Η ΣΜΥΡΝΗ ΜΑΝΑ ΚΑΙΓΕΤΑΙ



– Φωτιά!

– Φωτιά!

– Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!

Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.
– Είναι κατά την Αρμενογειτονιά.
– Κατά κει φαίνεται νάναι.
– Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!
– Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιο συμφέρον έχουνε;

Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το ένα με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
– Σφαγή! Σφαγή!
– Παναγιά, βοήθα!
– Προφτάστε!
– Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
– Τούρκοι!
– Τσέτες!
– Μας σφάζουνε!
– Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να ’ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
– Βουρ, κεραταλάρ! (χτυπήστε τους κερατάδες!)
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δεν σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μιας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει.
Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά· ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων· εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.

Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε στα νύχια του εκείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τον περιγράψεις.

Τι κάνουν, λοιπόν, οι δηθεν προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!

Τη ∆ευτέρα και την Τρίτη η μια φρικαλεότητα διαδεχόταν την άλλη. Το χειρότερο δεν είχε ακόμα συμβεί. Το απόγευμα της Τετάρτης 13 Σεπτεμβρίου άρχισε η φωτιά που έμελλε να αφανίσει τα 2/3 της Σμύρνης. Καθώς μερικοί αμφιβάλλουν αναφορικά με το ποιος είναι υπεύθυνος για το άναμμα της φωτιάς, ας αναφέρουμε την αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα, της δεσποινίδας Μίνι Μιλς, διευθύντριας του Κολεγιακού Ινστιτούτου Θηλέων της Σμύρνης. Η δεσπονίς Μιλς αφηγείται:«Λίγο μετά το γεύμα ξέσπασε πολύ κοντά στο σχολείο μια φωτιά που εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια έναν Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει στο σπίτι κρατώντας μικρούς τενεκέδες πετρελαίου ή βενζίνης και σε μερικά λεπτά το σπίτι τυλίχτηκε στις φλόγες. Οι δάσκαλοι και οι μαθήτριές μας είδαν Τούρκους στρατιώτες, και σε πολλές περιπτώσεις ένστολους αξιωματικούς, να χρησιμοποιούν μακριά ραβδιά στην άκρη των οποίων ήταν δεμένα κουρέλια, να βουτάνε τα κουρέλια σε τενεκέδες με υγρό και να μπαίνουν σε σπίτια, που τυλίγονταν αμέσως στις φλόγες. Στους δρόμους δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή κανείς άλλος εκτός από ομάδες Τούρκων στρατιωτών. Ενώ η φωτιά άρχισε ακριβώς απέναντι από το κτίριο της σχολής μας, κάθε τρίτο ή πέμπτο σπίτι της συνοικίας – της αρμενικής συνοικίας – φλεγόταν.Ο άνεμος, αν και όχι πολύ δυνατός, έπνεε από τη μεριά της τουρκικής συνοικίας προς αυτή των χριστιανικών συνοικιών και, όπως φαίνεται, οι δράστες περίμεναν μέχρι να εμφανιστεί αυτός ο ευνοϊκός άνεμος».

Με τη μαρτυρία της δεσποινίδας Μιλς συμφωνούν και πολλοί άλλοι μάρτυρες. Ο κύριος Τζάκουιθ της Νίαρ Ιστ Ριλίφ, στην αναφορά του στο ναύαρχο Μπρίστολ, πιστοποίησε ότι είδε άτομα να ρίχνουν πετρέλαιο σε κτίρια και, καθώς ήταν παρόντες εκεί Τούρκοι στρατιώτες, θα ήταν λογικό να συμπεράνει κανείς ότι οι εμπρηστές ήταν επίσης Τούρκοι. Ο ταγματάρχης Ντέιβις, του Ερυθρού Σταυρού, είδε Τούρκους να καταβρέχουν τους δρόμους και τα σπίτια κατά μήκος της πυρκαγιάς με ένα υγρό. Βούτηξε το δάχτυλό του στο υγρό και το έγλειψε. Ήταν πετρέλαιο. Από τον πύργο του Μακ Λάχλαν Χολ, η κυρία Μπριτζ είδε Τούρκους στρατιώτες να μπαίνουν σε σπίτια κρατώντας τενεκέδες και λίγα λεπτά αργότερα είδε τα σπίτια αυτά να τυλίγονται στις φλόγες

Edward Hale Bierstadt, Η Μεγάλη Προδοσία

ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Άλλες μαρτυρίες λένε:
«Το Ιταλικό και Γαλλικό Προξενείο μοίρασαν σε πολλά άτομα ταυτότητες που πιστοποιούσαν τάχα πως ήταν Καθολικοί· μερικοί μπόρεσαν να σωθούν μ’ αυτό το τέχνασμα. Άλλοι όμως, παρά τις ταυτότητες, είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους χωροφύλακες που δεν αναγνώριζαν την ισχύ τους. Το Αμερικανικό Προξενείο έδειξε μεγάλη δραστηριότητα για τη σωτηρία των γυναικών και των παιδιών και διευκόλυνε την αναχώρησή τους».Φαίνεται πως οι Ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις δεν τόλμησαν να επέμβουν με δυναμικές ενέργειες που θα ήταν απαραίτητες, για να προστατευθούν αποτελεσματικά οι δύστυχοι εκείνοι άνθρωποι, που ήθελαν να δραπετεύσουν απ’ αυτή την κόλαση. Εκτός από τις ομάδες επιφυλακής, που φρουρούσαν τα προξενεία και τις εγκαταστάσεις στις οποίες κυμάτιζε κάποια εθνική σημαία, κατά τα άλλα περιορίζονταν στην τήρηση της τάξης κατά την επιβίβαση. Αφού δηλαδή οι πρόσφυγες είχαν περάσει από το ανακριτικό κόσκινο του τουρκικού στρατού και αφού τους είχαν ήδη κλέψει τα πάντα, τα κακόμοιρα αυτά ανθρώπινα ράκη αφήνονταν από τους βασανιστές τους, που σάρκαζαν τις καλές υπηρεσίες της επίσημης Ευρώπης.Εάν εξαρχής οι Σύμμαχοι που διέθεταν ιδιαίτερα ικανοποιητικές δυνάμεις πεζοναυτών γι’ αυτό το σκοπό, είχαν δημιουργήσει στην περιφέρεια της Πούντας, όπου είχε καταφύγει η πλειοψηφία των πληγέντων, έναν προστατευμένο καταυλισμό, οι Κεμαλικοί που παρά τη διαγωγή τους σέβονταν – ή τουλάχιστον σέβονταν μέχρι τότε – τις ∆υνάμεις, δε θα τολμούσαν να παραβιάσουν το φράγμα που θα είχε υψωθεί, και η τεράστια πλειοψηφία των Σμυρναίων κατά πάσα πιθανότητα θα είχε σωθεί.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν πρωτοβουλία και συνεννόηση. Θα λεχθεί πως μια τέτοια τακτική ισοδυναμούσε με επέμβαση στην ελληνοτουρκική διένεξη και πως η ουδετερότητα απαιτούσε να κρατηθεί στάση παθητικού θεατή.Το σκεπτικό αυτό είναι πολιτικά, νομικά και ανθρωπιστικά λαθεμένο.

Από πολιτική πλευρά, καμία από τις εν λόγω δυνάμεις – μιλάω για την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία – δεν είχε υπογράψει ειρήνη με την Τουρκία και το σύμφωνο της Άγκυρας το επικαλούνταν πάντοτε εκείνοι που το σύναψαν, ως ρυθμιστική συνθήκη μιας συγκεκριμένης κατάστασης στην Κιλικία· μια συνθήκη που σέβονταν τη σύναψή της, για να υποδηλώσουν την επιθυμία μιας φιλικής διευθέτησης των υπόλοιπων δυσκολιών, αλλά δεν ισοδυναμούσε με καθεστώς ειρήνης.

Από νομική πλευρά, η προστασία του άμαχου πληθυσμού μιας κατειλημμένης πόλης προβλέπεται από το ∆ιεθνές ∆ίκαιο. Από ανθρωπιστική, τέλος, πλευρά, εφόσον τα ναυτικά αγήματα προστάτευαν τα νοσοκομεία των Καθολικών, χωρίς η ενέργεια αυτή να έχει αυστηρά επίσημο χαρακτήρα, το μέτρο θα μπορούσε να επεκταθεί σε όλους όσοι αισθάνονταν ότι βρίσκονταν σε κίνδυνο. Από τη στιγμή που οι Τούρκοι δεν αναγνώριζαν τη συνθηκολόγηση, οι εγκαταστάσεις μας, που παρείχαν άσυλο, δεν έχαιραν πλέον των προνομίων συνθηκολόγησης. Βρίσκονταν υπό την καθαρά θεωρητική προστασία της γαλλικής σημαίας την οποία ναυτικά αγήματα καθιστούσαν λίγο πιο αποτελεσματική. Μια δυναμική απόβαση υπό την ακαταμάχητη προστασία των κανονιών του στόλου θα ήταν ασφαλώς αποφασιστικής σημασίας.

Θα τελειώσουμε, παραθέτοντας την ιστορική πλευρά: Υπάρχει το προηγούμενο του Ναβαρίνου το 1827 και της Κρήτης το 1897, όταν οι ναύαρχοι, χωρίς να περιμένουν οδηγίες από τις κυβερνήσεις τους, έδρασαν με δική τους πρωτοβουλία και με τα γνωστά επιτυχή και καίρια αποτελέσματα.

Όταν πληροφορήθηκαν στη Μυτιλήνη οι πρώτοι πρόσφυγες (εννοώ εκείνους που δεν είδαν την πυρκαγιά) ότι ο Νουρεντίν πασάς δεν έδινε άλλη προθεσμία από αυτή των δεκαπέντε ημερών για την αναχώρηση των χριστιανών, η ανησυχία τους κορυφώθηκε. Η Επιτροπή των Σμυρναίων της Μυτιλήνης κατάφερε, εξαιτίας των περιορισμένων οικονομικών της δυνατοτήτων, να ναυλώσει μόνο τέσσερα ατμόπλοια τα οποία μετέφεραν στη Μυτιλήνη 12.000 γυναικόπαιδα περίπου, καθώς και κάποιο περιορισμένο αριθμό ηλικιωμένων ανδρών. Όταν τα τέσσερα πλοία που ήταν προηγουμένως στη Σμύρνη, δε θέλησαν να επιστρέψουν εκεί, και οι εκκλήσεις δεν εισακούστηκαν, ένας απεσταλμένος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και ο Οικουμενικός Πατριάρχης μπόρεσε να επιτύχει την παρέμβαση της Αγγλικής κυβέρνησης.Πάνω από διακόσια ελληνικά ατμόπλοια με κατεβασμένες τις σημαίες τους εισήλθαν στο λιμάνι της Σμύρνης υπό την προστασία αγγλικών και αμερικανικών πολεμικών πλοίων. Τα πλοία αυτά πλεύρισαν την αποβάθρα της σιδηροδρομικής γραμμής Αϊδινίου – Πούντας, που χωρίζεται από τη στεριά με ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα. Αλλά, για να επιβιβαστούν οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά, έπρεπε να περάσουν από το κιγκλίδωμα αυτό του οποίου οι έξοδοι φυλάσσονταν από ένα στοίχο Τούρκων στρατιωτών και αξιωματικών. Οι πρόσφυγες, λοιπόν, που αναγκάζονταν να διασχίσουν αυτό το στοίχο, ληστεύονταν από τους στρατιώτες. Τους έκαναν έρευνα επί τόπου και τους έκλεβαν κυνικά και με τον πιο κτηνώδη τρόπο όλα τους τα χρήματα και όλα τα αντικείμενα αξίας. Με τον ίδιο τρόπο οι Τούρκοι άρπαξαν διάφορα αντικείμενα που διασώθηκαν από την πυρκαγιά. Οι πρόσφυγες, λοιπόν, έφταναν σε κατάσταση έσχατης ένδειας και επιβιβάζονταν, έχοντας αφήσει πίσω τους ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, τα παιδιά τους, τους άνδρες, τα αδέλφια τουw, στα χέρια των Τούρκων.


Μια γαλλική περίπολος είκοσι ανδρών, την οποία συνόδευα μαζί με άλλους πολιτοφύλακες, ξεκίνησε αμέσως για τη μητρόπολη για να ζητήσει από το σεβασμιότατο Χρυσόστομο να καταφύγει στη Σακρέ Κερ ή στο γενικό προξενείο της Γαλλίας. Ο σεβασμιότατος Χρυσόστομος απέρριψε αυτή την προσφορά. Ως ‘ποιμένας’, είπε, έπρεπε να παραμείνει κοντά στο ποίμνιό του. Η περίπολος είχε μόλις ξεκινήσει για να φύγει όταν μια άμαξα με έναν Τούρκο αξιωματικό και δύο στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη σταμάτησε στην είσοδο της μητρόπολης. Ο αξιωματικός προχώρησε ως το γραφείο του μητροπολίτη και του ζήτησε να τους ακολουθήσει ως το στρατιωτικό διοικητή, τον Νουρεντίν Πασά. Όταν τους είδα να παίρνουν μαζί τους το μητροπολίτη, συμβούλευσα την περίπολο να ακολουθήσει την άμαξα. Φτάσαμε στους Μεγάλους Στρατώνες, όπου ήταν η διαμονή του Νουρεντίν. Ο αξιωματικός οδήγησε το μητροπολίτη ενώπιον του τελευταίου. ∆έκα λεπτά αργότερα, ξανακατέβηκε κάτω. Την ίδια στιγμή, ο Νουρεντίν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του κτιρίου και, απευθυνόμενος στους 1.000-1.500 μουσουλμάνους που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία, δήλωσε ότι τους παραδίδει το μητροπολίτη και πρόσθεσε: ‘Αν σας έχει κάνει καλό, κάντε του καλό, αν έχει βλάψει, βλάψτε τον’. Ο όχλος παρέλαβε τον σεβασμιότατο Χρυσόστομο και τον πήρε μαζί του. Λίγο πιο κάτω, μπροστά στο κουρείο ενός Ιταλού ευνοούμενού τους ονόματι Ισμαήλ, σταμάτησαν και έντυσαν το μητροπολίτη με την άσπρη ποδιά του κουρέα. Ύστερα άρχισαν να τον χτυπάνε με τις γροθιές τους και με ραβδιά και να τον φτύνουν στο πρόσωπο. Τον μαχαίρωσαν αμέτρητες φορές. Του ξερίζωσαν τα γένια, του έβγαλαν τα μάτια, του έκοψαν τη μύτη και τα αφτιά.Πρέπει να σημειωθεί ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τη σκηνή ως εκείνη τη στιγμή. Οι άντρες ήταν εκτός εαυτού, έτρεμαν από αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν, αλλά, υπακούοντας στις διαταγές που είχε, ο αξιωματικός τους εμπόδισε να επέμβουν, απειλώντας τους με το περίστροφό του.Ύστερα, χάσαμε το μητροπολίτη από τα μάτια μας. Του κατάφεραν το τελικό πλήγμα λίγο παρακάτω.

Είδα με τα ίδια μου τα μάτια έναν Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει σε ένα σπίτι κρατώντας μικρούς τενεκέδες πετρελαίου ή βενζίνης και μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι να γίνεται παρανάλωμα.Οι δάσκαλοι και τα κορίτσια μας είδαν Τούρκους που φορούσαν κανονικές στολές στρατιωτών και, σε πολλές περιπτώσεις, στολές αξιωματικών, να κρατούν μακριά ξύλα με κουρέλια στην άκρη τους, τα οποία είχαν βουτήξει σε έναν τενεκέ με κάποιοι υγρό. Τα έφερναν μέσα στα σπίτια που αμέσως μετά έπιαναν φωτιά…Στο βάθος του δρόμου είδα μια ομάδα στρατιωτών να ξεφορτώνει κάτι που έμοιαζε να είναι μεγάλα βαρέλια με πετρέλαιο. Κρίνοντας από το χρώμα και το σχήμα τους, ήταν ολόιδια με τα βαρέλια της Εταιρείας Πετρελαίων της Σμύρνης. Ένιωσα ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά και συνειδητοποίησα τον σκοπό όλων αυτών των προετοιμασιών.Νιώσαμε σταγόνες να μας πιτσιλίζουν. Στρατιώτες από τον δρόμο έριχναν στους τοίχους ένα υγρό με κουβάδες.Μόλις μύρισα αυτό το υγρό πάνω στα βρεγμένα μου ρούχα, κατάλαβα ότι ήταν πετρέλαιο.Αμερικανοί πεζοναύτες που στάλθηκαν στην αρμένικη συνοικία ανέφεραν ότι είδαν Τούρκους στρατιώτες να πετούν μέσα στα αρμένικα σπίτια κουρέλια μουσκεμένα με πετρέλαιο. Στη διαδρομή είδαμε άδεια βαρέλια πετρελαίου και βενζίνης σκορπισμένα εδώ κι εκεί και υγρό να τρέχει στους δρόμους.Κάποιοι πετούσαν εμπρηστικές βόμβες και έριχναν πετρέλαιο.Οι φλόγες κατέληξαν στις αποβάθρες, που ήταν κατάμεστες από φτωχούς ανθρώπους που περίμεναν τη σειρά τους για να σωθούν.

Η καταστροφή της «Σμύρνης των απίστων» ήταν μια πολιτική απόφαση. Ποιας όμως πλευράς; Η επίσημη τουρκική ιστορία συνεχίζει να αρνείται κάθε πιθανότητα δικής της εμπλοκής, και η πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοκληρωτικά την πόλη υπήρξε για δεκαετίες πεδίο, επιστημονικών και μη, αντεγκλήσεων. Δεν μελετάται πάντα με νηφαλιότητα από Έλληνες και Τούρκους ιστορικούς, αλλά ούτε και από ανεξάρτητους, δυτικούς ιστορικούς. Όμως, σχεδόν όλες οι μαρτυρίες που διασώθηκαν από αυτόπτες μάρτυρες αλλά και η πλειονότητα από μακρόχρονες έρευνες ανεξάρτητων μεταξύ τους πηγών, συγκλίνουν: Η φωτιά ξεκίνησε από την αρμένικη συνοικία, εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα σημεία, ήταν προσεκτικά οργανωμένη και, τέλος, οι μοναδικοί αίτιοι για το παρανάλωμα που εξαφάνισε τη Σμύρνη ήταν τα κεμαλικά στρατεύματα, με την υποβοήθηση μιας μερίδας πολιτών. Ο ελληνικός στρατός ποΥ πυρπόλησε την ύπαιθρο της ενδοχώρας κατά την οπισθοχώρησή του δεν ήταν πλέον παρών στη Σμύρνη, ενώ ο άμαχος χριστιανικός πληθυσμός ήταν ήδη τόσο τρομοκρατημένος και αποδεκατισμένος από τις βιαιοπραγίες, που, καθώς δεν μπορούσε πια ούτε να ξεμυτίσει από την παραλιακή ζώνη και τις κρυψώνες του, δεν διέθετε το σθένος και τις δυνάμεις να οργανώσει έναν τέτοιο εμπρησμό. Και βέβαια, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζε ότι ξεριζωνόταν οριστικά. Πίστευε, αφελώς, ότι με κάποιον τρόπο θα συνέχιζε να ζει στη Σμύρνη και να συνυπάρχει με τον τουρκικό πληθυσμό, όπως συνέβαινε για αιώνες. Ποιος θα κατέστρεφε ολοκληρωτικά τις περιουσίες, τις «εστίες» και το μέλλον του, προστατεύοντας μόνο την τουρκική και την εβραϊκή συνοικία; Αντίθετα, με την πυρπόληση της Σμύρνης και τα επακόλουθά της, ο κεμαλισμός έλυσε οριστικά το πρόβλημα της ελληνορθόδοξης παρουσίας στα παράλια του Αιγαίου. Οι συνθήκες ζωής του καταστράφηκαν και οι Ρωμιοί δεν θα μπορούσαν πλέον να επανέλθουν. Η ασφάλεια του νεαρού εθνικού κράτους που οραματιζόταν ο Κεμάλ με τον τρόπο αυτόν αυξήθηκε σημαντικά.Ο άνεμος, που από τα ξημερώματα είχε αλλάξει φορά και φυσούσε πλέον δυνατά προς τα βορειοδυτικά, υποβοήθησε τη γρήγορη εξάπλωση της πυρκαγιάς προς την ελληνική και τις ευρωπαϊκές συνοικίες, προστατεύοντας μόνο την τουρκική πλευρά της πόλης, που ήταν σκαρφαλωμένη στις βραχώδεις πλαγιές του όρους Πάγος. Ακολούθησε μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή. Οι τουρκικές αρχές δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ενώ παρεμποδιζόταν συστηματικά το έργο της πυροσβεστικής, μιας μεικτής ομάδας Ελλήνων και Τούρκων, που χρηματοδοτούνταν εν μέρει από τις ασφαλιστικές εταιρείες του Λονδίνου. Διασωθέντες πρόσφυγες περιγράφουν ότι και να ήθελαν τα συνεργεία να πλησιάσουν την καιόμενη περιοχή, υπήρχαν γειτονιές που αυτό ήταν αδύνατο, καθώς τα εσωτερικά σοκάκια είχαν γεμίζει σε τέτοιο βαθμό με πτώματα, που ήταν αδύνατο να τα διασχίσει κάποιος. Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός ότι από τα πρώτα κτίρια που καταστράφηκαν ήταν και το κτίριο του πυροσβεστικού σταθμού Σμύρνης, ενώ βρέθηκε να είχαν επιμελώς απομονωθεί οι υδραγωγοί Χαλκά Βουνάρ που υδροδοτούσαν τη πόλη και χρησίμευαν στην πυροπροστασία της.Ο πληθυσμός της πόλης υπολογίζεται ότι είχε πλέον φτάσει το ασύλληπτο νούμερο των 700.000 και, μόλις ξέσπασε η πυρκαγιά, όλοι αυτοί οι άνθρωποι διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο. Μόνη τους ελπίδα η παραλιακή ζώνη, η θάλασσα και ο στόλος των ξένων δυνάμεων. Εκκλησίες, νοσοκομεία, κολέγια και προξενεία των ξένων κοινοτήτων, κτίρια γύρω ή μέσα στα οποία είχαν ζητήσει άσυλο οι πρόσφυγες, εκκενώνονται εσπευσμένα και τα τρομοκρατημένα πλήθη, μέσα από τα πυρά των Τούρκων και τους σωρούς των πτωμάτων, προσπαθούν να φτάσουν στην παραλία της πόλης και να προστεθούν στις χιλιάδες των προσφύγων που ήταν είδαν εκεί. Η Αμερικανίδα Άννα Μπιρτζ τα κατάφερε: Τότε μας άνοιξαν δρόμο και εμείς περάσαμε και βρεθήκαμε σε ασφαλές σημείο. Ανάμεσα στα πολλά νεκρά κορμιά είδαμε άνδρες, γυναίκες και παιδιά που είχαν πυροβοληθεί, σώματα κοκαλωμένα σε φρικτά παραμορφωμένες στάσεις, με εκφράσεις που μαρτυρούσαν ασύλληπτο πόνο. Οι τελευταίοι υπήκοοι των ξένων δυνάμεων απομακρύνονται με κάθε μέσο και τρόπο, με τη βοήθεια συμμαχικών στρατευμάτων. Το εξέχον μέλος της Λεβαντίνικης κοινότητας Φερνάντ ντε Κράιμερ προσπαθεί να προσεγγίσει την παραλία: Φανταστείτε ένα πλήθος τόσο πυκνό που δεν μπορούσες καλά καλά να αγγίξεις το έδαφος με τα πόδια σου και στριφογύριζες στον αέρα σαν άνεμος σε ανεμοστρόβιλο. Ανάμεσα σε ουρλιαχτά και χτυπήματα οι άνθρωποι έπεφταν στη θάλασσα και ο καπνός ήταν τόσο καυτός που, στο λόγο μου, νόμιζα ότι τα σωθικά μου είχαν πιάσει φωτιά[Μίλτον: 2008, σ. 351-3]. Ανάμεσα στους ξένους υπηκόους καταφέρνουν πού και πού να διαφύγουν και μερικοί Έλληνες και Αρμένιοι, μορφωμένοι και ξενόγλωσσοι στην πλειοψηφία τους.

Η φωτιά καταπίνει το ένα εμβληματικό κτίριο της πόλης πίσω από το άλλο και τρέχει προς την προκυμαία, όπου έχουν παγιδευτεί εκατοντάδες χιλιάδες πανικόβλητοι άνθρωποι. Τα ουρλιαχτά του αλλόφρονος πλήθους στην προκυμαία ακούγονταν σε απόσταση χιλιομέτρων, καθώς συνωστίζονταν ανάμεσα στην καιόμενη πόλη και τα βαθιά νερά του κόλπου. Ο Αμερικανός πρόξενος G. Horton είναι από τους τελευταίους που εγκαταλείπουν την πόλη και αντικρίζει το απάνθρωπο θέαμα: Η τελευταία εικόνα από τη δύσμοιρη πόλη στο φως της ημέρας χαράχτηκε στη μνήμη μου: τεράστια σύννεφα που ολοένα μεγάλωναν και ανέβαιναν στον ουρανό, μια στενή παραλία σκεπασμένη από ένα τεράστιο ανθρώπινο πλήθος με τη φωτιά στην πλάτη και τη θάλασσα μπροστά του, και, αγκυροβολημένος σε μικρή απόσταση, ένας ισχυρός στόλος από διασυμμαχικά πολεμικά πλοία να παρακολουθεί αμέτοχος [Horton: 2007, σ. 150].Ο Ο. Ρέιμπερ συμπληρώνει: Μπορούσες να διαλέξεις ανάμεσα σε τρεις τρόπους θανάτου: τη φωτιά που μαινόταν πίσω σου, τους Τούρκους που περίμεναν στα σοκάκια και τη θάλασσα που ανοιγόταν μπροστά σου… Στη σύγχρονη ιστορία, ίσως τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου στη Σμύρνη

Και ένας Γάλλος πολίτης: Προς τα μεσάνυχτα η φωτιά έφτασε στις αποβάθρες. Οι κραυγές του πλήθους έγιναν φοβερές. Έβλεπε κανείς φλεγόμενα ανθρώπινα σώματα να ρίχνονται στη θάλασσα. Ένα ένα τα σπίτια κατέρρεαν. Οι Τούρκοι κατάβρεχαν με πετρέλαιο τα σπίτια που απέμεναν, και έριχναν εμπρηστικές βόμβες, για να προκαλέσουν νέες πυρκαγιές. Ήταν ένα θέμα που θύμιζε την Κόλαση [R. Puaux, «Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης»

Ο δημοσιογράφος Τζορτζ Γουόρντ Πράις, που την προηγουμένη είχε πετύχει τη συνέντευξη με τον Κεμάλ, θυμάται ότι πάνω στο πλοίο «Άιρον Ντιουκ» οι αξιωματικοί ήταν ντυμένοι για το δείπνο με τις ολόλευκες στολές επιθεώρησης, παρά τις σκηνές κόλασης που εκτυλίσσονταν στη στεριά. Όταν τα ουρλιαχτά από τη μακρινή προκυμαία έγιναν πολύ δυνατά για να τα αγνοήσει κανείς, ο πλοίαρχος διέταξε την ορχήστρα του πλοίου να παίξει. Τα άλλα πλοία ακολούθησαν, και οι διαπεραστικές κραυγές πολύ σύντομα σκεπάστηκαν από ένα ποτ πουρί αλέγρων θαλασσινών σκοπών. Μόλις τελείωσε το δείπνο στο «Άιρον Ντιουκ», οι αξιωματικοί ανέβηκαν στη γέφυρα του πλοίου για να κοιτάξουν τις σκηνές με τα κιάλια τους. Ένας από αυτούς, ο ταγματάρχης Άρθρουρ Μάξγουελ, είδε Τούρκους στρατιώτες να χύνουν κουβάδες με κάποιο υγρό πάνω στους πρόσφυγες. Φαντάστηκε ότι προσπαθούσαν να σβήσουν τις φλόγες, ως τη στιγμή που είδε ένα πέπλο φωτιάς να φουντώνει σε εκείνο ακριβώς το σημείο της προκυμαίας.«Θεέ μου» φώναξε στους συναδέλφους του «καίνε ζωντανούς τους πρόσφυγες!» [Μίλτον: 2008, σ. 356-7].

Εκείνους τους άμοιρους, που πήγαιναν να σκαρφαλώσουν πιασμένοι από την αλυσίδα της άγκυρας, οι ναύτες από πάνω τους έσπρωχναν κάτω με κοντάρια. ως και βραστό νερό τους έχυναν κι ενώ γίνονταν όλα αυτά, ξαφνικά τα μεγάφωνα της ιταλικής ναυαρχίδας «Regina Elena», άρχισαν να στέλνουν στον κόλπο τούς ήχους από την άρια μιας κωμικοτραγικής όπερας:

Πες μου, παλιάτσο.Πες μου, ποιος μ’ έχει προδώσει;

[Μεχμέτ Τζοράλ, Πολλές ζωές στη Σμύρνη, σ. 302]

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ολοκληρώνεται η εκκένωση της πόλης από ξένους υπηκόους που επιβιβάστηκαν υπό την προστασία αγημάτων των πολεμικών πλοίων των χωρών τους που είχαν διατεθεί ειδικά και ναυλοχούσαν στο κόλπο της Σμύρνης Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι ο εμπρησμός αυτής ήταν προμελετημένος και καλώς οργανωμένος, καθ’ όσον Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν δοχεία με πετρέλαιο ή έριχναν εμπρηστικές βόμβες, κάτι το οποίο επιβεβαίωσαν και Αμερικανοί αυτόπτες μάρτυρες.Ο Μουσταφά Κεμάλ ήδη από το μεσημέρι έχει αποχωρήσει από τη φλεγόμενη περιοχή. Αυτός και η συνοδεία του διέφυγαν, περνώντας αναγκαστικά μέσα από την παραλιακή ζώνη, με μια πομπή αυτοκινήτων στην κεφαλή της οποίας υπήρχε ένα φορτηγό για να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα πλήθη. Κατευθύνθηκαν στο Γκέζτεπε, όπου κατέλυσαν στην πατρική έπαυλη της Λατιφέ, μετέπειτα συζύγου του Κεμάλ.



Δεν υπάρχουν σχόλια: