Η Μάχη στο Ραβινέ και στους πλησίον λόφους

 

Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή,

μέχρις ότου και ο τελευταίος μας φονευθεί»

(Λογαγός Γουλιανός, 1η Μαΐου 1917)


Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Το Δεκέμβριο του 1916 η Μεραρχία Σερρών βρίσκεται στα δυτικά του Αξιού, όπου, μαζί με την 122α Γαλλική Μεραρχία του Στρατηγού Ρενιώ, είναι αντιμέτωπη με Βουλγάρους και Γερμανούς. Μέχρι τον Απρίλιο του 1917, η ζωή στη Μεραρχία κυλά ήρεμα. Αυτό θα ανατραπεί όταν, μεταξύ των άλλων επιχειρήσεων, στο τάγμα τού Γουλιανού, θα ανατεθεί η κατάληψη του λόφου «Ραβινέ» (οι Γάλλοι είχαν δώσει σε χαρακτηριστικά υψώματα δικές τους συμβατικές ονομασίες: στα γαλλικά ravin=φαράγγι). Το Ραβινέ (υψ. 262 μ.), ευρισκόμενο (και τότε και τώρα) εντός του ελληνικού εδάφους, βρίσκεται βορειοδυτικά από το χωριό Χαμηλό. Στο ύψωμα είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί μεγάλων δυνατοτήτων παρατηρητήριο και το είχαν οχυρώσει με κάθε είδους κατασκευές και καταφύγια από σιδηροπαγές σκυρόδεμα. Οι εδαφικές ακολούθως απολήξεις στα ανατολικά του Ραβινέ σχηματίζουν στη δεξιά όχθη του Αξιού το ύψωμα «Σεμέν Ντε Φερ», το οποίο ευρισκόμενο αμέσως δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης–Γευγελής, βρίσκεται τρία χιλιόμετρα νότια του σιδηροδρομικού σταθμού της Ειδομένης και 1200 μέτρα βόρεια του χωριού Δογάνη. Στα δυτικά του Ραβινέ, διαδέχονταν η μία την άλλη οι από τους Βουλγάρους τότε ελεγχόμενες εδαφικές εξάρσεις «Ντρομαντέρ», «Μπομπαντέρ» και «Πιτόν Μπλαν». Τέλος, τα υπόλοιπα τμήματα της Μεραρχίας Σερρών κατείχαν τις εξής θέσεις: Το τάγμα Κονδύλη ήταν παραταγμένο νότια του Σεμέν Ντε Φερ,το τάγμα Παπακώστα κατείχε θέσεις νοτιοανατολικά του λόφου Ντρομαντέρ,δυτικότερα βρισκόταν το τάγμα Τσάκαλου. Ακόμη πιο αριστερά, το τάγμα Παλλίδη και πιο δυτικά, το τάγμα Καρασεβδά ήταν αντιμέτωπο με την κατεχόμενη επίσης από τον εχθρό εξέχουσα του Σκρα (πλήρης της ονομασία: Σιρκά Ντι Λέγκεν, ύψ.1096 μ.), έχοντας στα δεξιά του το χωριό Σκρα και στα αριστερά του άλλο γαλλικό Τάγμα.

Στίς 22 Απριλίου 1917 σημειώνεται επιθετική ενέργεια του Τάγματος Τσάκαλου εναντίον του Μπομπαρντέ. Οι επιτιθέμενοι μόνο με ξιφολόγχη, χειροβομβίδες και την πολεμική ιαχή «αέρα», γίνονται κύριοι του υψώματος και εγκαθιστούν σ’ αυτό συρματόπλεγμα προκειμένου να αναχαιτιστούν οι εχθρικές αντεπιθέσεις. Σκοτώνεται όμως ο Σπαρτιάτης Ανθυπολοχαγός Καργάκος, 30 Έλληνες οπλίτες, τραυματίστηκε ένας αξιωματικός και συνελήφθηκαν 6 αιχμάλωτοι. Στις 8.20΄ το βράδυ της 22ας Απριλίου του 1917, το τάγμα Κονδύλη επιτίθεται εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ. Η επίθεση πέτυχε και είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν 5 Βούλγαροι αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και ο διοικών την εχθρική τοποθεσία επιλοχίας. Στις 10.30 όμως αρχίζει σφοδρότατος εχθρικός βομβαρδισμός εναντίον του υψώματος και ακολουθεί βουλγαρική αντεπίθεση για ανακατάληψη του λόφου, η οποία αποκρούστηκε. Παράλληλα, καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, και παρά το συνεχή εχθρικό βομβαρδισμό της τοποθεσίας, λάμβανε χώρα από μέρους των Ελλήνων η αμυντική της οργάνωση με ανασκαφή χαρακωμάτων και αναστροφή των πριν εχθρικών.

Στις 4.30 το πρωί της 24ης Απριλίου, αρχίζει άλλη σφοδρότατη δράση του εχθρικού πυροβολικού εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ, και ακολουθεί αντεπίθεση 250 Βουλγάρων πεζών. Το ύψωμα το υπερασπίζονται 17 μόνο άνδρες καταπονημένοι από την ολονύχτια εργασία. Επί κεφαλής τους βρίσκεται ο εκ Καλαβρύτων Έφεδρος Ανθυπολοχαγός -δημοσιογράφος στο επάγγελμα- Ευστάθιος Δογάνης που με το προσωπικό του παράδειγμα, παρασύρει τους άνδρες του σε μία διά της λόγχης αντεπίθεση. Θραύσμα όμως εχθρικής χειροβομβίδας στέκεται μοιραίο για τον ήρωα Ανθυπολοχαγό. Και ναι μεν αυτός κατέθεσε εκεί τη ζωή του, όμως η βουλγαρική αντεπίθεση αποκρούστηκε. Μετά το θάνατο του Δογάνη, τον οποίο, θα τον αντικαταστήσει ο Ανθυπίατρος Ηλίας Αποσκίτης βρέθηκε το εξής από τα πριν γραμμένο σημείωμά του: «Τώρα πια που πέθανα μάθετε ότι ήλθα να σκοτωθώ πολεμώντας υπέρ των δικαίων της αγαπητής μας Πατρίδος και γενικότερα υπέρ των ιδεωδών της ανθρωπότητος. Έχω τον εγωισμό να πιστεύω ότι ανήκω εις τους ιεροφάντας της ανθρωπότητος, όσο ταπεινός και αν είμαι». Το επόμενο απόγευμα τέλος διενεργείται και τρίτη εχθρική αντεπίθεση, την οποία τη συντρίβει το πυροβολικό μας. Οι απώλειες της ελληνικής αυτής πολεμικής δραστηριότητας, εκτός από το θάνατο του Δογάνη, ανήλθαν σε 16 οπλίτες και 2 αξιωματικούς νεκρούς, και σε 50 οπλίτες τραυματίες.

Ακολούθησε η επίθεση εναντίον του Ραβινέ επιβλέψει του διοικητή του 1ου Συντάγματος της Μεραρχίας Σερρών Αντισυνταγματάρχη Ζαφειρίου (ο οποίος θα είναι ο πρώτος που θα αποβιβαστεί, μετά ακριβώς δυο χρόνια στη Σμύρνη). Στον τομέα της επίθεσης, η απόσταση της πρώτης γραμμής του Συντάγματος από το Ραβινέ ήταν μεγαλύτερη από 1.200 μέτρα, γι αυτό επιβαλλόταν να προωθηθούν τα προς επίθεση τμήματα πλησιέστερα στο λόφο, και από εκεί να εξορμήσουν για την κατάληψή του. Έπρεπε λοιπόν να οργανώσουν μία «παράλληλο», ένα δηλαδή χαράκωμα παράλληλο προς την εχθρική γραμμή αντίστασης που να είναι και εγγύτερα αυτής. Τη νύχτα επομένως της 22ας προς την 23η Απριλίου ο 4ος λόχος του Συντάγματος (τάγμα Παπακώστα) κατέλαβε τη βόρεια παρυφή του Χατζή Μπαρή Μαχαλά και εγκαθίσταται εκεί η πρώτη ελληνική παράλληλος. Τότε τραυματίστηκε και ο Υπολοχαγός Στράγγας, τη στιγμή που ο Λοχαγός Κεχαγιάς με τους άντρες του συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Μετά τρεις μέρες οργανώθηκε και δεύτερη παράλληλος, ακόμη κοντύτερα προς το Ραβινέ, μη απέχουσα από τον οχυρωμένο λόφο περισσότερο από 250 μέτρα.  Στις 28 Απριλίου διατάσσεται επίθεση κατά του λόφου Ντρομαντέρ. Τη διενεργεί τμήμα αποτελούμενο από το λόχο του Υπολοχαγού Χαιρέτη, του 1ου Συντάγματος, και το λόχο του Λοχαγού Παπασταματίου (του τάγματος Παλλίδη) του 2ου Συντάγματος, καθώς και από τον 2ο λόχο του αυτού Συντάγματος. Και ενώ τη γενικότερη διοίκηση την έχει ο Γάλλος Λοχαγός Ματιέ, το βασικό επί του προκειμένου σχέδιο ήταν το ακόλουθο: στις 05.15΄ ο Λόχος Χαιρέτη θα διείσδυε στην εχθρική τοποθεσία μέσω ανοίγματος στα εχθρικά συρματοπλέγματα. Θα καταλαμβάνονταν συγκεκριμένοι τομείς του Ντρομαντέρ, οι οποίοι εν συνεχεία επρόκειτο να οργανωθούν αμυντικά, ενώ ο λόχος Παπασταματίου και ο 2ος λόχος του 2ου Συντάγματος είχε καθοριστεί να επιτεθούν από τα νότια. Σε εκτέλεση του σχεδίου αυτού, οι άνδρες του Χαιρέτη και Παπασταματίου διαιρούνται σε τέσσερα τμήματα. Σε απόσταση 20 μέτρων βαδίζουν οι εκκαθαριστές χαρακωμάτων, και ακολουθεί 50 μέτρα πιο πίσω μια διμοιρία ενίσχυσης. Τα τμήματα αυτά, μετά από προπαρασκευή πυροβολικού, προελαύνουν, και σε 1/4 της ώρας επιτυγχάνουν την κατάληψη ολόκληρου του Ντρομαντέρ. Πέφτει ωστόσο στο πεδίο της μάχης ο από την Κύμη καταγόμενος Παπασταματίου, ο οποίος συχνά έλεγε : «Όταν φονευθώ δεν έχω τίποτε άλλο ν’ αφήσω στα παιδάκια μου τα φτωχά, ειμή ένα καλό όνομα». Κατά την επίθεση εναντίον του Ντρομαντέρ έχασαν τη ζωή τους και άλλοι 20 οπλίτες, τραυματίστηκε ένας άλλος αξιωματικός μαζί με 57 οπλίτες, και συνελήφθησαν 26 αιχμάλωτοι (από τους οποίους 4 υπαξιωματικοί). Προήχθη αφετέρου επ’ ανδραγαθία ο Παλλίδης και του απενεμήθη ο πολεμικός σταυρός μετά δάφνης.ο επικεφαλής των στρατευμάτων της Αντάντ, Γάλλος Στρατηγός Σαρράιγ επισκέπτεται τώρα προσωπικά τον Βενιζέλο και τον συγχαίρει. Ο ίδιος στρατηγός ακολούθως τηλεγραφεί στο Παρίσι, στο Γάλλο Αρχιστράτηγο:

«Οι επιχειρήσεις της προχθές από το ελληνικό σύνταγμα κατά του υψώματος Σεμέν ντε Φερ και εναντίον ενός άλλου παρόμοιου, εναντίον της θέσεως Μπομπαρντέ, εκτελέσθηκαν με τόλμη και ορμή. Οι λοχαγοί Κονδύλης και Παλλίδης προετοίμασαν την επίθεσή τους με προσοχή και εμπειρία, και οδήγησαν τους άνδρες τους επιδεικνύοντας δραστηριότητα καθώς και με κάθε τάξη. Αξιωματικοί και στρατιώτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους σε ανδρεία. Η έφοδος πραγματοποιήθηκε χωρίς τη χρήση όπλων, με χειροβομβίδες και διά της λόγχης. Οι Έλληνες δικαίωσαν την πολεμικήν τους αξία. Ζητώ την προαγωγή των Λοχαγών Κονδύλη και Παλλίδη».


Δεν απέμενε τώρα παρά να ακολουθήσει η κύρια επιχείρηση κατά του υψώματος, η οποία εγκριθείσα από το Γάλλο Συνταγματάρχη Βινιέ, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 4.35΄ ώρα τα ξημερώματα της 1ης Μαΐου του 1917. Την επίθεση επωμίζονται οι λόχοι 6ος , 7ος και 8ος του τάγματος Γουλιανού και η διμοιρία πολυβόλων Πρώιμου, και όλοι αυτοί υποστηρίζονται από 4 οπλοπολυβόλα και 4 οπλοβομβοβόλα. Οι άνδρες θα έφεραν στολή εκστρατείας και κράνος, μανδύες και αντίσκηνα χιαστί, προσωπίδες, μιας ημέρας τροφή και πλήρες υδροδοχείο. Δε θα είχαν γυλιό, και κάθε οπλίτης θα ήταν εφοδιασμένος με 200 φυσίγγια και 2 χειροβομβίδες. Στην επιχείρηση συμμετείχε και ο 9ος λόχος του 45ου Γαλλικού Συντάγματος, αποστολή του οποίου ήταν να εκπορθήσει το οχύρωμα που συνέδεε το Ντρομαντέρ με το Ραβινέ, το αποκαλούμενο χαράκωμα της Ελεονώρας, από το όνομα της βασίλισσας της Βουλγαρίας. Η κατά τις προηγούμενες πάντως μέρες δράση του φίλιου πυροβολικού ήταν τέτοιας έντασης, ώστε όχι μόνο τα συρματοπλέγματα αλλά και τα χαρακώματα του Ραβινέ είχαν εκσκαφεί. Έτσι, αυτά αδυνατούσαν πλέον να προσφέρουν οποιαδήποτε κάλυψη, όχι μόνο στους Βουλγάρους, αλλά και στα τμήματα της επίθεσης, όταν αυτά θα γίνονταν κύρια του λόφου. Τέλος, σύμφωνα με πληροφορίες η φρουρά του συνόλου των χαρακωμάτων του Ραβινέ δεν ξεπερνούσε τον ένα ή δύο λόχους. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, οι ελληνικοί λόχοι συγκεντρώθηκαν αθόρυβα, στις 2:30΄ το πρωί στις θέσεις εξόρμησής τους. Στις 4.30, και ενώ ο συννεφιασμένος ουρανός και η πλήρης άπνοια προμήνυαν βροχή, το γαλλικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει εναντίον του Ραβινέ, και πέντε λεπτά αργότερα τα τμήματά μας ανέβαιναν το λόφο. Η άφιξή τους στην κορυφή του συντελέστηκε στα επόμενα πέντε λεπτά, και, καθώς το φίλιο πυροβολικό επιμήκυνε ήδη τη βολή του, ακολούθησε πολεμικός αγώνας επί του οχυρού. Οι επιτιθέμενοι συνδυάζουν την ορμητικότητά τους με την αριθμητική τους υπεροχή, και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα γίνονται κύριοι της θέσης. Από τη φρουρά του Ραβινέ συλλαμβάνονται 55 Βούλγαροι αιχμάλωτοι και 5 Γερμανοί. Ακολουθεί η προσπάθεια για τη διατήρηση του ελληνικού ελέγχου επί του Ραβινέ. Ήδη, βουλγαρικά βαριά και πεδινά πυροβόλα, τόσο από τα ανατολικά, από την πλευρά του Αξιού, όσο και βορειοανατολικά, από την περιοχή της Γευγελής επιδίδονται σε πυκνή βολή φραγμού, η οποία αφενός μεν είχε αρκετό βάθος, αφετέρου δε λάμβανε χώρα συγχρόνως με τη βολή φραγμού και του γαλλικού επίσης πυροβολικού. Διά του τρόπου αυτού, ολόκληρο το Ραβινέ καλύπτεται τώρα από πυκνό καπνό, που μόλις και μετά βίας, κατά τις 5 το πρωί, επέτρεπε στους Έλληνες να διακρίνουν το τριγωνομετρικό σημείο το ενδεικτικό της κατάληψης του υψώματος. Βουλγαρικός ωστόσο βομβαρδισμός κατά της κορυφής του οχυρού δεν θα πραγματοποιηθεί παρά στις 6 το πρωί, γιατί κατά τα φαινόμενα το εχθρικό πυροβολικό μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί ότι η κατάληψη της κορυφής του λόφου είχε ήδη συντελεστεί. Ο εχθρός σε βολή πυροβολικού με στόχο το ίδιο τώρα το Ραβινέ, οπότε και αρχίζει ουσιαστικά ο μεγάλος εφιάλτης των ελληνικών τμημάτων. Το γερμανοβουλγαρικό πυροβολικό τριών συνολικά τομέων συγκέντρωσε τα πυρά του επάνω στο συγκεκριμένο ύψωμα, με αποτέλεσμα ο επιφάνειας λίγων δεκάδων τετραγωνικών μέτρων λόφος να δεχθεί χιλιάδες οβίδες! Παρόλα αυτά οι δικοί μας παραμένουν ακλόνητοι. Οι εχθρικές οβίδες κονιορτοποιούν, σε βάθος τριών μέτρων, το έδαφος του λόφου, ώστε είναι αδύνατο πλέον να κατασκευαστούν σ’ αυτό ή να διατηρηθούν χαρακώματα. Ο ένας μετά τον άλλον πέφτουν και οι υπερασπιστές του υψώματος, Βούλγαροι πεζοί πλησίαζαν το Ραβινέ επιχειρώντας αντεπίθεση, την οποία ματαίωναν τα πυρά του πυροβολικού μας, των πολυβόλων και των ελαφρών όπλων πεζικού. Εν τω μεταξύ ο εν εφεδρεία 6ος ελληνικός λόχος, με πρωτοβουλία του διοικητή του, και χωρίς διαταγή προϊστάμενης αρχής, εγκατέλειψε τη θέση του και ανέβηκε και αυτός στο Ραβινέ για ενίσχυση του εκεί αγώνα. Στις 10.30΄ το πρωί ο Λοχαγός Γουλιανός από το Ραβινέ ζητά αντικατάσταση του τάγματός του, μια και τα 3/4 των αξιωματικών και των οπλιτών του είχε τεθεί εκτός μάχης. Τα χαρακώματα του λόφου είναι γεμάτα νεκρούς και τραυματίες, και οι δυνάμενοι να πολεμήσουν κρατούν στα χέρια τους άχρηστα πια όπλα, ενώ τους λείπουν και χειροβομβίδες. Αργότερα, με δεύτερη αναφορά του ο Γουλιανός εξηγούσε: «Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή μέχρις ότου και ο τελευταίος μας φονευθεί, εν τούτοις έχετε υπ’ όψιν σας ότι οι περισωζόμενοι στρατιώται είναι συντρίμματα ηθικώς, δι’ ο και νομίζομεν ότι δέον να αποσταλώσιν νέοι στρατιώται μετ’ αναλόγων στελεχών, των υπαρχόντων αραιωθέντων κατά πολύ, λόγω των απωλειών. Μια ώρα όμως αργότερα, οι Γάλλοι πυροβολητές ανακοινώνουν στον Αντισυνταγματάρχη Ζαφειρίου ότι τα πυρομαχικά τους σε λίγο θα εξαντλούνταν, και γι' αυτό στο εξής θα έβαλλαν μόνο κατά διαλείμματα, τη στιγμή που το βουλγαρικό πυροβολικό δρούσε ακατάπαυστα. Στις 2 η ώρα το μεσημέρι, το βουλγαρικό πεζικό επιχειρεί σοβαρή αντεπίθεση, την οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο επικεφαλής του 8ου ελληνικού λόφου Καρακουλάκης με τους ελάχιστους άντρες του. Οι αντεπιτιθέμενοι εν τω μεταξύ Βούλγαροι είχαν κατορθώσει να διεισδύσουν στα βόρεια χαρακώματα του Ραβινέ, όπου μόνα τους τα πυρά του ελληνικού πεζικού δεν ήταν σε θέση να ανακόψουν την εχθρική προέλαση, μια και η σκόνη είχε αχρηστεύσει τα περισσότερα από τα όπλα των υπερασπιστών του λόφου.

Η λόγχη επομένως είχε απομείνει ως το μόνο αποτελεσματικό όπλο στα χέρια του Υπολοχαγού Καρακουλάκη, ο οποίος δι’ αυτής εξορμά με τους λίγους άνδρες του κραυγάζοντας: "Εμπρός παιδιά για την πατρίδα!" Δεν προφταίνει όμως να προχωρήσει λίγα βήματα, και το κορμί του κυριολεκτικά διαμελίζεται από εγγύτατα διαρραγείσα οβίδα βαρέως εχθρικού πυροβόλου. Έκτοτε, οι γαλλικοί στρατιωτικοί χάρτες τη χαράδρα εκείνη στην οποία δεσπόζει το Ραβινέ, και την οποία πότισε με το αίμα του ο Καρακουλάκης, θα την αποκαλούν Ravin de Karakoulakis. Κατά τον ίδιο τρόπο έπεσε εκεί και ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πρωτοψάλτης, ο οποίος συχνά έλεγε: "Δεν θέλω να γυρίσω στην Αθήνα, που ο κομματισμός την έχει μολύνει εις αφάνταστον βαθμόν". Ο πλησίον ευρισκόμενος Ανθυπολοχαγός Φλούλης τίθεται τώρα επικεφαλής της ελληνικής αντεπίθεσης, και οι δικοί μας, τραυματίες και μη, με την πολεμική ιαχή "αέρα" ρίχνονται στον εχθρό. Και όταν η ορμητικότητα και οι ιαχές τους θα επιτύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, και οι Βούλγαροι θα τραπούν σε φυγή, ένας άλλος αξιωματικός, ο Ανθυπολοχαγός Τσοκανάκης, προελαύνοντας, κατά τη καταδίωξη του εχθρού, υπερβολικά βορειότερα, θα βρεθεί μετά δυο μέρες νεκρός. Ο εχθρός επιχειρούσε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια από μέρους των Ελλήνων να επεκτείνουν την επιτυχία τους, ενώ συγχρόνως πραγματοποιούσε και έναν αδιαπέραστο φραγμό πυροβολικού στις νότιες πλαγιές του Ραβινέ προκειμένου να εμποδιστεί κάθε εκείθεν προς το ύψωμα βοήθεια. Και όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που τα επί του λόφου ελληνικά τμήματα υπέμεναν καρτερικότατα και τη δράση του εχθρικού πυροβολικού που είχε στόχο του τον ίδιο το λόφο. Υπό τις συνθήκες αυτές, τραυματίζεται βαρύτατα και ο Λοχαγός Γρηγόρης Γουλιανός, του οποίου ως εκ θαύματος πραγματοποιείται η μετακομιδή.Τον τραυματισμένο Γουλιανό - και αποκαλούμενο «αμίλητο παλλικάρι» λόγω της σεμνότητάς του - θα τον επισκεφθεί και ο ίδιος ο Βενιζέλος στο νοσοκομείο. Και εκεί ο κρητικός πολιτικός θα του σφίξει με τα δυο του χέρια την παλάμη λέγοντάς του γεμάτος συγκίνηση: «Σ΄ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ, διότι μου έδωσες επιχειρήματα δια να μπορέσω να υψώσω φωνήν διά τα δίκαια της Ελλάδος μας».

Στο Ραβινέ, μετά τον τραυματισμό του Γουλιανού, αναλαμβάνει τη διοίκηση των εκεί τμημάτων  οι άνδρες των οποίων δεν ξεπερνούσαν τους 50, ο Υπολοχαγός Ζησιμόπουλος, ενώ από τους υπόλοιπους αξιωματικούς είχαν απομείνει οι Ανθυπολοχαγοί Φλούλης, Κασαπάκης και ο Ανθυπασπιστής Γκέκας. Εκτός από τους ήδη προαναφερθέντας νεκρούς αξιωματικούς, στο Ραβινέ πρόσφεραν για την πατρίδα τη ζωή τους ο Υπολοχαγός Κοντοπόδης Ν., διοικητής του 7ου λόχου και ο Ανθυπολοχαγός Ζούμπερης Ι. Επίσης πλην του Γουλιανού, τραυματίστηκαν οι Ανθυπολοχαγοί Στρατάκης, Πρώιμος, Πέτας, Σακκόραφος, Ρηγόπουλος, Τριανταφυλλίδης, Φαλτσής και Σταυρίδης. Οπλίτες φονεύθηκαν 51 και τραυματίστηκαν 225. Κατά τα άλλα, η δίχως ελπίδα επιτυχίας ελληνική άμυνα συνεχίζεται, αν και οι επιζώντες πάνω στον κονιορτοποιημένο λόφο είναι ελάχιστοι. Τέλος, στις 4 το απόγευμα τα ελάχιστα υπολείμματα των υπερασπιστών του υψώματος εκκενώνουν τις θέσεις τους, επειδή κατ’ ουσία δε συνιστούσαν δύναμη η οποία θα μπορούσε να αντιτάξει οποιαδήποτε αποτελεσματική αντίσταση. Το ύψωμα όμως δεν το κατείχαν ούτε οι Βούλγαροι.  Ήσαν εξάλλου τόσο λίγοι οι αποχωρούντες από το Ραβινέ, ώστε δεν έγινε αντιληπτή ούτε από τους Βουλγάρους η απόσυρσή τους. Όπως μαρτυρεί όμως ο Πολίτης, διατάχθηκε εν συνεχεία ο 2ος Λόχος του τάγματος Παπακώστα να προβεί στην ανακατάληψη του Ραβινέ. Επικεφαλής της προσπάθειας τέθηκε ο Υπολοχαγός Β. Δερτιλής, και για την επίτευξη του ίδιου σκοπού δραστηριοποιήθηκε τόσο ο λόχος Κ. Χαιρέτη όσο και μια διμοιρία υπό τον ανθυπασπιστή Γκέκα. Στις άμεσες διαταγές του Δερτιλή υπάχθηκε και ο 12ος Λόχος του 45ου γαλλικού Συντάγματος, με στόχο η μικτή αυτή ελληνογαλλική δύναμη να επιδιώξει πάση θυσία να ανακτήσει το Ραβινέ και στη συνέχεια να οργανώσει αμυντικά - και όσο το δυνατό αποτελεσματικότερα - το κονιορτοποιημένο ύψωμα. Πράγματι, το Ραβινέ ανακαταλήφθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, την ίδια ώρα που και οι Βούλγαροι επίσης επιχειρούσαν να επαναπροσεγγίσουν το ύψωμα και να το επαναθέσουν υπό την κατοχή τους. Οι συνεχιστές εν τούτοις του ηρωισμού του Γουλιανού κρατούν σε απόσταση τον εχθρό, οργανώνουν αμυντικά το ύψωμα με γαιόσακκους και σταθεροποιούν την παρουσία τους σ’ αυτό. Και όλα αυτά, τη στιγμή που ακολουθούν τρεις βουλγαρικές επιθέσεις, τις οποίες όμως συντρίβει η γρανιτώδης άμυνα του Δερτιλή. Οι απώλειες μας είναι μεγάλες, αλλά οι στρατιώτες μας ανεπηρέαστοι απ’ αυτές συνέχιζαν με σθένος τη τρομερή γιγαντομαχία. Τέσσερις μέρες διαρκεί η επική πάλη των ανδρείων του Δερτιλή, για να εισπραχθεί τελικά η αναγνώριση του ελληνικού σθένους από την εχθρική πλευρά: Η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σόφιας Ηχώ της Βουλγαρίας θα ομολογήσει - υπό καθεστώς πολεμικής λογοκρισίας – σχετικά με το Ραβινέ: «Υπήρξε απερίγραπτη η λύσσα με την οποίαν επολέμησαν οι Έλληνες»! Δεκαετίες πέρασαν από τη μέρα της Γιγαντομαχίας του Ραβινέ και των συναφών μαχών. Το Σεμέν Ντε Φερ αποκαλείται έκτοτε λόφος Δογάνη, και ένα επίσης χωριό στα νοτιοδυτικά του λόφου φέρει (όπως είδαμε) το όνομα του ήρωα Ανθυπολοχαγού. Ο Γουλιανός με το βαθμό εν συνεχεία του Αντισυνταγματάρχη και διοικώντας, κατά την εκστρατεία της Ανατολικής Θράκης, το 28ο Σύνταγμα συνέλαβε τον αρχηγό των Τούρκων Τζαφέρ Ταγιάρ. 

Θα ακολουθήσει η μικρασιατική καταστροφή και η άφιξη των προσφύγων στον ελληνικό μητρικό κορμό. Οι νέοι κάτοικοι των χωριών νότια του Ραβινέ για πολλά χρόνια θα προσπορίζονται τα προς το ζην συλλέγοντας τόνους από τον χαλκό, το μολύβι και το σίδερο που εκατέρωθεν σπάρθηκε κατά τη μέρα της μάχης. Το πριν θανατηφόρο υλικό μετατρεπόταν τώρα σε ανέλπιστο μέσο επιβίωσης. Οι ίδιοι αυτοί κάτοικοι μάς περιήγαγαν στο χώρο της μάχης και μας αφηγούνταν, για ώρες, το έπος της, την ώρα που βορειότερα τα συνοριακά μας φυλάκια έχασκαν άδεια, και μακρύτερα οι πολυκατοικίες της Γευγελής πρόβαλλαν αμέτοχες και ψυχρές. Σε μας απομένει να επαναλάβουμε την υπόσχεση του Γουλιανού: «Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή», ενώ επίκαιρη, όσο ποτέ, είναι και η ευχή του Καρακουλάκη: "Είθε το αίμα όπερ θα χύσωμεν να σχηματίση ανεξιτήλους σφραγίδας δικαιωμάτων μας επί του εδάφους αυτού»!


 


Γαβριήλ Ν. Συντομόρου

Φιλόλογου - Ιστορικού

 Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Τολμών"

Τριμηνιαία έκδοση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ειδικών Δυνάμεων

Τεύχος 26ο, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2008






Δεν υπάρχουν σχόλια: