Άρθρο του Αντιναυάρχου Δρα Στυλιανού Χαρ. Πολίτη, γιου του πρωτοετούς Ευέλπιδος Χαράλαμπου Στυλιανού της ηρωϊκής τάξεως 1943 της ΣΣΕ, ενός εκ των υπερασπιστών της Κρήτης κατά την ομώνυμη μάχη το 1941.
Δύο είναι τα θεμέλια του κράτους: οι καλοί νόμοι και ο καλός στρατός. Χωρίς νόμους το κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει και χωρίς στρατό δεν μπορεί να υπάρξει. Όπως φαίνεται αυτό το ήξερε πολύ καλά ο πρώτος Κυβερνήτης μας μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, οπότε και το πρώτο «επαγγελματικό» σχολείο που ίδρυσε ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν στρατιωτικό, για την εκπαίδευση εκείνων που θα αναλάμβαναν την οργάνωση και την ηγεσία του στρατεύματος.Έφτιαξε δηλαδή μια σχολή Αξιωματικών που άρχισε να λειτουργεί τον Ιούλιο του 1828 στο Ναύπλιο υπό την εποπτεία του Συνταγματάρχη βαρόνου von Heideck, με βασικό εκπαιδευτή τον Κορσικανό Λοχαγό του Αγγλικού Στρατού Romylo de Santelli.Η επιλογή γινόταν με αυστηρότατα κριτήρια και από τον ίδιο τον Καποδίστρια! Οι μαθητές της ονομάσθηκαν από τον Κυβερνήτη «Ευέλπιδες». Η ονομασία αυτή σημαίνει «καλές ελπίδες» και ήταν απόλυτα επιτυχής. Οι νεαροί σπουδαστές ταυτίστηκαν απόλυτα με την ονομασία τους και δεν άργησαν να το αποδείξουν πρωτοστατώντας σε όλους του αγώνες του Έθνους γράφοντας τις πιο ένδοξες σελίδες της νεότερης Ιστορίας μας. Ο συνδυασμός είναι πολύ δύσκολος. Απαιτεί εξαιρετικά υψηλά ψυχικά σωματικά και διανοητικά προσόντα παράλληλα με μεγάλη αγάπη και πίστη στην Πατρίδα καθώς και απόλυτη αφοσίωση στο στρατιωτικό Καθήκον.Με βάση αυτές τις απαιτήσεις, δημιουργήθηκε στην πρώτη σχολή ένα αυστηρά στρατιωτικό περιβάλλον, στο οποίο έσπευσαν να καταταγούν οι ευγενέστεροι νέοι. Ήταν κυρίως παιδιά των αγωνιστών της Παλιγγενεσίας που πλήρωναν πολύ ακριβά δίδακτρα για να σπουδάσουν και να καταστούν ικανοί να στελεχώσουν όχι μόνο τον Στρατό Ξηράς αλλά και το Ναυτικό. Με την ίδρυση ξεχωριστής ναυτικής σχολής με τις ίδιες βασικές αρχές η Σχολή Ευελπίδων, το πρώτο ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Χώρας μας, συνέχισε να τροφοδοτεί με άξιους ηγήτορες μόνο το Στρατό Ξηράς. Αργότερα φοίτησαν εκεί, όπως και στη Ναυτική Σχολή των Δοκίμων και οι πρώτοι Αξιωματικοί της Αεροπορίας μας, μέχρι την ίδρυση της Σχολής Ικάρων.Οι απόφοιτοι της Σχολής ανδραγάθησαν στα πεδία των μαχών και διακρίθηκαν στην Κοινωνία σαν σπουδαίοι πολιτικοί και σημαντικοί επιστήμονες. Μεγάλη ήταν και η προσφορά τους στην οργάνωση αλλά και τη λειτουργία του «Bασιλικού Σχολείου των Tεχνών», όταν από το 1836 άρχισε να υφίσταται «υπό Στρατιωτικήν Διοίκησιν και με στρατιωτικήν τάξιν», για να μετονομασθεί το 1873 σε Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Οι πρώτοι Καθηγητές του ήταν 20 Έλληνες Αξιωματικοί με περισσότερο γνωστό τον Θεόδωρο Κομνηνό. Ο τελευταίος στρατιωτικός Διευθυντής του Πολυτεχνείου ήταν ο Ταγματάρχης Αναστάσιος Θεόφιλος (1878-1901). Στη Σχολή αυτή φοίτησαν και οι πρώτοι ιδιώτες μηχανικοί αυτοί που ακόμα και σήμερα αποκαλούνται «πολιτικοί» μηχανικοί.
Στρατιωτική Γεωγραφία 1957. Στο βιβλίο περιγράφεται η μετάβαση της Σχολής Ευελπίδων στην Κρήτη και οι μάχες που έδωσε με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές
Συνεχίζοντας η Σχολή Ευελπίδων την πολύπλευρη προσφορά της στο Έθνος φθάσαμε στο 1940. Στις 2 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς εισήλθαν γεμάτοι όνειρα και φιλοδοξίες 300 περίπου πρωτοετείς Ευέλπιδες που καλώς εχόντων των πραγμάτων μετά τριετή φοίτηση θα ονομαζόντουσαν Ανθυπολοχαγοί τάξεως 1943.Τα υπέροχα λόγια του Στρατηγού Διοικητού της Σχολής δεν έπαψαν ποτέ να ηχούν στ’ αυτιά των νεαρών μαθητών της Σχολής, παρά το συνεχές τροχάδην, τις κοπιαστικότατες πεζικές ασκήσεις και το ασταμάτητο πρόγραμμα Ξημέρωσε και η 28η Οκτωβρίου 1940. Ανυποψίαστοι οι Ευέλπιδες μετά το πρωινό εγερτήριο, τη γυμναστική, την επιθεώρηση και το πρωινό φαγητό μετέβησαν στις τάξεις για τα μαθήματα τους. Αν και πολύ νωρίς, από τον τορπιλισμό της Έλλης, τα σύννεφα του πολέμου είχαν πυκνώσει επικίνδυνα, εκείνο το πρωί φαινόταν να είναι σαν τα άλλα. Κανείς τους δεν ήξερε για το ΟΧΙ του Ιωάννη Μεταξά ούτε για την επίθεση των Ιταλών. Ξαφνικά όμως από τα μελετητήρια της τρίτης τάξεως, δηλαδή της διοικούσας, ακούστηκαν δυνατές φωνές, ζητωκραυγές και αμέσως μετά ποδοβολητό. Άρχισαν να ακούγονται εμβατήρια. Γρήγορα ολόκληρη η Σχολή βρισκόταν σε συναγερμό. Οι Αξιωματικοί της Σχολής έλαβαν βιαστικά φύλλα πορείας για να στελεχώσουν τις μάχιμες μονάδες, οι τριτοετείς Ευέλπιδες ονομάσθηκαν Ανθυπολοχαγοί και αναχώρησαν κυριολεκτικά τρέχοντας για το μέτωπο. Όσο για τους πρωτοετείς: αυτούς τους περίμενε η απογοήτευση. Τους έδωσαν αόριστη άδεια. Χωρίς φωνές και ενθουσιασμούς το δέχθηκαν με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν τόλμησαν να πάνε για να κάνουν τα παράπονα τους, αντιμετώπισαν τις αυστηρές επιπλήξεις των ανωτέρων τους. Έπρεπε να κάνουν ότι τους διέταζαν.
Έφυγαν από τη Σχολή πικραμένοι, με το φύλλο αδείας στο χέρι και περπατώντας στο δρόμο απαρηγόρητοι, έβλεπαν τους φαντάρους να φεύγουν «με το χαμόγελο στα χείλη» για το γράψουν το σύγχρονο έπος στα απάτητα, χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου.Βαδίζοντας σιωπηλοί στους δρόμους κανένας τους δεν περίμενε,ότι σύντομα αυτή η τάξη θα ήταν η ηρωικότερη, ότι αυτοί οι Ευέλπιδες θα λάμπρυναν τόσο πολύ της Ιστορία μας.Όμως προς το παρόν, ήταν αδειούχοι!Στις 24 Νοεμβρίου του 1940 οι πρωτοετείς Ευέλπιδες ανακλήθηκαν στη Σχολή. Όλοι τους νόμισαν ότι επιτέλους θα τους έστελναν να πολεμήσουν. Νέα απογοήτευση τους περίμενε όταν έμαθαν ότι θα συνέχιζαν κανονικά τα μαθήματα τους. Τους υποσχέθηκαν όμως ότι σύντομα, δηλαδή μετά από εξάμηνη εντατική εκπαίδευση, θα αναλάμβαναν διμοιρίτες. Οι έξι μήνες τους φάνηκαν πολλοί. Μέχρι να περάσουν, ο πόλεμος μπορεί να είχε τελειώσει χωρίς αυτοί να έχουν ρίξει ούτε τουφεκιά. Πώς να κάτσουν να διαβάσουν γνωρίζοντας ότι τις ίδιες στιγμές όλοι οι άλλοι πολεμούσαν;Πέρασε ο χειμώνας και ήρθε η Άνοιξη. Το Έθνος πανηγύριζε τις νίκες μας. Όλοι πίστευαν ότι σύντομα ακόμα και στη Ρώμη θα κυμάτιζε η Γαλανόλευκη. Η επίθεση των Γερμανών όμως ήρθε να αλλάξει την πορεία της Ιστορίας. Στις 6 Απριλίου του 1941, το πρωινό πολεμικό ανακοινωθέν προκάλεσε αναστάτωση στους Ευέλπιδες. «Εμείς τι περιμένουμε;» άρχισαν να διερωτώνται και οι διαμαρτυρίες τους έγιναν εντονότερες. «Μέχρι εδώ! Δεν μπορούμε άλλο!Ο Στρατός πολεμάει και εμείς γράφουμε διαγωνίσματα!». Αναστάτωση προκλήθηκε στη Σχολἠ.Συγκεντρώνονται μπροστά από το Διοικητήριο. Ζητούν επίμονα από τη Διοίκηση να φύγουν αμέσως για να πολεμήσουν οπουδήποτε. Όμως η Διοίκηση ήταν ανένδοτη και τα μαθήματά τους έπρεπε να συνεχισθούν κανονικά! Τη μόνη συμπαράσταση που είχαν ήταν από κάποιους κατώτερους Αξιωματικούς και κυρίως από τον ανακληθέντα στην ενέργεια Υπολοχαγό Μηχ. Νικόλαο Λυγιδάκη, ο οποίος μάταια προσπαθούσε με τις γνωριμίες του,να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των Ευελπίδων.
Στις 16 Απριλίου 1941, μετά την κατάρρευση του μετώπου, οι Γερμανοί προελαύνουν με κατεύθυνση την Πρωτεύουσα. Την ίδια μέρα οι 300 περίπου πρωτοετείς Ευέλπιδες ζητούν από τη Σχολή την αναχώρηση τους για τις Θερμοπύλες. Ήθελαν σαν τους 300 του Λεωνίδα να περιμένουν τους Γερμανούς εκεί για να επαναλάβουν τη μεγάλη θυσία των Σπαρτιατών προγόνων τους, πιστοί και αυτοί «τοις κείνων ρήμασι». Η Διοίκηση τους υποσχέθηκε ότι θα εξέταζε το αίτημα τους, αναμένοντας και τις απαραίτητες διαταγές από τα προϊστάμενα κλιμάκια. Η ανυπομονησία τους αλλά και η δίκαιη αγανάκτηση τους είχε φθάσει στο έπακρο, για να κορυφωθεί στις 23 Απριλίου στο αμφιθέατρο όταν άκουσαν τη διαταγή που εκδόθηκε από τη Σχολή: Από το απόγευμα αυτής της ημέρας θα αναλάμβαναν αστυνομικά καθήκοντα! Η αναταραχή ήταν μεγάλη! Ούτε για αστείο δεν ήθελαν να το δεχθούν. Μικρές στην αρχή ομάδες, μετά μεγαλύτερες άρχισαν να συζητούν έντονα εκφράζοντας τις αντιρρήσεις τους και τη δυσαρέσκεια τους. Το μεσημέρι ακούστηκε το διάγγελμα του Βασιλιά Γεωργίου. Ήταν απόλυτος! Δεν δεχόταν τη συνθηκολόγηση και διευκρίνιζε:«Αγνωούμεν υπό ποίας συνθήκας επακριβώς ευρεθείς ο Στρατός της Ηπείρου υπέγραψε ανακωχήν.Μείνατε πιστοί εις την ιδέαν μιας ηνωμένης, αδιαιρέτου, ελευθέρας Πατρίδος. Εντείνατε τας θελήσεις σας. Αντιτάξατε την Ελληνικήν σας υπερηφάνεια κατά της εχθρικής βίας και τον εχθρικόν δελεασμόν. Θαρείτε, αι καλαί ημέραι θα επανέλθουν. Ζήτω το Έθνος!»Αυτό ήταν! Οι Ευέλπιδες δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτε άλλο πια. Μόνο τη φωνή του Βασιλιά που τους καλούσε στην εκτέλεση του υπερτάτου καθήκοντος! Όλοι αποφάσισαν να τρέξουν στην Κρήτη. Εκεί που θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον Αγώνα. Μαζί τους ενώθηκε και ο Υπολοχαγός Νικόλαος Λυγιδάκης και άρχισε εντατικά η προετοιμασία αναχωρήσεως για τη Κρήτη. Ο αντικαταστάτης Διοικητού της Σχολής Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Ευστάθιος Καμαρινός προσπάθησε όπως όφειλε να ανακτήσει τον έλεγχο. Γι’ αυτό πήγε να συλλάβει τον Υπολοχαγό Νικόλαο Λυγιδάκη που τώρα ήταν ο αρχηγός της στάσεως. Η βίαιη επέμβαση των Ευελπίδων ματαίωσε όμως τη προσπάθεια του. Το γεγονός αναφέρθηκε τηλεφωνικά στον Επιτελάρχη της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών, Συνταγματάρχη Πεζικού Θωμά Πεντζόπουλο, ο οποίος ζήτησε να μιλήσει απευθείας με τον Αρχηγό, δηλαδή τον πρώτο μαθητή των πρωτοετών. Ο νεαρός Εύελπις ήταν σαφέστατος: «Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι ελήφθη η ομόθυμος απόφασις όπως οι Ευέλπιδες ή σταλούν εις το μέτωπον ή εις Κρήτην». Ανάστατος ο Επιτελάρχης σπεύδει στη Σχολή. Βρίσκει τους Ευέλπιδες να έχουν παραλάβει τη Σημαία και με τον οπλισμό τους στο αναρτήσατε να ξεκινούν. Μπαίνει μπροστά τους και τους σταματά! Εγκαταλείποντας το βλοσυρό του ύφος τους μίλησε σαν παλιός έμπειρος συνάδελφος αλλά και σαν στοργικός πατέρας: «Η ισχύς του εχθρού είναι κολοσσιαία. Η εξόντωσις του μεγαλύτερου μέρους της Σχολής υπό της εχθρικής αεροπορίας καθ’ οδόν εις την ξηράν θα είναι μοιραία».Οι Ευέλπιδες όμως δεν ήταν μόνο αμετάπειστοι αλλά και πολύ βιαστικοί. Λακωνικότατη η απάντηση τους: «Είμεθα έτοιμοι δια κάθε θυσίαν χάριν της Πατρίδος μας». Μπροστά σ’ αυτό το υπέροχο Πατριωτικό Θέαμα ο Συνταγματάρχης κυριολεκτικά λύγισε. Πυκνά δάκρυα συγκινήσεως άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να δώσει την ευχή του: «Στο Καλό γενναία παιδιά της Ελλάδος, στο Καλό Ευέλπιδες! και με τη Νίκη!». Παραμέρισε ανοίγοντας τον δρόμο, στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε βλέποντας να περνά μπροστά του η Σημαία, που την ακολουθούσαν τραγουδώντας οι γενναίοι πρωτοετείς Ευέλπιδες της τάξεως 1943. Αμέσως μετά ανέφερε στους ανώτερους του: «Ουδείς μπορεί να τους μεταπείσει, αλλά και ουδείς έχει το δικαίωμα να στερήσει από αυτούς τους νεαρούς Ευέλπιδες την θέλησιν να πολεμήσουν, ως επιθυμούν για την Πατρίδα»
Ήδη είχαν φθάσει τα λεωφορεία που είχαν επιταχθεί από Ευέλπιδες στην λεωφόρο Αλεξάνδρας. Πριν την επιβίβαση τους στάθηκαν όλοι συντεταγμένοι μπροστά στο Ηρώον της Σχολής, όπου έμειναν για λίγο σιωπηλοί αποδίδοντας τιμήν στους παλαιότερους φονευθέντες συναδέλφους τους. Στη συνέχεια επανέλαβαν με βροντώδη φωνή τον Όρκο τους. Η γλώσσα τους άρχισε να τρέμει και δάκρυα γέμισαν τα μάτια τους τη στιγμή που πρόφεραν με ευλάβεια τη φράση: «Να υπερασπίζομαι με πίστην και αφοσίωσιν μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματος μου τας Σημαίας! Να μην τας εγκαταλείπω μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ απ’ αυτών». Αμέσως μετά επιβιβάσθηκαν και η φάλαγγα που σχηματίσθηκε κινήθηκε προς Γύθειο, με τελικό προορισμό την Κρήτη. Ήταν 300 πρωτοετείς, μερικοί δευτεροετείς και 10 Αξιωματικοί. Περνώντας από το Χιλιομόδι και τη Νεμέα δέχθηκαν επίθεση από τη Γερμανική Αεροπορία. Ευτυχώς όμως δεν υπήρξαν απώλειες. Οι επιθέσεις της Γερμανικής Αεροπορίας συνεχίσθηκαν χωρίς επιτυχία σ’ όλη τη διαδρομή και με ιδιαίτερη σφοδρότητα στην περιοχή Άργους και Τριπόλεως. Το ραδιόφωνο της γερμανοκρατούμενης Αθήνας μετέδιδε τότε ότι δήθεν όλη η δύναμη των Ευελπίδων είχε καταστραφεί. Ξημερώματα της 26ης Απριλίου έφθασαν στο χωριό Τάραψα όπου στρατοπέδευσαν, ενώ μια ομάδα πήγε στο Γύθειο να βρει πλωτά μέσα για τη μεταφορά τους στη Μεγαλόνησο. Η υποδοχή από τους γεμάτους φιλοπατρία Μανιάτες ήταν θριαμβευτική. Η φιλοξενία τους έμεινε αξέχαστη. Από το υστέρημα τους διέθεσαν ότι μπορούσαν για να προσφέρουν φαγητό στους νηστικούς για περισσότερες από τρεις μέρες Ευέλπιδες. Τα μεσάνυκτα από 27 προς 28 Απριλίου οι Ευέλπιδες επιβιβάστηκαν σε δύο πλοιάρια και απέπλευσαν για τη Κρήτη. Λόγω θαλασσοταραχής αναγκάσθηκαν να ποδίζουν. Το ένα πλοιάριο μετά από αεροπορικό βομβαρδισμό βυθίστηκε στον όρμο Ξύλης. Οι διασωθέντες ναυαγοί επιβιβάσθηκαν σε άλλο πλοιάριο και συνέχισαν το ταξίδι τους. Τις πρωινές ώρες της 29ης Απριλίου τα δύο πλοιάρια αποβίβασαν του Ευέλπιδες στο Κολιμπάρι κοντά στην Μονή της Οδηγήτριας.
Η επίθεση των Γερμανών ξεκίνησε πρωινές ώρες της 20ης Μαΐου και βρήκε τους Ευέλπιδες άοπλους γιατί είχαν παραδώσει τον οπλισμό τους. Θα παραλάμβαναν άλλο οπλισμό εκεί οπού θα υπαγόντουσαν σύμφωνα με διαταγή. Επειδή όμως σε αυτή τη φάση κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, άλλαξαν τα σχέδια. Οι Ευέλπιδες αφού παρέλαβαν εσπευσμένα άλλο οπλισμό, συγκρότησαν μια δική τους μονάδα. Διοικητής είχε αναλάβει από τις 2 Μαΐου ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Λουκάς Κίτσος και το επιτελείο του στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με άλλους 6 κατώτερους Αξιωματικούς. Σχηματίσθηκαν δύο λόχοι.Οι δύο λόχοι κινήθηκαν μέσα από τη χαράδρα που καταλήγει στη Μονή Γωνιάς, ανέβηκαν στα υψώματα δυτικά από τη Μονή και έλαβαν θέσεις μάχης. Ο οπλισμός των Ευελπίδων αποτελείτο από τα μουσειακής μόνον αξίας τυφέκια «Μάουζερ» του 19ου αιώνα, λάφυρα των Βαλκανικών Πολέμων με 30 φυσίγγια για το καθένα. Εκτός απ’ αυτά διέθεταν άλλα 3.000 φυσίγγια εφεδρικά, πέντε απαρχαιωμένα και σχεδόν άχρηστα οπλοπολυβόλα με 150 φυσίγγια έκαστο, ένα πολυβόλο «Σαίντ Ετιέν» που είχαν βρει στα Κύθηρα.Το πολυβόλο τάχθηκε στο βραχώδες ύψωμα δυτικά της Μονής με τον Ανθυπολοχαγό Πεζικού Μανωλόπουλο, για μια στοιχειώδη αντιαεροπορική κάλυψη. Δεν άργησαν να φανούν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της 7ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, με τον υπερσύγχρονο για εκείνη την εποχή οπλισμό τους. Βρέθηκαν όμως αντιμέτωποι αρχικά με τα εύστοχα πυρά των Ευελπίδων και αργότερα με τις ξιφολόγχες τους. Πίπτει ηρωικά μαχόμενος ο πρώτος Εύελπις, ο Νικόλαος Ιατρούλης. Σε ενα ύψωμα κυματίζει η Γερμανική Σημαία. Ομάδα Ευελπίδων με τον Εύελπι Κωστόπουλο το ανακαταλαμβάνει και υποστέλλει την εχθρική Σημαία φονεύοντας τους τέσσερις Γερμανούς που τη φύλαγαν.
Το πολυβόλο από τη θέση του έκανε θραύση. Τέλειωσαν όμως τα πυρομαχικά του. Ο Διοικητής διατάζει την καταστροφή του. Γενικά όλα τα πυρομαχικά εξαντλούνται χωρίς να υπάρχει δυνατότητα για αναπλήρωση τους. Σε πολλά τυφέκια το κινητό ουραίο είχε μπλοκάρει. Οι γενναίοι Ευέλπιδες όμως ορμούν με τις ξιφολόγχες τους. Στο αποκορύφωμα της μάχης πέφτει ηρωικά και άλλος Εύελπις ο Γεώργιος Κουβελίδης. Τραυματίζονται σοβαρά οι Ευέλπιδες: Μιαούλης, Μουζάκης, Δημήτριος Παπαδημητρίου, Σωτηρακόπουλος και αρκετοί άλλοι που εξακολουθούν όμως να μάχονται με πείσμα. Οι Γερμανικές Δυνάμεις καθηλώνονται.
Προετοιμάζουν άλλη μεγάλη επίθεση, ενώ τα αεροπλάνα πολυβολούν με μανία. Εδώ φάνηκε όμως η αξία της καλής εκπαιδεύσεως. Οι Ευέλπιδες έδειξαν πως γνώριζαν άριστα να χρησιμοποιούν το έδαφος. Μπορούσαν να αποκρύπτουν τις κινήσεις τους από τα αεροπλάνα και να καλύπτονται αποτελεσματικά από τα σφοδρά πυρά τους. Καμία απολύτως απώλεια! Στις 16.00 εξαπολύεται η μεγάλη επίθεση. Άνισος ο αγώνας. Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται δραματική. Ο Διοικητής αναγκάζεται να διατάζει σύμπτυξη στο ύψωμα που βρίσκεται 500 περίπου μέτρα βόρεια από τις αρχικές θέσεις των. Είχαν μείνει κατά μέσο όρο 5 μόνο φυσίγγια για τον καθένα. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ο Διοικητής αποφασίζει κρίσιμο ελιγμό.Το σούρουπο διατάζει και πάλι σύμπτυξη προς το χωριό Ροδοπός. Εκεί ανακοινώνει τις προθέσεις του για να προλάβει και τις αντιδράσεις των Ευελπίδων που συμπτύσσονταν με δυσφορία. Τους εξηγεί ότι είναι πολύτιμοι για την άμυνα της Νήσου και θα έπρεπε να διαφυλάξουν τον εαυτό τους, για να διατεθεί εκεί που η θυσία τους θα μπορούσε να φέρει καλύτερο αποτέλεσμα. Στις 21 Μαΐου, οι Ευέλπιδες έχουν φθάσει στο χωριό Δελιανά. Οδηγίες δεν υπήρχαν λόγω ελλείψεως επικοινωνιών. Ο Διοικητής εκτίμησε ότι έπρεπε να παραμείνουν εκεί για παρεμπόδιση της προελάσεως των Γερμανών, προς ενίσχυση των δυνάμεων τους που πολιορκούσαν τα Χανιά. Τις απογευματινές ώρες, γερμανική προφυλακή μοτοσικλετιστών κινείται προς το χωριό. Αποκρούεται από διμοιρία Ευελπίδων. Φονεύονται τέσσερις Γερμανοί. Οι υπόλοιποι υποχωρούν και τρέπονται σε φυγή. Ειδοποιούν όμως την αεροπορία. Σε λίγο τα εχθρικά αεροπλάνα πολυβολούν με λύσσα τις θέσεις των Ευελπίδων, που καλά καλυμμένοι αντιμετωπίζουν παθητικά τις επιθέσεις χωρίς καμιά απώλεια. Νυκτερινές ώρες οι Ευέλπιδες ξεκινούν από τα Δελιανά και φθάνουν τα ξημερώματα στο Σέμπρωνα όπου μπόρεσαν κάτι να φάνε ύστερα από δύο μέρες νηστείας. Το βράδυ της ίδια μέρας στις 22 Μαΐου 1941, ξεκινούν και οδοιπορώντας ολόκληρη τη νύκτα φθάνουν στη Χωστή. Παρέμειναν εκεί όλη την ημέρα, για να ξεκινήσουν τη νύκτα περπατώντας για τους Λάκκους όπου έφθασαν τις πρωινές ώρες. Κατάκοποι από τις κακουχίες και εξαντλημένοι από την πείνα ξεκίνησαν πάλι νύκτα για να φθάσουν στις 3 το πρωί στο Θέρισσο. Με λίγο τυράκι που βρήκαν προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τη βασανιστική πείνα τους. Παρέμειναν όλη την ημέρα στις παρυφές του χωριού για να ξεκινήσουν πάλι τη νύκτα τη πορεία τους και να ξημερώσουν στο χωριό Δρακόνα. Εκεί μοιράσθηκαν λίγο βραστό κρέας και από μια οκά ψωμί κατά διμοιρία! Μόνο μια μπουκιά για τον καθένα. Το μεσημέρι δέχθηκαν νέα αεροπορική επίθεση. Η πετυχημένη άμυνα τους όμως τους διέσωσε και πάλι. Το ίδιο βράδυ στις 26 Μαΐου 1941, ξεκίνησαν και πάλι για να φθάσουν το πρωί στο χωριό Ραμνή. Εκεί τους βρήκε και ο Αξιωματικός που είχε μεταβεί στα Χανιά. Ήταν απογοητευμένος! Με βαριά καρδιά τους πληροφόρησε ότι η Μάχη της Κρήτης είχε κριθεί πια. Η οργανωμένη αντίσταση είχε παύσει και οι σύμμαχοι προετοίμαζαν την εκκένωση της Νήσου για να συνεχίσουν όλοι μαζί τον αγώνα σε άλλα θέατρα επιχειρήσεων.
Ο εύελπις Δημήτριος Κουτσιάς.
Έπεσε νεκρός στις 20 Μαΐου 1941, πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης στην Αγυιά Χανίων
Ο Διοικητής της Σχολής αποφάσισε τότε να κινηθεί η Μονάδα του προς το Εμπροσθόνερο.Πρόταση του ήταν να μεταφερθούν οι Ευέλπιδες στην Αίγυπτο για να συνεχίσουν τον Αγώνα. Θλιβερή η απάντηση! Δεν υπήρχε κανένα διαθέσιμο μέσο. Δεν έφθανε όμως μόνο αυτό. Οι Αξιωματικοί μετέφεραν και μια άλλη εντολή: Ο Διοικητής είχε εξουσιοδοτηθεί να διαλύσει τη Σχολή. Ο Αντισυνταγματάρχης Κίτσος παρά τη διαταγή δεν συμμορφώθηκε αμέσως, συνέχισε την πορεία προς τα Σφακιά με την ελπίδα ότι κάτι θα μπορούσε να αλλάξει. Οι Ευέλπιδες ήδη ήταν σε δεινή κατάσταση, χωρίς πυρομαχικά, νηστικοί ταλαιπωρημένοι, ρακένδυτοι, με υποδήματα κατεστραμμένα και αρκετοί απ’ αυτούς τραυματισμένοι. Το ηθικό όμως ήταν ακμαιότατο! Στις 5.30 της 28ης Μαΐου και ενώ είχαν φθάσει σ’ ένα ύψωμα δεξιά από το δρόμο για τα Σφακιά πριν το οροπέδιο Ασκύφου, ο Διοικητής σταμάτησε και τους μίλησε πατριωτικά υπενθυμίζοντας τον Όρκο τους και ότι ο Αγώνας δεν πρόκειται να σταματήσει. Τους επεσήμανε όμως ότι ουσιαστικά άοπλοι, δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις κινήσεις τους σαν σώμα. Θα έπρεπε να διασκορπιστούν για να μπορέσουν ίσως κάποιοι απ’ αυτούς να φθάσουν στον προορισμό τους ανεξαρτήτως. Απευθυνόμενος με απερίγραπτη συγκίνηση, σ’ αυτούς που αποτελούσαν ότι ευγενέστερο είχε να επιδείξει η Ελληνική νεολαία εκείνης της εποχής κατέληξε: «Ελπίδες του Έθνους, ατενίσατε προς την ελευθερίαν της φυλής μας. Έχετε πεποίθησιν δι’ αυτήν. Η 29η Μαΐου, ημέρα αποφράς δια δευτέραν φοράν, κρίνει την τύχην της Πατρίδος μας. Ελπίδες του Έθνους, την ημέραν ταύτην διαλύεσθε εις τον ακρογωνιαίον λίθον της Ελλάδος, τα Σφακιά της Κρήτης, της Πατρίδος μας πλέον μη υπαρχούσης ελευθέρας. Το μόνο συντεταγμένο ένοπλον τμήμα είστε σεις. Σε σας έλαχε ο κλήρος να διεκδικήσετε την ελευθερίαν μας μέχρι της τελευταίας σπιθαμής της Ελληνικής γης. Σας εύχομαι να είστε σεις οι απελευθερωτές της Πατρίδος. Ελπίδες του Έθνους προσοχή! Ατενίσατε προς την ελευθερίαν της Πατρίδος. Τους ζυγούς λύσατε. Μαρς!!»
Ο εύελπις Νικόλαος Αθανασίου Ιατρούλης από τον Βόλο. Έπεσε νεκρός στις 20 Μαΐου 1941, πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.