Σάββαινα -- Η Αμαζόνα τού 1821

 

Το τεράστιο ασκέρι των 12000 αγαρηνών του Κεχαγιάμπεη κατευθύνεται ορμητικά προς το Βαλτέτσι. Χωρισμένοι σε πέντε φάλαγγες, κυκλώνουν την περιοχή. Οχυρωμένοι σε τέσσερα λιθόκτιστα ταμπούρια και στην εκκλησιά του χωριού, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με 1000 αγωνιστές βλέπουν το αιμοσταγές τσούρμο να καταφθάνει. Οι ελληνικοί προμαχώνες βάλλονται από τα εχθρικά πυρά. Και να,οι χθεσινοί ραγιάδες, αυτοί που "Τούρκον ήκουαν και έτρεμαν" μεταβάλλονται μεμιάς σε ατρόμητα λιοντάρια που κατασπαράζουν το θήραμά τους και ξεβρωμίζουν από τον τόπο τους τους εισβολείς.

Μα για στάσου. Κάτι αξιοπρόσεκτο τραβά το ενδιαφέρον και συναρπάζει τη γραφίδα του ιστορικού. Μέσα στον ορυμαγδό όλο και τον χαλασμό από το τουφεκίδι, μέσα στην αντάρα της μάχης όπου τα βόλια θερίζουν τις ζωές σαν το κοφτερό δρεπάνι τα ξερά στάχια, εκεί μέσα στο σκοτάδι του θανάτου μια γυναικεία μορφή προβάλλει. Τρέχει σαν ζαρκάδι από το ένα οχυρό στο άλλο και ενισχύει τους Έλληνες με φυσίγγια και πυρίτιδα. Οι πολεμιστές τα χάνουν από το παράτολμο της ηρωίδας. Όλη τη νύχτα η γυναίκα ακάματα, χωρίς αναπαμό τα δίνει όλα για την πατρίδα. Πότε μπροστά στο τουφεκίδι με τα όπλα της και πότε κουβαλώντας εφόδια. 23 ώρες αργότερα ο Κεχαγιάμπεης αποχωρεί με τα λείψανα του στρατού του. Ήχοι θριαμβευτικοί και νικητήρια σαλπίσματα σκίζουν τον αέρα. Αλλα αλήθεια, ποια είναι τούτη η λεβεντογυναίκα που προκάλεσε την κατάπληξη στους μαχητές; Είναι η Σπαρτιάτισσα Σταυριάνα Σάββαινα, χήρα του προκρίτου Γιωργάκη Σάββα τον οποίο τα σκυλιά έσυραν και κρέμασαν στον Μυστρά. Μα το φαρμάκι της χηρείας δεν καταβάλλει διόλου την ελληνική ψυχή της. Μια τολμηρή ιδέα που γίνεται πράξη τριγυρίζει το μυαλό της. Θα πάρει τη θέση του άντρα της. Η Σάββαινα πνίγει το μητρικό της φίλτρο, αναθέτοντας στην αδερφή της τη φροντίδα των ανήλικων τέκνων της και κατατάσσεται στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Από τότε, πότε στο βοηθητικό τμήμα και πότε στο μάχιμο, δίνει το παρών της σε πολλές και σκληρές μάχες. Σαν Αμαζόνα ρίχνεται στη φωτιά του πολέμου και γράφει τη δική της ιστορία στο Βαλτέτσι, στα Τρίκορφα, στον Πέτα, στη Βέργα.

Σαν άρχισε να γλυκοχαράσει η λευτεριά και ο Αγώνας κόπασε, η Σάββαινα αποστρατεύεται με τον βαθμό του ταγματάρχη, χωρίς καμία σύνταξη. Κι αυτή η μεγαλόψυχη γυναίκα, που η Επανάσταση της στοίχισε τον χαμό του συζύγου της και την μακροχρόνια απουσία της από τα τρυφερά βλαστάρια της, αυτή που κονταροχτυπήθηκε με τον θάνατο, αυτή που για χάρη της πατρίδας από αρχόντισσα έγινε φτωχή, τη συναντούμε τώρα στο Ναύπλιο σε ένα λιτό σπιτάκι, ξεχασμένη, περιθωριοποιημένη. Κατάκοπη από τις πληγές του Αγώνα, η Σταυριάνα αναγκάζεται να σφίξει τις δυνάμεις της και να ριχτεί στη δουλειά για να εξασφαλίσει λίγους πόρους. Έχοντας νωπές τις μνήμες της από παλιότερες δοξασίες, η ηρωίδα δουλεύει σαν πλύστρα σε σπίτια άλλων οικογενειών. Όταν τον Αύγουστο του 1829 συνέρχεται στο Άργος η Δ' Εθνοσυνέλευση, ζητά με μια αναφορά της να της δοθεί κάποια σύνταξη. Στην αναφορά αυτή μεταξύ άλλων έγραφε: «Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια δια τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις» Πράγματι, ο Ιωάννης Καποδίστριας εισάκουσε το δίκαιο αίτημά της και της χορήγησε μια οικονομική ενίσχυση, όχι από το κρατικό αλλά από το προσωπικό του ταμείο. Μετά όμως από τη δολοφονία του, ακόμα κι αυτή τη μικρή βοήθεια, της την αφαίρεσαν οι Βαυαροί του Όθωνα. Έτσι η Σταυριάνα Σάββαινα, η ταγματάρχης Σταυριάνα Σάββαινα, αναγκάζεται πλέον να ζει από φιλανθρωπίες. Το σπίτι της είναι φτωχό, ευτελές. Μα εκεί στους μισογκρεμισμένους τοίχους του κρέμονται και ασταποβολούν τα πιο ακριβά στολίδια, τα όπλα της. Και τι δεν ανασταίνουν στη μνήμη της από το ένδοξο παρελθόν.

Αχ αγαπημένη μας ηρωίδα. Άραγε θα μας συγχωρέσεις ποτέ;
Δε σου χαρίσαμε τα ανέμελα γεράματα που σου έπρεπαν. Φαινόσουν εξωτερικά μια σκελετωμένη γριούλα που αργόσβηνε. Ακτινοβολούσες όμως ολόκληρη γιατί ήσουν στολισμένη με το αμάραντο στεφάνι στης δόξης και στο διάβα σου έλαμπαν τα αστραφτερά σου παράσημα, η λεβεντιά, η αυταπάρνηση και η φιλοπατρία. Κι εμείς οι Νεοέλληνες πόσες συγγνώμες χρωστάμε.

Κείμενο: Μωραΐτες εν Χορώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: