Βασίλη κάτσε φρόνιμα


Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
- Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να 'μαι σκλάβος των Τουρκών, 
κοπέλι στους γερόντους
Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων
και να σου ρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».

Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
''Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!
- Καλώς το τ' άξιο το παιδί και τ' άξιο παλικάρι'''.


Ν. Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ