Η στάση των πρωτοετών Ευελπίδων και η συμμετοχή τους στη Μάχη της Κρήτης


Άρθρο του Αντιναυάρχου Δρα Στυλιανού Χαρ. Πολίτη, γιου του πρωτοετούς Ευέλπιδος Χαράλαμπου Στυλιανού της ηρωϊκής τάξεως 1943 της ΣΣΕ, ενός εκ των υπερασπιστών της Κρήτης κατά την ομώνυμη μάχη το 1941.

Δύο είναι τα θεμέλια του κράτους: οι καλοί νόμοι και ο καλός στρατός. Χωρίς νόμους το κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει και χωρίς στρατό δεν μπορεί να υπάρξει. Όπως φαίνεται αυτό το ήξερε πολύ καλά ο πρώτος Κυβερνήτης μας μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, οπότε και το πρώτο «επαγγελματικό» σχολείο που ίδρυσε ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν στρατιωτικό, για την εκπαίδευση εκείνων που θα αναλάμβαναν την οργάνωση και την ηγεσία του στρατεύματος.Έφτιαξε δηλαδή μια σχολή Αξιωματικών που άρχισε να λειτουργεί τον Ιούλιο του 1828 στο Ναύπλιο υπό την εποπτεία του  Συνταγματάρχη βαρόνου von Heideck, με βασικό  εκπαιδευτή τον Κορσικανό Λοχαγό του Αγγλικού Στρατού Romylo de Santelli.Η επιλογή γινόταν με αυστηρότατα κριτήρια και από τον ίδιο τον Καποδίστρια! Οι μαθητές της ονομάσθηκαν από τον Κυβερνήτη «Ευέλπιδες». Η ονομασία αυτή σημαίνει «καλές ελπίδες» και ήταν απόλυτα επιτυχής. Οι νεαροί σπουδαστές ταυτίστηκαν απόλυτα με την ονομασία τους και δεν άργησαν να το αποδείξουν πρωτοστατώντας σε όλους του αγώνες του Έθνους γράφοντας τις πιο ένδοξες σελίδες της νεότερης Ιστορίας μας. Ο συνδυασμός είναι πολύ δύσκολος. Απαιτεί εξαιρετικά υψηλά ψυχικά σωματικά και διανοητικά προσόντα παράλληλα με μεγάλη αγάπη και πίστη στην Πατρίδα καθώς και απόλυτη αφοσίωση στο στρατιωτικό Καθήκον.Με βάση αυτές τις απαιτήσεις, δημιουργήθηκε στην πρώτη σχολή ένα αυστηρά στρατιωτικό περιβάλλον, στο οποίο έσπευσαν να καταταγούν οι ευγενέστεροι νέοι. Ήταν κυρίως παιδιά των αγωνιστών της Παλιγγενεσίας που πλήρωναν πολύ ακριβά δίδακτρα για να σπουδάσουν και να καταστούν ικανοί να στελεχώσουν όχι μόνο τον Στρατό Ξηράς αλλά και το Ναυτικό. Με την ίδρυση ξεχωριστής ναυτικής σχολής με τις ίδιες βασικές αρχές η Σχολή Ευελπίδων, το πρώτο ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Χώρας μας, συνέχισε να τροφοδοτεί με άξιους ηγήτορες μόνο το Στρατό Ξηράς. Αργότερα φοίτησαν εκεί, όπως και στη Ναυτική Σχολή των Δοκίμων και οι πρώτοι Αξιωματικοί της Αεροπορίας μας, μέχρι την ίδρυση της Σχολής Ικάρων.Οι απόφοιτοι της Σχολής ανδραγάθησαν στα πεδία των μαχών και διακρίθηκαν στην Κοινωνία σαν σπουδαίοι πολιτικοί και σημαντικοί επιστήμονες. Μεγάλη ήταν και η προσφορά τους στην οργάνωση αλλά και τη λειτουργία του «Bασιλικού Σχολείου των Tεχνών», όταν από το 1836 άρχισε να υφίσταται «υπό Στρατιωτικήν Διοίκησιν και με στρατιωτικήν τάξιν», για να μετονομασθεί το 1873 σε Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Οι πρώτοι Καθηγητές του ήταν 20 Έλληνες Αξιωματικοί  με περισσότερο γνωστό τον Θεόδωρο Κομνηνό. Ο τελευταίος στρατιωτικός Διευθυντής του Πολυτεχνείου ήταν ο Ταγματάρχης Αναστάσιος Θεόφιλος (1878-1901). Στη Σχολή αυτή φοίτησαν και οι πρώτοι ιδιώτες μηχανικοί αυτοί που ακόμα και σήμερα αποκαλούνται «πολιτικοί» μηχανικοί.

Στρατιωτική Γεωγραφία 1957. Στο βιβλίο περιγράφεται η μετάβαση της Σχολής Ευελπίδων στην Κρήτη και οι μάχες που έδωσε με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές

Συνεχίζοντας η Σχολή Ευελπίδων την πολύπλευρη προσφορά της στο Έθνος φθάσαμε στο 1940. Στις 2 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς εισήλθαν γεμάτοι όνειρα και φιλοδοξίες 300 περίπου πρωτοετείς Ευέλπιδες που καλώς εχόντων των πραγμάτων μετά τριετή φοίτηση θα ονομαζόντουσαν Ανθυπολοχαγοί τάξεως 1943.Τα υπέροχα λόγια του Στρατηγού Διοικητού της Σχολής δεν έπαψαν ποτέ να ηχούν στ’ αυτιά των νεαρών μαθητών της Σχολής, παρά το συνεχές τροχάδην, τις κοπιαστικότατες πεζικές ασκήσεις και το ασταμάτητο πρόγραμμα Ξημέρωσε και η 28η Οκτωβρίου 1940. Ανυποψίαστοι οι Ευέλπιδες μετά το πρωινό εγερτήριο, τη γυμναστική, την επιθεώρηση και το πρωινό φαγητό μετέβησαν στις τάξεις για τα μαθήματα τους. Αν και πολύ νωρίς, από τον τορπιλισμό της Έλλης, τα σύννεφα του πολέμου είχαν πυκνώσει επικίνδυνα,  εκείνο το πρωί φαινόταν να είναι σαν τα άλλα. Κανείς τους δεν ήξερε για το ΟΧΙ του Ιωάννη Μεταξά ούτε για την επίθεση των Ιταλών. Ξαφνικά όμως από τα μελετητήρια της τρίτης τάξεως, δηλαδή της διοικούσας, ακούστηκαν δυνατές φωνές, ζητωκραυγές και αμέσως μετά ποδοβολητό. Άρχισαν να ακούγονται εμβατήρια. Γρήγορα ολόκληρη η Σχολή βρισκόταν σε συναγερμό. Οι Αξιωματικοί της Σχολής έλαβαν βιαστικά φύλλα πορείας για να στελεχώσουν τις μάχιμες μονάδες, οι τριτοετείς Ευέλπιδες ονομάσθηκαν Ανθυπολοχαγοί και αναχώρησαν κυριολεκτικά τρέχοντας για το μέτωπο. Όσο για τους πρωτοετείς: αυτούς τους περίμενε η απογοήτευση. Τους έδωσαν αόριστη άδεια. Χωρίς φωνές και ενθουσιασμούς το δέχθηκαν με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν τόλμησαν να πάνε για να κάνουν τα παράπονα τους, αντιμετώπισαν τις αυστηρές επιπλήξεις των ανωτέρων τους. Έπρεπε να κάνουν ότι τους διέταζαν. 

Έφυγαν από τη Σχολή πικραμένοι, με το φύλλο αδείας στο χέρι και περπατώντας στο δρόμο απαρηγόρητοι, έβλεπαν τους φαντάρους να φεύγουν «με το χαμόγελο στα χείλη» για το γράψουν το σύγχρονο έπος στα απάτητα, χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου.Βαδίζοντας σιωπηλοί στους δρόμους κανένας τους δεν περίμενε,ότι σύντομα αυτή η τάξη θα ήταν η ηρωικότερη, ότι αυτοί οι Ευέλπιδες θα λάμπρυναν τόσο πολύ της Ιστορία μας.Όμως προς το παρόν, ήταν αδειούχοι!Στις 24 Νοεμβρίου του 1940 οι πρωτοετείς Ευέλπιδες ανακλήθηκαν στη Σχολή. Όλοι τους νόμισαν ότι επιτέλους θα τους έστελναν να πολεμήσουν. Νέα απογοήτευση τους περίμενε όταν έμαθαν ότι θα συνέχιζαν κανονικά τα μαθήματα τους. Τους υποσχέθηκαν όμως ότι σύντομα, δηλαδή μετά από εξάμηνη εντατική εκπαίδευση, θα αναλάμβαναν διμοιρίτες. Οι έξι μήνες τους φάνηκαν πολλοί. Μέχρι να περάσουν, ο πόλεμος μπορεί να είχε τελειώσει χωρίς αυτοί να έχουν ρίξει ούτε τουφεκιά. Πώς να κάτσουν να διαβάσουν γνωρίζοντας ότι τις ίδιες στιγμές όλοι οι άλλοι πολεμούσαν;Πέρασε ο χειμώνας και ήρθε η Άνοιξη. Το Έθνος πανηγύριζε τις νίκες μας. Όλοι πίστευαν ότι σύντομα ακόμα και στη Ρώμη θα κυμάτιζε η Γαλανόλευκη. Η επίθεση των Γερμανών όμως ήρθε να αλλάξει την πορεία της Ιστορίας. Στις 6 Απριλίου του 1941, το πρωινό πολεμικό ανακοινωθέν προκάλεσε αναστάτωση στους Ευέλπιδες. «Εμείς τι περιμένουμε;» άρχισαν να διερωτώνται και οι διαμαρτυρίες τους έγιναν εντονότερες. «Μέχρι εδώ! Δεν μπορούμε άλλο!Ο Στρατός πολεμάει και εμείς γράφουμε διαγωνίσματα!». Αναστάτωση προκλήθηκε στη Σχολἠ.Συγκεντρώνονται μπροστά από το Διοικητήριο. Ζητούν επίμονα από τη Διοίκηση να φύγουν αμέσως για να πολεμήσουν οπουδήποτε. Όμως η Διοίκηση ήταν ανένδοτη και τα μαθήματά τους έπρεπε να συνεχισθούν κανονικά! Τη μόνη συμπαράσταση που είχαν ήταν από κάποιους κατώτερους Αξιωματικούς και κυρίως από τον ανακληθέντα στην ενέργεια Υπολοχαγό Μηχ. Νικόλαο Λυγιδάκη, ο οποίος μάταια προσπαθούσε με τις γνωριμίες του,να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των Ευελπίδων.

Στις 16 Απριλίου 1941, μετά την κατάρρευση του μετώπου, οι Γερμανοί προελαύνουν με κατεύθυνση την Πρωτεύουσα. Την ίδια μέρα οι 300 περίπου πρωτοετείς Ευέλπιδες ζητούν από τη Σχολή την αναχώρηση τους για τις Θερμοπύλες. Ήθελαν σαν τους 300 του Λεωνίδα να περιμένουν τους Γερμανούς εκεί για να επαναλάβουν τη μεγάλη θυσία των Σπαρτιατών προγόνων τους, πιστοί και αυτοί «τοις κείνων ρήμασι». Η Διοίκηση τους υποσχέθηκε ότι θα εξέταζε το αίτημα τους, αναμένοντας και τις απαραίτητες διαταγές από τα προϊστάμενα κλιμάκια. Η ανυπομονησία τους αλλά και η δίκαιη αγανάκτηση τους είχε φθάσει στο έπακρο, για να κορυφωθεί στις 23 Απριλίου στο αμφιθέατρο όταν άκουσαν τη διαταγή που εκδόθηκε από τη Σχολή: Από το απόγευμα αυτής της ημέρας θα αναλάμβαναν αστυνομικά καθήκοντα! Η αναταραχή ήταν μεγάλη! Ούτε για αστείο δεν ήθελαν να το δεχθούν. Μικρές στην αρχή ομάδες, μετά μεγαλύτερες άρχισαν να συζητούν έντονα εκφράζοντας τις αντιρρήσεις τους και τη δυσαρέσκεια τους. Το μεσημέρι ακούστηκε το διάγγελμα του Βασιλιά Γεωργίου.  Ήταν απόλυτος! Δεν δεχόταν τη συνθηκολόγηση και διευκρίνιζε:«Αγνωούμεν υπό ποίας συνθήκας επακριβώς ευρεθείς ο Στρατός της Ηπείρου υπέγραψε ανακωχήν.Μείνατε πιστοί εις την ιδέαν μιας ηνωμένης, αδιαιρέτου, ελευθέρας Πατρίδος. Εντείνατε τας θελήσεις σας. Αντιτάξατε την Ελληνικήν σας υπερηφάνεια κατά της εχθρικής βίας και τον εχθρικόν δελεασμόν. Θαρείτε, αι καλαί ημέραι θα επανέλθουν. Ζήτω το Έθνος!»Αυτό ήταν! Οι Ευέλπιδες δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτε άλλο πια. Μόνο τη φωνή του Βασιλιά που τους καλούσε στην εκτέλεση του υπερτάτου καθήκοντος! Όλοι αποφάσισαν να τρέξουν στην Κρήτη. Εκεί που θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον Αγώνα. Μαζί τους ενώθηκε και ο Υπολοχαγός Νικόλαος Λυγιδάκης και άρχισε εντατικά η προετοιμασία αναχωρήσεως για τη Κρήτη. Ο αντικαταστάτης Διοικητού της Σχολής Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Ευστάθιος Καμαρινός προσπάθησε όπως όφειλε να ανακτήσει τον έλεγχο. Γι’ αυτό πήγε να συλλάβει τον Υπολοχαγό Νικόλαο Λυγιδάκη που τώρα ήταν ο αρχηγός της στάσεως. Η βίαιη επέμβαση των Ευελπίδων ματαίωσε όμως τη προσπάθεια του. Το γεγονός αναφέρθηκε τηλεφωνικά στον Επιτελάρχη της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών, Συνταγματάρχη Πεζικού Θωμά Πεντζόπουλο, ο οποίος ζήτησε να μιλήσει απευθείας με τον Αρχηγό, δηλαδή τον πρώτο μαθητή των πρωτοετών. Ο νεαρός Εύελπις ήταν σαφέστατος: «Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι ελήφθη η ομόθυμος απόφασις όπως οι Ευέλπιδες ή σταλούν εις το μέτωπον ή εις Κρήτην». Ανάστατος ο Επιτελάρχης σπεύδει στη Σχολή. Βρίσκει τους Ευέλπιδες να έχουν παραλάβει τη Σημαία και με τον οπλισμό τους στο αναρτήσατε να ξεκινούν. Μπαίνει μπροστά τους και τους σταματά! Εγκαταλείποντας το βλοσυρό του ύφος τους μίλησε σαν παλιός έμπειρος συνάδελφος αλλά και σαν στοργικός πατέρας: «Η ισχύς του εχθρού είναι κολοσσιαία. Η εξόντωσις του μεγαλύτερου μέρους της Σχολής υπό της εχθρικής αεροπορίας καθ’ οδόν εις την ξηράν θα είναι μοιραία».Οι Ευέλπιδες όμως δεν ήταν μόνο αμετάπειστοι αλλά και πολύ βιαστικοί. Λακωνικότατη η απάντηση τους: «Είμεθα έτοιμοι δια κάθε θυσίαν χάριν της Πατρίδος μας». Μπροστά σ’ αυτό το υπέροχο Πατριωτικό Θέαμα ο Συνταγματάρχης κυριολεκτικά λύγισε. Πυκνά δάκρυα συγκινήσεως άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να δώσει την ευχή του: «Στο Καλό γενναία παιδιά της Ελλάδος, στο Καλό Ευέλπιδες! και με τη Νίκη!». Παραμέρισε ανοίγοντας τον δρόμο, στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε βλέποντας να περνά μπροστά του η Σημαία, που την ακολουθούσαν τραγουδώντας οι γενναίοι πρωτοετείς Ευέλπιδες της τάξεως 1943. Αμέσως μετά ανέφερε στους ανώτερους του: «Ουδείς μπορεί να τους μεταπείσει, αλλά και ουδείς έχει το δικαίωμα να στερήσει από αυτούς τους νεαρούς Ευέλπιδες την θέλησιν να πολεμήσουν, ως επιθυμούν για την Πατρίδα»

Ήδη είχαν φθάσει τα λεωφορεία που είχαν επιταχθεί από Ευέλπιδες στην λεωφόρο Αλεξάνδρας. Πριν την επιβίβαση τους στάθηκαν όλοι συντεταγμένοι μπροστά στο Ηρώον της Σχολής, όπου έμειναν για λίγο σιωπηλοί αποδίδοντας τιμήν στους παλαιότερους φονευθέντες συναδέλφους τους. Στη συνέχεια επανέλαβαν με βροντώδη φωνή τον Όρκο τους. Η γλώσσα τους άρχισε να τρέμει και δάκρυα γέμισαν τα μάτια τους τη στιγμή που πρόφεραν με ευλάβεια τη φράση: «Να υπερασπίζομαι με πίστην και αφοσίωσιν μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματος μου τας Σημαίας! Να μην τας εγκαταλείπω μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ απ’ αυτών». Αμέσως μετά επιβιβάσθηκαν και η φάλαγγα που σχηματίσθηκε κινήθηκε προς Γύθειο, με τελικό προορισμό την Κρήτη. Ήταν 300 πρωτοετείς, μερικοί δευτεροετείς και 10 Αξιωματικοί. Περνώντας από το Χιλιομόδι και τη Νεμέα δέχθηκαν επίθεση από τη Γερμανική Αεροπορία. Ευτυχώς όμως δεν υπήρξαν απώλειες. Οι επιθέσεις της Γερμανικής Αεροπορίας συνεχίσθηκαν χωρίς επιτυχία σ’ όλη τη διαδρομή και με ιδιαίτερη σφοδρότητα στην περιοχή Άργους και Τριπόλεως. Το ραδιόφωνο της γερμανοκρατούμενης Αθήνας μετέδιδε τότε ότι δήθεν όλη η δύναμη των Ευελπίδων είχε καταστραφεί. Ξημερώματα της 26ης Απριλίου έφθασαν στο χωριό Τάραψα όπου στρατοπέδευσαν, ενώ μια ομάδα πήγε στο Γύθειο να βρει πλωτά μέσα για τη μεταφορά τους στη Μεγαλόνησο. Η υποδοχή από τους γεμάτους φιλοπατρία Μανιάτες ήταν θριαμβευτική. Η φιλοξενία τους έμεινε αξέχαστη. Από το υστέρημα τους διέθεσαν ότι μπορούσαν για να προσφέρουν φαγητό στους νηστικούς για περισσότερες από τρεις μέρες Ευέλπιδες. Τα μεσάνυκτα από 27 προς 28 Απριλίου οι Ευέλπιδες επιβιβάστηκαν σε δύο πλοιάρια και απέπλευσαν για τη Κρήτη. Λόγω θαλασσοταραχής αναγκάσθηκαν να ποδίζουν. Το ένα πλοιάριο μετά από αεροπορικό βομβαρδισμό βυθίστηκε στον όρμο Ξύλης. Οι διασωθέντες ναυαγοί επιβιβάσθηκαν σε άλλο πλοιάριο και συνέχισαν το ταξίδι τους. Τις πρωινές ώρες της 29ης Απριλίου τα δύο πλοιάρια αποβίβασαν του Ευέλπιδες στο Κολιμπάρι κοντά στην Μονή της Οδηγήτριας.

Η επίθεση των Γερμανών ξεκίνησε πρωινές ώρες της 20ης Μαΐου και βρήκε τους Ευέλπιδες άοπλους γιατί είχαν παραδώσει τον οπλισμό τους. Θα παραλάμβαναν άλλο οπλισμό εκεί οπού θα υπαγόντουσαν σύμφωνα με διαταγή. Επειδή όμως σε αυτή τη φάση κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, άλλαξαν τα σχέδια. Οι Ευέλπιδες αφού παρέλαβαν εσπευσμένα άλλο οπλισμό, συγκρότησαν μια δική τους μονάδα. Διοικητής είχε αναλάβει από τις 2 Μαΐου ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Λουκάς Κίτσος και το επιτελείο του στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με άλλους 6 κατώτερους Αξιωματικούς. Σχηματίσθηκαν δύο λόχοι.Οι δύο λόχοι κινήθηκαν μέσα από τη χαράδρα που καταλήγει στη Μονή Γωνιάς, ανέβηκαν στα υψώματα δυτικά από τη Μονή και έλαβαν θέσεις μάχης. Ο οπλισμός των Ευελπίδων αποτελείτο από τα μουσειακής μόνον αξίας τυφέκια «Μάουζερ» του 19ου αιώνα, λάφυρα των Βαλκανικών Πολέμων με 30 φυσίγγια για το καθένα. Εκτός απ’ αυτά διέθεταν άλλα 3.000 φυσίγγια εφεδρικά, πέντε απαρχαιωμένα και σχεδόν άχρηστα οπλοπολυβόλα με 150 φυσίγγια έκαστο, ένα πολυβόλο «Σαίντ Ετιέν» που είχαν βρει στα Κύθηρα.Το πολυβόλο τάχθηκε στο βραχώδες ύψωμα δυτικά της Μονής με τον Ανθυπολοχαγό Πεζικού Μανωλόπουλο, για μια στοιχειώδη αντιαεροπορική κάλυψη. Δεν άργησαν να φανούν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της 7ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, με τον υπερσύγχρονο για εκείνη την εποχή οπλισμό τους. Βρέθηκαν όμως αντιμέτωποι αρχικά με τα εύστοχα πυρά των Ευελπίδων και αργότερα με τις ξιφολόγχες τους. Πίπτει ηρωικά μαχόμενος ο πρώτος Εύελπις, ο Νικόλαος Ιατρούλης. Σε ενα ύψωμα κυματίζει η Γερμανική Σημαία. Ομάδα Ευελπίδων με τον Εύελπι Κωστόπουλο το ανακαταλαμβάνει και υποστέλλει την εχθρική Σημαία φονεύοντας τους τέσσερις Γερμανούς που τη φύλαγαν.
Το πολυβόλο από τη θέση του έκανε θραύση. Τέλειωσαν όμως τα πυρομαχικά του. Ο Διοικητής διατάζει την καταστροφή του. Γενικά όλα τα πυρομαχικά εξαντλούνται χωρίς να υπάρχει δυνατότητα για αναπλήρωση τους. Σε πολλά τυφέκια το κινητό ουραίο είχε μπλοκάρει. Οι γενναίοι Ευέλπιδες όμως ορμούν με τις ξιφολόγχες τους. Στο αποκορύφωμα της μάχης πέφτει ηρωικά και άλλος Εύελπις ο Γεώργιος Κουβελίδης. Τραυματίζονται σοβαρά οι Ευέλπιδες: Μιαούλης, Μουζάκης, Δημήτριος Παπαδημητρίου, Σωτηρακόπουλος και αρκετοί άλλοι που εξακολουθούν όμως να μάχονται με πείσμα. Οι Γερμανικές Δυνάμεις καθηλώνονται.

Προετοιμάζουν άλλη μεγάλη επίθεση, ενώ τα αεροπλάνα πολυβολούν με μανία. Εδώ φάνηκε όμως η αξία της καλής εκπαιδεύσεως. Οι Ευέλπιδες έδειξαν πως γνώριζαν άριστα να χρησιμοποιούν το έδαφος. Μπορούσαν να αποκρύπτουν τις κινήσεις τους από τα αεροπλάνα και να καλύπτονται αποτελεσματικά από τα σφοδρά πυρά τους. Καμία απολύτως απώλεια! Στις 16.00 εξαπολύεται η μεγάλη επίθεση. Άνισος ο αγώνας. Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται δραματική. Ο Διοικητής αναγκάζεται να διατάζει σύμπτυξη στο ύψωμα που βρίσκεται 500 περίπου μέτρα βόρεια από τις αρχικές θέσεις των. Είχαν μείνει κατά μέσο όρο 5 μόνο φυσίγγια για τον καθένα. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ο Διοικητής αποφασίζει κρίσιμο ελιγμό.Το σούρουπο διατάζει και πάλι σύμπτυξη προς το χωριό Ροδοπός. Εκεί ανακοινώνει τις προθέσεις του για να προλάβει και τις αντιδράσεις των Ευελπίδων που συμπτύσσονταν με δυσφορία. Τους εξηγεί ότι είναι πολύτιμοι για την άμυνα της Νήσου και θα έπρεπε να διαφυλάξουν τον εαυτό τους, για να διατεθεί εκεί που η θυσία τους θα μπορούσε να φέρει καλύτερο αποτέλεσμα. Στις 21 Μαΐου, οι Ευέλπιδες έχουν φθάσει στο χωριό Δελιανά. Οδηγίες δεν υπήρχαν λόγω ελλείψεως επικοινωνιών. Ο Διοικητής εκτίμησε ότι έπρεπε να παραμείνουν εκεί για παρεμπόδιση της προελάσεως των Γερμανών, προς ενίσχυση των δυνάμεων τους που πολιορκούσαν τα Χανιά. Τις απογευματινές ώρες, γερμανική προφυλακή μοτοσικλετιστών κινείται προς το χωριό. Αποκρούεται από διμοιρία Ευελπίδων. Φονεύονται τέσσερις Γερμανοί. Οι υπόλοιποι υποχωρούν και τρέπονται σε φυγή. Ειδοποιούν όμως την αεροπορία. Σε λίγο τα εχθρικά αεροπλάνα πολυβολούν με λύσσα τις θέσεις των Ευελπίδων, που καλά καλυμμένοι αντιμετωπίζουν παθητικά τις επιθέσεις χωρίς καμιά απώλεια. Νυκτερινές ώρες οι Ευέλπιδες ξεκινούν από τα Δελιανά και φθάνουν τα ξημερώματα στο Σέμπρωνα όπου μπόρεσαν κάτι να φάνε ύστερα από δύο μέρες νηστείας. Το βράδυ της ίδια μέρας στις 22 Μαΐου 1941, ξεκινούν και οδοιπορώντας ολόκληρη τη νύκτα φθάνουν στη Χωστή. Παρέμειναν εκεί όλη την ημέρα, για να ξεκινήσουν τη νύκτα περπατώντας για  τους Λάκκους όπου έφθασαν τις πρωινές ώρες. Κατάκοποι από τις κακουχίες και εξαντλημένοι από την πείνα ξεκίνησαν πάλι νύκτα για να φθάσουν στις 3 το πρωί στο Θέρισσο. Με λίγο τυράκι που βρήκαν προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τη βασανιστική πείνα τους. Παρέμειναν όλη την ημέρα στις παρυφές του χωριού για να ξεκινήσουν πάλι τη νύκτα τη πορεία τους και να ξημερώσουν στο χωριό Δρακόνα. Εκεί μοιράσθηκαν λίγο βραστό κρέας και από μια οκά ψωμί κατά διμοιρία! Μόνο μια μπουκιά για τον καθένα. Το μεσημέρι δέχθηκαν νέα αεροπορική επίθεση. Η πετυχημένη  άμυνα τους όμως τους διέσωσε και πάλι. Το ίδιο βράδυ στις 26 Μαΐου 1941, ξεκίνησαν και πάλι για να φθάσουν το πρωί στο χωριό Ραμνή. Εκεί τους βρήκε και ο Αξιωματικός που είχε μεταβεί στα Χανιά. Ήταν απογοητευμένος! Με βαριά καρδιά τους πληροφόρησε ότι η Μάχη της Κρήτης είχε κριθεί πια. Η οργανωμένη αντίσταση είχε παύσει και οι σύμμαχοι προετοίμαζαν την εκκένωση της Νήσου για να συνεχίσουν όλοι μαζί τον αγώνα σε άλλα θέατρα επιχειρήσεων.


Ο εύελπις Δημήτριος Κουτσιάς.

Έπεσε νεκρός στις 20 Μαΐου 1941, πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης στην Αγυιά Χανίων

Ο Διοικητής της Σχολής αποφάσισε τότε να κινηθεί η Μονάδα του προς το Εμπροσθόνερο.Πρόταση του ήταν να μεταφερθούν οι Ευέλπιδες στην Αίγυπτο για να συνεχίσουν τον Αγώνα. Θλιβερή η απάντηση! Δεν υπήρχε κανένα διαθέσιμο μέσο. Δεν έφθανε όμως μόνο αυτό. Οι Αξιωματικοί μετέφεραν και μια άλλη εντολή: Ο Διοικητής είχε εξουσιοδοτηθεί να διαλύσει τη Σχολή. Ο Αντισυνταγματάρχης Κίτσος παρά τη διαταγή δεν συμμορφώθηκε αμέσως, συνέχισε την πορεία προς τα Σφακιά με την ελπίδα ότι κάτι θα μπορούσε να αλλάξει. Οι Ευέλπιδες ήδη ήταν σε δεινή κατάσταση, χωρίς πυρομαχικά, νηστικοί ταλαιπωρημένοι, ρακένδυτοι, με υποδήματα κατεστραμμένα και αρκετοί απ’ αυτούς τραυματισμένοι. Το ηθικό όμως ήταν ακμαιότατο! Στις 5.30 της 28ης Μαΐου και ενώ είχαν φθάσει σ’ ένα ύψωμα δεξιά από το δρόμο για τα Σφακιά πριν το οροπέδιο Ασκύφου, ο Διοικητής σταμάτησε και τους μίλησε πατριωτικά υπενθυμίζοντας τον Όρκο τους και ότι ο Αγώνας δεν πρόκειται να σταματήσει. Τους επεσήμανε όμως ότι ουσιαστικά άοπλοι, δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις κινήσεις τους σαν σώμα. Θα έπρεπε να διασκορπιστούν για να μπορέσουν ίσως κάποιοι απ’ αυτούς να φθάσουν στον προορισμό τους ανεξαρτήτως. Απευθυνόμενος με απερίγραπτη συγκίνηση, σ’ αυτούς που αποτελούσαν ότι ευγενέστερο είχε να επιδείξει η Ελληνική νεολαία εκείνης της εποχής κατέληξε: «Ελπίδες του Έθνους, ατενίσατε προς την ελευθερίαν της φυλής μας. Έχετε πεποίθησιν δι’ αυτήν. Η 29η Μαΐου, ημέρα αποφράς δια δευτέραν φοράν, κρίνει την τύχην της Πατρίδος μας. Ελπίδες του Έθνους, την ημέραν ταύτην διαλύεσθε εις τον ακρογωνιαίον λίθον της Ελλάδος, τα Σφακιά της Κρήτης, της Πατρίδος μας πλέον μη υπαρχούσης ελευθέρας. Το μόνο συντεταγμένο ένοπλον τμήμα είστε σεις. Σε σας έλαχε ο κλήρος να διεκδικήσετε την ελευθερίαν μας μέχρι της τελευταίας σπιθαμής της Ελληνικής γης. Σας εύχομαι να είστε σεις οι απελευθερωτές της Πατρίδος. Ελπίδες του Έθνους προσοχή! Ατενίσατε προς την ελευθερίαν της Πατρίδος. Τους ζυγούς λύσατε. Μαρς!!»



Ο εύελπις Νικόλαος Αθανασίου Ιατρούλης από τον Βόλο. Έπεσε νεκρός στις 20 Μαΐου 1941, πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης

Οι Ευέλπιδες με βουρκωμένα μάτια κοίταζαν ο ένας τον άλλον και μόλις δόθηκε η διαταγή: «Τους ζυγούς λύσατε» την εκτέλεσαν. Μεμονωμένα ξεκίνησαν για το λιμάνι στη Χώρα Σφακίων. Εκεί οι Βρετανοί επιβιβαζόντουσαν στα πλοία τους. Πήγαν σ’ αυτούς παρακαλώντας. Οι σύμμαχοι τους έδιωξαν. Δεν είχαν ούτε μια θέση γι’ αυτούς. Τότε οι Ευέλπιδες διασκορπίστηκαν. Μερικοί παρέμειναν στα Σφακιά για να μπορέσουν τελικά κάποιοι απ’ αυτούς να φύγουν είτε με τα Βρετανικά πλοία είτε μεμονωμένοι αργότερα για την Αίγυπτο, όπου πλαισίωσαν τον Ιερό Λόχο, τη Ταξιαρχία Ρίμινι και άλλες ηρωικές μονάδες του Στρατού μας. Άλλοι κρύφτηκαν στις σπηλιές μέχρι να βρουν τρόπο να επιστρέψουν στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου ενίσχυσαν τις μυστικές αντιστασιακές οργανώσεις ή εντάχθηκαν στις Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών του Στρατηγού Ναπολέοντος Ζέρβα. Η τόσο θερμή ευχή του τελευταίου Διοικητού της Σχολής στην Κρήτη, Αντισυνταγματάρχου Λουκά Κίτσου δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Αυτοί οι γενναίοι Ευέλπιδες με την ηρωική τους δράση στη Μέση Ανατολή αλλά και με την αντιστασιακή τους δράση στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ελλάδα έγιναν οι απελευθερωτές της Πατρίδας. Είναι εκείνοι που ικανοποίησαν πλήρως τις προσδοκίες του Έθνους όπως είχαν εκφρασθεί με το καλωσόρισμα τους στη Σχολή από τον τότε Στρατηγό Διοικητή τους: «να φανήτε καλύτεροι των παλαιοτέρων, που ετίμησαν την Σχολήν και να λαμπρύνητε περισσότερον την Ιστορίαν της»Αυτή η ιερή επιταγή κατεύθυνε τα βήματα και υπαγόρευε τις ενέργειες τους.

Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι και οι καλόγεροι της Μονής Πρέβελη, χωρίς να σκεφθούν τι τους περίμενε από τους Γερμανούς, φιλοξένησαν κρυφά πολλούς Ευέλπιδες μέχρι να μπορέσουν αυτοί να βρουν τον τρόπο για να επιστρέψουν στην ηπειρωτική Ελλάδα και να αρχίσουν την Αντίσταση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάνω από 5.000 στρατιωτικοί Έλληνες και σύμμαχοι, κρύφτηκαν κατά διαστήματα και φιλοξενήθηκαν σ’ αυτό το μοναστήρι, όλο το καλοκαίρι μετά την κατάληψη της Κρήτης. Γι’ αυτό οι Γερμανοί στις 25 Αυγούστου του 1941, το κατέστρεψαν ολοσχερώς. Από τους πατριώτες μοναχούς άλλοι θανατώθηκαν και άλλοι σύρθηκαν στις φυλακές των Χανίων. Μεγάλη ήταν και η συμβολή των Αξιωματικών της Χωροφυλακής, οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους εξέδωσαν και εφοδίασαν τους κατατρεγμένους από τα στρατεύματα της εχθρικής κατοχής Ευέλπιδες, με δελτία ταυτότητας που είχαν ψεύτικα στοιχεία, δείχνοντας όχι μόνο πατριωτισμό αλλά και συναδελφικότητα.Η Σημαία της Σχολής με την ευλογία του Επισκόπου Κισσάμου Ευδοκίμου, παραδόθηκε προς φύλαξη στον Ηγούμενο της Μονής Γωνιάς. Στη συνέχεια παραλήφθηκε από τον Υπολοχαγό Νικόλαο Λυγιδάκη ο οποίος τη διαφύλαξε στο σπίτι του εξαδέλφου του, εφέδρου Υπολοχαγού Αριστοτέλη Λυγιδάκη. Μετά την απελευθέρωση, η Σημαία επεστράφη στη θέση της. Σήμερα εκτός από το Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας Α’ Τάξεως που έφερε από το 1931, κοσμείται με τον Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξεως για την ηρωική δράση της Σχολής στη διάρκεια του Πολέμου. Ειδικά όμως για ότι έκαναν οι πρωτοετείς Ευέλπιδες στην Κρήτη η Σημαία τιμήθηκε με το μεγαλύτερο παράσημο: Τον Ταξιάρχη του Αριστείου Ανδρείας! Το αιτιολογικό της απονομής έχει ως εξής: «δια την ηρωικήν δράσιν των 300 Ευελπίδων οίτινες ου μόνον υπό μοιρίας δυσχερείας διεκπεραιώθησαν εις Κρήτην κατά τον Απρίλιον 1941 αλλά και συγκροτηθέντες Τάγμα έλαβον μέρος κατά τας επιχειρήσεις αποβάσεων των Γερμανών και κατά τας μετέπειτα τοιαύτας μέχρι πέρατος, επιδείξαντες παρά τας σοβαράς απωλείας των, ακατάβλητον πολεμικόν μένος, απαράμιλλον αυτοθυσίαν και ηρωισμόν»

Η προσφορά της τάξεως 1943, της ηρωικότερης τάξεως, συνεχίσθηκε σε όλους τους μετέπειτα Εθνικούς Αγώνες. Σήμερα ίσως κανένας απ’ αυτούς να μην βρίσκεται στη ζωή ή αν ζει κάποιος πρέπει να βρίσκεται σε πολύ μεγάλη ηλικία. Κανενός όμως η θέση στο στράτευμα δεν είναι κενή. Νέοι Ευέλπιδες με τα ίδια ιδανικά, κρατούν σήμερα με στιβαρά χέρια την παρασημοφορημένη Σημαία τους και ατενίζουν με υπερηφάνεια την Ιστορία της, έτοιμοι να επαναλάβουν τις πράξεις των γενναίων συναδέλφων τους της ηρωικής τάξεως 1943. Θα ήταν όμως και μεγάλη παράληψη να μην αναφέρουμε στο γεγονός ότι πολλά από τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών των ηρώων, ακολουθώντας το φωτεινό τους παράδειγμα και καθοδηγούμενα από την πατριωτική τους διαπαιδαγώγηση, εισήχθησαν στις στρατιωτικές σχολές σταδιοδρομώντας με μεγάλη επιτυχία. Ακόμα και στις μέρες που γράφτηκε το παρόν άρθρο τρεις από τους εν ενεργεία Ναυάρχους ήταν παιδιά Ευελπίδων τάξεως 1943 !!! 





''Μην παραιτείσαι ! Πολέμα! ''



Και αν ανοίξουν όλα κι αν ανοιξουν κι οι Εκκλησίες,όσο οι καρδιές μας είναι ερμητικά κλειστές,δεν θα υπάρξει βελτίωση και μεταμόρφωση αυτού του κόσμου.Πρέπε να καταλάβουμε ότι όλα αυτά έγιναν για να παιδαγωγηθούμε, να έρθουμε στα συγκαλά μας,να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για να βρεθούμε πιο έτοιμοι, κατά το μέτρο του καθενός σε όσα πρόκειται να συμβούν παρακάτω.Αλλά αντε να τα πείς αυτά σε αλιβάνιστους ξερόλες που τόσο καιρό μας βομβαρδίζουν με μυριάδες καλογραμμένα κείμενα κατηγορὠντας μας ως πρόβατα χριστιανούς,ως γελοίους γραφικούς επειδή δεν πιστέψαμε στο παραμυθάκια που καθε λίγο μας ''σερβίρουν'' ολοι αυτοί οι δυνάστες γὐρω μας. Δεν ήξεραν και δεν ξέρουν ότι οι πραγματικοί Ελληνες,χωρίς φανφάρες και λογοτεχνικές απογειώσεις κάνουν τον αγώνα τους προσωπικά και δέονται,αφού Κύριο ὑπερασπιστὴ της ζωής τους έχουν το Θεό και δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα μα τίποτα.Δυστυχώς έχουμε πόλεμο και κάποιοι θυσιαζουν και θυσιάζονται, κάποιοι προσφέρουν ανιδιοτελώς και τότε σώζονται περισσὀτεροι. Εχουμε πόλεμο λοιπόν,όχι με κλασσικά όπλα αλλά με έναν τρόπο που θα ξεχωρίσει την ηρα από το σταρι.Θα μείνουν όσοι εγγράψουν υποθήκη και θα έχουν μισθό πνευματικό.Διαβάσαμε και ακούσαμε τόσα πολλά αυτούς τους μήνες ορισμένοι απο εμάς που πήγαιναν κόντρα στο κύμα.Ξεραμε ομως,το νιὠθαμε, οτι όλοι αυτοί οι αχρείοι οι ''αντιχριστοι'' θέλουν να γίνουμε κομμάτια και κάναμε υπομονή.Δεν υπήρχε περίπτωση να τους κἀνουμε τη χάρη λοιπόν,να αγωνιζὀμαστε ούτε θα τους την κάνουμε στο μέλλον.Αυτά που κάνουμε στην προσωπική μας ζωή πλέον έχουν κολοσσιαία επίδραση στον διπλανό μας που ο κοινός νους κάποιων αδυνατεί να συλλάβει.Μοιάζει με παιχνίδι ντόμινο. Όσο η μία πλάκα πέφτει πάνω στην άλλη, ο κίνδυνος μας προσεγγίζει τους ολους.Ο καθένας μας, ατομικά, έχει μερίδιο ευθύνης στο να σταματήσει η καταστροφή που έρχεται.

Και τὠρα που εἰπα ευθύνη,θυμήθηκα τον Καζαντζάκη που λέει πως ανώτατη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύθερος, παρά να μάχεσαι για την ελευθερία. Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!” Μην παραιτείσαι απ’ τη διαδικασία εξέλιξης της ζωής. Γίνε πολέμιος των αχρείων που καταδυναστεύουν την κοινωνία. Αντιστάσου με όλη τη δύναμη σου σ’ αυτή την αχρειότητα. Τουλάχιστον δε θα πεθάνεις δίχως να έχεις κάνει κάτι για τους αδελφούς σου. Θα τους αφήσεις ένα παράδειγμα για να το ακολουθήσουν.Μπορεί να πέσεις θανάσιμα λαβωμένος στη μάχη, αλλα θα είσαι απόλυτα ικανοποιημένος γιατί πολέμησες πλάι στους συναγωνιστές σου για το ανώτερο ιδανικό.Για την ελευθερία και την λύτρωση της πατρίδας σου.Δεν υπάρχει κακό επί της γης που να μην εμπεριέχει το σπέρμα ενός καλού.Μα για να γεννηθεί αυτό το καλό πρέπει να ραγίσει το περίβλημα του σπέρματος.Για να υψωθεί η βελανιδιά πρέπει να βρει πρόσφορο έδαφος το βελανίδι και να πεθάνει.Αλίμονο σε αυτόν που σταυρώνει τα χέρια του μ’ αγανάκτηση και αντί να πολεμήσει,υψώνει τη φωνή του στον ουρανό φωνάζοντας: ''Δεν αντέχω άλλο'' - Παραιτούμαι!''.Αυτός θα πεθάνει σίγουρα απο φόβο κι από ανοησία.Αφού όταν παραιτείσαι εἰσαι ήδη ετοιμοθάνατος.Και το να παραιτηθείς, ενώ μπορείς να πολεμήσεις, σημαίνει ότι διαπράττεις ταυτόχρονα προδοσία ενάντια στους συναγωνιστές σου, αυτοκτονία ενάντια στον εαυτό σου και ύβρη ενάντια στην ίδια τη ζωή.Είναι εξευτελισμός της Ύπαρξης και εσωτερικός θάνατος αυτή η παραίτηση από τη μάχη.Κι αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του καθίσταται ο ίδιος θὐμα των τυράννων του και δἰνει με τα χερια του τον θάνατο στον αδελφό του.Γιατί κάθε φορά που παραιτείται απ’ την αρένα, εγκαταλείπει τ’ αδέλφια του στα δόντια των θηρίων και υποστέλλει τη σημαία μιας ολόκληρης χώρας.Με την πράξη του αυτή προδίδει το μέλλον μιας ολόκληρης ανθρωπότητας. Διάλεξε στρατόπεδο λοιπόν και πολέμα!Όσο πιο βίαιη η σύγκρουση, τόσο οι πιθανότητες μιας πλουσιότερης σύνθεσης αυξάνουν. Γίνε μέρος αυτής της σύνθεσης. Μη μείνεις αμέτοχος σ’ αυτόν τον πολεμικό χορό της δημιουργίας.Πάρε μέρος, χωρίς προσκόλληση, με όλες σου όμως τις δυνάμεις, από τη θέση που η Ύπαρξη σου έχει ορίσει, έτσι ώστε όταν ο πόλεμος της ζωής σου πλησιάσει στο τέλος του, να αποχωρήσεις απ’ το πεδίο της μάχης, γαλήνιος και ικανοποιημένος ότι εμπλούτισες τον ρυθμό αυτού πλανήτη με ότι πολυτιμότερο είχες ποτέ δικό σου: αυτόν, τον μοναδικό, ανεπανάληπτο στροβιλισμό σου. ''Μην παραιτείσαι λοιπόν,πολέμα!''












'' Η Ηρωική Αντίληψη Της Ζωής''


Η ηρωική αντίληψις της Ζωής αναχωρεί από την αρχήν, ότι η Ζωή είν’ ένας διαρκής αγών, μία αδιάκοπος, χωρίς τέρμα και χωρίς σταμάτημα, μάχη εναντίον της φύσεως, εναντίον των άλλων ανθρώπων, εναντίον του εαυτού μας. Επομένως και ο άνθρωπος, κάθε γενεάς, αποτελεί μίαν συνεχή μ ε τ ά β α σ ι ν προς κάτι άλλο, προς κάτι ανώτερον. Όχι προς ένα διαφορετικόν είδος οργανικού όντος (τον υπεράνθρωπον π.χ. του Nietzsche), αλλά προς το να γίνη φορεύς μιας ανωτέρας, δηλαδή εντονωτέρας και πλουσιωτέρας μορφής της Ζωής. Έτσι κάθε άνθρωπος αξιόλο­γος είν’ ένας π ρ ό δ ρ ο μ ο ς, που αντλεί το νόημα της υπάρ­ξεώς του όχι από το παρελθόν ούτ’ από το παρόν, αλλ’ από το μέλλον και μόνον. Το παρελθόν ως παρελθόν το αγνοεί, προς το παρόν ευρίσκεται εις πόλεμον συνεχή. Όχι μόνον προς εκείνο το παρόν, το οποίον δεν είν’ εις την ουσίαν του παρά επιβίωσις του παρελθόντος, ή μάλλον διατήρησις του σώματος αυτού οφειλομέν’ εις την δειλίαν ή την νωθρότητα των συγχρόνων ανθ­ρώπων· ο ηρωικός άνθρωπος μάχεται και προς το γνήσιον πα­ρόν, το παρόν που ζη γύρω του και ζη μέσα του.

Και εδώ ακριβώς κείται η τ ρ α γ ι κ ό τ η ς του ηρωικού ανθρώπου. Ριζωμένος είναι βαθύτατα εις το παρελθόν, τού οποίου είναι το εκλεκτότερον κάρπισμα· μέσα του συμπυκνώνει εις μοναδικόν βαθμόν εντάσεως το παρόν – και όμως αρνείται το παρόν και το μάχετ’ εν ονόματι του μέλλοντος, το οποίον ζη ο ίδιος προληπτικώς μόνον ως πραγματικότητα μέσα του. Και το μάχεται με τα όπλα και την ρώμην της ψυχής του, που είναι του παρόντος όπλα και ρώμη, το οποίον κατ’ αυτόν τον τρόπον χρη­σιμοποιεί ταυτοχρόνως και καταπολεμεί. Έτσι τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτόν του, εκλέγων ούτως ειπείν το επικινδυνότερον σημείον, μέσα εις την ορμήν και την οργήν παντοδαπών συγ­κρούσεων. Συγκρούσεων προς τούς συγχρόνους του, οι οποίοι τον μισούν, διότι μισούν το μέλλον εις το πρόσωπόν του. Συγ­κρούσεων προς τον ίδιον τον εαυτόν του, μιας πάλης μεταξύ της πραγματικότητάς του, που ανήκει εις το παρόν, και των δυ­νατοτήτων του, που ανήκουν εις το μέλλον, που ε ί ν α ι το μέλλον, που θα τας πολεμήση και πάλιν εν ονόματι άλλων δυνα­τοτήτων από την στιγμήν που θα γίνουν πραγματικότης.

Κατ’ αυτόν τον τρόπον ζη τ α υ τ ο χ ρ ό ν ω ς ο ηρωικός άνθρωπος τον μεγαλύτερόν του πόνον και την μεγαλυτέραν του ελπίδα. Ζη την συντριβήν και τον πόνον του, αλλά ζη μαζί και την ηθικήν αναγκαιότητα του πόνου και του χαμού του. Κάτι περισ­σότερον: Ερωτεύεται την συντριβήν του, την χαίρετ’ εκ των προτέρων, αντλεί την ιλαρωτέραν του ακριβώς παρηγορίαν από την συντριβήν του.

Αισθάνεται πως είναι διαλεγμένος από την Μοίραν ως αγωνιστής και ως μάρτυς – περισσότερον ως μάρτυς, αφού την επιτυχίαν δεν την μετρεί με αποτελέσματ’ άμεσα, με αριθμούς και μεγέθη, δεν την μετρεί καν διόλου. Είναι το αλεξικέραυνον, που θα συγκεντρώση επάνω του (θα προσελκύση μάλλον εθε­λουσίως) όλας τας καταιγίδας και όλα τ’ άστροπελέκια, διά να προστατευθούν τα κατοικητήρια των ειρηνικών ανθρώπων. Αλ­λά θα το κάνη όχι από πνεύμ’ αλτρουισμού και εθελοθυσίας υπέρ των άλλων. Εις την ετοιμότητα του κινδύνου τον σύρει με ακαταμάχητον έλξιν η α ι σ θ η τ ι κ ή, θα έλεγα, γοητεία του κινδύνου, η συναίσθησις ότ’ είναι π ρ ο ν ό μ ι ο ν των εκλε­κτών (όχι καθήκον ή πράξις φιλανθρωπίας) να συντρίβωνται υ π έ ρ των άλλων, υ π ό των άλλων – το πολυτιμότερον προνό­μιον! Ο ηρωικός άνθρωπος δεν είναι το άνθος, δεν είν’ ο καρπός – αυτά αντιπροσωπεύουν το παρόν και του παρόντος την ανεπιφύλακτον χαράν. Είναι ο σπόρος που θα ταφή και θα σαπίση, διά ν’ αναφανή το άνθισμα και το κάρπισμα. Είν’ εκείνος που θάπτεται διά να εορτασθή η α ν ά σ τ α σ ι ς, και ανάστασις χωρίς ταφήν δεν υπάρχει.

Αλλ’ ο ηρωικός άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα έστω προς συντριβήν. Ειδε­μή, η ηρωική αντίληψις θα ήτο ιδεώδες θανάτου μόνον, όχι μορφή ζωής – και τι ζωής! Ο ηρωικός άνθρωπος, και μόνος αυ­τός, ζη έ ν τ ο ν α και π λ ο ύ σ ι α ολόκληρον την Ζωήν. Αλ­λά το να ζήση έντονα δεν σημαίνει δι’ αυτόν ό,τι συνήθως νοού­μεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής.Δεν τας αγνοεί βέβαια τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι κατά βά­θος παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας τού χαρίζουν την ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμο­νής. Έπειτα, τας απολαύσεις αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρη από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της δώση – και σε πλουτίζει όχι το να παίρνης αλλά το να 
δ ί δ η ς.

Η έντονος αυτή ζωή είναι κατ’ ανάγκην π ο λ υ μ ε ­ρ ή ς, τόσον πολυμερής, ώστε να την ευρίσκουν πολυπράγμονα όσοι μετρούν τον πλούτον των εκλεκτών φύσεων με την πενίαν της ιδικής των, όσους δεν αφήνει ο φθόνος ν’ αναγνωρίσουν εις ένα σύγχρονόν των τον όλβον των αγαθών, που δεν έχουν εκεί­νοι. Ο ηρωικός άνθρωπος χαίρεται πολλάς μορφάς ζωής συγ­χρόνως, και τας χαίρεται όχι εξωτερικώς, σαν αισθητικόν θέαμα ή διά να ικανοποιήση την περιέργειάν του. Μ έ σ α τ ο υ ζη όλας αυτάς τας μορφάς της Ζωής, τας αφομοιώνει μέσα του, και τας αποδίδει με τον π ρ ο σ ω π ι κ ό ν του τρόπον. Η ψυχή του ομοιάζει μ’ ένα έδαφος λιπαρόν και βαθύ, εις το οποίον κάθε σπόρος άνετα θ’ ανθοβολήση και θα καρπίση. Έτσι μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνη τον εαυτόν του. Ζη ταυτοχρόνως με πολλούς, όπως ο τραγικός ποιητής ο μεγαλοφυής, που ζη μέσ’ απ’ όλα του τα πρόσωπα, και όμως παραμένει ο ίδιος και ως ύπαρξις και ως διάνοια. Και δεν ζη μόνον πολλάς μορφάς Ζωής· συγκλονισμούς συγκλονίζεται πολλούς, συντριμμούς συντρίβε­ται πολλούς, μυρίους θανάτους αποθνήσκει.Αλλ’ η πολυμέρεια αυτή δεν σημαίνει και δ ι ά σ π α σ ι ν, απώλειαν έρματος ατομικού, διάχυσιν και θόλωμα του πυρήνας της προσωπικότητας – αυτό συμβαίν’ εις τους πολλούς, όταν ποτέ θελήσουν να είναι πολυμερείς. Δια τον ηρωικόν άνθρωπον η πολυμέρεια δεν αίρει την συγκέντρωσιν· την καθιστά ισχυρο­τέραν, την α π ο δ ε ι κ ν ύ ε ι ισχυροτέραν. Δεν θα ήτο ηρωικός άνθρωπος, αν δεν ήτο μία δυνατή προσωπικότης, και δυνατή προσωπικότης σημαίνει ισχυρόν κεντρικόν εγώ, που να συγκρατή τας ψυχικάς περιπετείας και τα εξωτερικά περι­στατικά, τα πετάγματα και τα ενδιαφέροντα εις μίαν σφικτο­δεμένην ενότητα όχι μόνον χρονικής διαδοχής, αλλά συνο­χής λογικής, αναγκαιότητος ηθικής.

Η πολυμέρεια του ηρωικού ανθρώπου παρέχει πολλάκις την εντύπωσιν α ν τ ι φ α τ ι κ ό τ η τ ο ς. Είναι τόσον πλουσία η προσωπικότης του, ώστε το καθένα της μέρος, η καθεμία της πλευρά, θα ημπορούσε ν’ αποτελή (και αποτελεί διά τους πολ­λούς) έναν αυτόνομον κόσμον, διαφορετικόν από τον κόσμον που θα ημπορούσε ν’ αποδώση μία άλλη πλευρά του. Είναι λοι­πόν ν’ άπορής πώς οι πολλοί τας ευρίσκουν ασυμβιβάστους; Αλλ’ ο ηρωικός άνθρωπος δεν ομοιάζει με τους καλούς και φρονίμους αμαξάδες, οι οποίοι οδηγούν το αμαξάκι των «βραδέως αλλ’ ασφαλώς» από τους δρόμους τους στρωτούς και τους ήσύχους προς το τέρμα, που άλλοι καθώρισαν. Με τον ηνίοχον ομοιάζει, που κυβερνά τέσσαρα, οκτώ ίσως θυμοειδή άλογα – και το καθένα των σπεύδει ασυγκράτητον προς αυτοβούλους κατευθύνσεις. Τα κυβερνά με δυνατό χέρι, χωρίς όμως και να εξουδετερώνη εκείνων την ορμητικότητα και την επαναστατι­κότητα. Ειδεμή, τι θέλγητρον θα είχε δι’ αυτόν η ηνιοχεία; Το «βραδέως αλλ’ ασφαλώς» δεν το ξέρει· λογαριάζει και τας πτώ­σεις, διότι μόνον όπου υπάρχουν πτώσεις δίδετ’ ευκαιρία και ανυψώσεων.

Πράγματι ο π ό λ ε μ ο ς και ο κ ί ν δ υ ν ο ς είναι το στοιχείον του, η απαραίτητος τροφή του. Ο πόλεμος λέγω και η νίκη, όχ’ η ε π ι τ υ χ ί α. Η επιτυχία δεν είναι πάντοτε νίκη· είναι νίκη εξωτερική, εξωτερικός πλουτισμός εις επιτεύγματα και κέρδη – να σαν τα ρεκόρ συγχρόνου αθλητού, που μετρούνται με δευτερόλεπτα και υφεκατοστόμετρα. Αλλ’ ο ηρωικός ζητεί την νίκην εκείνου που χαίρεται το ότι επολέμησε, το ότι εκινδύνευσε, το ότι αντέστη την νίκην ως ευκαιρίαν μόνον να ζήση έντόνους και αγωνιώδεις στιγμάς. Και παρομοία νίκη συνυπάρχει κάλλιστα με την αποτυχίαν εις τους αντικειμενικούς σκοπούς, καθώς η αποτυχία των 300 εις τας Θερμοπύλας.Άλλωστε γενικώς η επιτυχία είναι διά τον ηρωικόν άνθρω­πον μία λέξις, μία πραγματικότης ίσως – όχι α ξ ί α. Δεν την ξέρει, ούτε τον ξέρει εκείνη. Αν επίστευεν ολιγώτερον εις τον εαυτόν του, θα ήτο δι’ αυτό απογοητευμένος. Αν επίστευεν ολι­γώτερον εις της Μοίρας την σοφίαν, θα ήτο απαισιόδοξος. Αλλ’ επιτυχία σημαίνει πραγματοποίησις σκοπού, που ευρίσκετ’ έξω μας, και εκείνος έχει μ έ σ α τ ο υ τον σκοπόν και το νόημα της υπάρξεώς του. Απέναντι αυτού τίποτε δεν μετρεί, ούτ’ ή ζωή του ούτ’ η ευτυχία του. Και τι μεγαλύτερον θα ημπορούσεν η επιτυχία να του προσφέρη;

Έπειτα η επιτυχία σημαίνει φρόνησιν, και η φρόνησις είναι προσαρμογή της ψυχής προς τα πράγματα, κ α τ α β ι­ β α σ μ ο ς δηλαδή και ολιγάρκειά της, διά να συμμορφωθή προς την καθημερινότητα του εξωτερικού κόσμου. Ενώ η σοφία και η αποστολή του ηρωικού είναι ν’ α ν α β ι β ά σ η τα πράγματα προς την ψυχήν του, να τα γεμίση με νόημα τόσον, ώστε να γίνουν αντάξιά του. Δι’ αυτό παρέχει την εντύπωσιν άφρονος, και είναι άφρων. Έχει την αφροσύνην του παιδιού, που στερείται την πολυύμνητον αυτήν πείραν της πραγματικότητας, η οποία είναι κατά βάθος όκνος και ολιγοπιστία. Ενώ το παιδί είναι παιδί, ακριβώς διότι πιστεύει, διότ’ ημπορεί ακόμη να πιστεύη, ανεπιφύλακτα. Ο ηρωικός άνθρω­πος είν’ ο αιωνίως νέος – τι να την κάνη την φρόνησιν; Είναι διά τους πεζούς και τους νοικοκυραίους, που βαδίζουν ήσυ­χα και ομαλά τον δρόμον της ζωής των. Εκείνος όμως δεν βα­δίζει· χορεύει.



Αυτός είν’ ο λόγος που θεωρείται και είναι άνθρωπος α β ο ή θ η τ ο ς εις την συνήθη πρακτικήν ζωήν. Και ένας άλλος λόγος: δεν έχει την φρόνησιν να δ υ σ π ι σ τ ή προς τους γύ­ρω του. Να δυσπιστή προς τι; Δια ν’ αποφύγη κινδύνους; Μα αυτούς είναι ακριβώς, που αναζητεί η ψυχή του. Τούς αναλαμβάνει όχι από επαγγελματικήν συνήθειαν η από βιοπορι­στικόν καταναγκασμόν – οι ακροβάται και οι θηριοδαμασταί θα ήσαν τότε οι ηρωικώτεροι των ανθρώπων – αλλ’ ως εσωτερικήν προσταγήν της μοίρας του, ως το ιερώτερον δικαίωμα που τού δημιουργεί η υπεροχή του. Οι πολλοί καμαρώνουν δι’ όσους κινδύνους απέφυγαν, όχι δι’ όσους υπεβλήθησαν· περιγράφουν τας επιτυχίας, που επραγματοποίησαν, και υπερηφανεύονται διά την εξυπνάδα των. Αλλά δια τον ηρωικόν άνθρωπον, το εί­δαμεν: η επιτυχία δεν αποτελεί ούτε κριτήριον ούτε ιδεώδες· ιδεώδες του και κριτήριον: να ζήση δυνατός και ωραίος. Και είναι γενναιότερον και ωραιότερον ν’ αδικηθής παρά ν’ αδικήσης, να εξαπατηθής παρά να εξαπατήσης.Άλλωστε προς τι να εξαπατήση; Εξαπατούν οι ετεροκεν­τρικοί, αυτοί που ασχολούνται διαρκώς με τους άλλους, δια να τούς αντιγράφουν ή να τούς φθονούν ή και τα δύο μαζί. Απασχολούνται κατ’ ανάγκην, αφού δεν είναι τόσον πλούσιον το εγώ των, ώστε να τούς απασχολή εκείνο έντονα και ικανοποιητι­κά. Ο ηρωικός όμως αποτελεί ο ίδιος κ έ ν τ ρ ο ν  τ ο υ  ε α υ ­τ ο ύ τ ο υ, ελεύθερος εις την απομόνωσίν του, αριστοκρατικός με την απόστασιν εις την οποίαν κρατεί τούς άλλους, απτόητος με το θάρρος της προσωπικής του γνώμης και της προσωπικής του ευθύνης, υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μο­ναξιάς του. Δι’ αυτό δεν καταδέχεται να φθονή, μήτε να παρα­βγαίνη με τους άλλους· δεν χρειάζεται να βεβαιώνη εις τον εαυτόν του μ’ αυτό το μέσον, με την εξωτερικήν αναγνώρισίν του δηλαδή, την υπεροχήν του.


Αν φαίνεται κάποτε να προχωρή από την απομόνψσίν του προς τους άλλους, το κάνει από πλησμονήν εσωτερικήν, από εντροπήν να κρατή μόνος του τον πλούτον που αναβλύζει μέσα του, από την σκληράν, αυτοβασανιστικήν επιθυμίαν να ξεφύγη από τον υ π ο κ ε ι μ ε ν ι σ μ ό του, τον μόνον κίνδυνον που φοβείται σοβαρά, να προχωρήση από το εγώ του προς την μ ο ί ρ α ν του. Και είν’ η μοίρα μας που διαπλάσσει το εγώ μας, όχι τανάπαλιν. Έτσι ο ήρως είναι πάντα μ ο ν α χ ι κ ό ς -ειδεμή, δεν θα ήτον ήρως- αλλά ποτέ υποκειμενικός.Πουθενά δεν φαίνεται περισσότερον η υ π ε ρ η φ ά ν ­ε ι α του ηρωικού ανθρώπου, παρά εις τον τρόπον που δι­εξάγει τους λεγομένους αγώνας ιδεών. Δεν αποβλέπει ποτέ εις το να νικήση. Τι θα ειπή να νικήση; Να δεχθούν τας απόψεις του; Συμφορά! Ο ίδιος ξέρει τι του εστοίχισεν ως που να κατα­λήξη εις αυτάς, τι τ ό λ μ η εχρειάσθη – sapere aude, λέγει ο αρχαίος ποιητής – τι εσωτερικήνω ρ ί μ α ν σ ι ν προϋποθέτει. Έτσι, ανησυχεί μάλλον παρά ποθεί εκείνον, που θα τας δεχθή κατ’ επιταγήν ή ως προϊόν μιας συντόμου συζητήσεως.

Διά ν’ αποκτήση μήπως ο π α δ ο ύ ς; Είν’ αληθές, ότι πολλοί αισθάνονται την ανάγκην να κάνουν προπαγάνδαν δια τας ιδέας των, σαν να φοβούνται, ότι δεν θα είναι ορθαί, αν δεν τας ανεγνώριζαν και άλλοι, κατά το δυνατόν πολυαριθμότεροι. Αλλ’ εκείνος γνωρίζει, ότι σημασίαν δεν έχει το περιεχόμε­νον των ιδεών ενός ανθρώπου, αλλ’ η ψυχική δύναμις με την οποίαν τας κατέκτησε και τας κατέχει. Όχι το τ ι πιστεύεις, αλλά το π ώ ς πιστεύεις ό,τι πιστεύεις. Ότι τας θεμελιώδεις, τας ζωτικάς πεποιθήσεις σού ρυθμίζει κατά βάθος η μοίρα σου, όχι τανάπαλιν. Και η μοίρα σου είναι κάτι απολύτως προσωπι­κόν· δεν ημπορείς μήτε να το δανεισθής, μήτε να το δανείσης. Έπειτα τι σημαίνει διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο αριθμός; Εκείνος θέλει, και ως πνευματικός άνθρωπος ακόμη, να εργάζεται, όχι να σ υ ν ε ρ γ ά ζ ε τ α ι· είναι ανδρικώτερον
Έτσι, και όταν υπερασπίζη τας απόψεις του, δεν το κάνει διά να τας επιβάλη· αλλά διά να μείνη οποίος είναι. Και ακρι­βώς το να είναι οποίος είναι, αποτελεί εις τα μάτια των άλλων πολλάκις, αυτό και μόνον, πολεμικήν. Η ύπαρξίς του και μόνη εξεγείρει το μίσος· αρκεί να περιγράφη απλώς πώς είναι, και προκαλεί αντιπάθειαν· τόσον μεγάλον μέρος από το μέλλον αντιπροσωπεύει! Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν, και είν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι, οι πολλοί το φοβούνται, και ο φόβος των παίρνει πολλάκις την μορφήν αντιπαθείας.Και όμως σπείρει άφθονα τα γεννήματα του νου του. Τα σπείρει, διότι δεν ημπορεί να κάνη διαφορετικά· όπως το δέν­τρον που τινάζει τούς καρπούς του σαν ωριμάσουν, είτ’ ευρί­σκοντ’ αποκάτω είτε όχι αυτοί που θα τούς είναι χρήσιμοι. Έ­τσι και ο ηρωικός άνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος από την πίστιν του· ομιλεί περί αυτής, υποκύπτων εις την εσωτερικήν ορμήν ν’ ανακοινώση – όχι ν’ ανακοινώση· ν α  τ ρ α γ ο υ δ ή σ η μάλλον, την χαράν του και τους θησαυρούς του – να φωνάξη την αγάπην του, και διαβεβαιώνει κάθε φοράν το αγαπημένον του πρόσωπον πόσον τ’ αγαπά, όχι διά να το πείση ούτε διότι φαν­τάζεται πως αμφιβάλλει, αλλά μόνον διότι ευχαριστείται ο ίδιος κάθε φοράν να τ’ ακούη. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: είτε προφορικώς αναπτύσσει προς ένα κοινόν, είτε γράφει, κατά βάθος είν’ ο ίδιος ακροατής και αναγνώστης του εαυτού του. Ομιλεί ενώπιον των άλλων, διά ν’ ακούση ο ίδιος την φωνήν του δυνατώτερα, διαυγέστερα, συνειδητότερα.
Υπερήφανος είναι, όχι εγωιστής. Δι’ αυτό σπαταλά τον εαυτόν του. Η ευτυχία του είναι ν α  δ α π α ν ά, ακριβέστε­ρον ακόμη: ν α  δ α π α ν ά τ α ι. Ανεξάντλητος όπως είναι, δεν ξέρει αριθμητικήν. Είναι τόσον πλούσιος, ώστε θ’ αναπλη­ρώση εύκολα (το ξέρει) κάθε ζημίαν· προς τι λοιπόν να την υπο­λογίζη; Υπολογίζει ο πτωχός· ο πλούσιος κλείνει τα μάτια, απλώνει το χέρι, και σκορπά… Όσα και να σκορπήση, πάντοτ’ εκ του περισσεύματος θα είναι.



Εκ του περισσεύματος αντλεί και η μεγαλοδωρία του ηρωικού ανθρώπου. Αφρόντιστα και αδίστακτα σπαταλά τα πλούτη του, την δραστηριότητά του, την υγείαν του, την ρωμαλεότητα της ψυχής και του νου του. Σκορπά την αγάπην του χωρίς ανταλλάγματα, έτοιμος να πληρώση εκείνους που θα θελήσουν να την δεχθούν. Σκορπά τας συγκινήσεις, τους ενθουσιασμούς και την φλόγα, τα κάλλη και τα ρίγη της ψυχής του και είναι τόσον πολλά τα πολύτιμ’ αυτά πετράδια, ώστε ο πτωχός και ο κακός υποπτεύουν πως θα πρέπει κίβδηλα να είναι· ειδεμή, θα τα εμοίραζεν έτσι, τόσον αμέριμνα, τόσον αλύπητα; Σκορπά του νου του τα γεννήματα, που είναι δι’ αυτόν βιώματα ψυχής, χωρίς να κατοχυρώνη συγγραφικώς την πατρότητά των, να έτσι σαν τον ήλιον που ακτινοβολεί παντού το φως του. Και ο ήλιος δεν έχει μετρητήν του φωτός· έχουν αι ηλεκτρικαί εταιρείαι μόνον.


Και είν’ η χαρά του να σκορπά: όλα τ’ αγαθά της γης τα εκτιμά όχι ως κ τ ή μ α τ α, αλλ’ ως χ ρ ή μ α τ α (με την αρχαίαν σημασίαν της λέξεως εκ του χρώμαι), ως δαπανήματα δηλαδή. Ή μάλλον πιστεύει πως αγαθά δεν είναι· γ ί ν ο ν τ α ι αγαθά, αφ’ ης στιγμής και εφ’ όσον δαπανώνται.Εις την εργασίαν καθυποβάλλεται με ανεπιφύλακτον προ­θυμίαν. Την δέχεται αυτονόητα και χαρωπά, αφού είναι κάτι βαρύ και δύσκολον, αφού ζωή σημαίνει δι’ αυτόν δράσις και κά­ματος. Εργάζεται από την επιθυμίαν να χρησιμοποιή τας δυνά­μεις του σώματος και της ψυχής εις έργα δύσκολα, εργάζετ’ αισθητικώς, καθώς ένας αθλητής.Το ίδιον και εις την πνευματικήν του εργασίαν: Δεν μελετά διά να γράψη ένα βιβλίον – η σκέψις είναι δι’ αυτόν κάτι που το ζη, όχι κάτι που το γράφει – ή διά να επιτύχη εν αξίωμα. Μέσα του θέλει να πλουτίση, να πλουτίση ακόμη με την χαράν που δί­δει ένα δύσκολον ζήτημα. Προχείρως έτσι σκορπά ένα πλήθος προσωπικών στοχασμών (προσωπικών και όταν έχη απ’ άλλους λάβει την αφετηρίαν της σκέψεως), που ένας άλλος θα επροφύ­λασσε ζηλοτύπως. Μα ο ηρωικός άνθρωπος αγνοεί την ζηλοτυ­πίαν.
Και είναι φυσικόν· αφού διατηρεί ζωντανά και καθαρά τα χαρίσματα του γνησίου αριστοκράτου: την μοναξιά του, το αίσθημα της ανεπιμειξίας, το θάρρος και την ικανότητα προς πε­ριφρόνησιν, τας μακροχρονίους αφοσιώσεις, την αρχοντικήν μεγαλοδωρίαν. Προ παντός το αίσθημα της προσωπικής τιμής, ενώπιον της οποίας όλα τ’ άλλα, πλούτος και μόρφωσις, εξουσία και υγεία, είν’ ένα μηδέν.Η ζωή ενός ανθρώπου, καθώς αυτού που περιέγραψα, δεν ημπορεί παρά να είναι σ ύ ν τ ο μ ο ς. Σύντομος όχι πάντοτε με την κοινήν σημασίαν· ημπορεί κάποτε να ζήση και πολλά χρό­νια, αλλά πάντα θα είν’ ολίγα, σχετικώς με την πλησμονήν της ζωτικότητός του. Άλλωστ’ η ηλικία είναι κάτι σχετικόν· δεν μετρείται πάντως με την διάρκειαν, με το περιεχόμενόν της μετρείται. Είν’ έννοια ηθική, όχι αστρονομική.
Συνήθως όμως είναι σύντομος και υπό την συνήθη χρήσιν της λέξεως. Σύντομος, διότι ο ηρωικός άνθρωπος περνά ολόκληρον την ζωήν του εις το πολυκίνδυνον μέτωπον του πολέμου. Σύντομος, διότι πάντοτε είναι, από την μοίραν του και μόνην οδηγούμενος, ε ρ α σ ι θ ά ν α τ ο ς.
Βαδίζει προς τον θάνατον όχι διά ν’ αναπαυθή, όχι διότι εβαρέθηκε την ζωήν, όχι διότι εδειλίασεν ενώπιον αυτής, όχι από μαρασμόν και εξάντλησιν των δυνάμεών του. Ο ηρωικός άνθρωπος δεν υ φ ί σ τ α τ α ι τον θάνατον. Δι’ αυτόν και ο θάνατος ακόμη δεν είναι π ά σ χ ε ι ν, είναι π ρ ά τ τ ε ι ν. Είναι η τελευταία πράξις, με την οποίαν επισφραγίζει όλας του τας άλλας πράξεις. Τους δίδει αυτή το νόημα· διότι και η Ζωή όλη είναι μία διαρκής αρχή, και η αρχή το νόημά της αντλεί από το τέλος, του οποίου είν’ η αρχή. Και είναι το τέλος ο θάνατος, αλλά και η τελείωσις.Αλλ’ ο πληθωρισμός της ζωής είναι τόσος μέσα του, ώστε και ο θάνατός του δεν είν’ εκμηδένισις πλέον. Μεστώνει από περιεχόμενον, από ηθικήν αναγκαιότητα, πλημμυρίζει από την χαράν και την ωραιότητα μιας τελευταίας νίκης – παρόμοια με τον ήλιον, ο οποίος, κλίνων προς την δύσιν, ενδύεται την πορ­φυράν του μεγαλοπρέπειαν.
Αν θα είν’ εκούσιος ο θάνατος ή ακούσιος, δεν έχει σημα­σίαν. Διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο θάνατος είναι πάντοτ’ ε ­κ ο ύ σ ι ο ς, αφού ο δρόμος, που συνειδητά εδιάλεξε και βαδί­ζει, μοιραίως και αναγκαίως οδηγεί προς τα εκεί. Άλλωστε δια­λέγει συνήθως ο ίδιος τον θάνατόν του και την ώραν του, με την εσώψυχον πίστιν ότι δικαίωμά του απόλυτον είναι: Αν θέλης να γεννηθής και πότε θέλεις να γεννηθής, δεν εξαρτάτ’ από την συγκατάθεσίν σου· το να φύγης όμως από την Ζωήν και πότε να φύγης, αυτό αφήκεν ο Θεός εις την ιδικήν σου, την υπεύθυνον διαγνώμην. Και είναι βαρεία και δύσκολος αυτή η ευθύνη – δια τούτο και η ορμή προς αυτοσυντηρησίαν είναι τόσον ισχυρά.Αλλ’ εκούσιος ή ακούσιος ο θάνατος του ήρωος, είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι εξαφνικά σπα το δο­χείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει – και τρομάζουν οι δειλοί και ταπεινοί και φθονεροί. Οργή Κυρίου.

Ιωάννης Συκουτρής 


Το καλοκαίρι


Ὁ κόσμος λάμπει
σὰν ἕνα ἀστέρι,
βουνὰ καὶ κάμποι,
δένδρα, νερά,
γιορτάζουν πάλι,
καθὼς προβάλει
τὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!
Φωνοῦλες γέλια
φέρνει τ᾿ ἀγέρι
μέσ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἀμπέλια
τὰ καρπερά.
Παιδιὰ ἀγγελούδια
ψέλνουν τραγούδια
στὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!
Τὴν ὥρα τούτη
σκορπᾶ ἕνα χέρι
χάδια καὶ πλούτη,
κι ἡ γῆ φορᾶ,
σὰν μιὰ πορφύρα.
Ζωῆς πλημμύρα
τὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!
Ἡ φύσις πέρα
ὦ νέοι καὶ γέροι,
σὰ μιὰ μητέρα
μᾶς καρτερᾶ.
Ἡ φύσις ὅλη
σὰν περιβόλι
τὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!



                                              ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ   










Hλιακό ρολόι 2000 ετών βρέθηκε στην Λαοδίκεια



Ένα μαρμάρινο ηλιακό ρολόι 2000 της Ελληνιστικής εποχής ανακαλύφθηκε στην αρχαία πόλη της Λαοδικείας της Φρυγίας, στη σημερινή νότια Τουρκία. Με προσανατολισμό προς το νότο, το ηλιακό ρολόι δείχνει εποχές, μήνες και ώρες, δήλωσε ο Celal Şimşek, επικεφαλής αρχαιολόγος στο πανεπιστήμιο του Παμούκκαλε στο Ντενιζλί, ενώ αναφερόμενος σε αυτό το χαρακτήρισε "μοναδικό".Το ηλιακό ρολόι διακοσμείται με φυλλώματα και τα ονόματα των εποχών στα ελληνικά, αλλά λείπει η βελόνα της σκιάς, γνωστή ως γνώμονας.Γνωστή ως Λαοδίκεια η εν Φρυγία (στη Φρυγία) η αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, ήταν κτισμένη στο σημείο που ο ποταμός Λύκος συμβάλλει με τον ποταμό Μαίανδρο. Είναι το σημερινό Εσκί Ισάρ. Παλαιότερα ονομαζόταν Διόσπολις, "Πόλη του Δία" και μετά Ροαί. Λαοδίκεια ονομάσθηκε από τον Αντίοχο Β΄ προς τιμή της συζύγου του. Η πόλη καταστράφηκε από σεισμό το 66 π.Χ. και την ανοικοδόμησε ο Μάρκος Αυρήλιος. Η πόλη βρίσκεται σε λόφο ανάμεσα στις στενές κοιλάδες των μικρών ποταμών Ασωπού και Κάπρου, που εκβάλλουν τα νερά τους στον Λύκο.Ανάμεσα στα σπάνια, σε μεγάλο βαθμό διατηρημένα κτίρια της πόλης βρίσκονται το μεγαλύτερο αρχαίο στάδιο στη Μικρά Ασία, όπως επίσης θέατρο και αγορά.

Πηγἠ : The Archaeology News Network

Παιδί, το περιβόλι μου



Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.
Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι’ όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής!
Κι αν είναι
κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί ωργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό!.. Φωτιά ! Τσεκούρι !Τράβα !
ξεσπέρμεψέ το , χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’όλο την περιμένουμε, κι όλο κινάει για νάρθη,
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο περάσμα των κύκλων!
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα ναι απάνου απ' όλα
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ