Ο Περικλής Γιαννόπουλος και το διαχρονικό αίτημα για μια καλλιτεχνική και πολιτιστική Αναγέννηση



«Εμείς οι Ωραιότατοι ΙΔΑΝΙΣΤΑΙ – ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΑΙ Και Εξωφρενικότατοι των Παλαβών της Γης»
Περικλής Γιαννόπουλος

Γραφει ο Κώστας Τάταρης 




Ο αντικομφορμισμός του τρόπου ζωής και των γραπτών του συνέχισε να ενοχλεί δεκαετίες μετά το θάνατό του, συνεχίζει να ενοχλεί και σήμερα.Γι΄ αυτό και όταν δεν αποσιωποιήθηκε το έργο του, αντιμετωπίστηκε με ηλίθια «ειρωνεία». Ενοχλούσε τόσο την κατεστημένη δεξιά όσο και την «κουλτουριάρικη» αριστερά, έτσι στην εφημερίδα «Αυγή» (14 Σεπτεμβρίου 1976), διαβάζουμε για «ένα τύπαρο της αθηναϊκής ζωής του 1905 -1910, τον Περικλή Γιαννόπουλο,ενός ασήμαντου προσώπου ως προς τις ιδέες του, το οποίο όμως θαυμάστηκε πολύ από τα ολοκληρωτικά πνεύματα στην Ελλάδα»Με βεβαιότητα λέμε ακόμα ότι ήταν αριστοκράτης όχι μόνο από καταγωγή (από την μητέρα του είχε ρίζες στη βυζαντινή οικογένεια των Χαιρέτηδων), αλλά στην ιδιοσυγκρασία, ένας πληβείος όσον αφορά την οικονομική του κατάσταση και την κοινωνική θέση αριστοκράτης, δηλαδή ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρων τύπος αριστοκράτη.Ήταν απέναντι τόσο στον «αστό», όσο και στον δυτικοτραφή «σοσιαλιστή», απέναντι στον Ψυχάρη, αλλά απέναντι και στους «γλωσσαμύντορες», δεν θέλησε να μπει στο «μαντρί» κανενός, ακόμα και στο γλωσσικό ζήτημα, κυρίαρχο τον καιρό του, όπου αναγκαστικά κάποιος έπρεπε να «στρατευθεί» κάπου, διατήρησε την «ιδιορρυθμία» του «η γλώσσα που διάλεξε να συνεχίσει τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του, όταν σταδιακά εγκατέλειψε την πεζογραφία του αισθητισμού, ήταν μια μεικτή γλώσσα με καθαρευουσιάνικη σύνταξη. Λόγιες λέξεις, μακροπερίοδη γραφή με τεράστιες παρενθετικές και παραθετικές προτάσεις.Όσο προχωρά, αφήνει κατά μέρος το κήρυγμα και πιάνει το μαστίγιο, τα όπλα της σάτιρας, το σαρκασμό. Γίνεται ανελέητος, τα βάζει με όλους και με όλα», διατηρούσε τις σωτήριες αποστάσεις από τα συμβιβασμένα πρόσωπα, τα «πρέπει», τα «αυτονόητα». Αντιπαθούσε τον νεοπλουτισμό υλικό και πνευματικό, τις «ξένες μόδες» από τα προϊόντα μέχρι τις ιδέες, τη «φανταχτερή κακογουστιά».Όταν ο Περικλής Γιαννόπουλος παρουσιάστηκε στις αρχές του αιώνα, η αμέριμνη αθηναϊκή κοινωνία , που μαϊμούδιζε την Ευρώπη της «Ωραίας εποχής», θαμπωμένη από την καλλονή και την ιδιορρυθμία του τού άνοιξε τα σαλόνια της νομίζοντας πως αποκτούσε τον Ουάϊλδ της. Γρήγορα όμως ο ενθουσιασμός της μεταμορφώθηκε σε αδιαφορία και σκώμμα, μόλις κατάλαβε πως ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν ήταν ο γόης του ημίφωτου και των τεσσάρων τοίχων που θα την ξάφνιαζε με τα φραστικά του πυροτεχνήματα, μα ένας φανατισμένος αναμορφωτής που την παρακινούσε με το μαστίγιο ν’ αφήσει την κοντόφθαλμη ξενομανία της, για να ξαναβρεί τον εαυτό της μέσα στην ερασμιότητα του ελληνικού χώρου και του κλασικού ήθους.Στην αδιαφορία και το σκώμμα ο νέος Αντίνοος απάντησε με την πικρόχολή του σάτιρα και μιαν αλύγιστη πολεμική. Η διαμάχη κράτησε περίπου δεκαπέντε χρόνια, για να τελειώσει με την ήττα του πιο ευαίσθητου ανθρώπου που είχε οραματιστεί τη νεοελληνική Αναγέννηση.Θαμπωμένη, λοιπόν, στην αρχή, η αθηναϊκή κοινωνία «από την καλλονή και την ιδιορρυθμία του», διότι ήταν και πολύ ωραίος άνδρας, α, να το πούμε κι αυτό ! Είχε μια ομορφιά που καθήλωνε το γυναικείο φύλο. Καστανόξανθος, με βαθυγάλανα μάτια, κατάλευκο δέρμα, αρμονικά και γοητευτικά χαρακτηριστικά,όταν σπούδαζε στο Παρίσι Ιατρική, η φήμη της ομορφιάς του αναστάτωσε τον γυναικόκοσμο της γαλλικής Πρωτεύουσας, ώστε τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του και εικοσιδύο μετά το πέρασμά του από εκεί, η αναφορά του ονόματός του έπαιρνε την απάντηση LE DIOU APOLLON και οι Παριζιάνες ονόμαζαν «Περικλή» όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν κάποιον σαν πολύ όμορφο. Λέγεται, μάλιστα, ότι όταν η Γαλλίδα ηθοποιός κα SILVAIN έπαιζε κάποτε την Ιφιγένεια στο θέατρο του Μωρεάς όταν τον διέκρινε στα πρώτα καθίσματα της πλατείας αναφώνησε : «Ιδού ο Απόλλων».Όμως οι σπουδές του στο Παρίσι κράτησαν μόνο δυο χρόνια (1890- 1892), ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά και ο ίδιος υπέστη ισχυρό νευρικό κλονισμό. Οι γιατροί του συνέστησαν να διακόψει την Ιατρική, τα απαιτητικά μαθήματα (και ιδιαίτερα της Ανατομίας) θα επιδείνωναν την κατάστασή του. Έτσι, αφού καταφεύγει για ένα χρόνο στον αδελφό του στο Λονδίνο, το 1893 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου εγγράφεται στη Νομική Σχολή στην οποία, όμως, δε φοίτησε ποτέ.Για να επιβιώσει ασχολήθηκε με τη μετάφραση΄ άρχισε να δημοσιεύει σε εφημερίδες και ημερολόγια μεταφράσεις που χαρακτηρίστηκαν «αριστουργηματικές»: Ντίκενς, Πόε, Λωτί, Μπωντλέρ, ώσπου μια μέρα έλαβε την επιστολή ενός φίλου του, του λογίου Α. Γεννάδιου, που μεταξύ άλλων, τον προέτρεπε : «Πάψε να διαβάζεις Μπωντλέρ και λοιπά περιττώματα. Διάβασε τους Έλληνες κλασικούς».Ήταν το πρώτο σκαλοπάτι αφύπνισης΄ η ενασχόληση με τους Έλληνες κλασικούς λειτούργησε όχι ως πρόσθετη «εγκυκλοπαιδική γνώση», αλλά ως εσωτερική κάθαρση. Μέσα από την ανάγνωση όλες οι μέχρι τότε «παραστάσεις» του τού φάνηκαν κακοφτιαγμένα είδωλα: ο «στέρεος» θετικισμός και επιστημονισμός, αλλά και το αντίθετό του, ο ομιχλώδης ευρωπαϊκός Ρομαντισμός, όλες οι «φράγκικες» θέσεις και αντιθέσεις, ανίκανες να προχωρήσουν σε μια ανώτερου τύπου διαλεκτική, η δυτική ηθική συμβατική και υποκριτική, αλλά και οι «νέες ιδέες» κίβδηλες, κατάλληλες μόνο για «ερεθισμένα πνεύματα», η αναγεννησιακή τέχνη «πλαδαρές σάρκες κρεμασμένες στο τσιγκέλι», όλη η «Δύση» ένα ατύχημα, βαρβαρική απόφυση του Ελληνισμού.

Θέλησε να ανακαλύψει  το ερέθισμα, ποια η γενεσιουργός αιτία ενός έργου το οποίο στη «Δύση» δεν βρήκε συνεχιστές, παρά μόνο διαστρεβλωτές και κοίταξε γύρω μου με προσεκτική αυτή τη φορά,  εξεταστική ματιά : Η «λύση» ήταν μπροστά του, η ίδια η Γη, η Ελληνική Γη. Ποιο τυφλοπάνι του έκρυβε μέχρι τώρα τη θέα; Κάθε γη δημιουργεί τα πλάσματά της από το πιο ταπεινό λουλούδι μέχρι τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και ομοίωση» της, έτσι η Ελληνική Γη γέννησε τον Έλληνα Άνθρωπο, ο Έλληνας Άνθρωπος εναρμονίζοντας τη «μέσα» και «γύρω» φύση έφτιαξε πολιτισμούς που ούτε αντιγράφονται ούτε μεταφυτεύονται , η Ελληνική Γη δεν είναι «τυχαία γη» Γη ωραιοτάτη και Θειοτάτη, Γη τελεία, ΑΦΡΟΔΙΤΗ, Η Μητέρα Ελληνική Γη εκφράζει εαυτήν δι’ όλων των υλικών της, δι’ όλων των ζωϊκών μορφών και όλων τω φαινομένων της, από των θαλασσών και των βουνών και των φυτών και των ζώων και των παραμικροτέρων αποχρώσεων των δύσεών της και των τριχωμάτων των γατιών της.Κατά ταύτα και η Ελλ. Γη εγέννησε Ζώον Ελληνικόν, τον Έλληνα, ΕΜΑΣ» Πλέον «χάνονταν» με τις ώρες «προσκυνητής στην Ακρόπολη», «επιθεωρητής του Υμηττού», η «απωλεσθείσα Εδέμ», αποκαλύφηκε εμπρός του, το «αττικό τοπίο» έγινε ιερό, ναός,ανέβαινε σε κάθε λόφο, λοφίσκο, παρατηρούσε με το «βλέμμα του Αδάμ», την αθωότητα του Πρωτόπλαστου τις παραμικρές λεπτομέρειες της ελληνικής χλωρίδας και πανίδας, αλλά και το ίδιο το χώμα, τα θρυμματισμένα πετραδάκια.«Μείνατε εκεί δυο, τρεις, τέσσαρες πέντε ώρες. Δεν θα πάθετε τίποτα δια μιαν φοράν. Είναι τόσον ωραία, τόσον ηδονικά να κάθεται κανείς εις το μητρικόν χώμα και να θωπεύη τα χόρτα και τα ωραία πετράδια ( λες και πρόκειται για πολύτιμους λίθους), με τα οποία τόσο γρήγορα γίνεται ένα… Κάθε λιθάρι, χορτάρι, ανθύλλιον, φυτόν, θάμνος διαγράφεται τόσον καθαρά, διακρίνεται τόσον πολύ, τόσον πολύ διαφέρει, με τόσην έντασιν επιδεικνύει την ύπαρξή του, την ατομικότητά του, ώστε κάθε πετράδι, χορτάρι, είναι σαν κάθε κύριον Α, σαν κάθε κύριον Β. Παρατηρήσατε τα πλησίον σας άνθη των ασφοδελών ένα ένα σας κοιτάζει σαν πρόσωπον.Τα αραιά δέντρα μάλιστα της Αττικής είναι φυσιογνωμίαι επιφανείς» Η Ελληνική Γη είναι και «Μητέρα» και «Αφροδίτη», σε άλλες εκδηλώσεις της στοργική τροφός, σε άλλες  ηδονική, ηδυπαθής «έλκουσα τη θωπείαν», αποκτά σωματική υπόσταση και «όλα» εντός αυτής προσωποποιούνται και επικοινωνούν μαζί  μας με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο και τα πάντα λουσμένα σ’ ένα φως διαυγές και καθαρτήριο. Σώματα και ,όντα, αντικείμενα λούονται σ’ ένα φως που μας βεβαιώνει για την αξία και μοναδικότητα της γήινης ζωής, και παράλληλα, λειτουργεί ως «Πύλη» γι’ αλλού, εξαϋλώνει τις μορφές, Φως και Χρώμα.Το απώτατον αυτό Ορεινόν 
Κ υ ά ν ε ι ο ν Κύκλωμα , του οποίου τα στήθη αργυρώνει και τους υπεράνω αυτού αέρας και τα υπό κάτω αυτού ύλας χρυσώνει, Χ ρ υ σ ό ς και  Ά ρ γ υ ρ ο ς, ο Ξ α ν θ ό ς Κύκλος,Τα Κυά ν ε ι α Ξ α ν θ ά , τα Χρύσεια, τα Γαζιανθή, από τα αιμοχροϊζοντα λοφίδια, τα χρυσοκίτρινα, τα… ΟΛΑ ΦΩΣ ! ΦΩΣ! ΦΩΣ! ΧΡΩΜΑ! ΧΡΩΜΑ! ΧΡΩΜΑ! Και τη νύκτα ακόμα τα πάντα κυανίζουν. Και αυτές αι Νύκτες είναι Νύκτες κυάνιαι» Δεν χρειάζεται, μας λέει, να απορούμε «για τους πολιτισμούς του παρελθόντος» ήταν φυσιολογικά φαινόμενα, εκδηλώσεις του Έλληνα Ανθρώπου σε πλήρη αρμονία με τη Μητέρα Γη, δεν χρειάζεται να απορούμε, αλλά ούτε και να φουσκώνουμε σαν παγώνια, να καμαρώνουμε σαν ξεπεσμένοι αριστοκράτες που βγάζουν από τα μπαούλα τους και επιδεικνύουν παλιά οικόσημα. «Περιττόν να φουσκώνετε δι’ αυτά. Οι Έλληνες κάθε εποχής δεν είσθε τίποτα. Η Ελληνική Γη είναι το Παν.
Επομένως  για τη δημιουργία νέου πολιτισμού το μεγάλο στοίχημα είναι να ανακαλύψουμε τον Παράδεισο της Γης μας, να την ξαναδούμε με Νέα Ματιά, «με το βλέμμα του Αδάμ», να απαλλαγούμε από δικές μας σκουριές και φράγκικα ψεύδη. 
«Ξυπνήσετε. Εγερθήτε.
Και Επαναστατήσατε κατά του Εαυτού Σας.
Και αναβαπτισθείτε εις το Θείον Φως της Γης σας και εις τα Παραδείσια Ελληνικά Νερά. Θα εξέλθετε ΖΩΝΤΑΝΟΙ και θα εξέλθετε ΕΛΛΗΝΕΣ».
Η Ελληνική Γη βιάστηκε και «ζητά εκδίκησιν από Βαρβάρους, ξένους και ιθαγενείς», το σώμα της ατιμάστηκε γιατί χτίστηκαν πάνω της πόλεις που την προσβάλλουν, χρειάζεται Νέα Αρχιτεκτονική. Το πνεύμα της βεβηλώθηκε από επιδράσεις που ήρθαν από την «Εσπερία» και καθόρισαν ποια θα είναι η τέχνη μας ,η διατροφή, το ντύσιμο, η διασκέδαση. Το ελληνικό πολίτευμα είναι αποτέλεσμα «κοπτικής – ραπτικής» ξένων Συνταγμάτων, χρειάζεται Νέο Πολίτευμα , η ζωγραφική, η μουσική, η  επίπλωση και διακόσμηση στα σπίτια… όλα ένα φρικτό λάθος, μια κατασκευασμένη ασχήμια …όλα είναι η «Ευρωπαϊκή Γραμμή», μα είναι τόσο δύσκολο ν’ ανακαλύψουμε την «Ελληνική Γραμμή» και με αυτήν να φτιάξουμε αισθητική και τέχνη, αρχιτεκτονική και Νέα Φιλοσοφία, τόσο δύσκολο να ξεκινήσουμε από την αρχή ; Ας προσέξουμε την «Ελληνική Γραμμή» Είναι μια μόνη γραμμή, σαν την παλαιάν μας τέχνην, όπου όλα τα οικοδομήματα φαίνονται αδελφά, και όμως κανένα δεν ομοιάζει το ένα με το άλλο, όλα τα αγάλματα σαν δίδυμα αδέλφια και κανένα όμοιον με το άλλο, σαν την Βυζαντινήν μας Τέχνην, σαν τα δημοτικά τραγούδια που είναι κυρίως ένα τραγούδι και κανένα εντελώς όμοιον, σαν τη γη  μας που είναι μια εις το σύνολον και κάθε βήμα ανομοία, Σαν τον Έλληνα ο οποίος είναι εις εις το σύνολον και εις κάθε βήμα ποτέ όμοιος, αποδεικνύουσα και αυτήν την όλην μας φύσιν, ης εκ των ριζικών διακριτικών της είναι : η ενότης των σπουδαίων χαρακτηριστικών και η άπειρος ποικιλία των δευτερευόντων.Είναι μόνο μια γραμμή κ α μ π ύ λ η . Παντού μια απλουστάτη, μαλακωτάτη καμπύλη, υγρά και φευγαλέα σαν τα μεγάλας και ηρέμους αναπνοάς της θαλάσσης, σαν τα μεγάλα ήρεμα κύματα, παράγουσα μιαν βαθυτάτην αισθητικήν ηδονήν. Η ευθεία γραμμή, μια ορθή γραμμή μονοκοκκάλου άγγλου  ή λογχοειδούς αγγλίδος είναι γραμμή προξενούσα δύναμιν, γεννώσα αντίστασιν, είναι γραμμή αποκρουστική. Μια καμπύλη γραμμή λόφου, μαλακά καμπυλωμένος λαιμός γυναικός, είναι γραμμή γεννώσα συμπάθειαν, πόθον θωπείας, έλκουσα το φίλημα είτε γυναικός είτε λόφου γραμμή είναι η έλκουσα προφανώς το χέρι δια την απαλήν θωπείαν, ζητητική θωπείας,η ελληνική γραμμή, προβαλλομένην προς την ευρωπαϊκήν, είναι όπως ένας ωραίος πάνθηρ με μια καμήλαν» και υποστηρίζει  ότι είναι παράδοξο να θαυμάζουμε «την ιδέα των καμπυλών του Παρθενώνος» διότι είναι φυσικό, απλούστατο, ο Έλληνας καλλιτέχνης πριν υψώσει τις γραμμές σ’ ένα λόφο της Αττικής «δεν είχε παρά να αρμονίση τας γραμμάς του προς την τριγύρω αρμονικήν καμπύλην».  Και γράφει,γράφει,γράφει ! Γράφει μανιωδώς με τον ζήλο του νεοφώτιστου, γράφει ως «Νέος Άνθρωπος», ανακαινισμένος άνθρωπος ως άλλος «Σαούλ» που μεταμορφώθηκε σε «Παύλο» γιατί είδε το Φως στο δρόμο για τη Δαμασκό, στοίχημα ζωής πλέον, ν’ αφαιρέσει «το τυφλοπάνι» από όλων  τα μάτια. Απευθύνεται σε όλους, αλλά δεν χαϊδεύει κανέναν, το αντίθετο. Πολλές φορές αντιμετωπίζει τους αναγνώστες του σαν ανήλικα παιδιά και αυτό, όπως είναι φυσικό, θυμώνει τους περισσότερους, επώνυμους και ανώνυμους

Φωτο από Έκθεση του Φώτη Κόντογλου “μαθητή” του Περικλή Γιαννόπουλου


Έγραφε ο Περικλής Γιαννόπουλος: «Εγώ τίποτε δεν σας ζητώ και τίποτε δεν έχετε να μου δώσετε. Επαίνους δεν θέλω. Δόξαν σας την χαρίζω. Εγώ θα σας αδειάσω εις το κεφάλι ό,τι είναι χρήσιμον , κινητικόν, ηδονικόν της ζωής σας΄ γρήγορα, γρήγορα, και έπειτα χαίρετε, χαίρετε. Εγώ μιαν φοράν θα ζήσω, δεν θα ζήσω δύο. Και όταν περάση η νεότης, τα ρέστα σάς τα χαρίζω. Και εγώ δεν έχω σκοπό να φάω τα νιάτα μου με σας. Εγώ την μόνην δόξαν που εζήλευσα είναι η δόξα των φιλιών. Θέλω να αισθάνομαι το κεφάλι μου άδειον, κούφιο, φορτωμένο με το στεφάνι των φιλιών. Και θέλω να πεθάνω νέος. Και θέλω να πεθάνω ορθός. Θα κάμω ό,τι είναι δυνατόν για να σας πείσω να τα  πάρετε, για να σας δείξω ότι είναι χρήσιμα δια σας. Θέλετε να πάρετε ; Πάρετέ τα , είναι ιδικά σας. Δεν θέλετε; Τύφλα σας !»Τα γραπτά του προκαλούν παθιασμένες συζητήσεις, σε κάθε περίπτωση δεν περνούν απαρατήρητα. Τουλάχιστον στους λογίους, στους καλλιτέχνες, αλλά και στους νέους που ζητούν διέξοδο. Υπάρχουν φανατικοί οπαδοί του και φανατικοί ενάντιοι – που είναι και οι περισσότεροι- οι τελευταίοι τον αντιμετωπίζουν στην καλύτερη περίπτωση ως έναν ιδιόρρυθμο estete στη χειρότερη ως  τσαρλατάνο. Οι υποστηρικτές του όμως δεν είναι τυχαίοι: Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος τον εγκωμιάζει συνέχεια, γράφει διθυραμβικές κριτικές για το έργο του, θεωρεί πως «κάθε φράση του Γιαννόπουλου είναι αρκετή για να γεμίσεις  ολόκληρο βιβλίο» Ο πρύτανης της ελληνικής δημοσιογραφίας, ο Βλάσης Γαβριηλίδης, είναι από του πιο φανατικούς «Γιαννοπουλικούς». Του διαθέτει την εφημερίδα του, την εφημερίδα «Ακρόπολις», πριν από κάθε άρθρο του Γιαννόπουλου εισάγει μια δική του εγκωμιαστική κριτική, ο Παλαμάς τον επαίνεσε, αλλά και άλλοι σημαντικοί διανοούμενοι της εποχής του, ο Άριστος Καμπάνης, ο Καμπούρογλου και πολλά έντυπα, έντυπα γνωστά, με κύρος, δέχονται την συνεργασία του.
Ο Γιαννόπουλος χτυπά την μεγάλη ασθένεια της πιθηκίζουσας ελληνικής κοινωνίας, την ξενομανία 
«Το χτύπημα της ξενομανίας είναι το πρώτο κίνημα, ο πρώτος αγών των ποθούντων να αγωνισθούν δια μια αρχήν Ελλάδος.Η ξενομανία είναι χωριατιά. Είναι προστυχιά. Είναι κουταμάρα. Είναι αφιλοτιμία. Είναι αφιλοπατρία. 
Κ α ι  ε ι ν α ι  ξ ι π α σ ι ά. Κ α ι  ε ί ν α ι  α μ ά θ ε ι α. Είναι πρόστυχοι και γελοίοι οι καναπέδες σας με τα ευρωπαϊκά παλιόπανα τα οποία κάμνει η Ευρώπη δια τους κουτούς βαρβάρους λαούς που φέρουν όλα τη μάρκα «δια την Ανατολήν. Πετάξετε τα βάζα και τα. χρυσόχορτα και όλα αυτά τα παλιοπράγματα τα μαζεμένα από τα ευρωπαϊκά χωριά.  Ένα κανάτι ξύλινον της Κορίνθου από το αρωματώδες κυπαρίσσι με τα ωραία του στεφάνια και ολίγα άνθη του αγρού μέσα , είναι κομψοτέχνημα που θα εζήλευε ο κάθε Ευρωπαίος καλλιτέχνης. Κάνετε τα έπιπλά σας από ξύλα του τόπου σας, από την ελιά σας, απλά, ήρεμα, αναπαυτικά. Μη τα μαυρίζετε σαν να σας απέθαναν δώδεκα παιδιά εις το τόπον όπου δεν μαυρίζει ούτε το μάρμαρον χιλιάδες χρόνια» 


ΑΝΤΙΤΥΠΟΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ‘ΕΚΚΛΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ ΚΟΙΝΟΝ” (1907) ΜΕ ΙΔΙΟΧΕΙΡΗ
ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΙΚΙΩΝΗ. ( ΑΠΟ ΤΗΝ ‘ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ
ΠΙΚΙΩΝΗ 2010-2011 ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ, ΠΕΙΡΑΙΩΣ 138) ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΟΥ “ΧΟΙΡΟΒΟΣΚΟΥ”


Η εχθρότητα προς την «Φραγκιά», δηλ. προς τη Δύση είναι απόλυτη, φτάνει σε υπερβολές, ακόμη και αφορισμούς : Ο «Φράγκος» δεν είναι απλά «απολίτιστος», είναι «ανεπίδεκτος πολιτισμού». Οι «Φράγκοι» είναι  «ληστές», άλλοτε «λύκοι» και άλλοτε «χοίροι», «γουρουνόφραγκοι», «τα χθεσινά αγριογούρουνα», « οι μόνοι ευγενείς και ωραίοι εχθροί που γνωρίσαμε είναι οι Άραβες», ποιοι είναι οι «Φράγκοι» που θα μας κρίνουν ; Τα «χθεσινά αγριογούρουνα» θα μας κρίνουν ; Εμείς θα κρίνουμε αυτούς  και τον πολιτισμό τους. Όσο η ελλαδική κοινωνία επιμένει να πιθηκίζει ευρωπαϊκά, τόσο ο Γιαννόπουλος ψάχνει να βρει τους πιο σκληρούς, τους πιο ακραίους χαρακτηρισμούς. Χωρίς να είναι «Ρωμηός» (με τη «Ρωμανίδεια» έννοια, βλ. Ι. Ρωμανίδη, «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη»), δεν είναι «αντι –ρωμηός», (όπως κάποιοι «αρχαιολάτρες» με δυτικά ματογυάλια), λατρεύει το Βυζάντιο, «τη βυζαντινή μας τέχνη, την παρεξηγημένη» (από τους «εσπεριοειδείς»), τη Χιλιόχρονη Αυτοκρατορία, να αγαπάτε το Βυζάντιο, μας λέει, είναι δικό μας κόσμημα και καύχημα.Εάν ο «Φραγκόκοσμος είχε και ίχνος Τιμιότητος, όχι εις τον Αρχαίον, αλλά εις τον Βυζαντινόν Έλληνα θα έκαμνε : ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ», αλλά όχι, ως κανονικός ληστής θέλει να καταστρέψει ό,τι δεν μπορεί να φτάσει και το κατέστρεψε όταν του δόθηκε η ευκαιρία. Το Βυζάντιο δεν είναι Μεσαίωνας,  ο Μεσαίωνας είναι δυτική έννοια και μόνο, αντιθέτως, «στη δική μας Ιστορία δεν υπήρξε ούτε μια σκοτεινή ημέρα». «Ο μέγας Χριστιανός Σουλτάνος της Ευρώπης, ο Πάπας» είναι για γέλια, δεν μας αφορούν οι δυτικές περιπέτειες, ούτε «ο Μεσαίωνας», ούτε «η Αναγέννηση», ούτε «η Μεταρρύθμιση», ούτε «η αντι – Μεταρρύθμιση» αυτές είναι δικές τους ιστορίες, όχι δικές μας. Το Βυζάντιο είναι «Κλειδί» για την ερμηνεία του  Ελληνισμού, « Εις το Βυζαντινόν Σημείον και Σταθμόν, πρέπει να στέκεται ο Έλλην, δια να εννοή σωστά τα πριν του, τα έκτοτε και τα τώρα».Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στους νέους, «το έργο μου είναι ικετήριος έκκλησις προς την Πανελλήνια Νεότητα, Αρσενικήν και Θηλυκήν! ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΑΙ ! Αγαπήσατε με πάθος πύρινον τη Μητέρα Γη, θ’ αναστηθείτε στην αληθινή Ηδονική Ζωή », οι νέοι είναι εκείνοι που αφού αποστασιοποιηθούν από τις προκαταλήψεις των γονέων, αφού χλευάσουν «ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΙΣΜΟΝ τη φυλής» και τα ευρωπαϊκά είδωλα, θα κάνουν την επανάσταση που θα φέρει την επανελλήνιση. Οι νέοι θα γίνουν επαναστάτες αφού πρώτα γίνουν διονυσιακοί. Και όταν συμβεί αυτό, το μόνο που  ζητά : «Μνήσθητί μου ΝΕΕ όταν έλθεις εις την Ελληνικήν Σου Βασιλείαν».
Σε μια στιγμή απελπισίας έκαψε όλα τα αδημοσίευτα έργα του, μεταξύ των οποίων την πολύ σημαντική μελέτη «περί Αρχιτεκτονικής», όταν το είπε στον Ίωνα Δραγούμη,  ο τελευταίος αντέδρασε : «Γιατί ; Είναι έγκλημα αυτό που κάνατε, τα έργα σας είναι πολύτιμα για εμάς τους νέους» κι εκείνος χαμογελώντας απάντησε: «δεν πειράζει, η αττική γη όπως τα  ενέπνευσε σε μένα, θα τα εμπνεύσει και σε άλλους, έχω εμπιστοσύνη στη γενιά σας» Μετά άρχισε με τρόπο να συζητά για την αυτοκτονία΄ ο Δραγούμης επέμενε ότι σε κάθε περίπτωση – δεν πήγε ο νους του στο κακό – είναι πράξη δειλίας. Ο Γιαννόπουλος όμως ισχυρίστηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις που είναι επιλογή δύναμης, βουλησιοκρατική επιλογή ενός ελεύθερου ανθρώπου.Υπήρχε  και κάτι ακόμα που τον τρόμαζε όσο έφτανε τα σαράντα. Η ιδέα των επερχόμενων γερατιών’ ο Γιαννόπουλος δεν μπορούσε να συμβιβαστεί – και αυτή ήταν η «Ουαϊλδική» πλευρά του, δεν είναι τυχαίο ότι την τελευταία νύχτα της ζωής του εθεάθη σε αμάξι φορτωμένο λουλούδια και ότι απάγγειλε σε φιλική συντροφιά το μεταφρασμένο από τον ίδιο ποίημα του Όσκαρ Ουάϊλδ «το τριαντάφυλλο και τ’ αηδόνι»- με την ιδέα της αργής φθοράς : «Ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν ανήκε στις διαλλακτικές εκείνες φύσεις, που συμβιβάζονται με τον χρόνο περιφέροντας ένα κακέκτυπο της  νεότητάς τους: χωρίς μαλλιά, χωρίς δόντια, με δίχτυα τις ρυτίδες, βλέμμα άτονο και κορμί κυρτό, μακάβριο αποτέλεσμα του συμβιβασμού τους. Οι κρόταφοί του ψάραιναν. Στη φιλντισένια του επιδερμίδα ώρες – ώρες διαχυνότανε κάτι  πικρό. Κι αυτός, ο τόσο άκακος – όπως ομολογούνε οι φίλοι του – άρχισε να γίνεται πικρόχολος, δηκτικός»Πλέον υπέγραφε ως «Διόνυσος» και «Θάνατος», έστελνε κάρτες που έδειχναν ένα έφηβο καβαλάρη από τη ζωφόρο του Παρθενώνα με το πρόσωπό του χαλασμένο, οι φίλοι του άρχισαν να ανησυχούν σοβαρά, ο προϊδεασμός της αυτοκτονίας  φάνηκε άλλωστε με αισθητικό τρόπο στην εισαγωγή του τελευταίου βιβλίου του, της «Έκκλησης».  «Ποια είναι η γνώμη σας για την καύση των νεκρών ;» τον ρώτησαν μια μέρα σε μια συντροφιά. «Στη Δύση μπορεί», απάντησε, «όμως εμείς εδώ δεν έχουμε φράγκικα βρομοχώματα. Έχουμε το λεπτό χωματάκι της Αττικής. Έπειτα έχουμε και θάλασσα και τι θάλασσα !» Σ’ ένα άλλο φίλο είπε : « Να πάρεις ένα όμορφο άλογο, δίχως σέλα, χάμουρα και λοιπές αηδίες. Να καλπάσεις στη θάλασσα. Όταν το άλογο δε θα μπορεί να προχωρήσει πλέον να το στρέψεις στην ξηρά ώστε να μην πνιγεί. Ύστερα να δώσεις τέλος στη ζωή σου, το άλογο θα βγει τρέχοντας στη στεριά και εσύ θα χαθείς στην ωραία θάλασσα χωρίς να φανεί τίποτα»  
Η επηρεασμένη από τον Περικλή Γιαννόπουλο “Γενιά του 30 . Από αριστερά όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Ηλίας Βενέζης, Ο. Ελύτης, Γ. Σεφέρης, Αντρεας Καραντώνης,  Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. Καθισμένοι: Άγγελος Τερζάκης, Κώστας Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κώστας Πολίτης και Ανδρέας Εμπειρίκος
Το τέλος 
Mεγάλη Πέμπτη 8 Απριλίου 1910: Η σκηνοθεσία ολοκληρώθηκε με άψογο τρόπο, η σκηνοθεσία ενός estete: Ντυμένος στα ολόλευκα πήρε  ένα αμάξι και έφτασε στον Σκαραμαγκά. Εκεί, αφού έφαγε στο χάνι, ζήτησε την απ’ τον αμαξά να ξεζέψει ένα άλογο. Το καβάλησε και αφού αλείφτηκε με αρώματα και στεφάνωσε το κεφάλιτου με αγριολούλουδα κάλπασε προς τα κύματα ενώ έβρεχε καταρρακτωδώς . Σαν έφτασε καβαλάρης στα βαθιά νερά,γύρισε το άλογο προς την ακτή κρατώντας τοτε το ένα χέρι και με το αυτοπυροβολήθηκε στον κρόταφο. Το άλογο γύρισε αγριεμένο προς την ακτή.Με αυτόν τον τρόπο ο Γιαννόπουλος θέλησε με ένα «κβαντικό άλμα» να φθάσει στην «Αρχή», να χαθεί, να γίνει «ΕΝΑ» με την άφατη αλήθεια της Ελληνικής Εδέμ, να επιστρέψει στον απωλεσθέντα Παράδεισο.Ύστερα από μέρες το πτώμα του ξεβράσθηκε στην ακτή, τα μάτια του είχαν φαγωθεί από τα ψάρια,στη τσέπη του βρήκαν «τον οβολό» που θα έδινε στον Χάρο για να περάσει «απέναντι». Η κηδεία του έγινε το επόμενο έγινε μεσημέρι  «ελληνική ιεροτελεστία» Ο αστυνόμος εξήγησε στους συγγενείς και φίλους ότι δυο άγνωστες κυρίες ήρθαν το πρωί και περιποιήθηκαν τον νεκρό. Ένας ιερέας έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία, κάποια αρχόντισσα τύλιξε τη σορό με λινομέταξο σεντόνι, κορίτσια από την Ελευσίνα φορώντας τοπικές ενδυμασίες ακούμπησαν πλάϊ  στο νεκρό μια γεμάτη υδρία.Όταν το σώμα κατέβαινε στον τάφο τα κορίτσια χύνανε στο χώμα νερό από την υδρία, από μακριά φάνηκαν οι δύο γυναίκες που παρακολουθούσαν τη τελετή από απόσταση.η μια από αυτές ήταν η Σοφία Λασκαρίδου. 
ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ, Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Η επίδραση στα καλύτερα μυαλά της Ελλάδος.  
Άν και δεν έγινε ευρύτερα αποδεκτός, η επίδραση του Περικλή Γιαννόπουλου υπήρξε καθοριστική σ’ όλους τους δημιουργούς που έχουν κάτι σημαντικό να μας πουν. Ο Ίων Δραγούμης έγραψε στο ημερολόγιό του ότι «τώρα που έφυγε πρέπει να αναλάβω όλα τα βάρη του». H ποίηση του Άγγελου Σικελιανού (ο οποίος του αφιέρωσε το όμορφο ποίημα («Απολλώνιος θρήνος») είναι η ποιητική μετουσίωση του «περικλογιαννοπούλειου» οράματος. H “μεταφυσική του φωτός» επέδρασε καταλυτικά στην ποίηση του Ελύτη και την ζωγραφική του Τσαρούχη. Ενώ η άποψη του για επίδραση της Ελληνικής Γης επηρέασε την αρχιτεκτονική του Πικιώνη.H “γιαννοπούλεια” κληρονομιά συμπεριλαμβάνει επίσης την λαογραφία της Αγγελικής Χατζημιχάλη, τον Σίμωνα Καρρά, και τον Χριστόδουλο Χάλαρη, τις αγιογραφίες του Κόντογλου, την επηρεασμένη από το ελληνικό τοπίο ποίηση του Γιώργου Σταμπόλη και το βιβλιαράκι “Αυτοκρατορία” του Κώστα Σοκόλη.Η πρωτοποριακή “Γενιά του 30” η οποία επανέφερε το αίτημα για επανελλήνιση της ζωής και της Τέχνης υπήρξε καταλυτικά    επηρεασμένη από τον Περικλή Γιαννοπουλο. Δυστυχώς δεν βρήκε συνεχιστές, όμως πολλά κλασσικά της έργα έζησαν μια δευτερη νιότη (και βρήκαν νέο κοινό) μεταφερόμενα υποδειγματικά στην μικρή οθόνη. Ο Λίνος Καρζής θέλησε να δημιουργήσει ένα ελληνικό θέατρο υπό την επίδραση του Γιαννόπουλου και συνδύαζε το  μεγάλο μήνυμα του με τον Κοινοτισμό του Καραβίδα και την Δελφική Ιδέα του Σικελιανού, της οποίας υπήρξε πρωτεργάτης. Στην δεκαετία του 60, οι νέοι δέχτηκαν με ενθουσιασμό το κήρυγμά του και χαρακτηρίστηκε «ο άγιος της ελληνικής νεολαίας», Βασικός μαθητής του ο Δημήτρης Λαζογιώργος – Ελληνικός. Ο Λαζογιώργος-Ελληνικός διέσωσε το έργο του Περικλή Γιαννόπουλου μαζεύοντας στα “Άπαντα “ του του 1963, τα εξαντλημένα από καιρό έργα του, αλλά και τα ανέκδοτα (π.χ “Η Ελληνική Γραμμή” δημοσιεύθηκε μόνο σε συνέχειες στην ‘Ακρόπολη”) και υπήρξε πρωτεργάτης στο γιορτασμό του Έτους Περικλή Γιαννόπουλου το 1964.  Επίσης υπήρξε από τους πιο θερμούς μαθητές του Λίνου Καρζή και επιμελήθηκε την κυκλοφορία μετα από δεκαετίες, των βιβλίων “Εστίες Ελληνικού Ζωίσμού” και “Οι Έλληνες ανακαλύπτουν τον Μύθο τους” στις “Εκδόσεις Πελασγός” .Οι ταινίες του Κώστα Φέρρη (“Φόνισσα”,“Ρεμπετικο”) και του Λάκη Παπαστάθη (“Θεόφιλος”, “Το μόνον της ζωής του ταξείδιον”) εκφράζουν μια αναζήτηση ελληνικότητας στον Ελληνικό κινηματογράφο.Ενώ η επίδραση του στους έλληνες συγγραφείς μπορεί να ανιχνευθεί στο  μυθιστόρημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου, “Το Αδιανόητο Τοπίο” (Eκδόσεις “Ωκεανίδα” 2000, Εκδόσεις Μεταίχμιο 2016), ‘οπου περιγράφει τη ζωή ενός αντικομφορμιστή ζωγράφου, του Γιώργου Γαλανού, που εγκαταλείπει την Αθήνα για τα βουνά της Πελοποννήσου. Στόχος του είναι να ζωγραφίσει το απόλυτο ελληνικό τοπίο υπό την διαύγεια του του ελληνικού φωτός. Αυτό ομως τον οδηγεί στην τρέλλα γιατί δεν μπορεί να το ζωγραφίσει. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα των τελευταίων δεκαετιών.   
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΑΛΕΙΦΟΣ ΣΤΟΝ “ΘΕΟΦΙΛΟ” ΤΟΥ ΛΑΚΗ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ
Η ΜΑΡΙΑ ΝΑΥΠΛΙΩΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΡΗΣ ΛΕΜΠΕΣΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ “ΑΙΘΟΥΣΑΣ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ” ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ
Όπως βλέπουμε, ο Περικλής Γιαννόπουλος χάθηκε στην Ελληνική Εδέμ όμως από «εκεί» λειτουργεί για τουυς Έλληνες Δημιουργούς ως Σηματωρός και Κήρυκας, ως Σύμβολο και Ιδέα.