Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος ἔχουμε μιά μεγάλη στρατιά μαρτύρων πού δίνουν τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί ὑπομένουν μαρτύρια καί θάνατο στά ἀθεϊστικά καθεστῶτα. Στήν πατρίδα μας κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου ἔχουμε ἄνω τῶν 250 κληρικούς πού μαρτύρησαν γιά τό Χριστό, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων μέ φρικτά βασανιστήρια.
Ἐφέτος στίς 13 Ἀπριλίου 2020 συμπληρώνονται 73 χρόνια ἀπό τό μαρτύριο ὄχι ἑνός ἐσταυρωμένου μοναχοῦ, ἀλλά ἑνός ἐσταυρωμένου ἱερέως, τοῦ ἱερομάρτυρος Γεωργίου Σκρέκα στό Νεραϊδοχώρι Τρικάλων. Ὁ θαυμαστός αὐτός μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ γεννήθηκε στή Μεγάρχη Τρικάλων τό 1910. Τέλειωσε τό Δημοτικό σχολεῖο καί τό ἑλληνικό σχολεῖο. Εννιά χρόνια ἦσαν τότε οἱ ἐγκύκλιες σπουδές. Πηγαίνει στό στρατό καί στή συνέχεια ἐπιστρέφοντας στό χωριό του ἐπιδίδεται σέ ἀγροτικές ἐργασίες. Ὅμως μέσα του τόν κατατρώγει ἡ ἐπιθυμία νά προσφέρει τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ, νά γίνει ἱερεύς. Σέ ἡλικία 23 ἐτῶν νυμφεύεται ἕνα καλό καί ἁγνό κορίτσι ἀπό τό χωριό του τήν Ευθυμία Ντούμα μέ τήν ὁποία ἔκανε 6 παιδιά. Τὀ 1938 σέ ἠλικία 28 ἐτῶν ἔχοντας ἤδη φοιτήσει σέ κάποιο σύντομο ἱερατικό σεμινάριο, ὅπου μέ ζῆλο καταρτίσθηκε γιά τό μεγάλο ἔργο τῆς ἱερατικῆς διακονίας, χειροτονεῖται διάκονος στήν ἱερά Μονή ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων καί δύο μέρες ἀργότερα πρεσβύτερος. Τοποθετεῖται γιά λίγο ὡς ἐφημέριος στά χωριά Νικλίτσι καί Κρανιά Καλαμπάκας καί τό 1941 ὅταν δημιουργήθηκε κενό στή Μεγάρχη, τό χωριό του, τοποθετεῖται ἐκεῖ ὡς μονιμος ἐφημέριος στόν παλαιό ναό Ἀναλήψεως, ὅπου παραμένει μέχρι τό μαρτύριό του.
Σεμνός καί πιστός στό ἱερατικό του καθῆκον ὁ π. Γεώργιος ὑπηρέτησε τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς του συγχωριανούς μέ συνέπεια κατά τή γερμανική κατοχή καί στή συνέχεια κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου. Πάθη καί μίση φοβερά ἐγκλήματα ἦταν τά χαρακτηριστικά τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἀδέλφια καί γονεῖς φονεύονταν μεταξύ τους. Δυό φορές οἱ ἀριστεροί ἀντάρτες συνέλαβαν τόν παπα-Γιώργη, ἀλλά καί τίς δυό φορές γλύτωσε. Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ συνεφημέριος του εἶχε συνταχθεῖ μέ τους ἀθέους. Ὁ π. Γεώργιος ἔμεινε μακριά ἀπό τά κομματικά μίση, παράδειγμα καλοσύνης, ἀγάπης, ἀλλά καί πιστότητος στό καθῆκον του. Εἶχε γράψει σέ κάποιον θεῖο του : «Ἡ κατάσταση ἐδῶ στό χωριό, θεῖε μου, εἶναι πολύ δύσκολη. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἀποφασισμένος νά μείνω ἐδῶ μέχρι τέλους καί νά ἐκπληρώσω τό ἔργο πού μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, ὁσονδήποτε ἐπικίνδυνο καί ἄν εἶναι». Μέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο τῆς διακονίας του, χωρίς νά λογαριάζει τήν ἀσφάλεια τή δική του καί τῆς οἰκογενείας του, φιλοξενοῦσε στό σπίτι του τούς πάντες. Ὅπως ἔλεγε ἡ πρεσβυτέρα του «στό σπίτι μας ὅλοι χωροῦσαν. Καλοί, κακοί, φίλοι, έχθροί.Οἱ φιλοξενούμενοι γιά μᾶς ἦταν ἱερά πρόσωπα». Συνέβη κάποτε νά φιλοξενοῦν ἀξιωματικούς τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ στό πάνω πάτωμα καί κάτω ἀντάρτες. Ὁ π. Γεώργιος ὅλους τούς εὐεργετοῦσε ἀκόμη καί τόν ἀποστάτη συνεφημέριο του, πού τοῦ ἔστελνε τό μισθό του στό βουνό ὅπου κρυβόταν. Ἀλλά ὅπως συνέβη καί μέ τόν Κύριό μας συνεργείᾳ τοῦ Σατανᾶ, οἱ ἄθεοι φθόνησαν καί μίσησαν τόν ἀγαθό ἱερέα τοῦ Ὑψίστου.
Ξαφνικά κάποιο θεϊκό σημάδι τάραξε τό χωριό τῆς Μεγάρχης. Τήν παραμονή τοῦ Ευαγγελισμου 1947 οἱ καμπάνες καλοῦσαν τό λαό τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία τῆς ἀναλήψεως νά δοῦν ἕνα θαῦμα. Οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας δάκρυζαν. Ἕνας εὐλαβής χριστιανός ὀνόματι Ξυδᾶς γύριζε στό χωριό καί ἔδειχνε τό μουσκεμένο μαντήλι μέ τό ὁποῖο σκούπιζε τίς δακρυσμένες εἰκόνες. Σημεῖο φοβερό πού προμήνυε τά πάθη καί τά μαρτύρια τοῦ ἱερέως πού θά ἀκολουθοῦσαν. Ὁ ἱερεύς Γεώργιος ἔνιωθε τή δοκιμασία νά πλησιάζει. Στίς 27 Μαρτίου ἦταν ἡ τελευταία φορά πού συνέφαγε μέ τήν οἰκογένειά του, ἀλλά καί ἄλλους στενούς συγγενεῖς του δίνοντάς τους τίς τελευταῖες συμβουλές καί νουθεσίες, προπάντων γιά τήν ἀγάπη πού ἔπρεπε νά ἔχουν μεταξύ τους. Τό βράδυ 27 πρός 28 Μαρτίου οἱ ἀντάρτες σάν ἄγρια θηρία ὅρμησαν νά συλλάβουν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τούς ὑποδέχτηκε μέ καλοσύνη : «Ὁρίστε, ἐλᾶτε παιδιά κοπιάστε, περάστε μέσα» . Πρός στιγμή τά χάνουν, ἀλλά στή συνέχεια τόν συλλαμβάνουν μέ βρισιές καί βλαστήμιες. Τόν χώνουν στό σταῦλο καί ἀρχίζουν νά τόν δέρνουν και νά τόν βασανίζουν μέσα στό σκοτάδι. Ματαια προσπαθοῦσε ἡ πρεσβυτέρα του νά τόν βοηθήσει. Οἱ ἄθεοι ἅρπαξαν ὅλα τά ζῶα τῆς οἰκογένειας, ὅλα τά τρόφιμα καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε κάποια ἀξία. Κάποιος ἀντάρτης ἔδεσε τόν ἱερέα πίσω ἀπό τό ἄλογό του καί τόν ἔσερνε ματωμένο καί ντυμένο μόνο μέ τή φανέλα καί τό σχισμένο παντελόνι του στούς τραχεῖς δρόμους τοῦ χωριοῦ.
Στή συνέχεια τόν πέρασαν ἀπό τά χωριά, Γοργογύριο, Τύρνα, Ξυλοπάρικο. Ἀπό τόν παπᾶ τοῦ Γοργογυρίου ἔχουμε τά τελευταῖα λόγια τοῦ ἱερομάρτυρος. Εἶπε στόν ἱερέα : « Ὅ,τι μοῦ ζητησαν τούς τό ἔδωσα.Τώρα ἀφοῦ πῆραν καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε ἀπομείνει, πῆραν καί μένα. Τό μόνο κακό πού τούς ἔκανα ἦταν ὅτι δέν πήγαινα μαζί τους. Προσευχήσου καί σύ μαζί μου νά εἶναι τό τέλος μου σύντομο, μέ μιά σφαῖρα στό κεφάλι ὄχι μέ βασανιστήρια». Συμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία[1] πρόσθεσε : «Ὁ Θεός γνωρίζει τί θά ἀπογίνω. Ἐάν διά τοῦ μαρτυρίου μέ καλεῖ πλησίον Του, ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά Του, τό θέλημά Του ἄς γίνει». Βλέποντας δέ τήν πρεσβυτέρα του ἀπό μακριά τῆς εἶπε : «Ἐδὼ εἶσαι καί σύ παπαδιά; Ἔλπιζε εἰς τόν Θεόν. Ἐκεῖνος διευθύνει, ὑπομονή» Τέλος ἔφθασαν στό κρησφύγετό τους, στό Νεραϊδοχώρι τῆς Πίνδου. Ἐκεῖ ἀπό τίς 29 Μαρτίου μέχρι τή Μεγάλη Παρασκευή 11 Ἀπριλίου 1947, δεκατρεῖς μέρες τόν βασάνιζαν. Κάποιες ἀντάρισσες τοῦ ἔλεγαν : «Γιατί δέν προσεύχεσαι στόν Χριστό νά ἔλθει νά σέ σώσει;» Τέλος τοῦ εἶπαν : «Ἐσένα πού πιστεύεις στόν Χριστό θά σέ σταυρώσουμε σάν Ἐκεῖνον τήν ἴδια ἡμέρα». Πρίν τόν σταυρώσουν, προσπάθησαν νά τοῦ δώσουν γάλα, ἀλλά ἐκεῖνος τέτοια μέρα τό ἀρνήθηκε. Ἔτσι τή Μ. Παρασκευή 11 Ἀπριλίου τόν σταύρωσαν σέ ἕνα ἔλατο πού εἶχε σχῆμα σταυροῦ. Τοῦ τρύπησαν μέ λόγχη τή δεξιά του πλευρά, ἄνοιξαν πληγές στό μέτωπο καί στό κεφάλι του μέ περόνια ἤ σφαῖρες, τοῦ ἔβγαλαν μάτια. Ἐτσι παρέδωσε ὁ παπα-Γιώργης τήν ἁγία του ψυχή στό Θεό. Τό Πάσχα ὁ παπα-Γιώργης πανηγύριζε στόν οὐρανό.
Τό σῶμα του τό πέταξαν ἄταφο σέ μιά ρεματιά ὅπου ἔτρεχε ἕνα ρυάκι. Ἕνας ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ βρῆκε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος, τό τύλιξε σέ μιά κουβέρτα καθαρή καί τό μετέφεραν στό κοιμητήριο τοῦ Νεραϊδοχωρίου. Τό κατέβασαν στό τάφο μέ ἕνα πρόχειρο φέρετρο, ἀλλά πρίν τό σκεπάσουν μέ χῶμα κατέφθασαν συγγενεῖς του. Μέ δάκρυα τό παρέλαβαν καί τό μετέφεραν στά Τρίκαλα. Ἐκεῖ ἔντυσαν μέ ροῦχα καί ράσα τό γυμνό μαρτυρικό του σῶμα. Ἀκολούθησε πόνος, θρῆνος. Ἡ πρεσβυτέρα ἀντίκρυσε μέ πόνο τόν παπᾶ της χωρίς μάτια μέ τρυπημένα χέρια καί πόδια γδαρμένα μέ κονσέρβες καί μέ τρύπες στό κεφάλι ἀπό τίς σφαῖρες. Στήν Επίσκεψη Τρικάλων ἀποτέθηκε τό Ἅγιο λείψανο. Γιά δυό μέρες χιλιάδες λαός πέρασε νά τό προσκυνήσει. Ἀμέτρητος ὁ κόσμος στήν κηδεία. Οἱ παπάδες σήκωσαν θριαμβευτικά, μέ ἐνθουσιασμό τό φέρετρο καθώς μετέφεραν τόν νικητή τῆς ἀθεΐας, τῶν δαιμόνων καί τοῦ θανάτου. Ἐναλλάξ τόν μετέφεραν μέχρι τό πρῶτο νεκροταφεῖο Τρικάλων. Ὁ μητροπολίτης Τρίκκης Χερουβείμ ξεκίνησε τόν ἐπικήδειο μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω». Ἀργότερα στήν ἀναφορά του πρός τήν Ἱ. Σύνοδο ἔγραψε: «Δέν παραλείπομεν δέ νά γνωρίσωμεν τῇ Ἱ. Συνόδῳ ὅτι πρόκειται περί Ἱερέως ὅστις ἀπετέλει τό σέμνωμα τῆς ἱερωσύνης ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἡμῶν, διότι οὐδεμιᾶς ἀρετῆς ἐστερεῖτο». Ὅταν σήκωσαν τό φέρετρο μέ τό ἱερό λείψανο μιά ἄρρητη εὐωδία πλημμύρισε τόσο ὅσους ἦσαν κοντά, ἀλλά καί ὅσους ἀκολουθοῦσαν από μακριά. Ἡ ἴδια εὐωδία ἁπλώθηκε καί κατά τήν ἐκταφή τοῦ μαρτυρικοῦ λειψάνου. Τότε οἱ παριστάμενοι ὅρμησαν νά πάρουν ὁτιδήποτε, σάν εὐλογία. Ἔστω ἕνα κομματάκι ἀπό τά ἄμφια τοῦ ἁγίου.
https://www.impantokratoros.gr/
Σεμνός καί πιστός στό ἱερατικό του καθῆκον ὁ π. Γεώργιος ὑπηρέτησε τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς του συγχωριανούς μέ συνέπεια κατά τή γερμανική κατοχή καί στή συνέχεια κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου. Πάθη καί μίση φοβερά ἐγκλήματα ἦταν τά χαρακτηριστικά τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἀδέλφια καί γονεῖς φονεύονταν μεταξύ τους. Δυό φορές οἱ ἀριστεροί ἀντάρτες συνέλαβαν τόν παπα-Γιώργη, ἀλλά καί τίς δυό φορές γλύτωσε. Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ συνεφημέριος του εἶχε συνταχθεῖ μέ τους ἀθέους. Ὁ π. Γεώργιος ἔμεινε μακριά ἀπό τά κομματικά μίση, παράδειγμα καλοσύνης, ἀγάπης, ἀλλά καί πιστότητος στό καθῆκον του. Εἶχε γράψει σέ κάποιον θεῖο του : «Ἡ κατάσταση ἐδῶ στό χωριό, θεῖε μου, εἶναι πολύ δύσκολη. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἀποφασισμένος νά μείνω ἐδῶ μέχρι τέλους καί νά ἐκπληρώσω τό ἔργο πού μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, ὁσονδήποτε ἐπικίνδυνο καί ἄν εἶναι». Μέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο τῆς διακονίας του, χωρίς νά λογαριάζει τήν ἀσφάλεια τή δική του καί τῆς οἰκογενείας του, φιλοξενοῦσε στό σπίτι του τούς πάντες. Ὅπως ἔλεγε ἡ πρεσβυτέρα του «στό σπίτι μας ὅλοι χωροῦσαν. Καλοί, κακοί, φίλοι, έχθροί.Οἱ φιλοξενούμενοι γιά μᾶς ἦταν ἱερά πρόσωπα». Συνέβη κάποτε νά φιλοξενοῦν ἀξιωματικούς τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ στό πάνω πάτωμα καί κάτω ἀντάρτες. Ὁ π. Γεώργιος ὅλους τούς εὐεργετοῦσε ἀκόμη καί τόν ἀποστάτη συνεφημέριο του, πού τοῦ ἔστελνε τό μισθό του στό βουνό ὅπου κρυβόταν. Ἀλλά ὅπως συνέβη καί μέ τόν Κύριό μας συνεργείᾳ τοῦ Σατανᾶ, οἱ ἄθεοι φθόνησαν καί μίσησαν τόν ἀγαθό ἱερέα τοῦ Ὑψίστου.
Ξαφνικά κάποιο θεϊκό σημάδι τάραξε τό χωριό τῆς Μεγάρχης. Τήν παραμονή τοῦ Ευαγγελισμου 1947 οἱ καμπάνες καλοῦσαν τό λαό τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία τῆς ἀναλήψεως νά δοῦν ἕνα θαῦμα. Οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας δάκρυζαν. Ἕνας εὐλαβής χριστιανός ὀνόματι Ξυδᾶς γύριζε στό χωριό καί ἔδειχνε τό μουσκεμένο μαντήλι μέ τό ὁποῖο σκούπιζε τίς δακρυσμένες εἰκόνες. Σημεῖο φοβερό πού προμήνυε τά πάθη καί τά μαρτύρια τοῦ ἱερέως πού θά ἀκολουθοῦσαν. Ὁ ἱερεύς Γεώργιος ἔνιωθε τή δοκιμασία νά πλησιάζει. Στίς 27 Μαρτίου ἦταν ἡ τελευταία φορά πού συνέφαγε μέ τήν οἰκογένειά του, ἀλλά καί ἄλλους στενούς συγγενεῖς του δίνοντάς τους τίς τελευταῖες συμβουλές καί νουθεσίες, προπάντων γιά τήν ἀγάπη πού ἔπρεπε νά ἔχουν μεταξύ τους. Τό βράδυ 27 πρός 28 Μαρτίου οἱ ἀντάρτες σάν ἄγρια θηρία ὅρμησαν νά συλλάβουν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τούς ὑποδέχτηκε μέ καλοσύνη : «Ὁρίστε, ἐλᾶτε παιδιά κοπιάστε, περάστε μέσα» . Πρός στιγμή τά χάνουν, ἀλλά στή συνέχεια τόν συλλαμβάνουν μέ βρισιές καί βλαστήμιες. Τόν χώνουν στό σταῦλο καί ἀρχίζουν νά τόν δέρνουν και νά τόν βασανίζουν μέσα στό σκοτάδι. Ματαια προσπαθοῦσε ἡ πρεσβυτέρα του νά τόν βοηθήσει. Οἱ ἄθεοι ἅρπαξαν ὅλα τά ζῶα τῆς οἰκογένειας, ὅλα τά τρόφιμα καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε κάποια ἀξία. Κάποιος ἀντάρτης ἔδεσε τόν ἱερέα πίσω ἀπό τό ἄλογό του καί τόν ἔσερνε ματωμένο καί ντυμένο μόνο μέ τή φανέλα καί τό σχισμένο παντελόνι του στούς τραχεῖς δρόμους τοῦ χωριοῦ.
Στή συνέχεια τόν πέρασαν ἀπό τά χωριά, Γοργογύριο, Τύρνα, Ξυλοπάρικο. Ἀπό τόν παπᾶ τοῦ Γοργογυρίου ἔχουμε τά τελευταῖα λόγια τοῦ ἱερομάρτυρος. Εἶπε στόν ἱερέα : « Ὅ,τι μοῦ ζητησαν τούς τό ἔδωσα.Τώρα ἀφοῦ πῆραν καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε ἀπομείνει, πῆραν καί μένα. Τό μόνο κακό πού τούς ἔκανα ἦταν ὅτι δέν πήγαινα μαζί τους. Προσευχήσου καί σύ μαζί μου νά εἶναι τό τέλος μου σύντομο, μέ μιά σφαῖρα στό κεφάλι ὄχι μέ βασανιστήρια». Συμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία[1] πρόσθεσε : «Ὁ Θεός γνωρίζει τί θά ἀπογίνω. Ἐάν διά τοῦ μαρτυρίου μέ καλεῖ πλησίον Του, ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά Του, τό θέλημά Του ἄς γίνει». Βλέποντας δέ τήν πρεσβυτέρα του ἀπό μακριά τῆς εἶπε : «Ἐδὼ εἶσαι καί σύ παπαδιά; Ἔλπιζε εἰς τόν Θεόν. Ἐκεῖνος διευθύνει, ὑπομονή» Τέλος ἔφθασαν στό κρησφύγετό τους, στό Νεραϊδοχώρι τῆς Πίνδου. Ἐκεῖ ἀπό τίς 29 Μαρτίου μέχρι τή Μεγάλη Παρασκευή 11 Ἀπριλίου 1947, δεκατρεῖς μέρες τόν βασάνιζαν. Κάποιες ἀντάρισσες τοῦ ἔλεγαν : «Γιατί δέν προσεύχεσαι στόν Χριστό νά ἔλθει νά σέ σώσει;» Τέλος τοῦ εἶπαν : «Ἐσένα πού πιστεύεις στόν Χριστό θά σέ σταυρώσουμε σάν Ἐκεῖνον τήν ἴδια ἡμέρα». Πρίν τόν σταυρώσουν, προσπάθησαν νά τοῦ δώσουν γάλα, ἀλλά ἐκεῖνος τέτοια μέρα τό ἀρνήθηκε. Ἔτσι τή Μ. Παρασκευή 11 Ἀπριλίου τόν σταύρωσαν σέ ἕνα ἔλατο πού εἶχε σχῆμα σταυροῦ. Τοῦ τρύπησαν μέ λόγχη τή δεξιά του πλευρά, ἄνοιξαν πληγές στό μέτωπο καί στό κεφάλι του μέ περόνια ἤ σφαῖρες, τοῦ ἔβγαλαν μάτια. Ἐτσι παρέδωσε ὁ παπα-Γιώργης τήν ἁγία του ψυχή στό Θεό. Τό Πάσχα ὁ παπα-Γιώργης πανηγύριζε στόν οὐρανό.
Τό σῶμα του τό πέταξαν ἄταφο σέ μιά ρεματιά ὅπου ἔτρεχε ἕνα ρυάκι. Ἕνας ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ βρῆκε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος, τό τύλιξε σέ μιά κουβέρτα καθαρή καί τό μετέφεραν στό κοιμητήριο τοῦ Νεραϊδοχωρίου. Τό κατέβασαν στό τάφο μέ ἕνα πρόχειρο φέρετρο, ἀλλά πρίν τό σκεπάσουν μέ χῶμα κατέφθασαν συγγενεῖς του. Μέ δάκρυα τό παρέλαβαν καί τό μετέφεραν στά Τρίκαλα. Ἐκεῖ ἔντυσαν μέ ροῦχα καί ράσα τό γυμνό μαρτυρικό του σῶμα. Ἀκολούθησε πόνος, θρῆνος. Ἡ πρεσβυτέρα ἀντίκρυσε μέ πόνο τόν παπᾶ της χωρίς μάτια μέ τρυπημένα χέρια καί πόδια γδαρμένα μέ κονσέρβες καί μέ τρύπες στό κεφάλι ἀπό τίς σφαῖρες. Στήν Επίσκεψη Τρικάλων ἀποτέθηκε τό Ἅγιο λείψανο. Γιά δυό μέρες χιλιάδες λαός πέρασε νά τό προσκυνήσει. Ἀμέτρητος ὁ κόσμος στήν κηδεία. Οἱ παπάδες σήκωσαν θριαμβευτικά, μέ ἐνθουσιασμό τό φέρετρο καθώς μετέφεραν τόν νικητή τῆς ἀθεΐας, τῶν δαιμόνων καί τοῦ θανάτου. Ἐναλλάξ τόν μετέφεραν μέχρι τό πρῶτο νεκροταφεῖο Τρικάλων. Ὁ μητροπολίτης Τρίκκης Χερουβείμ ξεκίνησε τόν ἐπικήδειο μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω». Ἀργότερα στήν ἀναφορά του πρός τήν Ἱ. Σύνοδο ἔγραψε: «Δέν παραλείπομεν δέ νά γνωρίσωμεν τῇ Ἱ. Συνόδῳ ὅτι πρόκειται περί Ἱερέως ὅστις ἀπετέλει τό σέμνωμα τῆς ἱερωσύνης ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἡμῶν, διότι οὐδεμιᾶς ἀρετῆς ἐστερεῖτο». Ὅταν σήκωσαν τό φέρετρο μέ τό ἱερό λείψανο μιά ἄρρητη εὐωδία πλημμύρισε τόσο ὅσους ἦσαν κοντά, ἀλλά καί ὅσους ἀκολουθοῦσαν από μακριά. Ἡ ἴδια εὐωδία ἁπλώθηκε καί κατά τήν ἐκταφή τοῦ μαρτυρικοῦ λειψάνου. Τότε οἱ παριστάμενοι ὅρμησαν νά πάρουν ὁτιδήποτε, σάν εὐλογία. Ἔστω ἕνα κομματάκι ἀπό τά ἄμφια τοῦ ἁγίου.
https://www.impantokratoros.gr/