Επρόκειτο για εκλατινισμένα νομαδικά ελληνικά φύλα.Οσον αφορά τη γεωγραφική τους κατανομή,
εντοπίζονταν στις ορεινές περιοχές της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Οι Βλάχοι, δεδομένου ότι άλλαζαν συχνά τόπο διαμονής, είχαν διασπαρεί σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Στην πλειονότητα τους αποτελούσαν ένα ποιμενικό λαό, ο οποίος, όμως, όταν κατέβηκε από τα βουνά και εγκαταστάθηκε στα αστικά κέντρα, διέπρεψε στο εμπόριο και στα γράμματα.Κομβικό σημείο στη δημιουργία του λεγόμενου βλαχικου Ζήτηματος υπήρξε η επανάσταση του 1860 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, η οποία οδήγησε στην παραχώρηση ημιαυτονομίας από την Υψηλή Πύλη.Η παραχωρηθείσα αυτονομία διευκόλυνε την ανάπτυξη του εθνικού αισθήματος των Ρουμάνων, το οποίο εκδηλώθηκε με ανθελληνικά αισθήματα για τους Έλληνες διαβιούντες στη Ρουμανία.Με μόνο όπλο τη γλωσσική συγγένεια της βλαχικής διαλέκτου με τη ρουμανική γλώσσα, η Ρουμανία επιδόθηκε σε έναν αγώνα προσέλκυσης των βλαχόφωνων πληθυσμών της Βαλκανικής.Η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας στο ελλαδικό χώρο είχε ως αφετηρία το ταξίδι των Ρουμάνων Ραντουλέσκου – Μπολιντινεάνου στην Ήπειρο και τη Μακεδονία το 1853, με σκοπό να συναντήσουν και να μελετήσουν τους ''ξεχασμένους αδελφούς'' τους.Το 1860 ιδρύθηκε το Μακεδονικορουμανικό Κομιτάτο με σκοπό τον συντονισμό της ρουμανικής προπαγάνδας στον ελλαδικό χώρο. Εν τούτοις, η κίνηση των ρουμανιζόντων εδραιώθηκε απο τον δάσκαλο, Απόστολο Μαργαρίτη, ο οποίος θα γίνει ο βασικός κήρυκας του ρουμανισμού στον ελλαδικό χώρο. Ο Μαργαρίτης, έχοντας οικονομική ενίσχυση από το Βουκουρέστι, προχώρησε στην ίδρυση μεγάλου αριθμού ρουμανικών σχολείων και προσπάθησε να προσηλυτίσει μεγάλες μάζες βλαχόφωνων στη ρουμανική ιδέα.Το διακύβευμα για τη Ρουμανία υπήρξε η προσπάθεια απόσπασης των Βλάχων από τις αγκάλες του Ελληνισμού, δεδομένου ότι μια μερίδα των βλαχόφωνων είχε αναπτύξει ελληνική συνείδηση. Το αποτέλεσμα της ρουμανικής προπαγάνδας ήταν η δημιουργία δυο κατηγοριών βλαχόφωνων, εκείνοι που είχαν προσχωρήσει στη ρουμανική προπαγάνδα, οι λεγόμενοι ρουμανίζοντες και οι Βλάχοι που παρέμεναν πιστοί στην ελληνική παιδεία και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.Η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας υπήρξε ιδιαίτερα έντονη μετά την αναγνώριση των βλαχικών κοινοτήτων, ως ιδιαίτερη κοινότητα, από την οθωμανική κυβέρνηση το 1905.Την περίοδο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, η ρουμανική προπαγάνδα επί των αλύτρωτων ακόμα περιοχών της Ελλάδας είχε φτάσει στο ζενίθ.Αμέτρητες είναι οι εκθέσεις των κατά τόπους ελληνικών προξενικών αρχών προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, στις οποίες περιγράφεται με ανησυχητικό τρόπο η δράση των ρουμανιζόντων. Οι ελληνικοί πληθυσμοί υφίσταντο αφόρητη πίεση από τους οπαδούς της ρουμανικής προπαγάνδας, με αποτέλεσμα να απειλείται το φρόνημα και η ακεραιότητα τους. Αρωγός της ρουμανικής προπαγάνδας υπήρξε ο τουρκικός κρατικός μηχανισμός. Η τουρκική πολιτική, με γνώμονα την πολιτική διαίρει και βασίλευε, ενίσχυσε και ανέχθηκε ποικιλοτρόπως τη ρουμανική δράση επί των εδαφών της, σε μια προσπάθεια αποδυνάμωσης του ελληνικού στοιχείου των περιοχών της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου.
Σε γενικές γραμμές, στόχος της ρουμανικής προπαγάνδας υπήρξε πρώτον, η προσέλκυση των Βλάχων με ελληνική συνείδηση και δεύτερον, η αποσκίρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εξασφάλιση εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής αυτονομίας.Για παράδειγμα, έντονη υπήρξε η δράση των ρουμανιζόντων στην περιοχή των Ιωαννίνων και δημιουργία στα Ιωάννινα εμπορικού επιμελητηρίου.Η πολιτική εκμετάλλευση των Βλάχων από τη Ρουμανία όμως δημιουργούσε προβλήματα στις ελληνορουμανικές σχέσεις,με αποτέλεσμα τη διακοπή τους το 1906.Μια από τις βασικές αιτίες της επιδείνωσης των σχέσεων των δυο χωρών ήταν το ζήτημα των ρουμανικών εκκλησιών και η παραχώρηση μιας έδρας Μητροπολίτου στους ρουμανίζοντες της Μακεδονίας.Παράλληλα εντείνονταν οι πιέσεις σε ελληνικούς πληθυσμούς να προσχωρήσουν στη ρουμανική προπαγάνδα.Η τουρκική ανοχή οδήγησε τους ρουμανίζοντες στη δημιουργία τριών εφορειών, οι οποίες έδρευαν σε Μοναστήρι, Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα και επόπτευαν τις δραστηριότητες της ρουμανικής κίνησης.Παρ’ όλα αυτά, οι διαμαρτυρίες των ελληνικών αρχών « ουδόλως λαμβάνονται υπ’ όψιν και τούτο ακριβώς είναι εκείνο το οποίον ενθαρρύνει τα όργανα της ρουμανικής προπαγάνδας»Οι ιδεολόγοι της ρουμανικής προπαγάνδας γνώριζαν ότι, αν ήθελαν να πλήξουν το ελληνικό στοιχείο, έπρεπε να δημιουργήσουν ένα εκπαιδευτικό δίκτυο εφάμιλλο με αυτό του είχε ο Ελληνισμός των αλύτρωτων περιοχών της Μακεδονίας και της Ηπείρου.Π.χ οι κατά τόπους ρουμανικές οργανώσεις επέλεγαν τους κατάλληλους νέους, οι οποίοι μετά το πέρας των σπουδών τους στελέχωναν τον ρουμανικό μηχανισμό προπαγάνδας η οποία διέθεσε μεγάλα ποσά για τον εκρουμανισμό των Βλάχων της Ελλάδας.Η δημιουργία ανεξάρτητης εκκλησιαστικής δομής στα εδάφη, όπου κατοικούσαν βλαχόφωνοι πληθυσμοί, αποτέλεσε το δεύτερο όπλο της ρουμανικής προπαγάνδας.Ειδικότερα, η τέλεση της θείας λειτουργίας στη βλάχικη γλώσσα συγκέντρωνε γύρω από τις εκκλησίες των ρουμανιζόντων τους πληθυσμούς, οι οποίοι μιλούσαν τη βλάχικη γλώσσα.Οι ρουμανίζοντες,απαίτησαν ικανοποίηση μιας σειράς αιτημάτων προς την κατεύθυνση της εκκλησιαστικής αυτονομίας τα οποία η Ιερά Σύνοδος απέρριψε διότι προωθούσαν την ιδέα μιας νέας απόσχισης από το Πατριαρχείο, στο πρότυπο της Βουλγαρικής Εξαρχίας.Το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων οδήγησε τους ρουμανίζοντες στη διατύπωση της απειλής ότι θα θέσουν το ζήτημα στην τουρκική κυβέρνηση.Στο πλαίσιο αυτό, της προσπάθειας των ρουμανιζόντων να ανεξαρτητοποιηθούν από τον έλεγχο του Πατριαρχείου, ίδρυθηκε και ρουμανικό μιλλέτ.Το τεταμένο κλίμα στις ελληνορουμανικές σχέσεις θα παραμείνει μέχρι το 1911.Οι σχέσεις των δυο κρατών άρχισαν να βελτιώνονται μετά το 1911 διότι, όπως αναφέρει ο Ευάγγελος Αβέρωφ, «ο Ελευθέριος Βενιζέλος απεφάσισε να υποχωρήση στο βλαχικο ζήτημα»
εντοπίζονταν στις ορεινές περιοχές της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Οι Βλάχοι, δεδομένου ότι άλλαζαν συχνά τόπο διαμονής, είχαν διασπαρεί σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Στην πλειονότητα τους αποτελούσαν ένα ποιμενικό λαό, ο οποίος, όμως, όταν κατέβηκε από τα βουνά και εγκαταστάθηκε στα αστικά κέντρα, διέπρεψε στο εμπόριο και στα γράμματα.Κομβικό σημείο στη δημιουργία του λεγόμενου βλαχικου Ζήτηματος υπήρξε η επανάσταση του 1860 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, η οποία οδήγησε στην παραχώρηση ημιαυτονομίας από την Υψηλή Πύλη.Η παραχωρηθείσα αυτονομία διευκόλυνε την ανάπτυξη του εθνικού αισθήματος των Ρουμάνων, το οποίο εκδηλώθηκε με ανθελληνικά αισθήματα για τους Έλληνες διαβιούντες στη Ρουμανία.Με μόνο όπλο τη γλωσσική συγγένεια της βλαχικής διαλέκτου με τη ρουμανική γλώσσα, η Ρουμανία επιδόθηκε σε έναν αγώνα προσέλκυσης των βλαχόφωνων πληθυσμών της Βαλκανικής.Η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας στο ελλαδικό χώρο είχε ως αφετηρία το ταξίδι των Ρουμάνων Ραντουλέσκου – Μπολιντινεάνου στην Ήπειρο και τη Μακεδονία το 1853, με σκοπό να συναντήσουν και να μελετήσουν τους ''ξεχασμένους αδελφούς'' τους.Το 1860 ιδρύθηκε το Μακεδονικορουμανικό Κομιτάτο με σκοπό τον συντονισμό της ρουμανικής προπαγάνδας στον ελλαδικό χώρο. Εν τούτοις, η κίνηση των ρουμανιζόντων εδραιώθηκε απο τον δάσκαλο, Απόστολο Μαργαρίτη, ο οποίος θα γίνει ο βασικός κήρυκας του ρουμανισμού στον ελλαδικό χώρο. Ο Μαργαρίτης, έχοντας οικονομική ενίσχυση από το Βουκουρέστι, προχώρησε στην ίδρυση μεγάλου αριθμού ρουμανικών σχολείων και προσπάθησε να προσηλυτίσει μεγάλες μάζες βλαχόφωνων στη ρουμανική ιδέα.Το διακύβευμα για τη Ρουμανία υπήρξε η προσπάθεια απόσπασης των Βλάχων από τις αγκάλες του Ελληνισμού, δεδομένου ότι μια μερίδα των βλαχόφωνων είχε αναπτύξει ελληνική συνείδηση. Το αποτέλεσμα της ρουμανικής προπαγάνδας ήταν η δημιουργία δυο κατηγοριών βλαχόφωνων, εκείνοι που είχαν προσχωρήσει στη ρουμανική προπαγάνδα, οι λεγόμενοι ρουμανίζοντες και οι Βλάχοι που παρέμεναν πιστοί στην ελληνική παιδεία και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.Η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας υπήρξε ιδιαίτερα έντονη μετά την αναγνώριση των βλαχικών κοινοτήτων, ως ιδιαίτερη κοινότητα, από την οθωμανική κυβέρνηση το 1905.Την περίοδο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, η ρουμανική προπαγάνδα επί των αλύτρωτων ακόμα περιοχών της Ελλάδας είχε φτάσει στο ζενίθ.Αμέτρητες είναι οι εκθέσεις των κατά τόπους ελληνικών προξενικών αρχών προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, στις οποίες περιγράφεται με ανησυχητικό τρόπο η δράση των ρουμανιζόντων. Οι ελληνικοί πληθυσμοί υφίσταντο αφόρητη πίεση από τους οπαδούς της ρουμανικής προπαγάνδας, με αποτέλεσμα να απειλείται το φρόνημα και η ακεραιότητα τους. Αρωγός της ρουμανικής προπαγάνδας υπήρξε ο τουρκικός κρατικός μηχανισμός. Η τουρκική πολιτική, με γνώμονα την πολιτική διαίρει και βασίλευε, ενίσχυσε και ανέχθηκε ποικιλοτρόπως τη ρουμανική δράση επί των εδαφών της, σε μια προσπάθεια αποδυνάμωσης του ελληνικού στοιχείου των περιοχών της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου.
Σε γενικές γραμμές, στόχος της ρουμανικής προπαγάνδας υπήρξε πρώτον, η προσέλκυση των Βλάχων με ελληνική συνείδηση και δεύτερον, η αποσκίρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εξασφάλιση εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής αυτονομίας.Για παράδειγμα, έντονη υπήρξε η δράση των ρουμανιζόντων στην περιοχή των Ιωαννίνων και δημιουργία στα Ιωάννινα εμπορικού επιμελητηρίου.Η πολιτική εκμετάλλευση των Βλάχων από τη Ρουμανία όμως δημιουργούσε προβλήματα στις ελληνορουμανικές σχέσεις,με αποτέλεσμα τη διακοπή τους το 1906.Μια από τις βασικές αιτίες της επιδείνωσης των σχέσεων των δυο χωρών ήταν το ζήτημα των ρουμανικών εκκλησιών και η παραχώρηση μιας έδρας Μητροπολίτου στους ρουμανίζοντες της Μακεδονίας.Παράλληλα εντείνονταν οι πιέσεις σε ελληνικούς πληθυσμούς να προσχωρήσουν στη ρουμανική προπαγάνδα.Η τουρκική ανοχή οδήγησε τους ρουμανίζοντες στη δημιουργία τριών εφορειών, οι οποίες έδρευαν σε Μοναστήρι, Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα και επόπτευαν τις δραστηριότητες της ρουμανικής κίνησης.Παρ’ όλα αυτά, οι διαμαρτυρίες των ελληνικών αρχών « ουδόλως λαμβάνονται υπ’ όψιν και τούτο ακριβώς είναι εκείνο το οποίον ενθαρρύνει τα όργανα της ρουμανικής προπαγάνδας»Οι ιδεολόγοι της ρουμανικής προπαγάνδας γνώριζαν ότι, αν ήθελαν να πλήξουν το ελληνικό στοιχείο, έπρεπε να δημιουργήσουν ένα εκπαιδευτικό δίκτυο εφάμιλλο με αυτό του είχε ο Ελληνισμός των αλύτρωτων περιοχών της Μακεδονίας και της Ηπείρου.Π.χ οι κατά τόπους ρουμανικές οργανώσεις επέλεγαν τους κατάλληλους νέους, οι οποίοι μετά το πέρας των σπουδών τους στελέχωναν τον ρουμανικό μηχανισμό προπαγάνδας η οποία διέθεσε μεγάλα ποσά για τον εκρουμανισμό των Βλάχων της Ελλάδας.Η δημιουργία ανεξάρτητης εκκλησιαστικής δομής στα εδάφη, όπου κατοικούσαν βλαχόφωνοι πληθυσμοί, αποτέλεσε το δεύτερο όπλο της ρουμανικής προπαγάνδας.Ειδικότερα, η τέλεση της θείας λειτουργίας στη βλάχικη γλώσσα συγκέντρωνε γύρω από τις εκκλησίες των ρουμανιζόντων τους πληθυσμούς, οι οποίοι μιλούσαν τη βλάχικη γλώσσα.Οι ρουμανίζοντες,απαίτησαν ικανοποίηση μιας σειράς αιτημάτων προς την κατεύθυνση της εκκλησιαστικής αυτονομίας τα οποία η Ιερά Σύνοδος απέρριψε διότι προωθούσαν την ιδέα μιας νέας απόσχισης από το Πατριαρχείο, στο πρότυπο της Βουλγαρικής Εξαρχίας.Το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων οδήγησε τους ρουμανίζοντες στη διατύπωση της απειλής ότι θα θέσουν το ζήτημα στην τουρκική κυβέρνηση.Στο πλαίσιο αυτό, της προσπάθειας των ρουμανιζόντων να ανεξαρτητοποιηθούν από τον έλεγχο του Πατριαρχείου, ίδρυθηκε και ρουμανικό μιλλέτ.Το τεταμένο κλίμα στις ελληνορουμανικές σχέσεις θα παραμείνει μέχρι το 1911.Οι σχέσεις των δυο κρατών άρχισαν να βελτιώνονται μετά το 1911 διότι, όπως αναφέρει ο Ευάγγελος Αβέρωφ, «ο Ελευθέριος Βενιζέλος απεφάσισε να υποχωρήση στο βλαχικο ζήτημα»
Την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων με ανταποκρίσεις από τη Μακεδονία ο ρουμανικός τύπος κατηγορούσε την ελληνική πλευρά ότι ασκούσε τρομοκρατία επί των ρουμανιζόντων.
Η ελληνική πλευρά προέβη σε διάψευση.Η ρουμανική πλευρά διαμαρτύρονταν ότι ορισμένοι εκκλησιαστικοί ηγέτες απαγόρευσαν την τέλεση της θείας λειτουργίας «εις γλώσσαν Ρουμανικήν».Ενόσω ο Βενιζέλος βρισκόταν στο Βουκουρέστι για την υπογραφή της συμφωνίας ειρήνης, δεχόταν τα παράπονα του Ρουμάνου Πρωθυπουργού περί βιαιοπραγιών του ελληνικού στρατού σε βάρος βλαχόφωνων ρουμανιζόντων. Παράλληλα, ο ρουμανικός τύπος αναφέρονταν σε ληστείες, πυρπολήσεις και κακομεταχείριση ρουμανιζόντων από τα ελληνικά στρατεύματα. Εκτός τούτων, ανέφερε, επίσης, ότι έγινε προσπάθεια επιβολής της ελληνικής γλώσσας σε εκκλησίες και σχολεία.Δεδομένου ότι ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε οι συγκεκριμένες κατηγορίες να εμποδίζουν τη διπλωματική του ευελιξία, ζητούσε από το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών να ενημερωθεί αν όντως ίσχυαν τα καταγγελλόμενα Παράλληλα υπογράμμιζε την ανάγκη να απέχει το στράτευμα από ενέργειες που «δυσκόλευαν» τη διαπραγματευτική ικανότητα της Ελλάδας στο Βουκουρέστι.Ζητούσε, λοιπόν, στις επιστολές του «αυστηράς και λεπτομεραίς ανακρίσεις» Ο Βενιζέλος, με τηλεγράφημά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, αναφερόταν στο γεγονός ότι οι Βούλγαροι διοχέτευαν στο τύπο ψευδείς καταγγελίες περί κακομεταχείρισης των βλαχόφωνων από τον ελληνικό στρατό.Η στάση του Βενιζέλου έναντι των καταγγελιών, που δημοσιεύονταν καθημερινά στο ρουμανικό τύπο αλλά και απέναντι στις επίσημες καταγγελίες της ρουμανικής κυβέρνησης για κακομεταχείριση των ρουμανιζόντων της Ελλάδας, ήταν ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε τα μειονοτικά ζητήματα. Ο ίδιος έλαβε σοβαρά τα παραπάνω καταγγελλόμενα, ενώ ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία των οργάνων της ελληνικής διοίκησης, αν αποδεικνυόταν ότι είχαν εμπλακεί σε βιαιοπραγίες εναντίον μη ελληνόφωνων στοιχείων.Η βουλγαρορουμανική προσέγγιση αλλά και η θετική στάση της Ρουμανίας έναντι της νεοσύστατης Αλβανίας δημιουργούσαν ανησυχία στον Έλληνα Πρωθυπουργό. Η ρουμανική πλευρά, η οποία εμφανιζόταν ως μητέρα πατρίδα των βλάχικων πληθυσμών της Βαλκανικής, τον Μάρτιο του 1913, είχε ζητήσει όλες οι βλαχόφωνες περιοχές, οι μεταξύ των Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών, όρους Γράμμου και Κορυτσάς, συνολικά 36 βλαχόφωνα χωριά και κωμοπόλεις,να προσαρτηθούν στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας και να εξασφαλιζόταν η πολιτική, κοινοτική και διοικητική αυτονομία των περιοχών αυτών.Συν τοις άλλοις, η Βουλγαρία διαπραγματευόταν την απόσπαση της ρουμανικής συναίνεσης για την προσάρτηση των μακεδονικών εδαφών που κατοικούνταν από βλαχόφωνες μειονότητες.
Η ελληνική πλευρά προέβη σε διάψευση.Η ρουμανική πλευρά διαμαρτύρονταν ότι ορισμένοι εκκλησιαστικοί ηγέτες απαγόρευσαν την τέλεση της θείας λειτουργίας «εις γλώσσαν Ρουμανικήν».Ενόσω ο Βενιζέλος βρισκόταν στο Βουκουρέστι για την υπογραφή της συμφωνίας ειρήνης, δεχόταν τα παράπονα του Ρουμάνου Πρωθυπουργού περί βιαιοπραγιών του ελληνικού στρατού σε βάρος βλαχόφωνων ρουμανιζόντων. Παράλληλα, ο ρουμανικός τύπος αναφέρονταν σε ληστείες, πυρπολήσεις και κακομεταχείριση ρουμανιζόντων από τα ελληνικά στρατεύματα. Εκτός τούτων, ανέφερε, επίσης, ότι έγινε προσπάθεια επιβολής της ελληνικής γλώσσας σε εκκλησίες και σχολεία.Δεδομένου ότι ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε οι συγκεκριμένες κατηγορίες να εμποδίζουν τη διπλωματική του ευελιξία, ζητούσε από το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών να ενημερωθεί αν όντως ίσχυαν τα καταγγελλόμενα Παράλληλα υπογράμμιζε την ανάγκη να απέχει το στράτευμα από ενέργειες που «δυσκόλευαν» τη διαπραγματευτική ικανότητα της Ελλάδας στο Βουκουρέστι.Ζητούσε, λοιπόν, στις επιστολές του «αυστηράς και λεπτομεραίς ανακρίσεις» Ο Βενιζέλος, με τηλεγράφημά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, αναφερόταν στο γεγονός ότι οι Βούλγαροι διοχέτευαν στο τύπο ψευδείς καταγγελίες περί κακομεταχείρισης των βλαχόφωνων από τον ελληνικό στρατό.Η στάση του Βενιζέλου έναντι των καταγγελιών, που δημοσιεύονταν καθημερινά στο ρουμανικό τύπο αλλά και απέναντι στις επίσημες καταγγελίες της ρουμανικής κυβέρνησης για κακομεταχείριση των ρουμανιζόντων της Ελλάδας, ήταν ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε τα μειονοτικά ζητήματα. Ο ίδιος έλαβε σοβαρά τα παραπάνω καταγγελλόμενα, ενώ ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία των οργάνων της ελληνικής διοίκησης, αν αποδεικνυόταν ότι είχαν εμπλακεί σε βιαιοπραγίες εναντίον μη ελληνόφωνων στοιχείων.Η βουλγαρορουμανική προσέγγιση αλλά και η θετική στάση της Ρουμανίας έναντι της νεοσύστατης Αλβανίας δημιουργούσαν ανησυχία στον Έλληνα Πρωθυπουργό. Η ρουμανική πλευρά, η οποία εμφανιζόταν ως μητέρα πατρίδα των βλάχικων πληθυσμών της Βαλκανικής, τον Μάρτιο του 1913, είχε ζητήσει όλες οι βλαχόφωνες περιοχές, οι μεταξύ των Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών, όρους Γράμμου και Κορυτσάς, συνολικά 36 βλαχόφωνα χωριά και κωμοπόλεις,να προσαρτηθούν στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας και να εξασφαλιζόταν η πολιτική, κοινοτική και διοικητική αυτονομία των περιοχών αυτών.Συν τοις άλλοις, η Βουλγαρία διαπραγματευόταν την απόσπαση της ρουμανικής συναίνεσης για την προσάρτηση των μακεδονικών εδαφών που κατοικούνταν από βλαχόφωνες μειονότητες.
Τέλη του 1912, ο Βενιζέλος είχε τις πρώτες επαφές με τη ρουμανική πλευρά και συγκεκριμένα με τον Ιονέσκου, ώστε να αμβλύνει τη ψυχρότητα στις ελληνορουμανικές σχέσεις.Ο Κρητικός πολιτικός επιθυμούσε διακαώς να αποσπάσει τη συγκατάθεση της Ρουμανίας στο ενδεχόμενο προσάρτησης της Μακεδονίας και της Ηπείρου στην Ελλάδα. Για να συμβεί αυτό, όμως, η ρουμανική πλευρά απαιτούσε η ελληνική κυβέρνηση να παραχωρήσει εκτεταμένη αυτονομία στους βλαχόφωνους των παραπάνω περιοχών.Σε τηλεγράφημά του Βενιζέλου προς τον Υπουργό των Εξωτερικών, Λάμπρο Κορομηλά, τον Μάιο του 1913, γινόταν λόγος για προφορική συμφωνία μεταξύ αυτού και του Ιονέσκου και δήλωνε ότι η ελληνική κυβέρνηση « εμμένει εις αυτήν έτοιμος και δια γραπτής συμφωνίας των δυο κρατών να ρυθμίση από τούδε το ζήτημα τούτο (εννοείται το ζήτημα της διευρυμένης αυτονομίας)» και « εννοείται ότι συμφωνία θα προυποθέτει παραίτησιν ρουμανικής αντιδράσεως μετά προσαρτήσεως εις Ελλάδα βλαχικών πληθυσμών»Τον ίδιο μήνα (Μάιος του 1913), ο Έλληνας πρέσβης στο Βουκουρέστι επισκέφθηκε, μετά από προτροπή του Βενιζέλου, το ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, δηλώνοντας ότι η ελληνική πλευρά αποδέχεται τους όρους της Ρουμανίας.Η παραχώρηση διευρυμένης αυτονομίας για τους Βλάχους της Ελλάδας υπήρξε η βάση της ελληνορουμανικής προσέγγισης.Ο Πρωθυπουργός της Ρουμανίας δεν είχε αμφιβολία για τις δηλώσεις της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ έβρισκε επαρκή τα δικαιώματα που παραχωρούνταν στους Βλάχους, αλλά ζητούσε έγγραφη δέσμευση.Ο Βενιζέλος υποχώρησε, ώστε να κερδίσει την υποστήριξη της Ρουμανίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.Οι ανταλλαγείσες επιστολές Βενιζέλου – Μαγιορέσκου,οι οποίες αποτέλεσαν μέρος της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, κατοχύρωσαν γραπτώς τις απαιτήσεις της ρουμανικής πλευράς, σχετικά με τα δικαιώματα των Βλάχων της Ελλάδας και έθεσαν τη Ρουμανία, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, στο πλευρό του Βενιζέλου.
Η αντιπολίτευσης θεώρησε ότι τα παραχωρηθέντα προνόμια υποδαύλιζαν την ελληνική ακεραιότητα και ασφάλεια.Και τον κατηγόρησε ότι οι όροι που αποδέχτηκε « αποβλέπουσιν εις το ανακηρύξωσι την επικυριαρχίαν της Ρωμουνίας επί των βλαχικών κοινοτήτων εν Ελλάδι». Τον κατηγόρησαν, επίσης, για έλλειψη βαθύτερης γνώσης του Ζητήματος.Κι οτι η αποδοχή της επιστολής Μαγιορέσκου από τον Βενιζέλο « θα καταστή πληγή αεναώς χαίνουσα, συνεπαγομένη μέλλοντας κινδύνους», διότι αναγνωριζόταν η αυτονομία των εκκλησιών και των σχολών των βλαχόφωνων κοινοτήτων στις Νέες Χώρες.Έκαναν λόγο ότι νομιμοποίησε «τον σάρακα της προπαγάνδας της Ρωμουνικής εντός του Κράτους». Για την αντιπολίτευση η κατάσταση, έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά τις επιστολές, αναμφισβήτητα «θέλει επιδράσει επί την τύχην και των βλαχικών κοινοτήτων της Θράκης.Ο Βενιζέλος δέχτηκε κατηγορίες ότι δεν μερίμνησε για τις ελληνικές σχολές και εκκλησίες της Ρουμανίας, τη στιγμή που προέβη σε τόσες παραχωρήσεις στους ρουμανίζοντες Βλάχους της Ελλάδας.Τέλος, η αντιπολίτευση διατύπωσε την άποψη ότι η Ελλάδα πλήρωσε πολύ ακριβά το τίμημα της επανάληψης των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δυο κρατών, θυσιάζοντας στο βωμό της βελτίωσης των ελληνορουμανικών σχέσεων, σπουδαία συμφέροντα του ελληνικού κράτους, χωρίς παράλληλα να αποσπάσει ανταλλάγματα.Ο Βενιζέλος, από την πλευρά του, δεν έδειχνε διατεθειμένος να συζητήσει το περιεχόμενο των επιστολών.Θεωρούσε, επίσης, απαράδεκτα τα όσα ελέχθησαν από τον Βούλγαρη για τη Ρουμανία, την οποία ο ίδιος αναγνώριζε ως «φίλον κράτος»Για τον Βενιζέλο, υπήρχε ταύτιση συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας.Απ’ τη στιγμή που εξέλιπε το αγκάθι του βλαχικού Ζητήματος και η Ρουμανία παραιτήθηκε από οποιαδήποτε εδαφική διεκδίκηση επί της Μακεδονίας,γιατί να μην υπήρχαν στενές ελληνορουμανικές σχέσεις; Σύμφωνα με τη βενιζελική άποψη η Ελλάδα, δεν είχε λόγους να αισθάνεται ανασφαλής λόγω των ρουμανιζόντων Βλάχων.Ο Βενιζέλος κατέληξε το συμπέρασμα ότι «Αι ολίγαι αυτές χιλιάδες των Ελλήνων εν Ρωμουνία και αι ολίγαι χιλιάδες των Ρουμανιζόντων Βλάχων εν Ελλάδι δεν δύναται πλέον ν’ αποτελούν αφορμήν διχοστασίας μεταξύ των δυο κρατών » και «Αφ’ ης ελύθη το ζήτημα το Μακεδονικόν, η ύπαρξις ομογενούς πληθυσμού του ετέρου κράτους παρά τω ετέρω είναι απλώς και μόνον εις πρόσθετος δεσμός,εξασφαλιστικός της στενότητος των σχέσεων των δυο κρατών »
Τα παραχωρηθέντα προνόμια, σύμφωνα με τον Ευάγγελο Αβέρωφ - Τοσίτσα, οι ανταλλαγείσες επιστολές καθιέρωσαν το βλαχικο ως μειονοτικό ζήτημα.Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν υπήρξε τόσο επικίνδυνη για την Ελλάδα η αναγνώριση των ρουμανιζόντων, όσο το γεγονός ότι μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα συνέχιζε να παραμένει αδρανής έναντι του ρουμανικής προπαγάνδας.Αν και το βλαχικό Ζήτημα αποτέλεσε, από το 1918 και εξής, μια βραδυφλεγή βόμβα για την ελληνική κυριαρχία, λαμβάνοντας υπόψη και την ανάμειξη του ιταλικού παράγοντα,η ελληνική αντίδραση υπήρξε υποτονική.Ωστόσο, αποτελεί αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός ότι οι κυβερνήσεις Βενιζέλου της περιόδου 1910-1920 δεν προσπάθησαν να περιορίσουν τη δράση των ρουμανιζόντων στον ελλαδικό χώρο, γεγονός που προκαλούσε τα παράπονα των κατώτερων οργάνων των κατά τόπους Γενικών Διοικήσεων της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που πίεζαν για τη λήψη δραστικών μέτρων σε βάρος των ρουμανιζόντων.
Μέσα στη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού, η ελληνική διοίκηση αντικαταστάθηκε σε πολλές περιοχές από τα συμμαχικά στρατεύματα.Τον Ιούνιο του 1917 η Ιταλία κατέλαβε απροειδοποίητα την Αλβανία και την Ήπειρο. Την ίδια περίοδο, άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για τους βλαχόφωνους πληθυσμούς του ελληνικού χώρου, ιδιαίτερα τους ρουμανίζοντες, τους οποίους επιθυμούσε να θέσει στην υπηρεσία του ιταλικού επεκτατισμού.Η ιταλική βοήθεια προς τους ρουμανίζοντες έλαβε τη μορφή της υλικής, εκπαιδευτικής και ηθικής στήριξης.Κυρίως, οι ιταλικοί κύκλοι κατέβαλλαν προσπάθεια να στελεχώσουν με ρουμανίζοντες διδασκάλους τα βλαχόφωνα σχολεία της περιοχής της Ηπείρου. Παράλληλα, η ιταλική προπαγάνδα στα βλαχόφωνα χωριά της περιφέρειας της Ηπείρου είχε στόχο την κατάταξη των νέων στον ιταλικό στρατό. Οι πιο ακραιφνείς ρουμανίζοντες μετατράπηκαν σε όργανα της ιταλικής προπαγάνδας, εν τούτοις, σύμφωνα με έγγραφο της Χωροφυλακής της περιφέρειας Ηπείρου, δεν είχαν απτά αποτελέσματα οι ιταλικές δολοπλοκίες.Η Ιταλία χρησιμοποίησε τη γλωσσική συνάφεια της ιταλικής με την κουτσοβλαχική, για να προσεγγίσει τους βλαχόφωνους. Ωστόσο, η γεωγραφική εγγύτητα της Ιταλίας, η οποία είχε καταστήσει την Αλβανία προτεκτοράτο της και ως εκ τούτου είχε ελευθερία κινήσεων με τους βλαχόφωνους της Ηπείρου, της έδινε παραπάνω πλεονεκτήματα σε σχέση με την άλλη «προστάτιδα μητέρα» τους, τη Ρουμανία. Χωρίς αμφιβολία, η ιταλική στρατιωτική παρουσία στον ελλαδικό χώρο ενίσχυσε τις τάσεις απομονωτισμού και ανεξαρτητοποίησης των ρουμανιζόντων ενώ υπό την προστασία των ιταλικών στρατευμάτων ενισχύθηκε και η επιρροή τους.Οι ελληνοϊταλικές σχέσεις, την περίοδο 1917-1918, βρίσκονταν επί ξυρού ακμής.Οι σχέσεις των δυο κρατών επιδεινώθηκαν όταν η Συνδιάσκεψη των Παρισίων, μετά από κινήσεις του Βενιζέλου το 1917, αποφάσισε την εκκένωση της νότιας Ηπείρου από τα ιταλικά συμμαχικά στρατεύματα.Προηγουμένως, η Ιταλία είχε διορίσει προξένους σε πολλά βλαχόφωνα χωριά της Ηπείρου. Η ελληνική πλευρά αντέδρασε και δέχτηκε μόνο τη σύσταση προξενείου στα Γιάννενα.Η εξέλιξη αυτή δυσαρέστησε την ιταλική πλευρά, δεδομένων των εδαφικών της βλέψεων στην περιοχή της Ηπείρου.Οι ιταλικές αρχές ανέπτυξαν ιδιαίτερη δράση στις βλαχόφωνες περιοχές του Μετσόβου και της Σαμαρίνας, κυρίως μέσω «ανθρωπιστικών αποστολών», οι οποίες προπαγάνδιζαν τους δεσμούς συγγένειας των Βλάχων με την Ιταλία. Η πιο απροκάλυπτη κίνηση της ιταλικής προπαγάνδας υπήρξε η ανακήρυξη το φθινόπωρο του 1918 στην Κορυτσά, της «Δημοκρατίας της Πίνδου», ένα «κράτος» το οποίο είχε μια μόνο μέρα ζωής.Η κυβέρνηση Βενιζέλου δεν επιθυμούσε να παρεκκλίνει από το γράμμα των συνθηκών που αφορούσαν τα μειονοτικά ζητήματα. Αντιθέτως, προέτρεπε την τοπική αυτοδιοίκηση να βρει περισσότερο «διπλωματικούς» τρόπους στη προσπάθειά της να χειριστεί τα μειονοτικά προβλήματα. Είναι σαφές ότι δεν επιθυμούσε να ακολουθήσει το δρόμο της πόλωσης και των διώξεων, ως μέτρο συμπεριφοράς έναντι των μειονοτήτων. Για το λόγο αυτό, η κεντρική αρχή κατέβαλε προσπάθεια όπως τα σώματα ασφαλείας αλλά και οι τοπικές πολιτικές αρχές εφάρμοζαν ρητά τις αποφάσεις της.Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που τα τοπικά όργανα εξουσίας εξέφραζαν ενδοιασμούς για την ασκούμενη μειονοτική πολιτική, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου ήταν βασιλικότερη του βασιλέως έναντι των μειονοτήτων. Η συγκεκριμένη συμφωνία (Βενιζέλου - Μαγιορέσκου), κατά τον Νομάρχη Ιωαννίνων, έστρεψε μια μερίδα των βλαχόφωνων προς τη ρουμανική πλευρά, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η ελληνική τους συνείδηση. Αδήριτη ανάγκη, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν να επιδιωχθεί η κατάργηση της συμφωνίας Βενιζέλου – Μαγιορέσκου.Γενικότερα, η τοπική αυτοδιοίκηση δεν συμμεριζόταν τις απόψεις των κυβερνήσεων Βενιζέλου, όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης των μειονοτήτων.
Με το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου,παρατηρήθηκε αναδιοργάνωση της ρουμανικής προπαγάνδας στον ελληνικό χώρο, ενώ ζητούσαν επαναφορά του προνομιακού καθεστώτος που απολάμβαναν πριν τον πόλεμο.Οι κατά τόπους ελληνικές αρχές, από την πλευρά τους, ζητούσαν την αποστολή διδασκάλων και ιερέων σε βλαχόφωνα χωριά, ενώ θεωρούσαν επιτακτική ανάγκη την κρατική ενίσχυση των αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι είχαν υποστεί τα δεινά του πολέμου. Η έλλειψη διδασκάλων ωθούσε τις οικογένειες να στέλνουν τα παιδιά τους σε ρουμανικά σχολεία.Αντιθέτως, η ελληνική πλευρά έπασχε από έλλειψη διδακτικού προσωπικού, ικανού να στελεχώσει σχολικές μονάδες σε εθνικά ευαίσθητες περιοχές.Για τη «θεραπεία» των παραπάνω προβλημάτων, η ελληνική κυβέρνηση προώθησε το νομοθετικό διάταγμα «Περί αποσπάσεως διδασκάλων εκ σχολείων της Παλαιάς Ελλάδος εις σχολεία ξενόφωνων συνοικισμών της Νέας Ελλάδος», το οποίο κυρώθηκε με τον Ν. 1975/1920.Ο νόμος αυτός προέβλεπε ειδικά προνόμια, όπως επιδόματα και αναγνώριση διπλής υπηρεσίας για όσους δασκάλους επιθυμούσαν να υπηρετήσουν σε ξενόφωνα σχολεία των Νέων Χωρών.Η νομοθετική αυτή διάταξη, όπως και οι επόμενες που θα δούμε παρακάτω, εντασσόταν σε μια ευρύτερη πολιτική προβολής της χώρας, ως κράτος το οποίο ενδιαφερόταν και σεβόταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων.Το νέο μειονοτικό καθεστώς, έφερε τη Ρουμανία σε δύσκολη θέση λόγω ζητημάτων που αντιμετώπιζε με την ουγγρική μειονότητα που ζούσε στο έδαφος της. Επιπλέον, εκτός των προβλημάτων με την Ουγγαρία, και με τη Βουλγαρία οι σχέσεις της δεν ήταν καλύτερες.Επομένως, η Ρουμανία θεωρούσε ως άμεση προτεραιότητά της, να αμβλύνει τα ζητήματα που τη χώριζαν με τα παραπάνω κράτη. Στο πλαίσιο αυτό, δεν επιθυμούσε να ανοίξει «μέτωπο» και με την Ελλάδα στα ζητήματα των μειονοτήτων.Με βάση τα παραπάνω, η Ρουμανία δεν κατήγγειλε ούτε μια φορά την Ελλάδα στα όργανα της ΚτΕ, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Επιπλέον, υπήρχε κοινή συνισταμένη συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας, γύρω από τη διατήρηση του μεταπολεμικού εδαφικού status quo.Αντιθέτως, η Βουλγαρία εμφανιζόταν ως αναθεωρητική δύναμη, η οποία χρησιμοποιούσε τις σλαβόφωνες μειονότητες που ζούσαν σε γειτονικά της κράτη, ως μοχλό πίεσης.Οι κοινές αντιλήψεις Ελλάδας και Ρουμανίας γύρω από τα μειονοτικά ζητήματα δημιουργούσαν γόνιμο έδαφος για τη μεταξύ τους προσέγγιση.Το 1927 οι ελληνορουμανικές σχέσεις βρισκόταν σε ικανοποιητικό επίπεδο. Την υπογραφή εμπορικής συμφωνίας θα ακολουθούσε πιθανότατα υπογραφή πολιτικής συμφωνίας μεταξύ των δυο κρατών. Η προσέγγιση Ελλάδας – Ρουμανίας (και Σερβίας) κινούνταν στο πλαίσιο των συμμαχιών της Μικρής Αντάντ.
Ο Ρουμάνος Πρωθυπουργός, Β. Μπρατιάνο, ανέφερε για τις ελληνορουμανικές σχέσεις τέλη του 1927, ότι « ουδέν εχώριζε ζήτημα να προσεγγίσωσι προς άλληλα δια της συσφίγξεως των ελληνορουμανικών σχέσεων δια στενωτέρων δεσμών», ενώ δεν έκανε καμία αναφορά στο Κουτσοβλαχικό Ζήτημα. Βέβαια, ανάλογη ήταν και η άποψη της κυβέρνησης Ζαΐμη, ότι «ουδέν απολύτως ζήτημα υπάρχει χωρίζον τας δυο χώρας ή δυνάμενον να επηρεάση τας αγαθάς αυτών σχέσεις».Η ελληνορουμανική συνθήκη του 1928 (Σύμφωνο περί μη Επιθέσεως και Διαιτησίας) αποτέλεσε το επιστέγασμα της εγκαρδιότητας μεταξύ των κρατών.Η υπογραφή της έλαβε χώρα στις 21 Μαρτίου του 1928, στη Γενεύη, μεταξύ του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, Ανδρέα Μιχαλακόπουλου και του Ρουμάνου ομολόγου του, Νικολάε Τιτουλέσκου, με σκοπό την εμπέδωση της ειρήνης στα Βαλκάνια.Για την ελληνική πλευρά, η παραπάνω συνθήκη ίσως να αποτελούσε την απαρχή ενός Βαλκανικού Λοκάρνο.Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από το Βενιζέλο το 1928, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τη ρουμανική πολιτική ηγεσία. Τον Ιούνιο του 1930 ο Βενιζέλος δήλωσε στον Ρουμάνο πρεσβευτή στην Αθήνα, Λάνγκα Ρασκάνο, ότι ήταν σύμφωνος με την περαιτέρω σύσφιξη των ελληνορουμανικών οικονομικών σχέσεων.Τον Αύγουστο του 1931 ο Βενιζέλος επισκέφτηκε τη Ρουμανία με σκοπό τη διεύρυνση της υφιστάμενης, μεταξύ των δυο χωρών, συνθήκης φιλίας,και η ρουμανική κυβέρνηση του επεφύλαξε θερμή υποδοχή.Στο Βουκουρέστι, ο Βενιζέλος υπέγραψε, μαζί με τον Ρουμάνο Πρωθυπουργό Νικολάε Ιόργκα, συμφωνία για την αναγνώριση των ελληνικών κοινοτήτων της Ρουμανίας, ως νομικών προσώπων.Σημαντική παράμετρος που διευκόλυνε την προσέγγιση μεταξύ των δυο κρατών ήταν το γεγονός ότι, μετά το 1920, η ρουμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα άρχισε να πνέει τα λοίσθια.Η σταδιακή εγκατάλειψη του βλαχικού Ζητήματος από τη ρουμανική εξωτερική πολιτική αντικατοπτριζόταν στο γεγονός ότι η ρουμανική κυβέρνηση συναίνεσε στη μετανάστευση ρουμανιζόντων της Ελλάδας προς τη Ρουμανία.
Μέσα της δεκαετίας του 1920 μετανάστευσαν από την Ελλάδα εκατοντάδες βλαχόφωνες οικογένειες και εγκαταστάθηκαν, με μέριμνα της ρουμανικής κυβέρνησης, κυρίως στην περιφέρεια της Δοβρουτσάς.Πρόκειται για μετανάστευση άνευ επιστροφής με ταυτόχρονη παραίτηση από την ελληνική ιθαγένεια και διαγραφή αυτών από τα κατά τόπους μητρώα.Η μετανάστευση έλαβε χώρα με τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων κυβερνήσεων.Από το 1925 μέχρι τα μέσα του 1929, 1.800 περίπου οικογένειες Βλάχων της Μακεδονίας μετανάστευσαν με προορισμό την Ρουμανία (8.000 άτομα).Αρχές του 1928 το μεταναστευτικό ρεύμα διεκόπη προσωρινά λόγω της άρνησης της ρουμανικής πλευράς να δεχτεί άλλους μετανάστες. Υπολείπονταν ακόμα 400 οικογένειες, οι οποίες δήλωναν ότι δεν επιθυμούσαν να ζήσουν στην Ελλάδα.Σύμφωνα με τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, ουδεμία πίεση ασκήθηκε από τα κρατικά όργανα προς τους συγκεκριμένους μετανάστες, γεγονός που το αποδεχόταν και το γενικό προξενείο της Ρουμανίας στη ΘεσσαλονίκηΣχετικά με τα αίτια της μετανάστευσης, με βάση έγγραφο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, εντοπίζονταν « εις αυτούς του ίδιους, παρασυρθέντας εις αυτήν αφ’ ενός μεν διότι ενεκολπώθησαν την ρουμανικήν ιδέαν αφ’ ετέρου δε διότι ήλπιζον να εύρωσιν εν Ρουμανία γην επαγγελίας και επομένως βελτίωσιν της θέσεως των.Η εφημερίδα Νέα Αλήθεια τέλη του 1931, ανέφερε ότι αναχώρησαν περισσότεροι από 200 ρουμανίζοντες για Ρουμανία λόγω της κτηνοτροφικής απραξίας αλλά και της προσφυγικής εγκατάστασης.Μια ακόμα αιτία της μετανάστευσης πρέπει να εντοπιστεί στο γεγονός ότι οι Βλάχοι υπήρξαν αντίθετοι με την αγροτική μεταρρύθμιση, διότι περιορίστηκαν αισθητά τα διαθέσιμα βοσκοτόπια.Μέσα του 1929 κατέφθασε στη Μακεδονία αποστολή με επικεφαλής τον Τμηματάρχη του Υπουργείου Γεωργίας της Ρουμανίας, Πόποβιτς, με σκοπό να μελετήσει τις αιτίες της μετανάστευσης των ρουμανιζόντων αλλά και να οργανώσει το εποικιστικό. Την ίδια εποχή, ο βουλγαρικός τύπος μέμφονταν την κυβέρνηση Βενιζέλου ότι υποδαύλιζε τη μετανάστευση των ρουμανιζόντων.Το ρεύμα της μετανάστευσης κόπασε μόνο όταν οι ρουμανίζοντες της Ελλάδας έμαθαν ότι δεν «διήγον εκεί καλώς» οι μετανάστες.Με αφορμή αιτήσεις ρουμανιζόντων για αποχώρηση από την Ελλάδα, οι ελληνικές αρχές ανέφεραν ότι οι μετανάστες «παραιτώντο της ελληνικής ιθαγένειας, δεν δικαιώνται να επιστρέψωσι εις Ελλάδα, ουδέ συμφέρουσα είναι η επιστροφή των».Σε έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, με αφορμή την οικειοθελή και οριστική μετανάστευση 40 βλαχόφωνων οικογενειών, γινόταν σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση συμφωνούσε με τη μετανάστευση υπό τους εξής όρους: α) οι μετανάστες όφειλαν να υποβάλουν δήλωση ότι παραιτούνταν της ελληνικής ιθαγένειας και μετανάστευαν «άνευ πνεύματι επιστροφής», β) οι μετανάστες εφοδιάζονταν με ειδική άδεια μετανάστευσης, γ) οι ενδιαφερόμενοι δήλωναν εγγράφως ότι ουδεμία ακίνητη ιδιοκτησία εγκατέλειπαν στην Ελλάδα και δ) διαγραφή τους από τα κατά τόπους μητρώα.
Από το 1928 ο Ρασκάνο κατέβαλε προσπάθειες να αποσπάσει από την ελληνική κυβέρνηση μείζονα εκπαιδευτικά δικαιώματα υπέρ των ρουμανιζόντων της βλαχόφωνης μειονότητας. Πέτυχε, έπειτα από συναίνεση του Βενιζέλου, να διδάσκουν στην Ελλάδα δάσκαλοι ρουμανικής υπηκοότητας.Προσπάθησε να αυξήσει τον αριθμό των Ρουμάνων δασκάλων των κουτσοβλαχικών σχολείων της Ελλάδας, παραμερίζοντας όσους δασκάλους ήταν ελληνικής υπηκοότητας και κουτσοβλαχικής καταγωγής.Τα έτη 1928-1929, δίδασκαν σε βλαχικά σχολεία της Ελλάδας, 63 δάσκαλοι σε δημοτικά σχολεία, 15 καθηγητές σε γυμνάσια και 19 στην εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν βλαχικής καταγωγής.Βέβαια, οι καθηγητές ορισμένων μαθημάτων των ρουμανικών σχολείων και σχολών που λειτουργούσαν στην Ελλάδα ήταν Ρουμάνοι υπήκοοι, ελλείψει Ελλήνων υπηκόων.Μολαταύτα, οι πιέσεις του Ρασκάνο προς την ελληνική κυβέρνηση υπήρξαν αμείωτες. Ο Ρουμάνος πρεσβευτής ζήτησε τη δημιουργία διδασκαλείου παρά την εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης για τη μόρφωση δασκάλων, πράγμα που δεν πέτυχε.Έπειτα επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην αύξηση των τάξεων του γυμνασίου Γρεβενών, πράγμα που επίσης δεν κατάφερε.Ιδιαίτερη σημασία είχε η απάντηση της κυβέρνησης Βενιζέλου, στο επιχείρημα του Ρασκάνο ότι η βλαχική μειονότητα απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια, βάσει της συμφωνίας Βενιζέλου – Μαγιορέσκου. Ο Γ.Β. Μελάς, Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Υπουργείου Εξωτερικών, απάντησε στον Ρασκάνο ότι «η ιδιάζουσα θέσις της κουτσοβλαχικής Μειονότητος, υπαχθείσης κατά τα άλλα απολύτως εις την περί Μειονοτήτων Συνθήκην ήτις αντικατέστησε πάσαν προγενεστέραν τοιαύτην, επομένως και την συμφωνίαν Βενιζέλου – Μαγιορέσκο, συνέκειτο απλώς εις το δικαίωμα της Ρουμανικής Κυβερνήσεως να επιχορηγή τα παρ’ ημίν βλαχικά σχολεία υπό τον έλεγχον όμως της Ελληνικής Κυβερνήσεως ».Επομένως, το μειονοτικό καθεστώς που επέβαλλε στην Ελλάδα η Συνθήκη περί Μειονοτήτων, αντικαθιστούσε κάθε προηγούμενη συμφωνία που είχε υπογράψει η χώρα με μειονοτικό περιεχόμενο. Ήδη από το 1924, οι ελληνικές αρχές είχαν κάνει γνωστό στη Ρουμανία ότι « η Συνθήκη των Μειονοτήτων αντικατέστησε πάσαν προηγούμενη σχετικήν διάταξιν», ενώ η χορήγηση άδειας, το ίδιο έτος, για την ίδρυση του Γυμνασίου Γρεβενών «ήτο η τελευταία παραχώρησις την οποίαν ηδύναντο να ελπίση η Ρουμανία»
Κατά την άποψη του Μελά, η ρουμανική κυβέρνηση υπερέβαινε διαρκώς τα εσκαμμένα στο ζήτημα των βλαχικών σχολείων,Οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί ουδέποτε απευθύνθηκαν στο Υπουργείο Παιδείας για εκπαιδευτικά ζητήματα, μόνο ο Ρουμάνος πρεσβευτής στην Αθήνα, Ρασκάνο, διατύπωνε συνεχώς παράπονα. Ο Μελάς αναφέρθηκε, επίσης, στα ελληνικά σχολεία της Ρουμανίας, των οποίων οι καθηγητές και οι διευθυντές απαγορεύονταν να είναι Έλληνες υπήκοοι.Ακόμη, τα σχολεία των ρουμανιζόντων της Ελλάδας χρηματοδοτούνταν από τη Ρουμανία και δεν ελέγχονταν από το ελληνικό κράτος. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τον Μελά, η ελληνική κυβέρνηση είχε προβεί σε «φανεράν υπέρβασιν των εκ των συνθηκών υποχρεώσεων της», ενώ την ίδια στιγμή, τα ελληνικά σχολεία της Ρουμανίας υφίσταντο συνεχείς περιορισμούς.Σύμφωνα με τη θέση της κυβέρνησης Βενιζέλου, μόνο η ΚτΕ δικαιούνταν να ελέγξει την ελληνική κυβέρνηση για το καθεστώς λειτουργίας των παραπάνω σχολείων.Παρερμηνείες, σε σχέση με το καθεστώς λειτουργίας των βλαχόφωνων σχολείων, δημιούργησε και ο Ν. 4862, «Περί των ξένων σχολείων». Τον Απρίλιο του 1931 το Υπουργείο Παιδείας, μετά από αίτημα της Χωροφυλακής Κοζάνης, έθετε το ζήτημα αν τα εν Ελλάδι ρουμανικά σχολεία θεωρούνταν ξένα σχολεία.Το Υπουργείο Εξωτερικών απάντησε ότι τα σχολεία αυτά δεν μπορούσαν να υπαχθούν στη κατηγορία των ξένων σχολείων και δεν ηδύνατο να εφαρμοστεί ως προς αύτα ο Ν.4862. Στο ίδιο έγγραφο γινόταν λόγος ότι επρόκειτο περί μειονοτικών ελληνικών σχολείων, τα οποία «κατόπιν ειδικής ημετέρας προς την Ρουμανίαν υποσχέσεως και καθ’ υπέρβασιν των επί μειονοτικών σχολείων κρατούντων (λόγω της προϋπάρξεως σχετικής συμφωνίας του 1913) χρηματοδοτούνται υπό της ρουμανικής κυβερνήσεως και δικαιούνται εις την πρόσληψιν διδασκάλων τινών ρουμανικής υπηκοότητας ».
Σύμφωνα με τον Φίλιππο Δραγούμη, Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, τον Απρίλιο του 1933, μετά την εφαρμογή του Ν. 4862, ο αριθμός των μαθητών που φοιτούσαν στα ξένα σχολεία μειώθηκε περίπου στο μισό (4.000 στη στατιστική του 1928-29, 2.114 το 1933). Στη Θεσσαλονίκη, τον Απρίλιο του 1933 λειτουργούσαν 3 αρμενικά σχολεία με 605 μαθητές, μια ρουμανική σχολή με 26 μαθητές και μια εμπορική ρουμανική σχολή με 168 οικότροφους (124 Έλληνες ρουμανίζοντες, 44 ξένοι υπήκοοι, 16 Αλβανοί υπήκοοι, 26 Σέρβοι υπήκοοι, 1 Βούλγαρος και 1 Ρουμάνος).Δυο χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1932 το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε την υποχρεωτική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας για 10 τουλάχιστον ώρες κάθε εβδομάδα στα σχολεία των ρουμανιζόντων (Εγκύκλιος αρ. 109 Υπουργείου Παιδείας, 4/3/1932). Βέβαια, έπρεπε να αποφευχθεί κάθε πιεστική ενέργεια, ικανή να δημιουργήσει παράπονα από τα μέλη της μειονότητας.Τον Αύγουστο του 1932 το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ενημέρωσε την ελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι ότι οι Ρουμάνοι δάσκαλοι με σερβική υπηκοότητα, όπως και ορισμένοι καθηγητές της εμπορικής σχολής Θεσσαλονίκης δεν θα γίνονταν πλέον δεκτοί από την ελληνική κυβέρνηση, ενώ συγχρόνως θα μειωνόταν ο αριθμός των δασκάλων με ρουμανική υπηκοότητα, στο ελάχιστο δυνατό.Το σχολικό έτος 1934-35, υπήρχαν μόνο 17 καθηγητές ρουμανικής υπηκοότητας στα ρουμανικά σχολεία της Ελλάδας. Τον Αύγουστο του 1934 η ελληνική κυβέρνηση ξεκαθάριζε ότι «στο εξής δεν θα δυνηθώμεν να επιτρέψωμεν την εις Ελλάδα παραμονήν και εξάσκησιν επαγγέλματος εις Ρουμάνους διδασκάλους οίτινες δεν θα έχωσι περιληφθή εις τον επίσημον κατάλογον της ρουμανικής κυβερνήσεως ».
Πρέπει να τονιστεί πως Βλάχοι υπάρχουν σήμερα στην Αλβανία,στη Σερβία,στα Σκόπια, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και στην Ελλάδα. Ολοι τους ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Επομένως Ρουμανοβλάχοι δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν ούτε Αλβανοβλάχοι, ούτε Βουλγαροβλάχοι.Οι Βλάχοι που κατοικούν στη Σερβία δεν είναι Ρουμανοβλαχοι, όπως αγωνίζεται σκανδαλωδώς να τους παρουσιάζει η ρουμανική προπαγάνδα, με τη δική μας σιωπηρή, ραγιάδικη συνενοχή, αλλά σκέτα Βλάχοι. Εξάλλου οι Βλάχοι σε όλες τις βαλκανικές χώρες έχουν ελληνικότατη συνείδηση, μιλούν τέλεια την ελληνική γλώσσα και είναι ορθόδοξοι στο θρήσκευμα.Αξιόπιστα κρατικά αρχεία, αυτοκρατορικά διατάγματα, μνημεία, επιτύμβια, μέγαρα, εμπορικά κέντρα και επιστημονικά συγγράμματα ξένων ιστορικών, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Αυστροουγγαρία, μαρτυρούν διαχρονικά από τον 16ο κιόλας αιώνα ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Βλάχοι της Βαλκανικής προήλθαν από τα περιώνυμα βλαχοχώρια του ευρύτερου ελληνικού χώρου, καμάρωναν ότι είναι ΄Ελληνες, καλλιέργησαν και μετέδωσαν την ελληνική παιδεία, μετέδωσαν τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, συνέδραμαν πρωταγωνιστικά το Γένος να απελευθερωθεί και χρύσωσαν ως εθνικοί ευεργέτες τη μικρή ΄Ελλάδα μόλις απελευθερώθηκε.Ελληνες, λοιπόν, στην καταγωγή και τη συνείδηση.Να πατήσουν ''πόδι'' στη Βόρειο Ήπειρο, αλλά και σε ολόκληρη τη Νότια Αλβανία επιχειρούν χρὀνια τὠρα οι λεγόμενοι ''Ρουμανὀβλαχοι''.Εχουν ήδη ιδρύσει κόμμα και μάλιστα στην ''καρδιά'' του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, στο Αργυρόκαστρο και στους Αγίους Σαράντα.Παράλληλα, έχουν τις δικές τους ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές στη Βλάχικη γλώσσα, ενώ στην ίδια γλώσσα θέλουν να γίνεται και η λειτουργία στις εκκλησίες τους. Ακόμη προχωρούν και στην ίδρυση τακτικού βλάχικου σχολείου στο χωριό ''Αντώνη Πότση'',μόλις 8 χιλιόμετρα από το Αργυρόκαστρο.Το θέμα που έχει δημιουργηθεί είναι μείζον και αφορά άμεσα την Ελλάδα, τους ελληνόφωνους Βλάχους και βεβαίως τους Βορειοηπειρώτες, που βλέπουν ότι όλες οι παραπάνω κινήσεις,γίνονται με την ανοχή ουσιαστικά της Αλβανικής Κυβέρνησης, ενώ το ελληνικό κράτος τηρεί στάση ουδέτερου παρατηρητή.Ο Βαλεντίνο Μουζάκα, πρόεδρος του Κόμματος ''Συμμαχία για Ευρωπαϊκή Ισοτιμία και Δικαιοσύνη των Βλάχων'', που ιδρύθηκε το 2012, καθώς και άλλα ηγετικά στελέχη του Κόμματος,ίδρυσαν στο χωριό ''Αντώνη Πότση'' το παράρτημα του κόμματος με πρόεδρο τον Ζήσω Γκότση. Στους Αγίους Σαράντα, η ίδρυση του παραρτήματος του ίδιου Κόμματος έχει προηγηθεί, με πρόεδρο τον Βασίλη Μπακάλη. Οι διοργανωτές δεν έκρυψαν, ότι πίσω από την κίνηση αυτή είναι η Ρουμανία.Αν αφαιρέσουμε κάποιες περιπτώσεις, η αντίδραση στελεχών και μελών της Ελληνόβλαχης κοινότητας, (για την παρουσία του Κόμματος ''Συμμαχία για Ευρωπαϊκή Ισοτιμία και Δικαιοσύνη των Βλάχων'' του Ρουμάνικου τόξου και τα προαναφερόμενα αιτήματά του) ήταν ασήμαντη.Η Ρουμανία και ως σύμμαχος της Γερμανίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο είχε καταφέρει, με τη συνδρομή των Ναζήδων, να ανοίξει ρουμάνικα σχολεία στη Θεσσαλία.Στις μέρες μας επανέρχεται με άλλα δόλια μέσα να πραγματοποιήσει μεγαλοϊδεατικές φαντασιώσεις, συνεργώντας σε ραδιουργίες διεθνών αποσταθεροποιητών. Ας προσέχουν συνεπώς η Ελληνες τις παγίδες που κάποιοι καλοθελητές στήνουν στην Ελλάδα κι ας μην εμφανίζονται σε όλες τις περιστάσεις τόσο αδιάφοροι σαν τους πολιτικούς που θέλουν να ειναι αρεστοί στα ξένα κέντρα αποφάσεων.
Αποσπάσματα από τη διδακτορική διατριβή:
Βασίλειος Ν. Κολλάρος:Η ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών - 2015
και BΛΑΧΟΙ.NET
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.