε σε πολλές χώρες και καταγράφει τις εντυπώσεις του. Ειδικά για την Ελλάδα μίλησε με τα θερμότερα λόγια γι΄αυτό και ο θάνατός του στο Μεσολόγγι (1824) προκάλεσε εκδηλώσεις πένθους, ενώ ο Διονύσιος Σολωμός με την «Ωδή εις τον θάνατον του Λορδ Μπάυρον» συνόψισε το μέγεθος της απώλειας για τους επαναστατημένους Έλληνας.
Η “Φιλική Εταιρία” ιδρύθηκε στην Οδησσό , στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, με σκοπό την προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από του πρώτους που εντάχθηκαν σ’ αυτή τη μυστική επαναστατική εταιρεία ήταν οι αδελφοί Ζωσιμάδες, το όνομα δε ενός απ’ αυτούς, του Ζώη Ζωσιμά, περιλαμβάνεται σε ένα από τα ελάχιστα έγγραφα στοιχεία της Εταιρείας που διασώθηκαν, όπου αναφέρεται με το ψευδώνυμο “Πατήρ (πατέρας)”. Οι Ιωάννης, Θεοδόσιος, Αναστάσιος, Νικόλαος, Ζώης και Μιχαήλ ήταν γιοί του εμπόρου Παναγιώτη Ζωσιμά και γεννήθηκαν στα Ιωάννινα, στα μέσα του 18ου αιώνα. Είχε επίσης καί 3 κόρες. Τήν Αλεξάνδρα, τη Ζωΐτσα και την Αγγελική. Ο μεγαλύτερος γιος, ο Ιωάννης πέθανε σε ηλικία μόλις 19 ετών. Η καταγωγή τους ήταν από το χωριό Γραμμένο Ιωαννίνων. Οι Θεοδόσιος και Μιχαήλ ξενιτεύτηκαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας, οι δε Αναστάσιος, Νικόλαος και Ζώης πέρασαν Νίζνα της Ρωσίας (σήμερα Ουκρανίας) όπου ήκμαζε μεγάλη ελληνική κοινότητα. Στους ξένους τόπους, μακριά από την πατρίδα τους, ασχολήθηκαν με το εμπόριο και απόκτησαν μία τεράστια, αμύθητη περιουσία. Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου, το 1793, οι αδελφοί Ζωσιμάδες αποφάσισαν να μείνουν άγαμοι προκειμένου να εξυπηρετήσουν καλύτερα τα συμφέροντα του υπόδουλου Έθνους. Χρηματοδότησαν τη λειτουργία σχολείου και την ανακαίνιση των χριστιανικών εκκλησιών των Ιωαννίνων. Τύπωσαν συγγράμματα των σοφών και των ιεροκηρύκων της Ελλάδος, ανέλαβαν την έκδοση στην Κωνσταντινούπολη Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας και το 1806 ανέλαβαν την έκδοση κλασσικών Ελλήνων συγγραφέων στη σειρά “Ελληνική Βιβλιοθήκη”, με επιμέλεια – προλεγόμενα του Αδαμάντιου Κοραή. Είναι απίστευτος ο αριθμός των βιβλίων που εκδόθηκαν απ’ αυτούς για να μοιραστούν δωρεάν για την μόρφωση των σκλαβωμένων αδελφών. Μπορούμε να πούμε ότι δεν υπήρχε κανένα Ελληνικό βιβλίο σε οποιοδήποτε μέρος της Ευρώπης που να τυπώνονταν χωρίς την οικονομική συμμετοχή τους. Διέθεσαν πολύ μεγάλα ποσά για την χρηματοδότηση του Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821 και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος χάρισαν στην πατρίδα την πολύ μεγάλη και ανεκτίμητης αξίας συλλογή αρχαίων νομισμάτων. Παράλληλα βοήθησαν οικονομικά και τη χώρα που τους φιλοξένησε. Έδωσαν πολύ μεγάλα ποσά στην Πρακτικοεμπορική Ακαδημία Μόσχας, στο Ορφανοτροφείο Μόσχας, στην Αυτοκρατορική Εταιρία των Φυσικών, στο Γυμνάσιο Μόσχας, στην Ιατροχειρουργική Ακαδημία, για την επισκευή των φυλακών, την εκτύπωση του τετράτομου Ελληνο – Ρωσικού λεξικού του Ιβασκόβσκη και για πολλούς άλλους φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α’ τίμησε των Ζώη Ζωσιμά με τα παράσημα Αγίου Βλαδιμήρου και της Αγίας Άννης.
Το 1828 ίδρυσαν στα Ιωάννινα το Γενικό Ελληνικό Σχολείο που ονομάστηκε αργότερα Ζωσιμαία Σχολή και θεωρείται ως η μεγαλύτερη προσφορά της αδελφότητος προς την πατρίδα τους. Στήριξαν επίσης οικονομικά και τον αγώνα της Φιλικής Εταιρείας, τόσο στην Μολδοβλαχία όσο και στην Ελλάδα. Ίδρυσαν Νομισματικό Μουσείο στην Αθήνα, με δωρεά της προσωπικής τους συλλογής σε αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά νομίσματα. Χρηματοδότησαν επίσης και την ανέγερση ορφανοτροφείου στην Πάτμο. Το 1842 απεβίωσε ο τελευταίος από τα αδέλφια, ο Νικόλαος, ο οποίος με τη διαθήκη του προσέφερε χρήματα για την ίδρυση νοσοκομείου και γηροκομείου στα Ιωάννινα, για την εξώφληση χρεών και την ελευθέρωση φυλακισμένων για χρέη, για την πληρωμή των καθηγητών του σχολείου, την ίδρυση βιβλιοθηκών και την δωρεάν σίτιση και παροχή βιβλίων στους άπορους μαθητές. Το Εθνικό Στάδιο Ιωαννίνων γνωστό και ως Στάδιο Ζωσιμάδων, είναι ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο στα Ιωάννινα χτισμένο τις δεκαετίες του 50 και 60 τμηματικά με χωρητικότητα περίπου 7.500 θέσεων και έδρα του ΠΑΣ Γιάννινα.Το στάδιο πήρε την ονομασία από τους εθνικούς ευεργέτες αδελφούς Ζωσιμάδες.
Οι περισσότεροι έμεινα για πάντα εκτός των συνόρων και κανείς
δε γνωρίζει που βρίσκονται. το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 όταν άκουσαν το κάλεσμα της πατρίδος έτρεξαν αμέσως να φορέσουν το χακί και να πάνε στο μέτωπο και μαζί με τα στρατευμένα παιδιά της Ελλάδας να αποκρούσουν τον ιταλό εισβολέα.Τα βουνά της Χειμάρρας και των γύρω υψωμάτων ποτίστηκαν με πολύ αίμα Ελληνικό των παιδιών του 6ου και του 12ου Συν/τος.
Σύνταγμα Ηρώων
Αγιος Αθανασιος. Βουλιαράτι Αργυροκάστρου. Το ύψωμα αυτό ήταν θέση στρατηγική γιατί ήλεγχε την κοιλάδα της Δρόπολης απ’όλες τις κατευθύνσεις, καθώς και τον αυτοκινητόδρομο που την διασχίζει. Από το δρόμο αυτό περνούσε η κύρια δύναμη του Ιταλικού στρατού που οπισθοχωρούσε και κατευθυνόταν προς Τεπελένι. Την 1η Δεκεμβρίου 1940 ημέρα Κυριακή το χιόνι είχε σκεπάσει το ύψωμα αυτό και ένα τμήμα του ιταλικού στρατού που οπισθοχωρούσε το κατέλαβε. Επεδίωκε την επιβράδυνση της προέλασης των ελληνικών δυνάμεων. Το προηγούμενο βράδυ το 6ο Σύνταγμα Πεζικού (Κορίνθου) που ανήκε στην ΙΙΙ Μεραρχία με διοικητή τον υποστράτηγο Γεώργιο Μπάκο είχε φθάσει στο Βουλιαράτι. Ο Διοικητής της ΙΙΙ Μεραρχίας εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Βαγγέλη Ζάρου και από εκεί οργάνωσε τις επιθετικές επιχειρήσεις κατά των οπισθοχωρούντων Ιταλών.Το 6ο Σύνταγμα είχε αναχωρήσει στις 9 Νοεμβρίου 1940 από την Κόρινθο ατμοπλοϊκώς για το Μεσολόγγι και εκείθεν σιδηροδρομικώς προωθήθηκε στο Αγρίνιο. Από εκεί οδικώς δια νυκτερινών πορειών και κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες έφθασε στο μέτωπο στις 28/11/40. Ρίχτηκε αμέσως στη μάχη και σάρωσε τις πρώτες ημέρες τις εστίες αντίστασης των ιταλών στις πλαγιές των βορειοηπειρώτικων χωριών Κραά και Βοδίνο και την 1η Δεκεμβρίου κατέλαβε τα υψώματα Βουλιαρατίου. Με το χάραμα άρχισε η μάχη για την εκτόπιση των Ιταλών. Η μάχη σκληρή και συνάμα φονική. Οι Ιταλοί κρυμμένοι πίσω από ερείπια αμύνονταν σθεναρά. Τα βλήματα των πυροβόλων τρυπούσαν το απλωμένο κολλαριστό σεντόνι, (το χιόνι) που κάλυπτε το ύψωμα του Αγίου Αθανασίου. Η Ελληνική ανδρεία και ο πατριωτισμός υπερίσχυσαν. Οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την ορμή του Ελληνικού στρατού και υποχώρησαν με βαριές απώλειες. Οι απώλειες του Ελληνικού στρατού στη μάχη αυτή όπως προκύπτει από κάποια έγγραφα ήταν 15 νεκροί και 150 τραυματίες.Εκεί βρίσκεται το μοναδικό στρατιωτικό κοιμητήριο με αναγνωρισμένους πεσόντες.
Πριν από 79 χρόνια σαν σήμερα η Ιστορία προκάλεσε για μια ακόμα φορά τους Έλληνες. Κι αυτοί, ο Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, η ηγεσία και σύσσωμος ο λαός ομοφώνως και ομοθύμως ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση και είπαν το μεγάλο ΟΧΙ στον Ιταλό φασίστα επιβουλέα. Είπαν όχι στις δυνάμεις του φασισμού που ήδη είχαν σαρώσει την Ευρώπη. Και πολέμησαν οι Έλληνες στα βουνά της Ηπείρου σαν Ήρωες και πολέμησαν οι Ήρωες σαν Έλληνες, αντιστάθηκαν στη θρασύτητα του φασισμού και ενίκησαν και δοξάστηκαν. Κι επειδή περισσότερο από την αίγλη της δόξας πρέπει να μας συγκινήσει το μήνυμα της θυσίας, θα αναφερθούν μερικά στοιχεία για αυτούς που συνέβαλλαν στη δόξα, γι’ αυτούς που θυσιάστηκαν. Και μεταξύ αυτών οι 21 αξιωματικοί και 255 οπλίτες νεκροί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου του 6ου Συντάγματος Πεζικού – Χειμάρρα, το οποίο μετρά συνολικά 561 νεκρούς από της ιδρύσεως του σε όλους τους πολέμους. Πλούσια, Ηρωική, και ουσιαστική υπήρξε η δράση του 6ου Σ.Π. – Χειμάρρα. Σε όλους τους πολέμους αλλά και σε περιόδους ειρήνης, από την ίδρυση του μέχρι την κατάργηση του.Μια καταγραφή των γεγονότων θα δείξει τη συμμετοχή των ανθρώπων – ηρώων στη διατύπωση της Ιστορίας αλλά και θα μας μεταφέρει σχετικώς το άρωμα της εποχής, την άχνα των ηρώων.
Το 6ο Σ.Π. – Χειμάρρα συγκροτήθηκε το 1877 στην Άρτα και διαλύθηκε για οικουμενικούς λόγους το1880.
- Ανασυγκροτήθηκε πάλι στην Άρτα το 1885 και υπήχθη στο Αρχηγείο Στρατού.
- Συμμετοχή του Συντάγματος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, τον “Ατυχή” του 1897, υπαγόμενο στην 1η Ταξιαρχία Ηπείρου. Η δύναμη του ήταν 61 αξιωματικοί και 3.225 οπλίτες. Έλαβε μέρος στις επιμέρους μάχες:
α) Μάχη προκαλύψεως στη νότια όχθη του Αράχθου, 10 Απριλίου 1897.
β) Μάχη των Πέντε Πηγαδιών – Κεράσοβο, 10-18 Αυγούστου 1897.
γ) Μάχη του Γριμπόβου, 30 Απριλίου – 5 Μαΐου 1897.
- Μετά τη λήξη του πολέμου μετακινήθηκε στη νέα του έδρα στο Μεσολόγγι.
- Συμμετοχή στον Εμφύλιο Πόλεμο.
- Μετά τη λήξη του πολέμου το 1949 συγκροτείται στην Κόρινθο το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων Κορίνθου (ΚΕΝ Κορίνθου) και αφοσιώνεται σε θέματα Εκπαιδεύσεως των νεοσυλλέκτων Στρατιωτών.
- Το 1983 ενσωματώθηκε στο 6ο Σ.Π. το Γραφείο Επιλογής Εφέδρων Αξιωματικών, το οποίο έως τότε έδρευε στο Στρατόπεδο Αν/χη Ανδριανόπουλου στα Εξαμίλια Κορινθίας.
- Καταργήθηκε το 2013 μετά από 136 χρόνια συνεχούς, δημιουργικής και ευδόκιμης παρουσίας και προσφοράς.
Στα χρόνια της λειτουργίας του το 6ο Σ.Π. – Χειμάρρα είχε εκπληκτική δράση, έφτασε μέχρι το Δούναβη και μέχρι το Σαγγάριο καταδιώκοντας και νικώντας τους εχθρούς, εφαρμόζοντας νέες πρακτικές πολέμου, με αυτονομία δράσεως και ανάληψη πρωτοβουλιών, βάσει ενός άρτιου επιτελικού σχεδιασμού.Κάθε γενιά Ελλήνων έκανε τις επιλογές της, τιμώντας τους προγόνους και ευεργετώντας τους απογόνους.
Είναι παράδοξο πως αυτή η ηρωική γενιά που ανέπνευσε τον τραγικό αέρα του πολέμου, η γενιά της ηθικής αντίστασης παραδόθηκε στην παραφορά των πολιτικών αντιθέσεων, της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού και κληρονόμησαν στα παιδιά τους ασήκωτα βάρη. Βάρη που καθηλώνουν την κοινωνία και την παρακμάζουν, πέρα από το τεράστιο δημόσιο χρέος που αποτελεί πολιτική επιλογή του δικομματισμού, χρηματισμός, διαφθορά, αναξιοκρατία, αδιαφάνεια, στεγνός κομματισμός, πελατειακό κράτος, κακοδιαχείριση και κακοδιοίκηση, επικράτηση ανεπαρκών πολιτικών προσώπων, ιδιοτέλεια, έλλειψη ευθύνης, ανεπάρκεια ηγεσίας και πολλά άλλα, συνθέτουν και δημιουργούν το κλίμα της παρακμής της εποχής μας και της πατρίδος μας.
Είναι αυτό το παρακμιακό κλίμα που επέβαλε και την κατάργηση του 6ου Σ.Π. – Χειμάρρα χωρίς σχεδιασμό, χωρίς εναλλακτική λύση.Εμείς στην Κόρινθο υπήρξαμε ιδιαιτέρως τυχεροί, είχαμε το Στρατόπεδο Γεωργ. Καλογερογιάννη με το 6ο Σ.Π. – Χειμάρρα, ζωντανό φάρο που εξέπεμπε φως προς κάθε κατεύθυνση, που δίδασκε το Έθνος.Ακούγαμε κάθε μέρα το μήνυμα της σάλπιγγας, λιανό και κρυστάλλινο, δυνατό και άτρεμο, να μας εμψυχώνει στις νέες μάχες άλλου τύπου και να μας καλεί σε εγρήγορση. Και αντ’ αυτού επιτρέψαμε την κατάργηση του 6ου Σ.Π. – Χειμάρρα μέσα στο κλίμα της παρακμής που εξασφάλισε το πολιτικό σύστημα και η αδιαφορία της πόλης. Και αντ’ αυτού το Στρατόπεδο του Αν/χη Γεωργ. Καλογερογιάννη μετετράπη σε χώρο φιλοξενίας, σε ένα κλίμα ανασφάλειας, με ανοικτή και κλειστή Δομή σε μια Αποθήκη Ψυχών απελπισμένων φυγάδων.
Τα ιστορικά στοιχεία ελήφθησαν από το σχετικό πόνημα του Διοικητού, του 6ου Σ.Π. – Χειμάρρα, Σχη (ΠΖ) Ευσταθίου Βούτου, 2008.
Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
https://www.enpel.gr/
“Ὁ δοξασμένος ἀγώνας τοῦ Ναυτικοῦ μας στὸ ἔπος τοῦ 1940-41”.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
Ὅταν στὶς 15 Αὐγούστου 1940, ὑποβρύχιο “ἀγνώστου ἐθνικότητος” βύθιζε τὴν “ΕΛΛΗ” στὸ λιμάνι τῆς Τήνου, ἡ Κυβέρνηση τὸ γνώριζε καὶ ὁ Λαὸς τὸ διαισθανότανε : Ἡ γειτονικὴ Ἰταλία ἑτοιμαζόταν γιὰ πόλεμο ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος. Ἕναν πόλεμο, ποὺ δὲν θὰ διεξαγόταν μόνο στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου καὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου ἀπὸ τὸν Στρατὸ Ξηρᾶς καὶ τὴν Ἀεροπορία, μὰ καὶ στὶς θάλασσες καὶ στὰ πέλαγα, ἀπὸ τὰ πολεμικὰ πλοῖα καὶ τὰ ὑποβρύχια, ποὺ ἔγραψαν σελίδες δόξας καὶ μεγαλείου.
Ἔτσι, ὅταν ἡ Ἑλλάδα, μὲ τὸ στόμα τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ, ἀπέρριψε τὸ ἰταμὸ ἰταλικὸ τελεσίγραφο, καὶ σὰν ἀστραπὴ πέρασε στ’ ἀραγμένα καράβια ἡ εἴδηση, σήκωσε κῦμα πελώριο τὴν ὀργὴ γιὰ τὸ ἄθλιο τόλμημα τῆς γείτονος. Τὰ πληρώματα ἐνθουσιάστηκαν, ἀξιωματικοὶ καὶ ναῦτες δὲν βλέπανε τὴν ὥρα νὰ σαλπάρουν. Καὶ ποτέ, μηχανικοὶ καὶ θερμαστές, δὲν δούλεψαν τόσο σβέλτα γιὰ νὰ βάλουν μπροστά. Ὅλοι καίγονταν ἀπὸ μιὰ φλόγα νὰ βγοῦν στ’ ἀνοιχτά, νὰ πολεμήσουν τὸν θρασύδειλο ἐχθρό, ποὺ εἶχε βεβηλώσει τόσο ἀδιάντροπα τὴν γιορτὴ τῆς Παναγίας.
Τὰ ἀντιτορπιλικά μας : τὰ “Ψαρά”, ἡ “Ὕδρα”, οἱ “Σπέτσες”, ὁ “Κουντουριώτης”, ἡ “Βασίλισσα Ὄλγα”, ὁ “Βασιλεὺς Γεώργιος” καὶ ἄλλα, καθὼς καὶ τὰ ὑποβρύχιά μας : ὁ “Παπανικολῆς”, ὁ “Πρωτεύς”, ὁ “Κατσώνης” καὶ ὁ “Τρίτων”, κάνουν περιπολίες στὴν Ἀδριατικὴ θάλασσα καὶ φθάνουν ἀνεμπόδιστα μέχρι τὸ Πρίντεζι. Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Στρατός μας νικοῦσε τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα στὸ συγκρότημα τῆς Πίνδου, οἱ μηχανοκίνητοι Κένταυροι πάθαιναν πανωλεθρία στὸ Καλπάκι καὶ σὲ λίγο ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς νικητὴς καὶ ἐλευθερωτὴς ἔμπαινε στοὺς Ἁγίους Σαράντα. Ἔτσι, μὲ διαταγὴ τοῦ Ἀρχηγοῦ Διοικητοῦ ὑποβρυχίων τὰ ὑποβρύχιά μας μποροῦσαν νὰ ἐπεκτείνουν, τώρα, τὶς περιπολίες τους.
Τὰ ἀντιτορπιλικά μας, ἐνῷ εἶχαν προσβολὲς ἀπὸ τὰ ἐχθρικὰ ὑποβρύχια, κατώρθωναν μὲ ἀφάνταστη ἐπιτηδειότητα νὰ τοὺς ξεφεύγουν. Ἔτσι σὲ ὅλες τὶς ἀποστολές, δὲν χάθηκε οὔτε ἕνας φαντάρος, οὔτε ἕνα κτῆνος, οὔτε τίποτε ἀπὸ πολεμικὸ ὑλικό. Γιατὶ τὰ πλοῖα αὐτά, μέσα στὶς δύο πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ πολέμου μετέφεραν : 80.000 ἄνδρες, 120.000 μεταγωγικὰ κτήνη, 10.000 φορτηγὰ αὐτοκίνητα καὶ χιλιάδες τόννους πυρομαχικὰ στὸ θέατρο τοῦ πολέμου. Καὶ γιὰ νὰ γίνῃ αὐτό, πρέπει νὰ τὸ τονίσουμε, ἀξιωματικοὶ καὶ πληρώματα λυώσανε κυριολεκτικὰ στὰ πόδια τους, χωρὶς ὅμως νὰ παραπονεθοῦν. Ὅλα γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὴν δόξα τῆς Πατρίδος.
Ομως, δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ τὸ θαυμαστὸ κατόρθωμα τοῦ ὑποβρυχίου “Παπανικολῆς”. Ἰταλικὴ νηοπομπή, μὲ πολλὰ πλοῖα, περνάει τὸ στενὸ τοῦ Ὀτράντο κατευθυνόμενη πρὸς τὴν Ἀλβανία. Ὁ κυβερνήτης τοῦ “Παπανικολῆ” Μίλτων Ἰατρίδης, ὅταν ἀνέλαβε αὐτὴ τὴν ἀποστολὴ εἶχε δηλώσει : “Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς εὐχὰς τοῦ Βασιλέως μας πλέω μεθ’ ὁρμῆς ἀκαθέκτου διὰ τὴν νίκην”. Καὶ νά, ἡ νίκη ἦρθε μὲ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς ἐχθρικῆς νηοπομπῆς. Ἐννιὰ ὧρες κυνηγοῦσαν τὸν “Παπανικολῆ” τὰ ἰταλικὰ ἀντιτορπιλικά, ποὺ συνώδευαν τὴν νηοπομπή, μὲ τὶς βόμβες βυθοῦ νὰ σκάζουν δεξιά του, ἀριστερά, πίσω, μπορστά, παντοῦ ! Ἀλλὰ ὁ δοξασμένος “Παπανικολῆς” τὸ βράδυ τῶν Χριστουγέννων 1940 βρίσκεται σῶος καὶ ἀβλαβῆς μεταξὺ Κεφαλλωνιᾶς καὶ Ζακύνθου, ὅπου τὸν συναντᾷ τὸ τορπιλλοβόλο “Σφενδόνη” καὶ τὸ πλήρωμά της παρατεταγμένο στὸ κατάστρωμα τὸν ὑποδέχεται μὲ ζητωκραυγές. Κι’ ὅταν τσουγκρίζουν τὰ ποτήρια τους, λένε συγκινημένοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο : “Ἡ ἀσέβεια στὴν Παναγία πληρώνεται μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο” !
Ἐδῶ σταματῶ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἄν καὶ πολλοὶ ἀκόμη εἶναι οἱ ἄθλοι τῶν πλοίων μας. Σταματῶ γιατὶ μὲ πνίγει ἡ συγκίνηση ἀπὸ τὰ κατορθώματα τοῦ ναυτικοῦ μας, ποὺ δόξασαν καὶ ἐλάμπρυναν τὴν πατρίδα μας.
Χρόνια πολλὰ σὲ ὅλους. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μας νὰ σκέπουν καὶ νὰ φρουροῦν τὸ Ἔθνος.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ
Ήταν μία καλά κρυμμένη αεροπορική βάση, ανάμεσα σε… δύο βουνά και χωμάτινο διάδρομο απογείωσης δίπλα σε παραπόταμο του Αχέροντα. Εξαιτίας της θέσης του, διατήρησε και για πολύ καιρό τη μυστικότητα του, δίνοντας την δυνατότητα τόσο στη Ελληνική Βασιλική Αεροπορία, όσο και στην RAF να επιχειρούν με καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά υποστηρίζοντας την προσπάθεια του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο.
Οι ιστορίες γύρω από το «αεροδρόμιο» της Παραμυθιάς, πριν από 14 χρόνια κέντρισαν το ενδιαφέρον ενός φοιτητή στο Φυσικό του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, του Ευθύμιου Σέρμπη ο οποίος ξεκίνησε την έρευνα και την αναζήτηση πρωτογενούς υλικού. Ο Ευθύμιος Σέρμπης, πρόλαβε να μιλήσει με εν ζωή πρωταγωνιστές, ανέτρεξε στα ιστορικά αρχεία της Ελλάδας, της Ιταλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και εκπόνησε, το δικό του σύγγραμμα, με τίτλο «Μνήμες στην Κοιλάδα των Παραμυθιών».
Ο κ. Σέρμπης ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας σήμερα, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την έρευνα του και παρέθεσε σπουδαία ιστορικά στοιχεία.
«Ως κορυφαίες στιγμές της έρευνας, ξεχωρίζω τις τηλεφωνικές μου συνομιλίες με τον James Dunnet, έναν από τους τελευταίους ιπτάμενους της 211 Squadron της RAF, ο οποίος δυστυχώς δεν βρίσκεται κοντά μας.
Οι εξιστορήσεις των γεγονότων από τον ίδιο, η διαυγής μνήμη του και ο ενθουσιασμός του για τη γνωριμία μας ήταν αναμφισβήτητα μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές του ταξιδιού αυτού», σημειώνει και ξεδιπλώνει την άγνωστη στο ευρύ κοινό ιστορία του αεροδρομίου, το οποίο «παρότι αποτελούσε μια πρόχειρη, προκεχωρημένη αεροπορική βάση, σημείωσε ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα, κυρίως κατά το δεύτερο μισό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου».
Η ιστορία του αεροδρομίου
Επιχειρησιακοί λόγοι όμως, κατέστησαν αναγκαία τη χρήση του αεροδρομίου Παραμυθιάς, η οποία ξεκίνησε στις αρχές Φεβρουαρίου 1941, με επιχειρήσεις καταδιωκτικών αεροπλάνων της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας.
Λίγες ημέρες αργότερα και καθώς οι αποστολές έβαιναν από εκεί με επιτυχία, η ηγεσία της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας της RAF, η οποία στάθηκε σημαντική αρωγός στις επιχειρήσεις των Ελλήνων, πείστηκε να ξεκινήσει από την Παραμυθιά αποστολές βομβαρδισμού ιταλικών θέσεων στην Αλβανία.
Η δραστηριότητα τους επόμενους 2 μήνες, όπου το αεροδρόμιο διατήρησε τη μυστικότητά του, οι αποστολές βομβαρδισμού και υποστήριξης των ελληνικών στρατευμάτων ήταν αποτελεσματικές. Η δραστηριότητα συνεχίστηκε με ανάλογες επιχειρήσεις, έως περίπου τις αρχές του Απρίλη 1941, όπου η κλεψύδρα μετρούσε αντίστροφα για την Ελλάδα. Η αυλαία έπεσε με την τραγική 13η Απριλίου 1941, όταν η 211η Μοίρα Βομβαρδισμού της RAF που είχε συνδεθεί άρρηκτα με το αεροδρόμιο, αποδεκατίστηκε πάνω από τις Πρέσπες, χάνοντας μέσα σε μία αποστολή, 16 αεροπόρους και 6 αεροπλάνα.
Σήμερα, η περιοχή αποτελείται από καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ελαιώνες και βοσκοτόπια, που δεν θυμίζουν σε τίποτα το ένδοξο παρελθόν του τόπου.
Σχετικά με τον τίτλο του ιστορικού πονήματος «Μνήμες στην Κοιλάδα των Παραμυθιών», ο κ. Σέρμπης παρέπεμψε στα ημερολόγια πολέμου των πρωταγωνιστών και ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Οι Άγγλοι, που επιχείρησαν κατά κόρον από εκεί, ονόμασαν την περιοχή “Valley of Fairey Tales” προφανώς ρωτώντας τι σημαίνει η λέξη “Παραμυθιά”. Φυσικά, η απόδοση του ονόματος με το “παραμύθι” δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά για να το έθεσαν με αυτόν τον τρόπο και να αναφέρουν οι ίδιοι στα ημερολόγιά τους την περιοχή με αυτό το όνομα, θεώρησα πως είναι ένας λογοτεχνικός τίτλος που ταιριάζει με το ιστορικό πλαίσιο του βιβλίο και συμπληρώνεται, από τον υπότιτλο, “η ιστορία του αεροδρομίου Παραμυθιάς κατά τον Β’ ΠΠ”».
https://epirusgate.gr/
------------------------------------------------------------------------------------
Την 1η Νοέμβρη και ενώ τα στρατεύματα του Συνταγματάρχη Δαβάκη αμύνονται σθεναρά στους Ιταλούς Αλπινιστές της Μεραρχίας «Τζούλια» στην Φούρκα και στις γύρω πλαγιές του Επταχωρίου, μια παράτολμη επιχείρηση ετοιμάζεται στο Νεστόριο. Διατάχθηκε να συγκροτηθεί ένα κλιμάκιο από γυναίκες και μεγάλα παιδιά με κάπου 75 γαϊδουράκια -γιατί μουλάρια δεν υπήρχαν ήταν επιταγμένα- για να μεταφέρουν οπλισμό και εφόδια στην έδρα του αρχηγείου του Δαβάκη στο Επταχώρι.
Ο Ιωάννης Λιάμμος αναφέρει στο ημερολόγιο του ότι εκείνη την ημέρα ο καιρός ήταν πολύ βροχερός και το κομβόι που ξεκίνησε από το Νεστόριο θα έφτανε μετά από μια δύσκολη διαδρομή που διαρκούσε περίπου οκτώ ώρες στο Επταχώρι. Τα ιταλικά αεροπλάνα περνούσαν συχνά πάνω από το Νεστόριο αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχαν βομβαρδίσει. «Ο φόρτος ήταν δυσανάλογος για τα γαϊδουράκια και όταν κατέβαιναν από την Κουρούσια στην Κοτύλη επειδή γλιστρούσε πολλά ζώα έπεφταν. Παρόλα αυτά οι γυναίκες δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια και κάποιες από αυτές έβαλαν μέρος του φορτίου στις πλάτες τους για να φτάσουν έγκαιρα στο προορισμό τους».
Το κομβόι με τις γυναίκες του Νεστορίου έφτασε τελικά αργά το απόγευμα στο Επταχώρι που ήταν η έδρα του αρχηγείου του Συνταγματάρχη Δαβάκη. Σύμφωνα με την αφήγηση της μάνας του Π. Μπατσόπουλου που ήταν και η πιο γριά από όλη την ομάδα, όταν ο Δαβάκης είδε την φάλαγγα να φτάνει στο αρχηγείο του, φώναξε στους συνεργάτες του και τους είπε γεμάτος ενθουσιασμό
“να ξέρετε ότι νικήσαμε” και διέταξε να προσφέρουν στις γυναίκες σταφίδες και κονιάκ».
Την επομένη ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος στο ύψωμα Π. Ηλίας στην Φούρκα όπου τελικά μετά σκληρές μάχες τριών ημερών οι Ιταλοί Αλπινιστές αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση και στην συνέχεια σε οπισθοχώρηση. Η βοήθεια των γυναικών και αγοριών του Νεστορίου ήταν μια από τις σημαντικές στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Πίνδου.
Την πρώτη μέρα των βομβαρδισμών σκοτώνεται ο έφεδρος αξιωματικός του Μηχανικού Κωστής Παπαδάκης. Ο νεαρός αξιωματικός ήταν δημοσιογράφος της εφημερίδας το “ΒΗΜΑ” και έφτασε με την μονάδα του στο Νεστόριο εκτελώντας ταυτόχρονα και χρέη πολεμικού ανταποκριτή. Σκοτώθηκε κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών στην γέφυρα του Αλιάκμονα λίγο έξω από το χωριό. Ο Κωστής Παπαδάκης ήταν ο πρώτος νεκρός δημοσιογράφος στο ελληνοαλβανικό μέτωπο ενώ κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών που κράτησαν έως και την κατάληψη της Κορυτσάς, σκοτώθηκαν δέκα κάτοικοι του Νεστορίου. Η ταφή του έγινε στα μεσαία νεκροταφεία του χωριού και μετά από πολλά χρόνια η οικογένεια του μετέφερε τα οστά του στην Κρήτη. Όπως αναφέρει ο Χρήστος Γκοσλιόπουλος σήμερα υπάρχει ένα κενοτάφιο με το όνομα του και με στίχους από ένα δικό του ποίημα μαζί με το μνημείο προς τιμήν όλων των πεσόντων του πολέμου.
Από την γραπτή μαρτυρία του Ιωάννη Λιάμμου μαθαίνουμε ότι στο Νεστόριο βρέθηκαν και αιχμάλωτοι Ιταλοί αεροπόροι. Το αεροπλάνο τους κατέπεσε έξω από τους Κομνηνάδες ένα χωριό στην γραμμή της ελληνοαλβανικής μεθορίου. «Τέσσερις μέρες μετά τον πόλεμο κατέπεσε έξω από τους Κομνηνάδες ένα ιταλικό αεροπλάνο. Οι αεροπόροι σώθηκαν και τους έφεραν στο Νεστόριο. Διαδόθηκε γρήγορα ότι φέρνουν στο χωριό τους δυο αεροπόρους και όλο το χωριό μαζεύτηκε στην πλατεία του άνω μαχαλά να δει τους δύο Ιταλούς. Την στιγμή εκείνη πάνω από το Νεστόριο περνούσαν σμήνη ιταλικών αεροπλάνων που κατευθύνονταν στην ενδοχώρα και οι Ιταλοί όταν αντίκρισαν το πλήθος είπαν «τι διάβολο αυτός ο κόσμος δεν φοβάται;».
----------------------------------------------------------------------------------
https://www.molwnlave.net/2021/12/1914.html?fbclid=IwAR2ZDag5-_kiS8knaV_rxMs0qcgf_kDKV348DfUWmy6Y3g0BHRF42xABnJI