Γιάννης Αγιάννης, ο ήρωας του Β. ΟΥΓΚΩ



Οι γονείς του ήταν φτωχοί.Δεν είχε μάθει γράμματα. Κι όταν μεγάλωσε, έγινε κλαδευτής. Ο χαρακτήρας τους ήταν μάλλον μελαγχολικός. Έμεινε ορφανός από πολύ μικρός. Είχε μόνο μια χήρα αδερφή, μεγαλύτερή του, με εφτά παιδιά. Στο σπίτι της φιλοξενήθηκε όσο ζούσε ο άντρας της. Μα τον έχασε κάποια μέρα, κι από τότε ο Γιάννης Αγιάννης, που δεν ήταν είκοσι πέντε χρονών, ανέλαβε δυσφορώντας καθήκοντα οικογενειάρχη. Δούλευε σκληρά κι έβγαζε ελάχιστα. Το βράδυ γύριζε αμίλητος, ξεθεωμένος από την κούραση. Φυσικά, δούλευε και η αδερφή του. Μα πώς να τα βγάλουν πέρα με εφτά παιδιά;Το χειμώνα έμεινε άνεργος. Πεινούσαν. Ήταν Κυριακή βράδυ κι ο φούρναρης της γειτονιάς ετοιμαζόταν να πέσει στο κρεβάτι του, όταν ακούει κρότο από τζάμια που σπάνε.Κάποιο χτύπησε τη γυάλινη βιτρίνα κι άρπαξε ψωμί. Κυνήγησε τον κλέφτη και τον έπιασε. Την κλεψιά την έκανε ο Γιάννης Αγιάννης. Πιάστηκε,δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή. Του φόρτωσαν κλοπή, διάρρηξη και παράνομη οπλοφορία, γιατί έβγαινε κυνήγι, ενώ απαγορευόταν. Με την αλυσίδα στα πόδια, δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όσα γίνονταν γύρω του. Μετά έκλαψε. Τα δάκρυα κυλούσαν καυτά στα μάγουλά του. Η φωνή του μόλις ακουγόταν να λέει:

-Ήμουν κλαδευτής στη Φαβερόλ

Κι έδειχνε με το χέρι πως δούλευε για εφτά ανήλικα.Είκοσι εφτά ολόκληρες μέρες ταξίδεψε με κάρο και με την αλυσίδα στο λαιμό. Τα περασμένα έσβησαν πια. Τώρα ήταν ο κατάδικος 24601 με την κόκκινη καζάκα. Τι θα γινόταν η αδερφή του με εφτά κουτσούβελα; Πώς θα τα βόλευε ολομόναχη; Α, θα τους κατάπινε το σκοτάδι, όπως κάθε απροστάτευτο φτωχό.Μα, ύστερα από τέσσερα χρόνια, έτυχε ν’ ακούσει κάτι για τη δύστυχη την αδερφή του. Ένας γνωστός τους την είδε, λέει, στο Παρίσι. Μαζί της είχε μονάχα το ένα παιδί. Τι να απέγιναν τα άλλα; Δούλευε σε τυπογραφείο από τις έξι το πρωί. Και το παιδί, για να πάει στο σχολείο,περίμενε, χειμώνα καιρό, μια ώρα στην αυλή, μέχρι να φτάσει εφτά, γιατί έφευγε με τη μητέρα του. Δεν ήθελαν το μικρό στο τυπογραφείο. Το έβρισκαν ενοχλητικό. Κι εκείνο, ξεπαγιασμένο, νυσταγμένο, καθόταν στις πέτρες κι αποκοιμιόταν πολλές φορές πάνω στο καλαθάκι του. Με τη βροχή ήταν πιο τυχερό. Το λυπόταν η γριά θυρωρός και το μάζευε στη γυμνή της καμαρούλα. Εκεί ζεσταινόταν λίγο δίπλα στη γάτα και το ‘παιρνε ο ύπνος. Μόλις άνοιγε το σχολείο, στις εφτά, ο μικρούλης έμπαινε μέσα.Ο Γιάννης Αγιάννης έμαθε τούτα τα θλιβερά νέα και του φάνηκε για μια στιγμή, αστραπιαία, σαν ν’ άνοιξε με ορμή κάποιο παράθυρο στη μοίρα των αγαπημένων του εκείνων ανθρώπων. Και μετά όλα ξανάκλεισαν μονομιάς. Έκτοτε δεν έμαθε τίποτα για τους δικούς του. Ούτε τους ξαναείδε ποτέ.
Όταν κόντευε να συμπληρωθεί η τέταρτη χρονιά της φυλάκισής του, ο Γιάννης Αγιάννης, όπως και τόσοι άλλοι κατάδικοι, δραπέτευσε. Τον βοήθησαν σ’ αυτό σύντροφοί του. Πώς μπορούσε να μείνει πιο πολύ στο μαρτυρικό εκείνο μέρος;Τον έπιασαν προς το βράδυ της δεύτερη μέρας. Ήταν νηστικός κι άυπνος 36 έξι ολόκληρες ώρες.Τον καταδίκασαν για τη δραπέτευση αυτή άλλα τρία χρόνια. Μόλις έφτασε στον έκτο χρόνο, ήρθε η σειρά του να ξαναδραπετεύσει. Δεν το πέτυχε. Τον ανακάλυψαν νύχτα, κρυμμένο μέσα σ’ ένα μισοτελειωμένο πλοίο. Θέλησε ν’ αντισταθεί. Του έβαλαν άλλα πέντε χρόνια κάτεργο, για αντίσταση κατά της Αρχής και δραπέτευση. Δέθηκε με διπλή αλυσίδα. Τα χρόνια της καταδίκης έγιναν δεκατρία.Η σειρά του ήρθε πάλι το δέκατο χρόνο.Ξανάκανε απόπειρα. Αποτυχία άλλη μια φορά.Καινούρια καταδίκη, τρία χρόνια τώρα. Δεκαέξι όλα μαζί. Όταν πλησίασε στο δέκατο τρίτο χρόνο θέλησε, φαίνεται, να ξανακάνει τα ίδια. Τον έπιασαν τέσσερις ώρες αργότερα και του φόρτωσαν άλλα τρία χρόνια.

Η καταδίκη του, συνολικά, έφτασε τα δεκαεφτά χρόνια.
Αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 1815.
Όλη αυτή η τραγωδία είχε αρχίσει από την κλεψιά ενός ψωμιού.Τότε οι τέσσερις κλεψιές στις πέντε γίνονται από πείνα. Μπήκε στο κάτεργο αναστενάζοντας και κλαίγοντας ο Γιάννης Αγιάννης, και βγήκε απ’ αυτό απόλυτα απαθής.Μπήκε με ψυχικό σπαραγμό και βγήκε με την καρδιά του πιο σκληρή κι από πέτρα.


Ο Γιάννης Αγιάννης ο ήρωας του Β. ΟΥΓΚΩ στους "Αθλιους" συνελήφθη και ρίχτηκε στο κάτεργο στα 1796, επειδή έσπασε ένα τζάμι και άρπαξε ένα ψωμί.Η κλοπή ενός ψωμιού ως αρχή της καταστροφής.Η ανάγκη σήμερα το ίδιο.Αφορμή; Η πείνα.Ο Γιάννης Αγιάννης μπήκε στο κάτεργο κλαίγοντας και βαρυγγομώντας.Μπήκε απελπισμένος.Ητανε άνθρωπος αμόρφωτος όχι όμως ηλίθιος.Αναγκάστηκε να προβεί σε αυτή την πράξη.Ανεγνώρισε πως δεν ήταν αθώος. Παραδέχθηκε πως είχε κάνει μια αξιόμεμπτη πράξη, ότι αν ζητούσε εκείνο το ψωμί που είχε αρπάξει, ίσως δεν θα του το αρνιόνταν· ότι, οπωσδήποτε ήτανε προτιμότερο να περιμενει."Μπορώ όμως να περιμένω όταν πεινάω;" .Αυτή είναι η ερώτηση.Μήπως παλι θα πει κάποιος, χρειαζότανε υπομονή κι ότι ήτανε τρέλα το να θελήσει ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, να πιάσει την κοινωνία ολόκληρη από το λαιμό και να φαντασθεί ότι γλιτώνει κανείς από την φτώχεια με την κλεψιά ανοίγοντας ταυτόχρονα την πόρτα απ την οποία μπαίνει κανείς στην ατιμία;Έπειτα, αν αυτός ήταν ο μόνος φταίχτης στην ιστορία αυτή.Αν πρώτα πρώτα, δεν ήτανε πράγμα σοβαρό το να του λείψει η δουλειά.Το να του λείψει το ψωμί.Η κοινωνία θα έπρεπε να τα προσέχει αυτά τα πράγματα, γιατί αυτή η ίδια τα δημιουργεί

Κι όμως.Εκανε μεγαλύτερη κατάχρηση ο νόμος στην ποινή, παρ' όση ο ένοχος στο φταίξιμο. Αν ο ζυγός, με τον οποίον ζυγίζεται το δίκαιο, έχει τις πλάστιγγες ισόρροπες.Η ανθρώπινη κοινωνία έχει το δικαίωμα να εξαναγκάζει τα μέλη της να υπομένουν, στη μια περίπτωση την παράλογη απρονοησία της, στην άλλη δε την άσπλαγχνη πρόνοιά της, και να φυλακίζει για πάντα ένα φτωχό άνθρωπο, ανάμεσα σε μια έλλειψή της και σε μιαν υπερβολή της.Και δεν είναι και τοσο κακό σε εκείνα τα μέλη της που τους έτυχε ο μικρότερος κλήρος στην από τύχη γενόμενη μοιρασιά των αγαθών να τα θεωρεί πιο πολύ άξια επιεικειας
Το συμπέρασμα είναι ότι η τιμωρία του δεν ήτανε μεν αδικία, αλλά ήταν καθαρή απανθρωπία.Γιατί ο Γιάννης Αγιάννης αισθανότανε μέσα του αγανάκτηση.Άλλωστε η ανθρώπινη κοινωνία μόνο κακό του είχε προξενήσει.Ποτέ δεν είδε απ' αυτήν άλλο απ' το οργισμένο της πρόσωπο, που ονομάζοντάς το Δικαιοσύνη το δείχνει σ' όσους χτυπάει.Και συνήθως αυτοί είναι οι φτωχοί και οι δυστυχισμένοι σαν αυτόν.Ο κάθε σύγχρονος Γιάννης Αγιάννης είναι κι αυτός ενας φτωχός χριστιανός που κυνηγιεται και καταδικάζεται απο ένα άδικο και απάνθρωπο σύστημα.Κι αυτό πρέπει ολοι μας να το προσέξουμε και να μην το ξεχνάμε.Δεν είναι τυχαίο πως ''οι Αθλιοι'' είναι το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο ύστερα από την Αγία Γραφή.