Το Ολοκαύτωμα των Σουλιωτών στο Σέλτσο



22-23 Απριλίου 1804:

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΕΛΤΣΟΥ ανεκτίμητο μνημείο της ορθοδοξίας και Ιερός Τόπος της θυσίας των Σουλιωτών, έμελε άθελά της, να γίνει ο αιώνιος μάρτυρας της Ιστορίας. Άγνωστη για πολλούς, χτίστηκε το 1697...Είναι Αθωνικού τύπου, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται στον ορεινό όγκο των Άνω Ραδοβιζίων στο χείλος του βαράθρου της Γκούρας.Στα πόδια της κάτω, κυλάει ορμητικά ο θεοπόταμος Αχελώος η Άσπροπόταμος ,λες και βιάζεται να αλαργέψει γρήγορα από το στοιχειωμένο τούτο μέρος.Εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα στις 23 Απρίλη του 1804 ανήμερα του Αι-Γιώργη η ιστορία εμβρόντητη έβλεπε να χάνονται σε μιά μέρα, τρεις γενιές Μποτσαραίων Σουλιωτών. Εφτά χιλιάδες λυσσασμένα σκυλιά του Αλή Πασά μαζί με κάποιους αργυρώνητους εξωμότες αφορισμένους και προσκυνημένους στη δούλεψή του, ανάξιους αναφοράς, όρμισαν να τους κατασπαράξουν. Αφιονισμένοι και διψασμένοι για αίμα έσφαζαν με μίσος αλύπητα άντρες, γυναίκες γέρους ,παιδιά. Γέμισε ο τόπος κουφάρια.

Καμία αρχαία τραγωδία δεν μπορεί να παραστήσει αυτό το ασύλληπτο που συνέβη στο Σέλτσο. Χαλασμός!. θάνατος πέρα ως πέρα
Δρόμος διαφυγής δεν υπήρχε στον αδιάβατο και απόκοσμο τούτο τόπο.Παγίδα θανάτου έσφιγγε γύρω τους.Πολεμοφόδια και τρόφιμα ούτε για δίμηνο. Και που να στεγάσει το άμοιρο Σέλτσο 1.300 ψυχές.Ούτε για 500 δεν έφτανε.Οι άμοιροι Σουλιώτες! Περίπτωση συμβιβασμού και συμφωνίας με τον άπιστο Αλή δεν υπήρχε πλέον.Το ανήμερο θεριό βάλθηκε να τους ξεπαστρέψει.Ν’αφανίσει το γένος τους ολάκερο.Σχεδόν, τα κατάφερε.Δεν υπέταξε όμως ποτέ την αδούλωτη ψυχή τους.Αυτή θα ξαναφτερούγιζε πάλι στο Σούλι.Τους ξέφυγαν μόνο οι ηρωικές Σουλιώτισσες όσες γλύτωσαν απ’το λεπίδι τους.Εκεί μπροστά στα μάτια τους, αφού τους πολέμησαν αντριωμένα, 250 και πλέον τον αριθμό, γυναίκες, μάνες και παιδιά όπως ήταν φώναξαν όλες μαζί «θάνατος» και όρμισαν χωρίς δεύτερη σκέψη, από τον «Πέτακα» προς το απύθμενο βάραθρο της Γκούρας πίσω από τη Μονή σχεδόν τρέχοντας, λες και διαβαίναν ρυάκι. Σήμερα ακόμη αν θελήσεις να κοιτάξεις στο βάθος του, σε καταλαμβάνει ζάλη και δέος.

Χρ. Καπερώνης