Ν.Καζαντζάκης - «Η νέα Πομπηία»


Ο εργάτης δε μπορεί σήμερα, όπως στο μεσαίωνα, νʼ αγαπήση το έργο του. Το μεσαίωνα δούλευε με υπομονή, με έρωτα, την ύλη. Αμοιβή θεωρούσε όχι μονάχα το μεροκάματο, μα πολύ περισσότερο: την αναγνώριση των ανθρὠπων,ή της πολιτείας, που τούδωκαν την παραγγελία. Κι ακόμα μεγαλύτερη αμοιβή ένοιωθε την ίδια του εσωτερική χαρά, δημιουργώντας ένα ωραίο ή ένα χρήσιμο έργο.Σήμερα ο εργάτης καμιά τέτοια εσωτερική σχέση δεν έχει με το έργο του. Πώς είναι δυνατό νάχη; Δουλεύει χρόνια, από το πρωί έως το βράδυ, κάνει την ίδια κίνηση, εχτελεί μηχανικά μια λεπτομέρεια, μήτε τον μέλει για την ωραιότητα ή την ωφέλεια της δουλειάς του. Γιατί να τον ενδιαφέρη; Δουλεύει κι η προσωπική του συνεισφορά καμιάν αξία δε μπορεί νάχη θεμελιώδη στην ποιότητα του όλου έργου.Ακόμα πιότερο: μισεί το έργο, που κάνει· γιατί νοιώθει πως ολοένα το έργο τούτο τον αποχτηνώνει, του σκοτώνει την ψυχή και το σώμα. Το μισεί ακόμα, γιατί ξέρει, πως όλοι του οι κόποι παχαίνουν και πλουτίζουν δυό τρεις κεφαλαιούχους. Αυτός, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, γενεές γενεών, θʼ αποχτηνώνουνται και θα φτωχοζούν, μεροδούλι-μεροφάϊ. Επομένως η μόνη του φροντίδα είναι να λιγοστέψη όσο μπορεί τις ώρες της εργασίας του και να μεγαλώση όσο μπορεί το μεροκάματό του. Πουλάει την ψυχή και το σώμα του μονάχα για υλική συντήρηση, για να μην πεθάνη της πείνας. Αλλη αμοιβή δε μπορεί να περιμένη από το έργο του.Μην του πήτε για να τον παρηγορήσετε, πώς δουλεύει για την κοινωνία και για το κράτος. Μισεί την κοινωνία τούτη, που τόσο άνομα έχει μοιράσει τις απολαυές και τους κόπους, που έχει θεσπίσει την αδικία, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση της πείνας, την εξαχρείωση της γυναίκας. Μισεί το Κράτος, που υποστηρίζει ωρισμένη κοινωνική τάξη, τους κεφαλαιούχους και τους αστούς, ίσα-ίσα τους ανθρώπους, που κερδοσκοπούν κι εκμεταλλεύουνται την πείνα του.
Σήμερα ο εργάτης καμιά τέτοια εσωτερική σχέση δεν έχει με το έργο του. Πώς είναι δυνατό νάχη; Δουλεύει χρόνια, από το πρωί έως το βράδυ, κάνει την ίδια κίνηση, εχτελεί μηχανικά μια λεπτομέρεια, μήτε τον μέλει για την ωραιότητα ή την ωφέλεια της δουλειάς του. Γιατί να τον ενδιαφέρη; Δουλεύει κι η προσωπική του συνεισφορά καμιάν αξία δε μπορεί νάχη θεμελιώδη στην ποιότητα του όλου έργου.Ακόμα πιότερο: μισεί το έργο, που κάνει· γιατί νοιώθει πως ολοένα το έργο τούτο τον αποχτηνώνει, του σκοτώνει την ψυχή και το σώμα. Το μισεί ακόμα, γιατί ξέρει, πως όλοι του οι κόποι παχαίνουν και πλουτίζουν δυό τρεις κεφαλαιούχους. Αυτός, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, γενεές γενεών, θʼ αποχτηνώνουνται και θα φτωχοζούν, μεροδούλι-μεροφάϊ. Επομένως η μόνη του φροντίδα είναι να λιγοστέψη όσο μπορεί τις ώρες της εργασίας του και να μεγαλώση όσο μπορεί το μεροκάματό του. Πουλάει την ψυχή και το σώμα του μονάχα για υλική συντήρηση, για να μην πεθάνη της πείνας. Αλλη αμοιβή δε μπορεί να περιμένη από το έργο του.Μην του πήτε για να τον παρηγορήσετε, πώς δουλεύει για την κοινωνία και για το κράτος. Μισεί την κοινωνία τούτη, που τόσο άνομα έχει μοιράσει τις απολαυές και τους κόπους, που έχει θεσπίσει την αδικία, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση της πείνας, την εξαχρείωση της γυναίκας. Μισεί το Κράτος, που υποστηρίζει ωρισμένη κοινωνική τάξη, τους κεφαλαιούχους και τους αστούς, ίσα-ίσα τους ανθρώπους, που κερδοσκοπούν κι εκμεταλλεύουνται την πείνα του.
Τι πρέπει να γίνη; Οπως γρηγόρεψε ο ρυθμός της ζωής, ανάγκη άπειροι άνθρωποι να δουλεύουν στις φάμπρικες, κάτου στη γης, στη θάλασσα. Να γυρίση πίσου ο εργάτης στη μεσαιωνική απλότητα κι αγάπη, αδύνατο. Νʼ ανεχτή τη σημερινή αδικία και φρίκη, αδύνατο. Καμιά ελπίδα πια μεταθανάτιας αμοιβής δεν τους ξεγελάει· τίποτα πια δε μπορεί να τους δώση εγκαρτέρηση κι υπομονή. Η γη τούτη είναι κόλαση, η γη τούτη είναι κι η Παράδεισο. Εδώ πρέπει να ξεσπάση η αμοιβή κι η τιμωρία.Στα φοβερά εργαστήρια της σάρκας τους, που είναι ακόμα όλο βάρος και μίσος, δουλεύονται μέσα στη δυστυχία τα νέα οράματα. Μετατοπίζουνται οι αρετές, δημιουργούνται καινούργιες, τρεκλίζουν οι παλιές ελπίδες, η πατρίδα παίρνει νέο πρόσωπο.Αργά μέσα στα σκεβρωμένα τούτα από τη δουλειά κι από τη θλίψη στήθεια, ουρμάζει ο νέος δεκάλογος. Ο παλιός γάμος έχασε πια τη γοητεία του· δεν έχει πια καιρό το αντρόγυνο νʼ απομείνη μονάχο του, δίχως έγνοιες-η πείνα, η δουλειά, η αμάθεια, το κρασί, τα παιδιά, παίρνουν ξοπίσου τους ανθρώπους. Πώς να κοιταχτούν ήσυχα, γλυκά, πολλήν ώρα, όπως στις παλιές ιστορίες;Τα παιδιά δουλεύουν από μικρά, στρεβλώνουνται τα τρυφερά σώματα η ψυχή ξεχνουδίζει. Οι γυναίκες αφήνουν τα σπίτια τους ξημερώματα, δουλεύουν με άλλες γυναίκες, με άλλους άντρες, γυρίζουν κουρασμένες τη νύχτα. Σβήνει το πατροπαράδοτο τζάκι, η γυναίκα χάνει την πιο μυστική της αξία.
Η πατρίδα δεν είναι πια η γλυκύτατη γωνιά της γης-ο εργάτης είναι δεμένος με τη φάμπρικα και με τη μηχανή, γυρίζει από τόπο σε τόπο, νοιώθει, πως αυτό που λεν οι αστοί πατρίδα είναι τα χωράφια, τα σπίτια, οι φάμπρικες των ανθρώπων, που μισεί.Ετσι “λευτερώνουνται”, αδειάζουν από την έγνοια της πατρίδας και της οικογένειας. Και όχι μονάχα οι εργάτες. Σιγά, σιγά κι άλλες τάξες φτωχές, που δουλεύουν, παρασέρνουνται μέσα στο σύχρονο στρόβιλο. Στηρίζουνται μονάχα στους εαυτούς των-μήτε στο Θεό, μήτε στην πατρίδα, μήτε στην οικογένεια. Ξέρουν, αν δεν έχουν δύναμη να δουλέψουν, θα πεθάνουν στο δρόμο. Είτε άντρες, είτε γυναίκες, είτε παιδιά. Η ικανότητα των χεριών και του μυαλού τους-τίποτα άλλο δε μπορεί να τους σώση. Τίποτα άλλο; Γρήγορα νοιώθουν πώς ένας μονάχος δεν έχει καμιά δύναμη. Μα αν σμίξη με άλλους, όμοιους με αυτόν, αν γίνουν ένα πλήθος μεγάλο, τότε οι άλλοι-οι πλούσιοι εκμεταλλευτές, οι εχτροί-θα φοβηθούν και θα σεβαστούν το δίκιο του. Κι αρχίζει η οργάνωση, σμίγουν οι αδύνατοι κι οι αδικούμενοι γίνεται η φοβερή ετοιμασία.Κάτου από τα σύνορα της πατρίδας λαγούμια ανοίγουνται, κατακόμπες καινούργιες και σμίγουν, αλλόφυλοι, αλλόγλωσσοι γύρω από το κρασί της νέας κοινωνίας. Οπως οι χριστιανοί δε ρωτούσαν αν είσαι ιουδαίος ή έλληνας, λεύτερος, γή σκάβος, μα χώριζαν τους ανθρώπους σε δύο, σε πιστούς και σε άπιστους όμοια σήμερα συντάζεται μια νέα τάξη πιστών-οι Συντρόφοι. Κοινές ελπίδες τους σμίγουν, κοινό μίσος. Πειθαρχούν, όπως όλοι όσοι πιστεύουν: η προσωπικότητά τους υποτάζεται στο σύνολο. Νοιώθουν, ετοιμάζουνται για έφοδο.Ομως υπάρχουν πλήθος χωριάτες, που είναι έτοιμοι να ριψοκιντυνέψουν τη ζωή τους για την πατρίδα· γιατί μέσα στην πατρίδα είνε το χωράφι τους. Υπάρχουν και άλλοι, που κάθουνται στα τραπέζια και χαίρουνται, δυνατά ωργανωμένοι. Ολοι τούτοι στη μεγάλη στιγμή θʼ αντισταθούν, όσο χρειάζεται για να γίνη με την αντίσταση και με το αίμα πιο γόνιμη η νίκη. Μα όλη η φόρα του Σύμπαντος είναι ενάντιά τους-έφαγαν, ήπιαν, δημιούργησαν ένα πολιτισμό, ξεθύμαναν. Εφτασε η στερνή μορφή του χρέους των: να εξαφανιστούν.
Ετσι αγναντεύοντας το σύνολο και τοποθετώντας την εποχή μας, βλέπομε πιο είναι το σύγχρονο χρέος μας: α) Μίσος, πόλεμος χωρίς έλεος, χωρίς συμβιβασμό, ενάντια στην αστική τάξη. Εκαμαν το χρέος τους, τώρα γινήκαν εμπόδια στο πνέμα. β) Καμιά αηδία κι απογοήτευση από την συνεργασία μας με τους προλετάριους. Είναι σκοτεινοί, σκληροί, ακάθαρτοι, θέλουν να πάρουν την εξουσία για νʼ αδικήσουν και αυτοί, να γλεντήσουν, σαν τους άλλους. Μα τί σημαίνει; Είναι τα σύχρονα θεοφόρα μεταγωγικά. Θα ξελαγαρίση η βαρειά τούτη ύλη, θα γίνη πνέμα, θα δημιουργήση νέον πολιτισμό-πριχού ξαναγυρίση στο χτήνος.Σέβας με κυριεύει. Μέσα στις μάζες τούτες καθαρά ξεχωρίζω την κραυγή του Αόρατου, που ανεβαίνει. Αν ζούσα άλλους αιώνες, την κραυγή τούτη θα την ξεχώριζα μέσα στις μάζες των νοικοκυραίων, των βιομηχάνων, των εμπόρων, που ανέβαιναν τότε και θα συμμαχούσα μαζί τους. Μια προσπάθεια αιώνια, ανώτερη από τον άνθρωπο πιάνεται από κορμιά, από γένη, από τάξεις τις δουλεύει, τις μετουσιώνει όσο μπορεί, κι ύστερα, όταν πια εξαντληθούν, τους αφήνει και πιάνεται απο άλλο ακατέργαστο υλικό. Η δύναμη τούτη σπρώχνει το κάθε τι να υψωθή και να καρπίση κι ύστερα το συντρίβει, σαν άχρηστο.
Αυτήν την αιώνια προσπάθεια μέσα από διάφορες εποχές, από πλήθος εναλλαγές και πάθη, χρέος έχομε νʼ ακολουθούμε, να βοηθούμε, να συνεργαζόμαστε μαζί της. Σήμερα έχει αρπάξει τα πλήθη, που δουλεύουν και πεινούν-τα πλήθη αυτά σήμερα είναι το ακατέργαστο υλικό της.Την αδυσώπητη τούτη προσπάθεια δε μπορούν οι μάζες να τη διακρίνουν. Της δίνουν διάφορες μικρές ονομασίες, για να μπορέσουν να την κάμουν νοητή στο στενό μυαλό τους κι αγαπητή στις ταπεινές τους ανάγκες.Την ονομάζουν ευτυχία, δικαιοσύνη, ισότητα, ειρήνη. Μα ο αόρατος Αγωνιζόμενος, αφίνοντας τα δολώματα τούτα να γοητεύουν και να γκαρδιώνουν τις μάζες, μάχεται σκληρός κι ανήλεος να διαπεράση τις σάρκες τούτες, να δημιουργήση απʼ όλες τις σύγχρονες κραυγές της πείνας και της οργής ένα λόγο ελευθερίας.

Ν.Καζαντζάκης