Η Μάχη στο Ραβινέ και στους πλησίον λόφους

 

Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή,

μέχρις ότου και ο τελευταίος μας φονευθεί»

(Λογαγός Γουλιανός, 1η Μαΐου 1917)


Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Το Δεκέμβριο του 1916 η Μεραρχία Σερρών βρίσκεται στα δυτικά του Αξιού, όπου, μαζί με την 122α Γαλλική Μεραρχία του Στρατηγού Ρενιώ, είναι αντιμέτωπη με Βουλγάρους και Γερμανούς. Μέχρι τον Απρίλιο του 1917, η ζωή στη Μεραρχία κυλά ήρεμα. Αυτό θα ανατραπεί όταν, μεταξύ των άλλων επιχειρήσεων, στο τάγμα τού Γουλιανού, θα ανατεθεί η κατάληψη του λόφου «Ραβινέ» (οι Γάλλοι είχαν δώσει σε χαρακτηριστικά υψώματα δικές τους συμβατικές ονομασίες: στα γαλλικά ravin=φαράγγι). Το Ραβινέ (υψ. 262 μ.), ευρισκόμενο (και τότε και τώρα) εντός του ελληνικού εδάφους, βρίσκεται βορειοδυτικά από το χωριό Χαμηλό. Στο ύψωμα είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί μεγάλων δυνατοτήτων παρατηρητήριο και το είχαν οχυρώσει με κάθε είδους κατασκευές και καταφύγια από σιδηροπαγές σκυρόδεμα. Οι εδαφικές ακολούθως απολήξεις στα ανατολικά του Ραβινέ σχηματίζουν στη δεξιά όχθη του Αξιού το ύψωμα «Σεμέν Ντε Φερ», το οποίο ευρισκόμενο αμέσως δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης–Γευγελής, βρίσκεται τρία χιλιόμετρα νότια του σιδηροδρομικού σταθμού της Ειδομένης και 1200 μέτρα βόρεια του χωριού Δογάνη. Στα δυτικά του Ραβινέ, διαδέχονταν η μία την άλλη οι από τους Βουλγάρους τότε ελεγχόμενες εδαφικές εξάρσεις «Ντρομαντέρ», «Μπομπαντέρ» και «Πιτόν Μπλαν». Τέλος, τα υπόλοιπα τμήματα της Μεραρχίας Σερρών κατείχαν τις εξής θέσεις: Το τάγμα Κονδύλη ήταν παραταγμένο νότια του Σεμέν Ντε Φερ,το τάγμα Παπακώστα κατείχε θέσεις νοτιοανατολικά του λόφου Ντρομαντέρ,δυτικότερα βρισκόταν το τάγμα Τσάκαλου. Ακόμη πιο αριστερά, το τάγμα Παλλίδη και πιο δυτικά, το τάγμα Καρασεβδά ήταν αντιμέτωπο με την κατεχόμενη επίσης από τον εχθρό εξέχουσα του Σκρα (πλήρης της ονομασία: Σιρκά Ντι Λέγκεν, ύψ.1096 μ.), έχοντας στα δεξιά του το χωριό Σκρα και στα αριστερά του άλλο γαλλικό Τάγμα.

Στίς 22 Απριλίου 1917 σημειώνεται επιθετική ενέργεια του Τάγματος Τσάκαλου εναντίον του Μπομπαρντέ. Οι επιτιθέμενοι μόνο με ξιφολόγχη, χειροβομβίδες και την πολεμική ιαχή «αέρα», γίνονται κύριοι του υψώματος και εγκαθιστούν σ’ αυτό συρματόπλεγμα προκειμένου να αναχαιτιστούν οι εχθρικές αντεπιθέσεις. Σκοτώνεται όμως ο Σπαρτιάτης Ανθυπολοχαγός Καργάκος, 30 Έλληνες οπλίτες, τραυματίστηκε ένας αξιωματικός και συνελήφθηκαν 6 αιχμάλωτοι. Στις 8.20΄ το βράδυ της 22ας Απριλίου του 1917, το τάγμα Κονδύλη επιτίθεται εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ. Η επίθεση πέτυχε και είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν 5 Βούλγαροι αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και ο διοικών την εχθρική τοποθεσία επιλοχίας. Στις 10.30 όμως αρχίζει σφοδρότατος εχθρικός βομβαρδισμός εναντίον του υψώματος και ακολουθεί βουλγαρική αντεπίθεση για ανακατάληψη του λόφου, η οποία αποκρούστηκε. Παράλληλα, καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, και παρά το συνεχή εχθρικό βομβαρδισμό της τοποθεσίας, λάμβανε χώρα από μέρους των Ελλήνων η αμυντική της οργάνωση με ανασκαφή χαρακωμάτων και αναστροφή των πριν εχθρικών.

Στις 4.30 το πρωί της 24ης Απριλίου, αρχίζει άλλη σφοδρότατη δράση του εχθρικού πυροβολικού εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ, και ακολουθεί αντεπίθεση 250 Βουλγάρων πεζών. Το ύψωμα το υπερασπίζονται 17 μόνο άνδρες καταπονημένοι από την ολονύχτια εργασία. Επί κεφαλής τους βρίσκεται ο εκ Καλαβρύτων Έφεδρος Ανθυπολοχαγός -δημοσιογράφος στο επάγγελμα- Ευστάθιος Δογάνης που με το προσωπικό του παράδειγμα, παρασύρει τους άνδρες του σε μία διά της λόγχης αντεπίθεση. Θραύσμα όμως εχθρικής χειροβομβίδας στέκεται μοιραίο για τον ήρωα Ανθυπολοχαγό. Και ναι μεν αυτός κατέθεσε εκεί τη ζωή του, όμως η βουλγαρική αντεπίθεση αποκρούστηκε. Μετά το θάνατο του Δογάνη, τον οποίο, θα τον αντικαταστήσει ο Ανθυπίατρος Ηλίας Αποσκίτης βρέθηκε το εξής από τα πριν γραμμένο σημείωμά του: «Τώρα πια που πέθανα μάθετε ότι ήλθα να σκοτωθώ πολεμώντας υπέρ των δικαίων της αγαπητής μας Πατρίδος και γενικότερα υπέρ των ιδεωδών της ανθρωπότητος. Έχω τον εγωισμό να πιστεύω ότι ανήκω εις τους ιεροφάντας της ανθρωπότητος, όσο ταπεινός και αν είμαι». Το επόμενο απόγευμα τέλος διενεργείται και τρίτη εχθρική αντεπίθεση, την οποία τη συντρίβει το πυροβολικό μας. Οι απώλειες της ελληνικής αυτής πολεμικής δραστηριότητας, εκτός από το θάνατο του Δογάνη, ανήλθαν σε 16 οπλίτες και 2 αξιωματικούς νεκρούς, και σε 50 οπλίτες τραυματίες.

Ακολούθησε η επίθεση εναντίον του Ραβινέ επιβλέψει του διοικητή του 1ου Συντάγματος της Μεραρχίας Σερρών Αντισυνταγματάρχη Ζαφειρίου (ο οποίος θα είναι ο πρώτος που θα αποβιβαστεί, μετά ακριβώς δυο χρόνια στη Σμύρνη). Στον τομέα της επίθεσης, η απόσταση της πρώτης γραμμής του Συντάγματος από το Ραβινέ ήταν μεγαλύτερη από 1.200 μέτρα, γι αυτό επιβαλλόταν να προωθηθούν τα προς επίθεση τμήματα πλησιέστερα στο λόφο, και από εκεί να εξορμήσουν για την κατάληψή του. Έπρεπε λοιπόν να οργανώσουν μία «παράλληλο», ένα δηλαδή χαράκωμα παράλληλο προς την εχθρική γραμμή αντίστασης που να είναι και εγγύτερα αυτής. Τη νύχτα επομένως της 22ας προς την 23η Απριλίου ο 4ος λόχος του Συντάγματος (τάγμα Παπακώστα) κατέλαβε τη βόρεια παρυφή του Χατζή Μπαρή Μαχαλά και εγκαθίσταται εκεί η πρώτη ελληνική παράλληλος. Τότε τραυματίστηκε και ο Υπολοχαγός Στράγγας, τη στιγμή που ο Λοχαγός Κεχαγιάς με τους άντρες του συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Μετά τρεις μέρες οργανώθηκε και δεύτερη παράλληλος, ακόμη κοντύτερα προς το Ραβινέ, μη απέχουσα από τον οχυρωμένο λόφο περισσότερο από 250 μέτρα.  Στις 28 Απριλίου διατάσσεται επίθεση κατά του λόφου Ντρομαντέρ. Τη διενεργεί τμήμα αποτελούμενο από το λόχο του Υπολοχαγού Χαιρέτη, του 1ου Συντάγματος, και το λόχο του Λοχαγού Παπασταματίου (του τάγματος Παλλίδη) του 2ου Συντάγματος, καθώς και από τον 2ο λόχο του αυτού Συντάγματος. Και ενώ τη γενικότερη διοίκηση την έχει ο Γάλλος Λοχαγός Ματιέ, το βασικό επί του προκειμένου σχέδιο ήταν το ακόλουθο: στις 05.15΄ ο Λόχος Χαιρέτη θα διείσδυε στην εχθρική τοποθεσία μέσω ανοίγματος στα εχθρικά συρματοπλέγματα. Θα καταλαμβάνονταν συγκεκριμένοι τομείς του Ντρομαντέρ, οι οποίοι εν συνεχεία επρόκειτο να οργανωθούν αμυντικά, ενώ ο λόχος Παπασταματίου και ο 2ος λόχος του 2ου Συντάγματος είχε καθοριστεί να επιτεθούν από τα νότια. Σε εκτέλεση του σχεδίου αυτού, οι άνδρες του Χαιρέτη και Παπασταματίου διαιρούνται σε τέσσερα τμήματα. Σε απόσταση 20 μέτρων βαδίζουν οι εκκαθαριστές χαρακωμάτων, και ακολουθεί 50 μέτρα πιο πίσω μια διμοιρία ενίσχυσης. Τα τμήματα αυτά, μετά από προπαρασκευή πυροβολικού, προελαύνουν, και σε 1/4 της ώρας επιτυγχάνουν την κατάληψη ολόκληρου του Ντρομαντέρ. Πέφτει ωστόσο στο πεδίο της μάχης ο από την Κύμη καταγόμενος Παπασταματίου, ο οποίος συχνά έλεγε : «Όταν φονευθώ δεν έχω τίποτε άλλο ν’ αφήσω στα παιδάκια μου τα φτωχά, ειμή ένα καλό όνομα». Κατά την επίθεση εναντίον του Ντρομαντέρ έχασαν τη ζωή τους και άλλοι 20 οπλίτες, τραυματίστηκε ένας άλλος αξιωματικός μαζί με 57 οπλίτες, και συνελήφθησαν 26 αιχμάλωτοι (από τους οποίους 4 υπαξιωματικοί). Προήχθη αφετέρου επ’ ανδραγαθία ο Παλλίδης και του απενεμήθη ο πολεμικός σταυρός μετά δάφνης.ο επικεφαλής των στρατευμάτων της Αντάντ, Γάλλος Στρατηγός Σαρράιγ επισκέπτεται τώρα προσωπικά τον Βενιζέλο και τον συγχαίρει. Ο ίδιος στρατηγός ακολούθως τηλεγραφεί στο Παρίσι, στο Γάλλο Αρχιστράτηγο:

«Οι επιχειρήσεις της προχθές από το ελληνικό σύνταγμα κατά του υψώματος Σεμέν ντε Φερ και εναντίον ενός άλλου παρόμοιου, εναντίον της θέσεως Μπομπαρντέ, εκτελέσθηκαν με τόλμη και ορμή. Οι λοχαγοί Κονδύλης και Παλλίδης προετοίμασαν την επίθεσή τους με προσοχή και εμπειρία, και οδήγησαν τους άνδρες τους επιδεικνύοντας δραστηριότητα καθώς και με κάθε τάξη. Αξιωματικοί και στρατιώτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους σε ανδρεία. Η έφοδος πραγματοποιήθηκε χωρίς τη χρήση όπλων, με χειροβομβίδες και διά της λόγχης. Οι Έλληνες δικαίωσαν την πολεμικήν τους αξία. Ζητώ την προαγωγή των Λοχαγών Κονδύλη και Παλλίδη».


Δεν απέμενε τώρα παρά να ακολουθήσει η κύρια επιχείρηση κατά του υψώματος, η οποία εγκριθείσα από το Γάλλο Συνταγματάρχη Βινιέ, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 4.35΄ ώρα τα ξημερώματα της 1ης Μαΐου του 1917. Την επίθεση επωμίζονται οι λόχοι 6ος , 7ος και 8ος του τάγματος Γουλιανού και η διμοιρία πολυβόλων Πρώιμου, και όλοι αυτοί υποστηρίζονται από 4 οπλοπολυβόλα και 4 οπλοβομβοβόλα. Οι άνδρες θα έφεραν στολή εκστρατείας και κράνος, μανδύες και αντίσκηνα χιαστί, προσωπίδες, μιας ημέρας τροφή και πλήρες υδροδοχείο. Δε θα είχαν γυλιό, και κάθε οπλίτης θα ήταν εφοδιασμένος με 200 φυσίγγια και 2 χειροβομβίδες. Στην επιχείρηση συμμετείχε και ο 9ος λόχος του 45ου Γαλλικού Συντάγματος, αποστολή του οποίου ήταν να εκπορθήσει το οχύρωμα που συνέδεε το Ντρομαντέρ με το Ραβινέ, το αποκαλούμενο χαράκωμα της Ελεονώρας, από το όνομα της βασίλισσας της Βουλγαρίας. Η κατά τις προηγούμενες πάντως μέρες δράση του φίλιου πυροβολικού ήταν τέτοιας έντασης, ώστε όχι μόνο τα συρματοπλέγματα αλλά και τα χαρακώματα του Ραβινέ είχαν εκσκαφεί. Έτσι, αυτά αδυνατούσαν πλέον να προσφέρουν οποιαδήποτε κάλυψη, όχι μόνο στους Βουλγάρους, αλλά και στα τμήματα της επίθεσης, όταν αυτά θα γίνονταν κύρια του λόφου. Τέλος, σύμφωνα με πληροφορίες η φρουρά του συνόλου των χαρακωμάτων του Ραβινέ δεν ξεπερνούσε τον ένα ή δύο λόχους. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, οι ελληνικοί λόχοι συγκεντρώθηκαν αθόρυβα, στις 2:30΄ το πρωί στις θέσεις εξόρμησής τους. Στις 4.30, και ενώ ο συννεφιασμένος ουρανός και η πλήρης άπνοια προμήνυαν βροχή, το γαλλικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει εναντίον του Ραβινέ, και πέντε λεπτά αργότερα τα τμήματά μας ανέβαιναν το λόφο. Η άφιξή τους στην κορυφή του συντελέστηκε στα επόμενα πέντε λεπτά, και, καθώς το φίλιο πυροβολικό επιμήκυνε ήδη τη βολή του, ακολούθησε πολεμικός αγώνας επί του οχυρού. Οι επιτιθέμενοι συνδυάζουν την ορμητικότητά τους με την αριθμητική τους υπεροχή, και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα γίνονται κύριοι της θέσης. Από τη φρουρά του Ραβινέ συλλαμβάνονται 55 Βούλγαροι αιχμάλωτοι και 5 Γερμανοί. Ακολουθεί η προσπάθεια για τη διατήρηση του ελληνικού ελέγχου επί του Ραβινέ. Ήδη, βουλγαρικά βαριά και πεδινά πυροβόλα, τόσο από τα ανατολικά, από την πλευρά του Αξιού, όσο και βορειοανατολικά, από την περιοχή της Γευγελής επιδίδονται σε πυκνή βολή φραγμού, η οποία αφενός μεν είχε αρκετό βάθος, αφετέρου δε λάμβανε χώρα συγχρόνως με τη βολή φραγμού και του γαλλικού επίσης πυροβολικού. Διά του τρόπου αυτού, ολόκληρο το Ραβινέ καλύπτεται τώρα από πυκνό καπνό, που μόλις και μετά βίας, κατά τις 5 το πρωί, επέτρεπε στους Έλληνες να διακρίνουν το τριγωνομετρικό σημείο το ενδεικτικό της κατάληψης του υψώματος. Βουλγαρικός ωστόσο βομβαρδισμός κατά της κορυφής του οχυρού δεν θα πραγματοποιηθεί παρά στις 6 το πρωί, γιατί κατά τα φαινόμενα το εχθρικό πυροβολικό μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί ότι η κατάληψη της κορυφής του λόφου είχε ήδη συντελεστεί. Ο εχθρός σε βολή πυροβολικού με στόχο το ίδιο τώρα το Ραβινέ, οπότε και αρχίζει ουσιαστικά ο μεγάλος εφιάλτης των ελληνικών τμημάτων. Το γερμανοβουλγαρικό πυροβολικό τριών συνολικά τομέων συγκέντρωσε τα πυρά του επάνω στο συγκεκριμένο ύψωμα, με αποτέλεσμα ο επιφάνειας λίγων δεκάδων τετραγωνικών μέτρων λόφος να δεχθεί χιλιάδες οβίδες! Παρόλα αυτά οι δικοί μας παραμένουν ακλόνητοι. Οι εχθρικές οβίδες κονιορτοποιούν, σε βάθος τριών μέτρων, το έδαφος του λόφου, ώστε είναι αδύνατο πλέον να κατασκευαστούν σ’ αυτό ή να διατηρηθούν χαρακώματα. Ο ένας μετά τον άλλον πέφτουν και οι υπερασπιστές του υψώματος, Βούλγαροι πεζοί πλησίαζαν το Ραβινέ επιχειρώντας αντεπίθεση, την οποία ματαίωναν τα πυρά του πυροβολικού μας, των πολυβόλων και των ελαφρών όπλων πεζικού. Εν τω μεταξύ ο εν εφεδρεία 6ος ελληνικός λόχος, με πρωτοβουλία του διοικητή του, και χωρίς διαταγή προϊστάμενης αρχής, εγκατέλειψε τη θέση του και ανέβηκε και αυτός στο Ραβινέ για ενίσχυση του εκεί αγώνα. Στις 10.30΄ το πρωί ο Λοχαγός Γουλιανός από το Ραβινέ ζητά αντικατάσταση του τάγματός του, μια και τα 3/4 των αξιωματικών και των οπλιτών του είχε τεθεί εκτός μάχης. Τα χαρακώματα του λόφου είναι γεμάτα νεκρούς και τραυματίες, και οι δυνάμενοι να πολεμήσουν κρατούν στα χέρια τους άχρηστα πια όπλα, ενώ τους λείπουν και χειροβομβίδες. Αργότερα, με δεύτερη αναφορά του ο Γουλιανός εξηγούσε: «Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή μέχρις ότου και ο τελευταίος μας φονευθεί, εν τούτοις έχετε υπ’ όψιν σας ότι οι περισωζόμενοι στρατιώται είναι συντρίμματα ηθικώς, δι’ ο και νομίζομεν ότι δέον να αποσταλώσιν νέοι στρατιώται μετ’ αναλόγων στελεχών, των υπαρχόντων αραιωθέντων κατά πολύ, λόγω των απωλειών. Μια ώρα όμως αργότερα, οι Γάλλοι πυροβολητές ανακοινώνουν στον Αντισυνταγματάρχη Ζαφειρίου ότι τα πυρομαχικά τους σε λίγο θα εξαντλούνταν, και γι' αυτό στο εξής θα έβαλλαν μόνο κατά διαλείμματα, τη στιγμή που το βουλγαρικό πυροβολικό δρούσε ακατάπαυστα. Στις 2 η ώρα το μεσημέρι, το βουλγαρικό πεζικό επιχειρεί σοβαρή αντεπίθεση, την οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο επικεφαλής του 8ου ελληνικού λόφου Καρακουλάκης με τους ελάχιστους άντρες του. Οι αντεπιτιθέμενοι εν τω μεταξύ Βούλγαροι είχαν κατορθώσει να διεισδύσουν στα βόρεια χαρακώματα του Ραβινέ, όπου μόνα τους τα πυρά του ελληνικού πεζικού δεν ήταν σε θέση να ανακόψουν την εχθρική προέλαση, μια και η σκόνη είχε αχρηστεύσει τα περισσότερα από τα όπλα των υπερασπιστών του λόφου.

Η λόγχη επομένως είχε απομείνει ως το μόνο αποτελεσματικό όπλο στα χέρια του Υπολοχαγού Καρακουλάκη, ο οποίος δι’ αυτής εξορμά με τους λίγους άνδρες του κραυγάζοντας: "Εμπρός παιδιά για την πατρίδα!" Δεν προφταίνει όμως να προχωρήσει λίγα βήματα, και το κορμί του κυριολεκτικά διαμελίζεται από εγγύτατα διαρραγείσα οβίδα βαρέως εχθρικού πυροβόλου. Έκτοτε, οι γαλλικοί στρατιωτικοί χάρτες τη χαράδρα εκείνη στην οποία δεσπόζει το Ραβινέ, και την οποία πότισε με το αίμα του ο Καρακουλάκης, θα την αποκαλούν Ravin de Karakoulakis. Κατά τον ίδιο τρόπο έπεσε εκεί και ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πρωτοψάλτης, ο οποίος συχνά έλεγε: "Δεν θέλω να γυρίσω στην Αθήνα, που ο κομματισμός την έχει μολύνει εις αφάνταστον βαθμόν". Ο πλησίον ευρισκόμενος Ανθυπολοχαγός Φλούλης τίθεται τώρα επικεφαλής της ελληνικής αντεπίθεσης, και οι δικοί μας, τραυματίες και μη, με την πολεμική ιαχή "αέρα" ρίχνονται στον εχθρό. Και όταν η ορμητικότητα και οι ιαχές τους θα επιτύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, και οι Βούλγαροι θα τραπούν σε φυγή, ένας άλλος αξιωματικός, ο Ανθυπολοχαγός Τσοκανάκης, προελαύνοντας, κατά τη καταδίωξη του εχθρού, υπερβολικά βορειότερα, θα βρεθεί μετά δυο μέρες νεκρός. Ο εχθρός επιχειρούσε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια από μέρους των Ελλήνων να επεκτείνουν την επιτυχία τους, ενώ συγχρόνως πραγματοποιούσε και έναν αδιαπέραστο φραγμό πυροβολικού στις νότιες πλαγιές του Ραβινέ προκειμένου να εμποδιστεί κάθε εκείθεν προς το ύψωμα βοήθεια. Και όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που τα επί του λόφου ελληνικά τμήματα υπέμεναν καρτερικότατα και τη δράση του εχθρικού πυροβολικού που είχε στόχο του τον ίδιο το λόφο. Υπό τις συνθήκες αυτές, τραυματίζεται βαρύτατα και ο Λοχαγός Γρηγόρης Γουλιανός, του οποίου ως εκ θαύματος πραγματοποιείται η μετακομιδή.Τον τραυματισμένο Γουλιανό - και αποκαλούμενο «αμίλητο παλλικάρι» λόγω της σεμνότητάς του - θα τον επισκεφθεί και ο ίδιος ο Βενιζέλος στο νοσοκομείο. Και εκεί ο κρητικός πολιτικός θα του σφίξει με τα δυο του χέρια την παλάμη λέγοντάς του γεμάτος συγκίνηση: «Σ΄ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ, διότι μου έδωσες επιχειρήματα δια να μπορέσω να υψώσω φωνήν διά τα δίκαια της Ελλάδος μας».

Στο Ραβινέ, μετά τον τραυματισμό του Γουλιανού, αναλαμβάνει τη διοίκηση των εκεί τμημάτων  οι άνδρες των οποίων δεν ξεπερνούσαν τους 50, ο Υπολοχαγός Ζησιμόπουλος, ενώ από τους υπόλοιπους αξιωματικούς είχαν απομείνει οι Ανθυπολοχαγοί Φλούλης, Κασαπάκης και ο Ανθυπασπιστής Γκέκας. Εκτός από τους ήδη προαναφερθέντας νεκρούς αξιωματικούς, στο Ραβινέ πρόσφεραν για την πατρίδα τη ζωή τους ο Υπολοχαγός Κοντοπόδης Ν., διοικητής του 7ου λόχου και ο Ανθυπολοχαγός Ζούμπερης Ι. Επίσης πλην του Γουλιανού, τραυματίστηκαν οι Ανθυπολοχαγοί Στρατάκης, Πρώιμος, Πέτας, Σακκόραφος, Ρηγόπουλος, Τριανταφυλλίδης, Φαλτσής και Σταυρίδης. Οπλίτες φονεύθηκαν 51 και τραυματίστηκαν 225. Κατά τα άλλα, η δίχως ελπίδα επιτυχίας ελληνική άμυνα συνεχίζεται, αν και οι επιζώντες πάνω στον κονιορτοποιημένο λόφο είναι ελάχιστοι. Τέλος, στις 4 το απόγευμα τα ελάχιστα υπολείμματα των υπερασπιστών του υψώματος εκκενώνουν τις θέσεις τους, επειδή κατ’ ουσία δε συνιστούσαν δύναμη η οποία θα μπορούσε να αντιτάξει οποιαδήποτε αποτελεσματική αντίσταση. Το ύψωμα όμως δεν το κατείχαν ούτε οι Βούλγαροι.  Ήσαν εξάλλου τόσο λίγοι οι αποχωρούντες από το Ραβινέ, ώστε δεν έγινε αντιληπτή ούτε από τους Βουλγάρους η απόσυρσή τους. Όπως μαρτυρεί όμως ο Πολίτης, διατάχθηκε εν συνεχεία ο 2ος Λόχος του τάγματος Παπακώστα να προβεί στην ανακατάληψη του Ραβινέ. Επικεφαλής της προσπάθειας τέθηκε ο Υπολοχαγός Β. Δερτιλής, και για την επίτευξη του ίδιου σκοπού δραστηριοποιήθηκε τόσο ο λόχος Κ. Χαιρέτη όσο και μια διμοιρία υπό τον ανθυπασπιστή Γκέκα. Στις άμεσες διαταγές του Δερτιλή υπάχθηκε και ο 12ος Λόχος του 45ου γαλλικού Συντάγματος, με στόχο η μικτή αυτή ελληνογαλλική δύναμη να επιδιώξει πάση θυσία να ανακτήσει το Ραβινέ και στη συνέχεια να οργανώσει αμυντικά - και όσο το δυνατό αποτελεσματικότερα - το κονιορτοποιημένο ύψωμα. Πράγματι, το Ραβινέ ανακαταλήφθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, την ίδια ώρα που και οι Βούλγαροι επίσης επιχειρούσαν να επαναπροσεγγίσουν το ύψωμα και να το επαναθέσουν υπό την κατοχή τους. Οι συνεχιστές εν τούτοις του ηρωισμού του Γουλιανού κρατούν σε απόσταση τον εχθρό, οργανώνουν αμυντικά το ύψωμα με γαιόσακκους και σταθεροποιούν την παρουσία τους σ’ αυτό. Και όλα αυτά, τη στιγμή που ακολουθούν τρεις βουλγαρικές επιθέσεις, τις οποίες όμως συντρίβει η γρανιτώδης άμυνα του Δερτιλή. Οι απώλειες μας είναι μεγάλες, αλλά οι στρατιώτες μας ανεπηρέαστοι απ’ αυτές συνέχιζαν με σθένος τη τρομερή γιγαντομαχία. Τέσσερις μέρες διαρκεί η επική πάλη των ανδρείων του Δερτιλή, για να εισπραχθεί τελικά η αναγνώριση του ελληνικού σθένους από την εχθρική πλευρά: Η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σόφιας Ηχώ της Βουλγαρίας θα ομολογήσει - υπό καθεστώς πολεμικής λογοκρισίας – σχετικά με το Ραβινέ: «Υπήρξε απερίγραπτη η λύσσα με την οποίαν επολέμησαν οι Έλληνες»! Δεκαετίες πέρασαν από τη μέρα της Γιγαντομαχίας του Ραβινέ και των συναφών μαχών. Το Σεμέν Ντε Φερ αποκαλείται έκτοτε λόφος Δογάνη, και ένα επίσης χωριό στα νοτιοδυτικά του λόφου φέρει (όπως είδαμε) το όνομα του ήρωα Ανθυπολοχαγού. Ο Γουλιανός με το βαθμό εν συνεχεία του Αντισυνταγματάρχη και διοικώντας, κατά την εκστρατεία της Ανατολικής Θράκης, το 28ο Σύνταγμα συνέλαβε τον αρχηγό των Τούρκων Τζαφέρ Ταγιάρ. 

Θα ακολουθήσει η μικρασιατική καταστροφή και η άφιξη των προσφύγων στον ελληνικό μητρικό κορμό. Οι νέοι κάτοικοι των χωριών νότια του Ραβινέ για πολλά χρόνια θα προσπορίζονται τα προς το ζην συλλέγοντας τόνους από τον χαλκό, το μολύβι και το σίδερο που εκατέρωθεν σπάρθηκε κατά τη μέρα της μάχης. Το πριν θανατηφόρο υλικό μετατρεπόταν τώρα σε ανέλπιστο μέσο επιβίωσης. Οι ίδιοι αυτοί κάτοικοι μάς περιήγαγαν στο χώρο της μάχης και μας αφηγούνταν, για ώρες, το έπος της, την ώρα που βορειότερα τα συνοριακά μας φυλάκια έχασκαν άδεια, και μακρύτερα οι πολυκατοικίες της Γευγελής πρόβαλλαν αμέτοχες και ψυχρές. Σε μας απομένει να επαναλάβουμε την υπόσχεση του Γουλιανού: «Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή», ενώ επίκαιρη, όσο ποτέ, είναι και η ευχή του Καρακουλάκη: "Είθε το αίμα όπερ θα χύσωμεν να σχηματίση ανεξιτήλους σφραγίδας δικαιωμάτων μας επί του εδάφους αυτού»!


 


Γαβριήλ Ν. Συντομόρου

Φιλόλογου - Ιστορικού

 Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Τολμών"

Τριμηνιαία έκδοση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ειδικών Δυνάμεων

Τεύχος 26ο, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2008






Ο ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΣ - ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ο γκρεμιστής ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά αφιερωμένο στόν Ίωνα Δραγούμη, γραμμένο το 1907.


Ακούστε.
Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατ’ είμ’ εγώ κι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης· του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης·
και με το καριοφίλι μου και με το απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε,
λύκοι, κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι, και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε,
αίμα, παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθεί.
Γκρεμίζω την ασκήμια.
Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ’χει το δείλιασμα,
κι όλο ρωτά και μήτε ναι, μήτε όχι δεν του αποκρίνεται κανείς
και πάει κι όλο προσμένει το λόγο που δεν έρχεται,
και μια ντροπή το δένει.
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό τού δούλεψε τ’ ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε·
γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή:
Γκρεμίστε!

"Η Ελληνική επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση

 

"Η Ελληνική επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο.

Είναι αγιασμένη"
"Κανένας λαός δεν έχυσε τόσο αίμα για την πίστη Του Χριστού όσο έχυσε ο δικός μας λαός από καταβολή Του Χριστιανισμού ίσαμε σήμερα"
"Αγιασμένη Ελλάδα!
Είσαι αγιασμένη γιατί είσαι βασανισμένη.
Κι η κάθε γιορτή σου μνημονεύει κι ένα μαρτύριό σου.
Τα πάθη Του Χριστού τά 'κανες δικά σου πάθη, τα μαρτύρια των Αγίων είναι τα δικά σου μαρτύρια"
"Όσοι απόμειναμε πιστοί στην παράδοση, όσοι δεν αρνηθήκαμε το γάλα που βυζάξαμε, αγωνιζόμαστε, άλλος εδώ, άλλος εκεί καταπάνω στην ψευτιά. Καταπάνω σ' αυτούς που θέλουνε την Ελλάδα ένα κουφάρι χωρίς ψυχή, ένα λουλούδι χωρίς μυρουδιά".

Φώτης Κόντογλου

Γεώργιος Τσουτσάνης - Ο άνθρωπος πού έσωσε τα κόκκαλα τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

  

Ο Γεώργιος Τσουτσάνης είναι ο άνθρωπος πού έσωσε τα κόκκαλα τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη την άγρια νύχτα τής μεγάλης νεροποντής του 1942, στήν Τρίπολη. 

Ο Ιταλός Φεστούτσι, είχε δώσει εντολή στούς στρατιώτες του να σπάσουν το μνημείο και να πετάξουν τα κόκκαλα του ήρωα μέσα στη βροχή στις λάσπες!! Αυτοί το έκαναν. Ο μικρός Γιώργος τότε 13 χρόνων μόνο, μαζί με τον πατέρα του, ξεκίνησαν για να μαζέψουν τα οστά. Η κυκλοφορία όμως τη νύχτα απαγορευόταν αυστηρά. Έτσι για να φτάσουν στην πλατεία και να μην τους δει κανείς έπρεπε να πάνε μέσα από το δάσος. Στη διαδρομή και λίγο πριν φτάσουν ο πατέρας λιποθύμησε. Ο μικρός καταφέρνει και φτάνει στο μνημείο και αρχίζει και ψάχνει μέσα στις λάσπες τα κόκκαλα τού ήρωα.Τα τοποθετεί σε ένα μεγάλο σακί από ζάχαρη, το οποίο είχε πάρει μαζί του για αυτό το σκοπό. Κατόπιν μαζί με τον πατέρα του και με χίλιες δυο δυσκολίες καταφέρνουν να φτάσουν στο σπίτι τους. Τα κόκκαλα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είχαν σωθεί οριστικά.


Ο Γιώργος Τσουτσάνης "έφυγε" από φυσικά αιτια, την ημέρα των Βαΐων στις 12 του Απρίλη 2020. Ειρωνική λεπτομέρεια: 5 μέρες πριν είχε προγραμματιστεί η πρεμιέρα του έργου, όπου θα ακούγονταν η φωνή του ίδιου, "Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του ''  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης!" σε σκηνοθεσία της Γιώτας Κουνδουρακη.


Η οποία πρεμιέρα αναβλήθηκε λόγω κορονοϊού!!


https://www.kalimera-arkadia.gr/blog/item/



Ανεβαίνοντας στον Όλυμπο



"Για να γνωρίσω τους Θεούς σου,
άνοιξα μόνος μου τον δρόμο,
για όλον μου τον δρόμο
την απόφασή μου παίρνοντας,
ωσάν μονάκριβο καρπό,
για να δροσίζω στις ακρότατες στιγμές
της δίψας μου τα χείλια."


Άγγελος Σικελιανός -




 

ΚΤΥΠΑΤΕ ΠΑΝΤΟΎ ΑΛΎΠΗΤΑ


" Άνθρωποι του ΕΡΕΒΟΥΣ με τα φορέματα του ΑΔΟΥ, φορέσετε τα φορέματα τού ΦΩΤΌΣ
ΝΕΟΙ, ΝΈΟΙ, ΝΕΟΙ ετοιμασθήτε δια τον Αγώνα του ΦΩΤΌΣ κατά τού ΣΚΌΤΟΥΣ.
Ενδυθήτε Ρουχικώς, Σωματικώς, Πνευματικώς με ΗΛΙΟΝ. Λαμπροστολισθήτε με τα ΦΩΤΑ και τα ΧΡΏΜΑΤΑ της ΓΗΣ Σας•
Καί πάρετε τα καμιτσίκια τών Χρυσών Ακτίνων και ΚΤΥΠΑΤΕ ΠΑΝΤΟΥ ΑΛΎΠΗΤΑ καί κατακέφαλα το ΜΑΥΡΟΝ."

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ




 

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΝ ΚΥΠΡΩ ΤΡΑΓΙΚΩΝ ΣΚΗΝΩΝ


Καθ’ ὃν χρόνον ἐν Πελοποννήσῳ τε καὶ Στερεᾷ Ἑλλάδι ἀνεπετάσθη ἡ κυανόλευκος σημαία τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἐλευθερίας, καὶ σύσσωμος ἡ τότε φοβερὰ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία συνεταράχθη, καὶ διὰ στόλων καὶ στρατών ἐπετέθη ὡς Γολιάθ κατὰ Δαβίδ, καὶ ἵνα καταπνίξῃ πανταχοῦ τῆς ἐπικρατείας της πᾶσαν ἐξεγερθησομένην φωνὴν καὶ συμπάθειαν τῶν δούλων Ἑλλήνων πρὸς τοὺς ἡρωϊκῶς μαχομένους ἀδελφούς, τὸν ἀφοπλισμὸν καὶ τὴν σφαγὴν διέταττε ἀπειραρίθμων χριστιανῶν ἀθῴων, καὶ ἐν μὲν τῆ Κωνσταντινουπόλει μαρτυρικὸν πρωτόλειον, κατ’ αὐτὴν τὴν μεγάλην ἡμέραν τοῦ Πάσχα 10 Ἀπριλίου 1821, προσηνέχθη ἐπὶ τῆς ἀγχόνης ὁ ἀοίδιμος τῶν Ἑλλήνων Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ σφαγιασθέντες Συνοδικοί του, ἐν δὲ ταῖς λοιπαῖς τῆς τλήμονος Ἀνατολῆς πόλεσι καὶ χώραις πολλὰ ἐπίσης ἄλλα θύματα ἱερωμένων τε καὶ προὐχόντων καὶ λογάδων τοῦ Γένους ἔπιπτον, τότε καὶ ἡ πολυπαθὴς πατρὶς ἡμῶν Κύπρος, τὸ πικρὸν τῆς σκληρᾶς ταύτης δοκιμασίας ποτήριον ἐποτίσθη, καὶ μετὰ φρίκης τὰ ἐκλεκτότερα εἶδε τέκνα της, τὰ μὲν ἐπὶ τῆς ἀγχόνης, τὰ δὲ ὑπὸ τοῦ δημίου τὴν μάχαιραν σφαδάζοντα, καὶ καθ’ ἅπερ ἡ πάλαι ποτὲ Ῥαχὴλ ἔκλαυσε καὶ ἐθρήνησε, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι.

Ἡγεμὼν τῆς μαρτυρικῆς Νήσου ἐτύγχανεν ἤδη ἀπὸ τοῦ 1820 ὁ Κουτσούκ-Μεχεμέτης, ὁ μετὰ ταῦτα Ὑπουργὸς ἐν Κωνσταντινουπόλει τῆς Ἀστυνομίας γενόμενος, ὑπὸ τὸ ὄνομα Πεπεὴ-Μεχεμὲτ-Πασιᾶς, ἀνὴρ κρυψίνους λίαν καὶ ὑπερόπτης, ὃν ὁ Καπετάν Πασιᾶς, ὡς ὄργανον κατάλληλον ἐξελέξατο καὶ ἀπέστειλεν ἐνταῦθα, ὅπως τὴν κρατοῦσαν καταστρέψῃ τοῦ Ἀνωτάτου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἄρχοντος ἐπιῤῥοήν, ὅστις περιβεβλημένος δυνάμει Ἀχτιναμέδων καὶ Βερατίων προνομίας ἐξαιρετικάς, τὸ μέγα τοῦ ἐθνάρχου ἔφερεν ἀξίωμα, καὶ ἐν χερσὶν ἅπασαν σχεδὸν κατεῖχε τὴν διοικητικὴν ἐξουσίαν· καὶ οὐ μόνον ἀνεξάρτητος, οὕτως εἰπεῖν, διετέλει τῶν ἐκπεμπομένων Ἡγεμόνων, ἀλλ' ἀκόμη καὶ περὶ τῆς ἐκλογῆς ἢ καὶ ἀνακλήσεως αὐτῶν ἀπεφάσιζεν, ἀνὰ πάσας τὰς ἐπαρχίας τῆς Νήσου κατ’ ἐκλογὴν καὶ βούλησιν διορίζων τοὺς ὑπαλλήλους· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ ποσοῦ τῶν ἐνιαυσίων φόρων ἐθέσπιζεν, οἵτινες τότε μόνον εἰσεπράττοντο, ὅτε οἱ ἑνὸς ἑκάστου χωρίου φορολογικοὶ πίνακες διὰ τῆς πορφυρᾶς περιεβάλλοντο ὑπογραφῆς του· πλὴν καὶ τοὺς φόρους τούτους αὐτὸς ἀπ’ εὐθείας ἔπεμπεν εἰς τὸν Μέγαν Βεζύρην καὶ τὸ κεντρικὸν Αὐτοκρατορικὸν Ταμεῖον. Ἡ δὲ παντοδυναμία του αὕτη εἰς τὸ κατακόρυφον σημεῖον ἰδίως ἀνῆλθεν ἐπὶ τῶν Σουλτάνων Σελὴμ τοῦ Γ΄, Μουσταφᾶ τοῦ Δ΄ καὶ τοῦ Μαχαμούτ Β΄. 1789-1821.
Κατὰ τὴν αὐτὴν ἐπίσης ἐποχήν, ἐπὶ τοῦ Θρόνου τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα ἐκάθητο ἱκανώτατος ἀνὴρ περί τε τὰ Ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικά, καὶ ἐπὶ φιλομουσίᾳ μάλιστα διακρινόμενος, ὁ Κυπριανὸς Ἀρχιεπίσκοπος πάσης Κύπρου. Οὗτος ἐγεννήθη ἐν τῷ παρὰ τῇ πρωτευούσῃ τῆς Νήσου Λευκωσίᾳ χωρίῳ Στροβίλῳ, παιδιόθεν ἀποκαταστὰς ἐν τῷ ἱερῶ Μοναστηρίῳ τοῦ Μαχαιρᾶ, ἐν ᾧ ἐχειροτονήθη ἱεροδιάκονος, καὶ εἶτα ἱερεὺς ἐν ταῖς Παραδουναβίοις Ἡγεμονίαις, εἰς ἃς κατὰ τὸ ἔτος 1783 ὡς ἀκόλουθος μετέβη τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Χαραλάμπους πρὸς εἴσπραξιν βοηθημάτων ὑπὲρ τῶν ἀναγκῶν τῆς Μονῆς, καὶ ὁπόθεν ἐπανελθὼν κατὰ τὸ 1802 προεχειρίσθη οἰκονόμος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, ὃν καὶ διεδέξατο περὶ τὸ 1810 τελευτήσαντα ὑπέργηρον ἐν τῇ κατὰ Χαλκίδα τῆς Νήσου Εὐβοίας ὑπερορίᾳ.
Συνεπείᾳ τῆς, ὡς εἴρηται, Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ἡ Ὑψηλὴ Πύλη πανταχοῦ τοῦ Κράτους διέταξε τὸ κατ’ ἀρχὰς τὸν ἀφοπλισμὸν ἀνεξαιρέτως ὅλων τῶν ῥαγιάδων Ἑλλήνων, ἔπεμψε δὲ ὡς ἐκ τούτου καὶ εἰς Κύπρον διάταγμα εἰδικόν, ἐν ᾧ ἐπὶ τὸ εὐνοϊκώτερον οὑτωσὶν ἐξεφράζετο:
«Εἰ καὶ τοὺς Κώδικας ἡμῶν ἐξετάσαντες, οὐδέποτε εὕρομεν, ἀφ’ ἧς ἐποχῆς μετέβη εἰς τὴν ἡμετέραν ὑποταγὴν ἡ νῆσος αὕτη, τοὺς Χριστιανοὺς τοῦ τόπου τούτου ἐνοχοποιηθέντας τὸ παραμικρὸν κατὰ τῆς Κυβερνήσεως ἡμῶν, ἀλλ’ ἀπεναντίας καὶ ἀποστατησάντων τῶν Τούρκων κατὰ περιστάσεις τινάς, ἡνώθησαν οὗτοι μετὰ τῶν νικηφόρων στρατευμάτων ἡμῶν, καὶ συνετέλεσαν προθύμως εἰς τὴν κατατρόπωσιν καὶ τὴν ὑποταγὴν τῶν ἀποστατῶν, πλὴν πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς γενικῆς ἡμῶν διαταγῆς περὶ ἀφοπλισμοῦ ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς Ἐπικρατείας, διατάττομεν νὰ ἐκτελεσθῇ καὶ ἐν τῇ Νήσῳ ταύτῃ».
Ὅθεν τὴν 23 Ἀπριλίου 1821 ἄνευ οὐδεμιᾶς οὐδόλως ἀντιστάσεως καθ’ ἅπασαν τὴν Νῆσον ἐξετελέσθη τὸ τοῦ ἀφοπλισμοῦ διάταγμα τὴν Νῆσον, καὶ οὐδὲν ἀπευκταῖον θὰ ἐπηκολούθει, ἐὰν ἡ τοῦ Κουτσοὺκ-Μεχεμέτη φιλοχρηματία δὲν ἐξεγείρετο ἐν ὅλῃ τῇ θηριώδει παραφορᾷ, ἐπειδὴ εὔκαιρον τὴν περίστασιν ἐθεώρησε νὰ πλουτήσῃ, ἂν κατώρθωνε νὰ θυσιασθῶσιν οἱ τῶν τῆς Κύπρου Ἑλλήνων κράτιστοι. Τούτου ἕνεκα συνεννοηθεὶς μετά τινων Ἀγάδων, οἵτινες ἁρμοδίαν ὡσαύτως ἐθεώρησαν τὴν περίστασιν, ὅπως δι’ εὐτελοῦς τιμήματος κάτοχοι γίνωσι τῶν δημοπρατηθησομένων κτήσεων τῶν προγραφησομένων, σὺν τῇ πρὸς τὴν Πύλην ἀγγελίᾳ του, ὅτι ὁ ἀφοπλισμὸς ἐπετελέσθη ἐν ἡσυχίᾳ, καθυπέβαλε καὶ ὀνομαστικὸν κατάλογον 486 πρωτευόντων Κυπρίων χριστιανῶν, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν καὶ τῶν Ἡγουμένων ἁπάντων τῶν τῆς Νήσου Ἱερῶν Μοναστηρίων, κατηγορῶν αὐτούς, ὡς δῆθεν συνεννοηθέντας πρὸς ἐξέγερσιν μετὰ τῶν ἐπαναστατησάντων Ἑλλήνων. Ἐνισχύθη δὲ ἡ κατηγορία αὕτη καὶ ἐκ τῆς ἀφίξεως εἰς τὴν Νῆσον τοῦ Κυπρίου Ἀρχιμανδρίτου Θεοφυλάκτου Θησέως, ὅστις ἐλλιμενισθείς εἰς Λάρνακα, διέδωκεν ἐπιστολὰς καὶ προκηρύξεις προτρεπτικὰς εἰς ἐπανάστασιν, αἵτινες περιῆλθον εἰς χεῖρας τοῦ Ἡγεμόνος, ὅστις συνεπείᾳ τούτου ἔγραψε πάραυτα εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ᾐτήσατο στρατόν, καὶ ἐπὶ τούτῳ ἡ Κυβέρνησις διέταξε καὶ ἔφθασαν ἐξ Ἄκρης περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ Μαΐου τετρακισχίλιοι. Καὶ οὕτω ἡ Κυβέρνησις τοῦ Σουλτάνου Μαχμούτ, ὑπὸ τῶν παραστάσεων τούτων παραπεισθεῖσα, δι’ Αὐτοκρατορικοῦ ὁρισμοῦ διέταξε τὸν θάνατον ὅλων τούτων, καὶ τὴν δήμευσιν ἁπάσης τῆς περιουσίας των.
Τινὲς τὸν ἀριθμὸν τῶν προγραφέντων ἐθεώρησαν ὑπερβολικόν, καθὸ λαβόντες ὑπ’ ὄψιν μόνον τοὺς ἐν τῇ πρωτευούσῃ Λευκωσίᾳ θυσιασθέντας. Καὶ ὅμως ἀνὰ πᾶσαν τὴν Νῆσον Κύπρον πλειότερα τοῦ ἀριθμοῦ τούτου ἔπεσαν θύματα. Ἐπειδὴ εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἐξήφθη τὸ φανατικὸν μῖσος τῶν τότε Ὀθωμανῶν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ὑπόπτους ἐθεώρουν πάντας ἀνεξαιρέτως τοὺς Ἕλληνας ῥαγιάδας, ἰδίως μετὰ τὸ ἀπερίσκεπτον πραξικόπημα τοῦ, ὡς εἴρηται, Ἀρχιμανδρίτου Θεοφυλάκτου Θησέως· εἰς τρόπον ὥστε καὶ ἡ ἐλαχίστη ἀφορμὴ ἤρκει νὰ καταστῇ αἰτία θανάτου. Πολλῶν δὲ θανατωθέντων τὰ ὀνόματα, τῆ παρελεύσει τῶν χρόνων μὴ παραδοθέντα γραφῇ παρεδόθησαν εἰς τὴν λήθην. Ἀλλὰ καὶ ὁ κάλαμος ἀδυνατεῖ τῷ ὄντι νὰ περιγράψῃ τὴν ἔμπλεων φρίκης ἐκείνην κατάστασιν, ἥτις ἐπὶ μῆνα ὅλον διήρκεσε, καθ’ ὃν οὐδεὶς χριστιανὸς ἐτόλμα τὰ εἴπῃ εἰς Τοῦρκον, ὅ,τι καὶ ἂν ἤκουεν, οὔτε νὰ ἐξέλθῃ τὴν νύκτα τῆς οἰκίας του ὅ,τι καὶ ἂν ἐχρειάζετο. Πανικὸς δὲ φόβος τοὺς χριστιανοὺς ραγιάδας ἐκράτει, καὶ οἱ Ναοὶ τοῦ Ὑψίστου κατεπατήθησαν, ἐσυλήθησαν, ἐδημεύθησαν, τὰ ἱερὰ τῶν Ναῶν ἐχλευάσθησαν, παρθένοι διεκορεύθησαν, γυναῖκες ἠτιμάσθησαν, καὶ πᾶσα αἰδὼς ἐν ἑνὶ λόγῳ ἐξέλειψε, καὶ πᾶς σπινθὴρ ἐλέους ἐσβέσθη, ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις τῆς ὀδύνης καὶ τῶν στεναγμῶν, καθ’ ἃς οἱ ταλαίπωροι χριστιανοὶ ἐν δάκρυσι καὶ πικρίαις ἔτρωγον τὸν ἄρτον των, καὶ ἀπέλπιδες κατεκλίνοντο ἀμφιβάλλοντες ἂν τὴν ἑπομένην πρωΐαν θὰ ἔφερον ἐπὶ τῶν ὤμων τὴν κεφαλήν. Καὶ ταῦτα πάντα ἐπράχθησαν ἐναντίον λαοῦ ἀθῴου, λαοῦ μὴ δόντος οὐδὲν ἀπολύτως σημεῖον ἐξεγέρσεως, καὶ μήτε κἂν ὅπλα ἔχοντος, διότι καὶ ἄν τινες ἐξ αὐτοῦ εἶχον ἀφῄρουν οἱ κρατοῦντες κατὰ τὸ περὶ ἀφοπλισμοῦ διάταγμα. Ταῦτα πάντα οἱ ἐπιζῶντες μαρτυροῦσιν ἐκ τῆς γενεᾶς ἐκείνης, οἱ τὴν παροῦσαν ἡμῶν μακαρίζοντες ἐποχήν. Σὺν τούτοις δὲ καὶ ὁ πολὺς περὶ τὴν ἱστορίαν Σπυρίδων Τρικούπης ἐν περιλήψει ὧδέ πως καὶ περὶ τῆς Κύπρου ἀφηγεῖται.

(Κηπιάδης, 1888, σ. 5-9)

ΤΟ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΚΡΥΠΤΗ (ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ)


Κατά τήν διάρκεια τών συνεχιζόμενων εργασιών αναστήλωσης τού ιστορικού κτιρίου του Παγκυπρίου Γυμνασίου, στο υπόγειο βρέθηκε η διασωζόμενη Κρύπτη των Φιλικών του 1821. Το Παγκύπριο Γυμνάσιο είχε ιδρύσει, επί κτήματος τής ιεράς μονής τής Παναγίας τής Μαχαιράδος, το 1812, ως Ελληνική Σχολή, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου καί από την 9η Ιουλίου 1821 απαγχονισθείς, από τούς Τούρκους, Εθνομάρτυρας Κυπριανός. Η τυχαία ανακάλυψη του υπόγειου δωματίου επιβεβαιώνει τις αναφορές των ιστορικών πηγών ότι εκεί, απέναντι από την παλιά Αρχιεπισκοπή, κρυμμένους φιλοξενούσε ο Εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος τούς απεσταλμένους τής μυστικής Φιλικής Εταιρείας η οποία σχεδίασε, προγραμμάτισε καί πραγμάτωσε τήν Επανάσταση του 1821. Ο κρυφός καμαροσκεπής θάλαμος, είχε κτιστεί από τόν ηγούμενο καί τούς μοναχούς τού μοναστηριού που βρισκόταν στἠν τοποθεσία που σήμερα βρίσκεται το σχολείο. Τότε, εδὠ και στην Κύπρο, είχαν ήδη αρχίσει να φυσούν οι ''Κρυφοί ανέμοι'' τής Επανάστασης, όπως αναφέρει ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Οι Φιλικοί επισκέφθηκαν το νησί προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τοπικούς παράγοντες με σκοπό τἠ συλλογή εισφορών εκ μέρους τών Κυπρίων για τήν διεξαγωγή τής Επανάστασης. Ετσι οι Φιλικοί φιλοξενήθηκαν στήν κρύπτη τής Ελληνικής Σχολής, σύμφωνα με τα ''Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη νήσω Κύπρω τραγικών σκηνών'', τού Γεώργιου Κηπιάδη. Ο ανώτερος κλήρος καί πολλοί προύχοντες τού νησιού μυήθηκαν στή Φιλική Εταιρεία. Στήν επιστολή τού Αλέξαντρου Υψηλάντη προς τόν Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό χρησιμοποιείται συνθηματική γλώσσα. Μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τού Αρχιεπισκόπου Κυπριανού το 1821, η Σχολή διαλύθηκε.



https://www.youtube.com/watch?v=ESKIXVjawL8


https://gr.euronews.com/


Ο αγωνιστής Σπυρομήλιος στό Μεσολλόγι

 

«… Και τότε έδωσε πυρ»

Ο αγωνιστής Σπυρομήλιος. O αγωνιστής από τη Xιμάρα ήταν ένας από τους λίγους σπουδαγμένους στρατιωτικούς τής επανάστασης (10 χρόνων είχε σταλεί στην Iταλία να σπουδάσει στρατιωτικά). Aπό το τέλος του 1825 μαχόταν στο Mεσολόγγι και τον Iανουάριο του 1826 ήταν μέλος της επιτροπής των πολιορκημένων που στάλθηκε στο Nαύπλιο για να ζητήσει ενισχύσεις από την κυβέρνηση. Eπέστρεψε από εκεί τις τελευταίες μέρες της πολιορκίας, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να μπει στην πόλη. Παρακολουθούσε την Eξοδο από «το όρος Πεταλά, απ όπου φαίνεται το Mεσολόγγιον». Στα απομνημονεύματά του με τον τίτλο το «Xρονικό του Mεσολογγίου 1825-1826» παραθέτει πληροφορίες από «εξοδίτες».
«Eίδομεν ότι εκαίοντο όλαι αι γύρωθεν του φρουρίου καλύβαι της φρουράς. Πόλεμος εκ μέρους του στολίσκου εις Aνεμόμυλον, πόλεμος ηκούετο εις διάφορα μέρη της πόλεως και τα τουρκικά κανονοστάσια εκανονοβόλουν προς την πόλιν. Tαύτα μας έδιδον να καταλάβωμεν ότι έπεσε το Mεσολόγγιον, ότι οι Tούρκοι εκυρίευσαν το φρούριον κι ότι οι Eλληνες κατέφυγον εις τινα οσπίτια και αντέχουν διά να αποθάνουν πολεμώντας… Eν τοσούτω εντός της πόλεως ο πόλεμος διήρκεσεν τρεις ημέρας. Eπολέμουν εις τα οσπίτια έως ότου είχον πολεμοφόδια και όταν τα ετελείωσαν έδιδον πυρ εις το οσπίτιον και εκαίοντο. O Xρήστος Kαψάλης έβγαζεν τας γυναίκας εις τα παράθυρα διά να τας ιδώσιν οι Tούρκοι και εκ τούτων να παρακινηθώσιν να έμβουν. Aφησεν ούτως ώστ εσυνάχθησαν πλήθος Tούρκων και τότε έδωσε πυρ εις την πυριτααποθήκην, οπού ήσαν τεσσαράκοντα κιβώτια πυρίτιδας και ούτως απέθανεν ενδόξως και αυτός, έσωσεν από την αιχμαλωσίαν και την ατιμίαν τόσας ψυχάς, συνεπιφέρων τον θάνατον και εις πλήθος Tούρκων… Oύτως έπεσε το Mεσολόγγιον μετά δωδεκάμηνον στενήν πολιορκίαν».


Δημοσιεύτηκε στήν εφημερίδα «Ημερησία» 8/4/2006

Ο ηρωϊκός Κύπριος ιεράρχης Φιλόθεος Χατζής (1821)

 

Ο ιεράρχης Φιλόθεος Χατζής που καταγόταν από τη Λευκωσία, υπήρξε για 25 χρόνια Επίσκοπος Δημητσάνας και ενίσχυσε συστηματικά την εκπαίδευση στην περιοχή κι ιδιαίτερα στις περίφημες σχολές της Δημητσάνας, της Στεμνίτσας και της Βυτίνας. Παράλληλα, μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον ντόπιο πληθυσμό. Κατόπιν, φυλακίσθηκε στην Αρκαδική πρωτεύουσα μαζί με λοιπούς κληρικούς και προύχοντες. Υπέφερε τα πάνδεινα και πέθανε στη φυλακή στις 10 Σεπτεμβρίου 1821, λίγο πριν ο Κολοκοτρώνης απελευθερώσει την πόλη. Σχεδόν την ίδια περίοδο στην Κύπρο ο Κιουτσούκ Μεχμέτ, χρησιμοποιώντας παρόμοια προσχήματα και μεθοδεύσεις με τους εν Τριπόλει ομολόγους του, συγκέντρωσε στη Λευκωσία ιεράρχες και προκρίτους και τους φυλάκισε. Με συνοπτικές διαδικασίες τους καταδίκασε και τους εξετέλεσε. Απαγχόνισε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και αποκεφάλισε τους Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας. Ακολούθησαν, εκτεταμένες σφαγές και λεηλασίες στο νησί. Το ημερολόγιο σημάδευε (και τότε) τον τραγικό μήνα Ιούλιο του 1821.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός δεν αλλαξοπίστησε και απαγχονίστηκε από τους Οθωμανούς. Ο εθνομάρτυρας Ιεράρχης δίνει στους τούρκους δήμιους την ακόλουθη ιστορική απάντηση: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ιξηλείψη, κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!» (συνότζιαιρη = σύγχρονη, ιξηλείψη = εξαλείψη, σιέπει = σκέπει – προστατεύει)
Κατά συνέπεια, η ευπρόσωπη κυπριακή παρουσία στον εν Ελλάδι Αγώνα, οι σφαγές και οι δηώσεις στο ίδιο το νησί, ενέταξαν την Κύπρο στην επαναστατική περίμετρο και την έθεσαν εντός των συνόρων του αναγεννημένου έθνους, εν αναμονή και της συμπερίληψής της στο Κράτος – απότοκο της Επανάστασης
Σε πολιτικό – διπλωματικό επίπεδο, οι Κύπριοι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος -εκ μητρός- καταγόταν από την κυπριακή οικογένεια Γονέμη που είχε μεταναστεύσει στα Επτάνησα. Ο Κυβερνήτης τον Οκτώβριο του 1827, αμέσως μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου, θα απαντήσει γραπτώς στον Άγγλο διπλωμάτη Wilmot – Horton, που ως εκπρόσωπος του Foreign Office τον ρώτησε «τι νοητέον σήμερον Ελλάδα;»:
«Το Ελληνικόν Γένος αποτελούσι πάντες οι άνθρωποι, οίτινες από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν επαύσαντο πρεσβεύοντες την ορθόδοξον θρησκείαν, λαλούντες την γλώσσαν των πατέρων αυτών και έμειναν υπό την πνευματικήν και κοσμικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας αυτών, οιανδήποτε χώραν της Τουρκίας και αν κατώκουν.»
Σε επόμενη ερώτηση του Άγγλου διπλωμάτη: «Ποία όρια εκτάσεως χωρογραφικής αξιοί η Ελλάς;», ο Καποδίστριας απάντησε :
«Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά γην και κατά θάλασσα αγώνας, δια των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος. Από των γεγονότων τούτων των δεσποζόντων της ιστορίας της Ελλάδος και χαρακτηριζόντων τον αγώνα, τον οποίον υφίσταται από επτά ετών, ως απ’ αφετηρίας ορμώμενος, έκαστος θα νοήση ευκόλως, ότι ουχί φιλοδοξία ουδέ φιλοκτημοσύνη, αλλά καθήκον ιερόν άμα και όσιον υποχρεοί τους Έλληνας να περιορίσουν ως δυνατόν ολιγώτερον τα όρια ταύτα».

ΟΙ ''ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ'' ΠΑΦΙΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΕΖΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

 

Η Κύπρος στήν περίοδο τής τουρκοκρατίας, ακολούθησε κοινή πορεία με τήν Ελλάδα καί μοιράστηκε τήν ίδια τύχη. Οι Κύπριοι, έλαβαν μέρος στίς μάχες για απελευθέρωση καί κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν θριαμβευτές. Τρείς από αυτούς, πού πολέμησαν, επιβίωσαν καί επέστρεψαν ήταν οι Γιάννης Πασαπόρτης από την Κοίλη, Χατζηχριστόδουλος Κοκκινόφτας και Νικόλας Χατζησάββας από τήν Τσάδα. Οι τρείς Πάφιοι, είχαν πάρει μέρος στήν ηρωική Έξοδο τού Μεσολογγίου καί κατάφεραν να γλυτώσουν από τήν επί ένα χρόνο πολιορκούμενη ''Ιερά Πόλη'' της Ελλάδας. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί οι τρεἰς πού βρέθηκαν μεταξύ τών Μεσολογγιτών. Στα ενθυμήματα τού Νικηταρά τού Τουρκοφάγου εντοπίζονται οι αναφορές για τον καπετάν Ιωάννη τον Κύπριο και τον Παντελή Γεωργίου Ορφανό. Από την άλλη ο Νικόλας Κασομούλης αναφέρει για τον Νικόλαο Χατζησάββα, πώς ''Επτά πληγαίς είχε λάβει ένας στρατιώτης μου, έως τότες και μ΄έλεγε ακόμη ο δυστυχής ότι θα βαστάξω''

Ο Γιάννης Πασαπόρτης, επέστρεψε στήν Κοίλη της Πάφου με τή λήξη τού Αγώνα. Φορώντας φουστανέλα καί τσαρούχια, κράταγε στό ένα χέρι το ελληνικό του πια διαβατήριο πού εκτός από περηφάνια τού είχε χαρίσει καί τό επώνυμο Πασαπόρτης.
Διηγιόταν τήν τραγική πείνα πού θέριζε τον κόσμο τού Μεσολογγίου καί πώς για να επιβιώσουν αναγκάζονταν να τρώνε αποφάγια κι υπολείμματα γαϊδάρου. Μαζί του είχε φέρει το σπαθί καί το καριοφίλι του, πού δυστυχώς σήμερα δεν σώζονται. Έφερε όμως κι έναν χειρόμυλο, με τον οποίο άλεθε τήν πυρίτιδα για το καριοφίλι του. Ο χειρόμυλος διασώθηκε καί πέρασε από γενιά σε γενιά. Σήμερα, βρίσκεται στήν κατοχή τής Κλεοπάτρας Χρ. Σοφιανού, απόγονο του Πασαπόρτη.

Ο Χριστόδουλος Μακρής έλαβε μέρος σε πολλές μάχες της Επανάστασης και γύρισε στην Κύπρο τιμημένος, μετά την ίδρυση του ελληνικού Κράτους. Ανάλογη πορεία είχαν ο Μάρκος Ιερώνυμος από το Όμοδος, ο Φραγκίσκος Αντωνίου από την Αθηένου, ο Θεοχάρης Τρίψιμος από τη Σωτήρα Αμμοχώστου, ο Χαράλαμπος Φράγκος από την Καλαβασό και ο Χριστοφής Αυξέντη από τα Πέρα. Ο Κωνσταντίνος Κυπριώτης πού υπηρέτησε στο πυρπολικό του Κωνσταντίνου Κανάρη και πνίγηκε κατά τη διάρκεια μιας ναυτικής επιχείρησης. Στο πυρπολικό του Κανάρη υπηρέτησε και ο γιος του Κυπρίου αυτού αγωνιστή, ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Κυπριώτης, ο οποίος έπεσε και αυτός κατά τη διάρκεια άλλης αποστολής.

Ο Κανάρης στην Κύπρο το 1821 ελλιμενίστηκε στις βόρειες ακτές της Κύπρου (Ασπρόβρυση Λαπήθου) όπου γέμισε τα καράβια του με προμήθειες και δεκάδες εθελοντές.Ο Θεοχάρης Χατζηηλίας, καταγόμενος από την Λάπηθον, την ''ιμερόεσσαν'' πολέμησε σε διάφορες μάχες κι αργότερα έγινε αξιωματικός στόν τακτικό ελληνικό Στρατό. Είναι ο παππούς του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο Ιωάννης Σταυριανός από το χωριό Λόφου της Λεμεσού είναι ο μόνος Κύπριος αγωνιστής που μας άφησε απομνημονεύματα. Έγραψε την ''Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου'' στην οποία εξιστορεί τή συμμετοχή του στήν επανάσταση.


Κατόπιν πρωτοβουλίας τής Κυπριακής Πρεσβείας στήν Αθήνα καί τής Ομοσπονδίας Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδας, κατασκευάστηκε πλάκα στό Μεσολόγγι, πρός τιμήν τών Κυπρίων πού πήραν μέρος στην ηρωϊκή Έξοδο. Αργότερα, προστέθηκε και ένα Μνημείο, στο οποίο η Κύπρος στεφανώνουσα'' τιμά καί στεφανώνει με το ένα χέρι τούς ήρωες της Εξόδου καί με το άλλο τοὐς Κύπριους πού αγωνίστηκαν για το Μεσολόγγι.


ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ




Δυστυχώς, η Κύπρος δεν απελευθερώθηκε. Απλά, άλλαξε χέρια το 1878 περνώντας αιφνιδίως από την Οθωμανική στην Βρετανική Αυτοκρατορία. Έκτοτε, ο Κυπριακός ελληνισμός συνέδραμε ποικιλοτρόπως σε κάθε αλυτρωτική προσπάθεια του Εθνικού Κέντρου επιδιώκοντας να προσαρτηθεί σε αυτό. Κύπριοι εθελοντές ήταν παρόντες στον «ατυχή» πόλεμο του 1897, στο Μακεδονικό Αγώνα, στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13), στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1922), στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, το Κυπριακό ενωτικό κίνημα αποδείχθηκε το μακροβιότερο και μαζικότερο της νεότερης ελληνικής Ιστορίας, παρουσιάζοντας αξιοθαύμαστη ''αυτοσυνέπεια''. Η κορύφωση αυτού του ενωτικού νόστου ήρθε με το έπος της ΕΟΚΑ καί τόν αγώνα τού 1955-59 όπου υπήρξαν πλήθος ανωνύμων, ηρωικώς πεσόντων ''εν τοις Ιεροίς του Γένους ημών Αγώσι''.



Έξοδος Μεσολογγίου - Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, η «μάχη» με την πείνα καί το ένδοξο τέλος

 

Σαν σήμερα το 1821, οι Έλληνες έκαναν μία έξοδο, πού γράφτηκε στήν ιστορία. Μία ηρωϊκή έξοδο. Την πρώτη έξοδο του Μεσολογγίου.Το γεγονός συνέβη τη νύχτα μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου 1826, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας.

Με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 ανδρών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1825 και στις 15 Απριλίου 1825 έφθασε προ του Μεσολογγίου. Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, λόγω του εμφυλίου πολέμου και έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 ψυχές του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί έναν χρόνο. Την οργάνωση της άμυνας ανέλαβε τριμελής επιτροπή υπό τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Δημήτριο Θέμελη και Γεώργιο Καναβό. Το φρούριο της πόλης μετά την πρώτη πολιορκία είχε βελτιωθεί, κατόπιν των προσπαθειών του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Βύρωνα και του μηχανικού Μιχαήλ Κοκκίνη. Η τάφρος έγινε βαθύτερη, ο μικρός περίβολος ενισχύθηκε με πύργους και πολύγωνα προτειχίσματα, πάνω στα οποία τοποθετήθηκαν 48 τηλεβόλα και 4 βομβοβόλα.


Η νησίδα Βασιλάδι, μεταξύ της λιμνοθάλασσας και της θάλασσας, έγινε ένα είδος οχυρού. Εκεί τοποθετήθηκαν 6 πυροβόλα και συγκεντρώθηκαν 2.000 γυναικόπαιδα για να μην επιβαρύνουν τη φρουρά της πόλης. Εντός του Μεσολογγίου υπήρχαν 10.000 άτομα, εκ των οποίων 4.000 άνδρες, άριστοι πολεμιστές από την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και ακόμη 1.000 άνδρες, δυνάμενοι να φέρουν όπλα. Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας (15 Απριλίου - 12 Δεκεμβρίου 1825) το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Οι επιθέσεις τους συντρίβονταν εύκολα ή δύσκολα από τους υπερασπιστές της πόλης. Εξάλλου, ο από θαλάσσης αποκλεισμός δεν ήταν ισχυρός και επανειλημμένως διασπάσθηκε από τον στόλο του Μιαούλη, ο οποίος ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους πολιορκούμενους. Στις 24 Ιουλίου, 1000 Ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ανάγκασαν τον Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στις υπώρειες του όρους ζυγός, χαλαρώνοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου. Αλλά και ο τουρκικός στόλος, παρενοχλούμενος από τον ελληνικό, αναγκάσθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην αγγλοκρατούμενη Κεφαλλονιά. Στις 5 Αυγούστου ο Κίτσος Τζαβέλλας, επικεφαλής δυνάμεως Σουλιωτών πολεμιστών, εισήλθε στην πόλη, αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιορκουμένων. Όμως, στις αρχές Νοεμβρίου, ο κοινός στόλος Τούρκων και Αιγυπτίων αποβίβασε 8.000 αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Ιμπραήμ που είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι αριθμούσαν 25.000 άνδρες, με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν Γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές.



Στις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Όπως και στην πρώτη πολιορκία, πάλι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Ο αιγύπτιος Ιμπραήμ επεχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε, όμως, και αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό. Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες! Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι' αυτήν, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου) Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους Τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι. Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ έσφαξαν με τα γιαταγάνια τους μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης. Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς.


Το πρωί της 10ης Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο Γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι Γερμανοί φιλέλληνες αφού ο αγώνας τών Μεσολογγιτών συγκίνησε αρκετούς Φιλέλληνες καί τούς έκανε να σπεύσουν στο Μεσολόγγι για τούς βοηθήσουν.


Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους Τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι. Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ έσφαξαν με τα γιαταγάνια τους μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης. Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου. Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο Γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι Γερμανοί φιλέλληνες. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους Τουρκοαιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες. Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της, όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα, απαθανάτισαν τή θυσία των Μεσολογγιτών. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την ημιτελή ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαΐου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.


Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι» ομολογεί ο Διονύσιος Σολωμός, που «έζησε» τα γεγονότα της Εξόδου τού Μεσολογγίου ακούγοντας τον Απριλίο του 1826 τα κανόνια των Ελεύθερων Πολιορκημένων που προσπαθούν να κρατήσουν λίγες ημέρες ακόμη το Μεσολόγγι. Όμως η ελπίδα σωτηρίας για τους Πολιορκημένους είχε πλέον χαθεί. Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Απριλίου 1826. Η Έξοδος ήταν μονόδρομος, καθώς κάθε σκέψη για παράδοση της πόλης στους Οθωμανούς είχε απορριφθεί. Οι Μεσολογγίτες είχαν αποφασίσει «Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο»



www. Zougla.gr 

MHXANH TOY XΡΟΝΟΥ