26 Φεβρουαρίου 1967 Τέλεσα σήμερα την τελευταία Θεία Λειτουργία. Αμέσως μετά παρέδωσα τα κλειδιά του ναού στην οργάνωση νεολαίας του χωριού".Το ημερολόγιο του ιερέα Μιχάλη Μπάρκα, από το χωριό Δόβριστα του Αργυροκάστρου, που παρέδωσαν το 1998 στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο τα παιδιά του, αφού ο ίδιος δεν ζει πλέον, δεν ήταν ένα συνηθισμένο τετράδιο. Ηταν το ευαγγέλιο της εκκλησίας των Ταξιαρχών όπου ο παπα-Μιχάλης ιερουργούσε μέχρις ότου το καθεστώς Χότζα την κλείσει και τη μετατρέψει σε αποθήκη. Εκεί πρόλαβε και κατέγραψε τις τελευταίες του ώρες ως ιερέα.Το 1967 ήταν η πιο μαύρη χρονιά για τους πιστούς, χριστιανούς στην Αλβανία του Χότζα. Σηματοδότησε την κορύφωση του «πολέμου κατά της θρησκείας», που είχε ξεκινήσει από την εγκαθίδρυσή της το 1945 η κομμουνιστική δικτατορία. Χριστιανικές εκκλησίες, ορθόδοξες και καθολικές, μετατράπηκαν σε αποθήκες, στάβλους και «πολιτιστικά κέντρα» ή κατεδαφίστηκαν, μοναστήρια λεηλατήθηκαν και έγιναν στρατώνες, κάθε θρησκευτική δραστηριότητα απαγορεύτηκε, ο αθεϊσμός κατοχυρώθηκε συνταγματικά, ιερωμένοι δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή εξευτελίστηκαν, επί σχεδόν 30 χρόνια.Μαρτυρίες χριστιανών που βίωσαν τον απόλυτο διωγμό, συζητήσεις του Χότζα με τον Στάλιν για το «θρησκευτικό ζήτημα», την ντιρεκτίβα του δικτάτορα προς τις κομματικές οργανώσεις για το πώς θα σχεδιάσουν και θα υλοποιήσουν το ξερίζωμα της θρησκείας από τον πληθυσμό, αλλά και τη σχέση του διωγμού με την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, φέρνει στο φως η «Κ», με αφορμή την επίσκεψη, σήμερα, του Πάπα Φραγκίσκου στα Τίρανα, για να επιβραβεύσει την καρτερία των πιστών της Αλβανίας. Με την άνοδο των κομμουνιστών στην εξουσία, το ’44, ο Χότζα έθεσε στο στόχαστρο και τη θρησκευτική πίστη των ανθρώπων. Στην αρχή ακολούθησε πιστά το «σοβιετικό μοντέλο», επιβάλλοντας στην εκκλησιαστική ιεραρχία πειθήνια όργανά του. Ο «θείος Στάλιν», όπως φαίνεται από τα γραφόμενα του Χότζα στο βιβλίο του «Με τον Στάλιν», φρόντιζε να τον συγκρατεί, διότι ήξερε καλά πως η νεόκοπη εξουσία του θα ερχόταν αντιμέτωπη με το μεγάλο μέρος του πληθυσμού και αυτό δεν συνέφερε. «Εχεις πολλούς χριστιανούς; με ρώτησε ο σύντροφος Στάλιν. Να μη φοβάσαι τους ορθόδοξους, δεν είναι φανατικοί, να φοβάσαι τους καθολικούς γιατί έχουν πίσω τους το Βατικανό». Και αναφερόμενος σε μια άλλη συνάντησή τους στη Μόσχα λέει: «Μην παίρνεις μέτρα. Η θρησκεία έχει βαθιές ρίζες στη συνείδηση και την ψυχολογία του λαού, θα έχεις προβλήματα, μου συνέστησε».
Οταν όμως ο Στάλιν εξέλιπε και οι «συνθήκες ωρίμασαν», ο Χότζα έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο αφανισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων. Η στροφή προς το Πεκίνο είχε γίνει και σε αυτές τι συνθήκες ο Χότζα αποφασίζει το 1967 να «θεραπεύσει» τους «δηλητηριασμένους», όπως αποκαλούσε τους πιστούς των θρησκευτικών δογμάτων. Πώς; Με επιστολή της Κεντρικής Επιτροπής προς τις κομματικές επιτροπές στις 27 Φεβρουαρίου του 1967, δίνονται οι κατευθύνσεις για το μεγάλο πογκρόμ. Το έργο θα επωμισθούν οι οργανώσεις της νεολαίας και του κόμματος, αλλά και η ελεγχόμενη από το καθεστώς «εκκλησιαστική» ιεραρχία. Κομματικοί εγκάθετοι -στον Νότο ήταν Ελληνες μειονοτικοί- διέτρεχαν πόλεις και χωριά υποχρεώνοντας παπάδες να ξυριστούν, να πετάξουν τα ράσα, να γίνουν «καλοί πολίτες». Οσοι τολμούσαν να αντιδράσουν τους «έτρωγε το σκοτάδι». Ναοί και μοναστήρια, που δεν κρίνονταν χρήσιμα για άλλους σκοπούς κατεδαφίζονταν, εικόνες και εκκλησιαστικά βιβλία ρίχνονταν στη πυρά ή διοχετεύονταν προς λαθρεμπορία στο εξωτερικό, κάποια εξ αυτών συγκεντρώθηκαν σ’ ένα μουσείο στην Κορυτσά, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ασκήσουν κρυφά και με κίνδυνο της ζωής τους κάποια από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.Στο χωριό Δρυμάδες, ο παπα-Δημήτρης, ξυρισμένος και χωρίς το ράσο πλέον, έκανε κρυφά βαφτίσια σε σπίτια. «Την εκκλησία του Αη Σπυρίδωνα την μετέτρεψαν σε αποθήκη σιταριού του συνεταιρισμού», λέει στην «Κ» ο σημερινός ιερέας του χωριού πατήρ Ευθύμιος, γιος του παπα-Δημήτρη. «Παραμονή που θα κλείδωναν το ναό μπήκα τα μεσάνυχτα κρυφά και πήρα την εικόνα του Αη Σπυρίδωνα και τον παλιό επιτάφιο και τα έκρυψα. Αν μ έπιαναν θα με σκότωναν. Η ζωή μας έγινε στη συνέχει μαρτύριο. Παρακολουθούσαν διαρκώς το σπίτι για να δουν ποιος μπαίνει και μήπως γίνονται κρυφά Λειτουργίες. Ο πατέρας μου έκανε πολλά βαφτίσια σε σπίτια και μνημόσυνα σε νεκροταφεία, με τον φόβο μήπως τον προδώσει κάποιος, αλλά τον προστάτευαν οι χωριανοί»Ο παπα-Ζούλας, ιερέας στο χωριό Τεριχάτες στην Κάτω Δρόπολη, αναγκαζόταν, όπως ανέφερε στην «Κ» η κόρη του Αρετή, να βγαίνει μεταμφιεσμένος σε μαυροφορεμένη γυναίκα για να πηγαίνει μαζί με άλλες σε νεκροταφεία να κάνει τρισάγιο.Ενα από τα πιο γνωστά μοναστήρια, αυτό του Αγίου Βλασίου στο Δυρράχιο εκθεμελιώθηκε από «νεολαίους» του κόμματος έπειτα από μια συνδιάσκεψη που έκαναν στους χώρους του, πολλά χριστιανικά κτίσματα που είχαν χαρακτηριστεί μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς γκρεμίστηκαν, μοναδικά εκκλησιαστικά κειμήλια εκλάπησαν, η θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων ισοπεδώθηκε, μια ολόκληρη γενιά, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έπεσε το σύστημα Χότζα, εμφανίστηκε «άγραφο χαρτί» ως προς τη θρησκευτική της πίστη.
Με την οριστική κατάργηση της θρησκείας καταργήθηκε όπως ήταν φυσικό και το επάγγελμα του ιερέα. Το χοτζικό κράτος εξασφάλισε δουλειά σε όλους εκείνους τους ιερείς που δεν είχαν συμπληρώσει το κατάλληλο όριο συνταξιοδότησης και που είχαν επιδείξει μια σχετικά καλή και αδιάφορη συμπεριφορά στις κρατικές μεταρρυθμίσεις.Στους υπόλοιπους εναπομείναντες δεν χρειάστηκε εύρεση εργασίας καθώς ήταν ένας πολύ μικρός αριθμός, που σταδιακά στους πρώτους μήνες βρέθηκε κάποια κατηγορία, είτε για να εξοριστούν σε κέντρα καταναγκαστικής εργασίας, είτε να φυλακιστούν.Να σημειωθεί όμως, πως και οι αντιδράσεις των κληρικών ήταν ποικίλες και διαφορετικές. Μια μερίδα δεν αντέδρασε καθόλου και δέχθηκε παθητικά τις μεταρρυθμίσεις, ένα μικρό μέρος ενώθηκε με τις καθεστωτικές δυνάμεις και βοήθησε στην αντιθρησκευτική εκστρατεία και φυσικά ένα μέρος που αντέδρασε και προσπάθησε να εμποδίσει την καταστροφή, με κάθε δυνατό μέσο και τιμωρήθηκε παραδειγματικά.Εξυπακούεται πως Αλβανία:οι αντιδραστικοί και οι αντιφρονούντες τιμωρήθηκαν με διαφορετικούς τρόπους από τις κρατικές υπηρεσίες και τις δυνάμεις καταστολής.Δεκάδες κληρικοί όλων των θρησκειών ξυρίστηκαν δημόσια από τους ερυθρούς φρουρούς του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας, που αντέγραφαν την πολιτιστική επανάσταση του Μάο Τσε Τουνγκ, ενώ άλλοι διασύρθηκαν, ταπεινώθηκαν και βασανίστηκαν. Την εκδικητική συμπεριφορά απέναντι στους κληρικούς μαρτυρούν οι συνθήκες παραδειγματικής τιμωρίας τους.Για παράδειγμα, κατά την μεταφορά τους προς τα κέντρα έκτισης της ποινής τους, το όχημα που τους μετέφερε, εσκεμμένα πήγαινε αργά για να τους διασύρει παραδειγματικά σε όλη την κοινωνία.Ο κόσμος υποχρεωνόταν να σχηματίσει ουρές γύρω από τους κεντρικούς δρόμους, μερικοί κοιτούσαν σαστισμένοι γεμάτοι λύπη, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι και μερικοί άλλοι,κυρίως φανατισμένοι οπαδοί του Χότζα, βροντοφώναζαν προσβολές και συνέχιζαν τους εξευτελισμούς.
Το 1929 αναδείχθηκε Μητροπολίτης Κορυτσάς ο κατά κόσμον Σωτήριος Κίσσης που γεννήθηκε το 1882 στα Βελέγραδα (σημερινό Βεράτι της Αλβανίας).Στις 3 Απριλίου 1937 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αλβανίας. Στις 25 Δεκεμβρίου 1948 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το Κομμουνιστικό καθεστώς της Αλβανίας και τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό. Βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του (δηλητηριασμένος) στις 17 Ιουνίου 1958. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον αναγνώριζε ως Κανονικό Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Αλβανίας μέχρι την κοίμησή του.Παρά τα δεινά στις ψυχές πολλών ανθρώπων, ωστόσο, σιγόκαιγε το καντήλι της πίστης, τη φλόγα της οποίας προσπαθούσαν σε συνθήκες τρόμου να μεταλαμπαδεύσουν στους νεότερους. «Το πρώτο πράγμα που ζητούσαν οι άνθρωποι όταν έπεσαν τα σύνορα και πήγαιναν στην Ελλάδα ήταν να κοινωνήσουν»