Σύνταγμα Μακρυγιάννη, Δεκέμβριος 1944 - Tο οχυρό που δεν έπεσε

 

6-18 Δεκεμβρίου 1944

Νικηφόρος Άμυνα του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη σε πενταπλάσιες δυνάμεις του ΕΛΑΣ με βαρύ οπλισμό και αφθονία μέσων! Η απόκρουση των κομμουνιστών –δύο συντάγματα του ΕΛΑΣ και ΟΧΛΟΣ εκατοντάδων Εφεδρικών, ακόμη και γυναικών, από την περιοχή Αττικής, ΣΥΝΟΛΟ 5.000 περίπου- από τους λίγους άνδρες της Βασιλικής Χωροφυλακής -100 αξιωματικούς και 430 οπλίτες- είναι μιά πραγματική Εποποιία που έπρεπε να εορτάζεται κάθε χρόνο παρουσία των Αρχών του Κράτους, των μαθητών των Στρατιωτικών Σχολών και αντιπροσωπειών μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου!



Στις 6 Δεκεμβρίου, ολόκληρη σχεδόν η Αθήνα ήταν στα χέρια των κομμουνιστών. Τα μόνα κέντρα αντιστάσεως ήταν το Σύνταγμα Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, η Σχολή Χωροφυλακής (Λεωφόρος Μεσογείων) και το Στρατόπεδο Γουδή με την 3ηΕΟΤ.ο Σύνταγμα Μακρυγιάννη θεωρήθηκε, από την ηγεσία του ΕΛΑΣ, ως το τελευταίο εμπόδιο προς την πλατεία Συντάγματος και επομένως την κατάληψη της εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, οι υπερασπιστές του εγνώριζαν ότι ο αγώνας τους ήταν σκληρός και άνισος αλλά ήταν υπέρ πάντων. Η δύναμη ήταν 100 Αξιωματικοί (88 της Χωροφυλακής και 12 του Στρατού) και 430 οπλίτες. Η δύναμη αυτή, εκτός από το προσωπικό του Συντάγματος, προερχόταν και από άλλες αστυνομικές υπηρεσίες της Αττικής και της επαρχίας. Ο οπλισμός και τα πυρομαχικά δεν ήταν αρκετά για να αντιμετωπήσουν μια τόσο μεγάλη επίθεση. 300 τυφέκια, 15 υποπολυβόλα, 3 οπλοπολυβόλα, 1 πολυβόλο, 3 όλμοι με ελάχιστα βλήματα και 2 αντιαρματικά πυροβόλα. Την ίδια ημέρα, παρουσιάστηκε εθελοντικά στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κωνσταντίνος Κωστόπουλος. Ο Αντισυνταγματάρχης ήταν καθηγητής της Σχολής Χωροφυλακής και υπερασπιστής των οχυρών Μεταξά το 1940-41. Κατά την μάχη της Φλώρινας, ως διοικητής ταξιαρχίας, υπερασπίστηκε την πόλη εναντίον των κομμουνιστών. «Η Πατρίς κινδυνεύει και ήρθα να πολεμήσω εδώ ως απλός στρατιώτης. Με δέχεσθε;» Ο υποδιοικητής του Συντάγματος Αντισυνταγματάρχης Ευάγγελος Σοφράς του απήντησε: «Σε έστειλε ο Άγιος Νικόλαος» Ως ειδικός στις μάχες εντός φρουρίων και τις οδομαχίες, παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αμύνης των εγκαταστάσεων και ανέλαβε την διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων.


Στις 05:45 της 6ης Δεκεμβρίου, ξεκίνησε η σκληρότερη αλλά και αποφασιστικώτερη μάχη των Δεκεμβριανών. Ξεκίνησε με σφοδρό βομβαρδισμό και πυκνά πυρά πεζικού από πολλές κατευθύνσεις. Παρά την σθεναρή αντίσταση, οι Ελασίτες κατέλαβαν 4 φυλάκια. Όσοι υπερασπιστές τους δεν σκοτώθηκαν ή δεν συμπτύχθηκαν προς το στρατόπεδο, οι ΕΛΑΣίτες τους έπιασαν, τους γύμνωσαν και τους παρέδωσαν στον όχλο που τους βασάνισε στους γύρω δρόμους μέχρι αργά τη νύκτα. Τελικά, τους πήγαν σε ένα ρέμα όπου πρώτα τους ακρωτηρίασαν και μετά τους δολοφόνησαν. Συνεχίζοντας την επίθεση, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανατινάξουν με εκρηκτικά μέρος της περίφραξης. Σοβαρή επίπτωση στο ηθικό τους είχε η ανατίναξη, από βολή πυροβόλου, των εκρηκτικών που μετέφεραν σε ένα φυλάκιο που είχαν καταλάβει και ο θάνατος των 70 συντρόφων τους που τα συνόδευαν. Οι απώλειες των αμυνομένων κατά την πρώτη ημέρα ήταν σημαντικές. 14 νεκροί, 33 τραυματίες και 41 αγνοούμενοι. Βεβαίως οι Ελασίτες είχαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Ο διευθύνων τις επιχειρήσεις αντισυνταγματάρχης Κωστόπουλος, το πρωί της επομένης εξέδωσε ημερησία διαταγή, η οποία μεταξύ των άλλων έγραφε: «Θα διατηρώ την ανάμνησιν ότι εις την μάχην της 6ης Δεκεμβρίου 1944 η Βασιλική Χωροφυλακή έδειξε μαχητικότητα πολύ καλλιτέραν από αυτού του Πεζικού εις το οποίον ανήκω. Σας συγχαίρω και σας ευχαριστώ». Την επομένη, οι επιτιθέμενοι αρκέστηκαν σε πυρά παρενόχλησης και προπαρασκευή νέων επιθέσεων. Τις νυκτερινές ώρες της 7ης προς 8ης Δεκεμβρίου, οι επιτιθέμενοι ανατίναξαν μέρος του νοτίου τμήματος της περίφραξης και την 9η ακόμη ενός τμήματος. Την 8η Δεκεμβρίου, οι υπερασπιστές του Μακρυγιάννη με αιφνιδιαστική αντεπίθεση ανακατέλαβαν δύο φυλάκια, συνέλαβαν 50 αιχμαλώτους και παρέλαβαν πολλά όπλα και πυρομαχικά. Στις 9 του μηνός, οι ελασίτες δέχθηκαν την ενίσχυση ενός τάγματος, ενός λόχου και δύο πυροβόλων και το πρωί της επομένης εξαπέλυσαν σφοδρότατη επίθεση, αλλά μέχρι την 18:00 αποκρούστηκαν από τους αμυνόμενους. Την νύκτα της 11ης προς 12η Δεκεμβρίου, μετά από την άφιξη νέων ενισχύσεων, οι αντάρτες επιχείρησαν νέα αιφνιδιαστική επίθεση και γι’ αυτό δεν προηγήθηκε προπαρασκευή πυροβολικού. Όμως οι αμυνόμενοι, λόγω του άριστου συστήματος πληροφοριών που διέθεταν, περίμεναν την ενέργεια. Στις 20.00, ένας λόχος με 100 άνδρες προσπάθησε να εισβάλει από το ρήγμα της νότιας περίφραξης, αλλά έπεσε σε νάρκες και τα πυρά των αμυνομένων και αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 50 νεκρούς. Το ίδιο ανεπιτυχής ήταν και η προσπάθεια που έγινε δύο ώρες μετά. Τα μεσάνυχτα, από ρήγμα που δημιούργησαν στην δυτική περίφραξη δύο δυναμιτιστές, προσπάθησαν να διεισδύσουν κρυφά ομάδες Ελασιτών. Όμως φωτιστικά βλήματα μετέτρεψαν την νύκτα σε μέρα και επέτρεψαν στους χωροφύλακες να κατατροπώσουν τους εισβολείς που είχαν τρομερές απώλειες.


Στις 12 Δεκεμβρίου, σταμάτησαν οι επιθέσεις. Μέχρι την 15η του μηνός κάποιες προσπάθειες των ελασιτών έπεσαν στο κενό. Η μάχη του Μακρυγιάννη είχε χαθεί για τον ΕΛΑΣ. Το οχυρό, παρά την μικρότερη δύναμή του και τον κατώτερο εξοπλισμό του, άντεξε. Η μάχη του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη ήταν μια σκληρή και συνεχής μάχη με πολλούς νεκρούς και τραυματίες και από τους δύο αντιμαχόμενους. 33 νεκροί και 120 τραυματίες ήταν ο φόρος αίματος των αγωνιστών του Μακρυγιάννη. Οι Ελασίτες είχαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Η νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων συνέβαλε σημαντικά στο να μείνει ελεύθερο το μικρό κομμάτι της Αθήνας, στο οποίο είχαν έδρα η ελληνική κυβέρνηση και οι περισσότερες ξένες αποστολές. Μετά την νίκη αυτή άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το κομμουνιστικό κίνημα.


Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων επαναλειτούργησε αμέσως μετά την Απελευθέρωση (19 Οκτωβρίου 1944), με μαθητές τους Ευέλπιδες Ι και ΙΙ τάξης που φοιτούσαν πριν από τον πόλεμο. Στις 9 Δεκεμβρίου, ένα σύνταγμα του ΕΛΑΣ συν ένα τάγμα και δύο αντιαρματικά πυροβόλα, πραγματοποίησε επίθεση στην Σχολή Ευελπίδων, στον χώρο της οποίας βρίσκονταν 23 αξιωματικοί και 183 ευέλπιδες. Τα πυρομαχικά των Ευελπίδων τελείωναν, ενώ ο ανεφοδιασμός και η επικοινωνία ήταν αδύνατη. Η πολιορκία λύθηκε μετά από τρεις ημέρες και το προσωπικό της σχολής μεταφέρθηκε στα ανάκτορα. Απώλειες δύο νεκροί (Υπολοχαγός Αθανάσιος Ράντος και Εύελπις Δημήτριος Πούλος) και 17 τραυματίες.


Οι άλλες μάχες

Την νύκτα της 6ης προς 7η Δεκεμβρίου, οι Ελασίτες πολιόρκησαν το τάγμα μετεκπαιδεύσεως, το αρχηγείο της Χωροφυλακής, το αστυνομικό τμήμα Πλάκας, το τμήμα μεταγωγών,την γενική ασφάλεια, το μηχανοκίνητο τμήμα της ΑΠ, ενώ εγκαταστάθηκαν με ισχυρές δυνάμεις βορείως του στρατοπέδου Γουδή και δυτικώς της Σχολής Χωροφυλακής, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψή τους.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Δεκεμβρίου, μετά από προπαρασκευή με πυκνά πυρά όλμων, εκδηλώθηκε η επίθεση του ΕΛΑΣ κατά της σχολής Χωροφυλακής και του στρατοπέδου Γουδή (3η ΕΟΤ). Μετά από σθεναρή άμυνα της Χωροφυλακής και των Ριμινιτών, οι επιτιθέμενοι υποχώρησαν, εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης 80 νεκρούς. Την ίδια ημέρα, στο κέντρο της Αθήνας, συνεχίστηκαν οι μάχες χωρίς αποτέλεσμα για τον ΕΛΑΣ. Η 3η ΕΟΤ αντεπιτιθέμενη επέτυχε να διευρύνει την ελεγχόμενη από αυτήν περιοχή και να συλλάβει 280 αντάρτες.

Στις 10 Δεκεμβρίου, οι Ελασίτες, αφού δέχθηκαν ισχυρές ενισχύσεις, επεχείρησαν και πάλι ανεπιτυχώς να καταλάβουν την Σχολή Χωροφυλακής και το Γουδί. Στο κέντρο της Αθήνας προσπαθούσαν να προωθήσουν τις θέσεις τους επιτιθέμενοι σε σημεία αντιστάσεως των Σωμάτων Ασφαλείας και συμπλεκόμενοι με ομάδες νομιμοφρόνων πολιτών, όπως αυτή που κατείχε το Χημείο (οδός Σόλωνος).

Ο ΕΛΑΣ επέτυχε την 11η Δεκεμβρίου να ελέγχει την λεωφόρο Συγγρού, την μόνη οδό επικοινωνίας της πρωτεύουσας με τον Πειραιά. Σε σύσκεψη το βράδυ της ίδιας ημέρας, η βρεταννική διοίκηση αποφάσισε προ της δυσμενούς καταστάσεως να εγκαταλείψει την Αθήνα στα χέρια του ΕΛΑΣ.

Ο διοικητής της 3ης ΕΟΤ Θρασύβουλος Τσακαλώτος αντέδρασε, δηλώνοντας ότι αυτός και οι άνδρες τους δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και ότι θα πολεμήσουν, έστω και μόνοι. Η γενναία στάση του ήρωα Αξιωματικού, σε συνδυασμό με την άφιξη ενισχύσεων, ανέτρεψε την απόφαση της διοίκησης.

Στις 14 Δεκεμβρίου, μετά την σύμπτυξη του μηχανοκινήτου τμήματος, της γενικής ασφάλειας και της τροχαίας, ελάχιστα τμήματα αντιστέκονταν και οι Ελασίτες κατείχαν περισσότερο από τα εννέα δέκατα της Αθήνας και ήταν σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο. Την ίδια ημέρα, άρχισε η συγκρότηση νέων Ταγμάτων Εθνοφυλακής, τα οποία σύντομα ανέλαβαν δράση. Στις 18 του μηνός, Τάγμα Εθνοφυλακής κατέλαβε τον Λυκαβηττό, όπου εγκαταστάθηκαν πυροβόλα για την υποστήριξη των επιχειρήσεων στο κέντρο. Την ίδια ημέρα, άρχισαν οι αποφασιστικές επιχειρήσεις κατά του ΕΛΑΣ σε συνοικίες της Αθήνας.

Εκρηκτικά στην «Μεγάλη Βρεταννία»

Την νύχτα της 23ης προς 24η Δεκεμβρίου, δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν στην υλοποίηση σχεδίου που στόχευε στην ανατίναξη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία», όπου διέμεναν η ελληνική κυβέρνηση, το βρεταννικό επιτελείο και πολλές διπλωματικές αποστολές, μεταξύ των οποίων και των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Για τον σκοπό αυτόν, παγιδεύτηκε με εκρηκτικά υπόνομος, που κατέληγε δίπλα στα θεμέλια του κτιρίου. Η έκρηξη αναβλήθηκε προσωρινά λόγω της άφιξης του Τσώρτσιλ στην Ελλάδα και στο διάστημα αυτό Άγγλοι εντόπισαν και απενεργοποίησαν τα εκρηκτικά.

Το τέλος των επιχειρήσεων

Από την 28η Δεκεμβρίου, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Με γενική επίθεση κατά του ΕΛΑΣ άρχισε η εκκαθάριση της Αθήνας. Η 3η ΕΟΤ επετέθη από το Γουδή προς νότον. Την επομένη, δόθηκε η τελευταία μάχη των ανταρτών, στην οποία ηττήθηκαν με πολλές απώλειες σε προσωπικό και οπλισμό. Οι Ελασίτες έχασαν πλέον την επιθετική πρωτοβουλία και περιορίσθηκαν σε ελαστική άμυνα.

Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945, οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα, παραλαμβάνοντας χιλιάδες πολίτες ως ομήρους. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, οι μάχες τερματίστηκαν, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπυ. Μετά την ήττα του, ο ΕΛΑΣ (υπο την ηγεσία του Σιάντου) αποχώρησε από την Αθήνα, μαζί με χιλιάδες υποστηρικτές του, καθώς και με χιλιάδες ομήρους, αμάχους και μη.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1945, μετά από συζητήσεις δέκα ημερών μεταξύ κυβέρνησης και ΚΚΕ-ΕΛΑΣ, υπεγράφη η συμφωνία της Βάρκιζας. Έτσι έκλεισε μια αιματηρή περίοδος, αλλά, δυστυχώς, ακολουθεί ο 3ος γύρος.


Ο τραγικός απολογισμός

Ο αστικός πολιτικός κόσμος της εποχής κατηγόρησε την ηγεσία του ΕΑΜ και το ΚΚΕ για υπαναχώρηση, όσον αφορά τον αφοπλισμό των ανταρτικών ομάδων, και για προσχηματική αρχική συμφωνία, την οποία αρκετοί τότε απέδωσαν στο ότι αναμένονταν στην Ελλάδα πολύ περισσότερες συμμαχικές (Βρεταννικές) δυνάμεις από αυτές που τελικά ήρθαν. Επίσης, το ΕΑΜ κατηγόρησε τους αντιπάλους του για επέμβαση ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα.

Μεγάλο μέρος της Αθήνας είχε μετατραπεί σε ερείπια και πολλοί άμαχοι έχασαν την ζωή τους από τις μάχες που διεξάγονταν στους δρόμους της Αθήνας, αλλά και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Άγγλων.

Κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών, μέλη της οργάνωσης ΟΠΛΑ δολοφόνησαν έναν αριθμό αντιφρονούντων, υποστηρικτών του αστικού καθεστώτος, αλλά και αμφισβητιών της επίσημης κομματικής γραμμής του ΚΚΕ , μεταξύ των οποίων και γύρω στους 50 τροτσκιστές/αρχειομαρξιστές, οι οποίοι χαρακτήριζαν τα Δεκεμβριανά ως σταλινικό πραξικόπημα. Στην περιοχή των διϋλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ έλαβαν χώρα εκτελέσεις. Ανάμεσα στα θύματα της ΟΠΛΑ ήταν η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη και ο πρύτανις του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος.

Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα θεωρούνται από μια πλευρά των ιστορικών ως η δεύτερη φάση της ανταρσίας (ο «δεύτερος γύρος» κατά την μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την στρατιωτική ήττα του ΚΚΕ. Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι μόνο κατά δοσίλογων αλλά και κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών για πάρα πολλά χρόνια.

Στον πιο αποδεκτό «πίνακα απωλειών» των αντιμαχόμενων πλευρών, οι εθνικές δυνάμεις είχαν 3480 νεκρούς (889 ανήκαν στην χωροφυλακή και την αστυνομία και 2540 στα στρατιωτικά τμήματα) και πολλούς αιχμαλώτους. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ υπολογίστηκαν στους 2-3 χιλιάδες νεκρούς και 7-8 χιλιάδες αιχμαλώτους.

Μέχρι τις 25 Δεκεμβρίου, ο αριθμός των συλληφθέντων από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ φθάνει τις 8.000, οι οποίοι με την αποχώρησή τους από την Αθήνα ξεπερνούν τις 15.000 όμηρους. Δύο χιλιάδες περίπου από αυτούς εκτελέστηκαν. Οι λεηλασίες ως κόστος ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο δραχμές της εποχής και κάηκαν ή ανατινάχθηκαν περισσότερες από 200 οικίες.


https://www.makeleio.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: