Η ΗΡΩΙΔΑ ΚΡΙΤΣΩΤΟΠΟΥΛΑ ΡΟΔΑΝΘΗ

 

Στα απίστευτα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν με τους Τούρκους κατακτητές της Κρήτης,την περίοδο 1817-1823,έπαιξε σημαντικό και πρωτεύοντα ρόλο η κόρη του πρωτόπαπα της Κριτσάς «Ροδάνθη». Οι γονείς της κατασφάχθηκαν από τους Τούρκους και η Ροδάνθη αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να σκληρύνει τον χαρακτήρα της, πολέμησε με λύσσα την Τουρκιά. Οι αγώνες και τα κατορθώματά της για τη λευτεριά έγιναν τραγούδι και θρύλος. Ο Διαλυνομιχάλης ένας ποιητής αντάξιος μεγάλων έγραψε σε υπέρμετρο δεκαπεντασύλλαβο την ζωή της, όπως ο ίδιος την πληροφορήθηκε από ένα Βιαννίτη γέρο.


Στην Κριτσά, ένα κεφαλοχώρι στον κόλπο του Μεραμπέλου δεν τολμούσε να μπει Τούρκος γιατί ήταν γεμάτο αντρειωμένους. Κι από τον φθόνο τους που δεν μπορούσαν να τους υποδουλὠσουν οι Τούρκοι τους φώναζαν κλεφταράδες και το πανέμορφο χωριό “κλεφτοχώρι”. Ένας ρουφιάνος από του Χουμεριάκο πήγε να τους δείξει το δρόμο αλλά όπως ήταν επόμενο οι καπεταναίοι τον σκότωσαν καί εκ τότε το τοπονύμιο ήταν “ είς του Καδή το λάκκο”. Ο πρωτόπαπας επήρε από το χέρι την Ροδάνθη στην ηλικία των 5 χρόνων καί την πήγε στη μονή της Φανερωμένης όπου ένας αλλοδαπός παπάς μάθαινε κρυφά στα Χριστιανόπουλα γράμματα. Η Ροδάνθη ήταν τοσο έξυπνη που μέσα σε τρία χρόνια έμαθε μαθηματικά, ελληνικά και φυσικά ερίζωσε η Χριστιανική πίστη στην καρδιά της.. Την πήρε ο πατέρας της στο σπιτικό τους. Καθόταν στον αργαλειό της κι έπιανε το τραγούδι. Η υφαντική τέχνη είναι η παροδοσιακή τέχνη παραγωγής ενδυμασίας και ρουχισμού τους τόπους μας. Είχε τέτοια λέει μελωδική φωνή που κοντοστέκανε οι περαστικοί από το παραθύρι της. Όλοι οι περαστικοί μα προπαντός οι νέοι της εποχής ήταν ξετρελαμένοι μαζί της, την κρυφοκοίταζαν καί κρυφακούανε το τραγούδι της. Και κείνη όλο τραγουδούσε. Ξεχνούσε ολότελα πως ήταν σκλάβα. Δεν ήθελε να αισθάνεται τήν ψυχή της καταπιεσμένη. Ύφαινε καί τραγουδούσε,τραγουδούσε κι ύφαινε. Ονειρα μόνο έπλασε για τον εαυτό της καί τη σκλαβωμένη πατρίδα της.

Αχ αυτό, αχ αυτό το αργαλειό σου
με τρελαίνει πω, πω, πω
σαν περνώ απ’ το στενό σου
του διαόλου θηλυκό.
Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ,
το πέταλό σου κάνει
και το πανί σου κι η απαντή σου
σε πειρασμό με βάνει.
Με τα χίλια, με τα χίλια δυο στολίδια
όπου υφαίνεις τ’ αργαλειό
να κουζουλαθούνε θέλει
τα κοπέλια στο χωριό.
Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ,
το πέταλό σου κάνει
και το πανί σου κι η απαντή σου
σε πειρασμό με βάνει.
Να `ξερα, να ’ξερα πως είσαι μόνη
κάθε τόσο απου περνώ
θα στεκόμουνα λιγάκι
να σου γλυκοτραγουδώ.
Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ,
το πέταλό σου κάνει
και το πανί σου κι η απαντή σου
σε πειρασμό με βάνει.
Στο Χουμεριάκο λοιπόν καθόταν ένας Τουρκαλάς. Τό φερε όμως η ώρα η κακιά να περάσει από τη γειτονιά της ο Χουρσίτ Πασάς με τη συνοδεία του, άκουσε το γλυκόλαλο τραγούδι της καί μαγεύτηκε. Κοντοστάθηκε καί τέντωσε τ’ αυτί του. Πλησίασε στο παραθύρι τής κάμερας πού ύφαινε, την αντίκρισε καί σαϊτεύτηκε από την εκθαμβωτική της ομορφιά. Μάζεψε είκοσι αρματωμένους Τούρκους, πήγαν στο σπίτι της κι αφού έσφαξαν τή μάνα της στά πόδια της τήν έκλεψαν. Οι συγχωριανοί της δεν μπόρεσαν να τους εμποδίσουν αφού όλοι, γυναίκες άνδρες, ήταν στήν Ιεράπετρα στήν κηδεία ενός καλού αγωνιστή. Μόλις όμως επέστρεψαν στο χωριό καί έμαθαν τα καθέκαστα όρμησαν όλοι να προλάβουν τους Τούρκους. Αδίκως όμως γιατί είχαν φύγει μακριά. Ετσι επέστρεψαν καί έθαψαν τήν Παπαδιά. Το κλίμα οδύνης ήταν τέτοιο που δεν κοιμόνταν μόνο έκλαιγαν όλοι οι Κριτσώτες..Ακόμη κι άντρες πολεμιστές.
Εν το μεταξύ οι μισθωμένοι Τούρκοι παρέδωσαν στον Χουρσίτ αγά την Ροδάνθη σε αθλία κατάσταση. Διέταξε τότε εκείνος τρείς χανούμισες να την πλύνουν καί να την στολίσουν.Όταν μεἰνανε οι δυό τους κι όρμηξε να τήν ρήξει στο κρεβάτι εκείνη τού είπε :
"Χουρσίτ, εγώ θα είμαι δια σε, σαν είσε συ για μένα,
μα με τη τάξι να γενή, θα πρέπει το καθένα.
Μη βιάζεσαι παρακαλώ, εγώ ειμ' εδική σου,
έβγαλε πρώτα τ' αργυρά ετούτα τ' άρματά σου
και τα λοιπά φορέματα με την υπομονή σου
και πέσε στο κρεβάτι σου, να 'ρθω στην αγκαλιά σου".
Βγάζει αμέσως εκείνος ότι και αν εφόρει
και πέφτει στο κρεβάτι του και προσκαλεί την κόρη.
Μ' αυτή αμέσως χύνεται σα φοβερό λιοντάρι
και σύρνει το μαχαίρι του απ' τ' αργυρό θηκάρι
και το καρφώνει στου Χουρσίτ μια-δυο και τρεις, στο στήθος
κι απ' έξω διεσκέδαζε αμέριμνο το πλήθος!
Από τους πόνους ο Χουρσίτ κάνει να ξεφωνήση,
μα κείνη εν τω μεταξύ το στόμα του 'χε κλείση
και δόστου μόνο μαχαιριές στο στήθος επελέκα:
-"Όρσε" του λέγει, "άπιστε, που θες Ρωμηά γυναίκα"!
Σαν τον αποτελείωσεν η ανδρειωμένη κόρη,
βγάζει ευθύς τα νυφικά φορέματα που φόρει,
βάζει τα ρούχα του Χουρσίτ, ζώνετε τ' άρματά του
κι αυτός την ωνειρεύεται στον ύπνο του θανάτου!

Κι από μια πόρτα που 'διδε στο Μπέη το περιβόλι,πιδέξα και σιγά-σιγά πηγαίνει και ανοίγει
κι ενώ στο πόρτεγο γλεντούν οι Γενιτσάροι όλοι, χωρίς να την ιδή κανείς, κατόρθωσε να φύγει.
Έφθασε στα Ζένια στον Άγιο Ιωάννη εκεί που οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να φτάσουν. Μπήκε στην εκκλησία έβγαλε το μαχαίρι της κι έκοψε τα χρυσόξανθα μαλλιά της. Καί μ' ένα κάρβουνο σβυστό
στης εκκλησιάς τους τοίχους, γράφει με γράμματα πολλά, τούτους εδώ τούς στίχους :

Όποιος Χριστιανός θα δη ετούτη τη πλεξίδα
της νέας που εστέσανε οι άπιστοι, παγίδα,
πολύ τονε παρακαλώ να πα' να τη προσφέρη,
στου άτυχου πρωτόπαππα, εις την Κριτσά, το χέρι.
Ν' ανοίξη της μητέρας μου το μνήμα να τη βάλη
στο στήθος το μαρτυρικό ή στ' άγιο της κεφάλι.
Και θα σκιρτήση και νεκρή ακόμ' απ’ τη χαρά της,
γιατί μ' αγάπα η φτωχή μες από τη καρδιά της.
Και να του πη η κόρη του εγίνηκεν αγόρι
και τη Τουρκιά θα πολεμά στους κάμπους και στα όρη.
Το καλυμαύκι του ψηλά κι αντρόπιαστα να βάνη
κι η κόρη του ζη τίμια και τίμια θα ποθάνη.

Έφτασε η Ροδάνθη σαν άντρας πλέον στον Μαρμακέτο στο Οροπέδιο όπου εξήγησε του παπά ότι είναι Κρητικός και τόνε λένε Μανώλη και ήθελε να πολεμήσει στο πλευρό τού Καπετάν Καζάνη. Κι όταν εκείνος τήν πήρε μαζί του σαν αγριεμένο θεριό ορμούσε αποκεφαλίζοντας τους Τούρκους δίχως φόβο. Οι Τούρκοι γράφουν εις τον Χασάν Πασά που 'βρίσκετο στης Μάλλαις με αναρίθμητο στρατό καί με Βασιβουζούκους να πάει γρήγορα να τούς γλιτώσει, γιατί οι Ελληνες τούς σφάζουν σαν τα κρομμυδόφυλα καί θα χάσουν το Δοβλέτι. Πράγματι έφτασαν κι οι υπόλοιποι Τούρκοι στον κάμπο της Κριτσάς κι ήρθαν αντιμέτωποι με την Καπετάν Καζάνη , τον πολεμιστή του τον Μανώλη κι όλους τούς πολεμιστές. Ήταν τοσο σφοδρή η μάχη που γίνηκε απού δεν επρολάβαινε ο Άδης λέει να δεματιάζει ψυχές.
Ο δε Χασάν τους έβλεπε από 'να λόφο πάνω:
"Αλλάχ-Αλλάχ!" εφώναζε. "Αυτοί είνε γεράκια. Να τους κυττάζω μοναχά, χάνω τα λογικά μου.
Θα 'θελα να 'χω σαν κι αυτούς, πενήντα χιλιάδες μωρέ κι όλου του κόσμου τους Ρωμηούς θα έκανα ραγιάδες. Γυρίζει στο Καλό Χωριό με εντροπή μεγάλη. Μετρά τ' ασκέρι κι έλειπαν χίλιοι σαράντα! Κι απ' τους δικούς μας έπεσαν ως εκατόν τριάντα. Δεκαπέντε κάθισε, μέρες, σ' αυτά τα μέρη δώθηκαν πολλές μάχες μα μεγάλη βοήθεια από όλους τους νομούς της Κρήτης. Αλλά η πιο σπαρακτική ήταν τελευταία μάχη του λεβέντη Μανώλη πρωτοπαλίκαρου του καπετάν Καζάνη
Οταν η Ροδάνθη ως ''Μανώλης'' βλέπει τον άπιστο Ομέρ που'σφαξε τη μητέρα της πάνω στα γόνατά της,τρέχει κατά πάνω του με το σπαθί στο χέρι. Κι αυτός το γιαταγάνι του σέρνει απ' το θηκάρι:
-"Τώρα θα δης ωρέ γκιαούρ με ποιον έχεις να κάνης"!
Μα το κεφάλι του αυτή κατόρθωσε να πάρη.
-"Πρόσεχε ωρέ ΣπανοΜανώλη μου!" φωνάζει ο Καζάνης. (Της έμεινε το παρανόμι Σπανομανώλης για δεν έβγαζε γένια)
Τότε ορμούν επάνω της εώς ογδομήντα Τούρκοι. Κι εκείνη τραυματίστηκε θανάσιμα. Την πήγαν στο σπίτι το πατρικό της κι εκείνη καί τον κύρη της όπου και οι δυο είχαν τραυματιστεί από σύμπτωση. Την στιγμή των ιατρικών περιποιήσεων έκπληκτοι αναγνώρισαν οι Κριτσώτες πως ο ηρωικός Σπανομανώλης, που ήταν πρώτος στις μάχες και επιδρομές κατά των Τούρκων, ήταν γυναίκα και μάλιστα η παπαδοπούλα και κόρη του πρωτόπαπα της Κριτσάς, που είχαν σφάξει με τον πιο απάνθρωπο τρόπο οι Τούρκοι τη μάνα της. Ο πατέρας της δεν άντεξε ως αναγνώρισε το σπλάχνο του. Πάει, κυττάζει μόνος του, της κόρης του τα στήθια και σαν εβεβαιώθηκε πως ήσαν όλ' αλήθεια, σύρνει έν' αναστεναγμό φωνάζοντας : -"Αγαπητή κοπέλλα μου, Ροδάνθη"! Αλλο δεν πρόφθασε να πεί καί πέφτει ξαπλωμένος. Σαν αστραπή ή είδησις εχύθη,πως κείνος που πληγώθηκε στη μάχη απ' του απίστου Οθωμανού το σπαθί, ήτανε η Ροδάνθη ! Τρέχουν οι φιλενάδες της,τρέχουνε ξένοι και δικοί με καρδιοχτύπι καί με τά μάτια γεμάτα δάκρυα, σπόγγιζαν από το πρόσωπό της τόν ιδρώτα γεμάτη περηφάνεια πού έβγαλε η Κριτσά μια τέτοια ηρωίδα.
Τότε η Ροδάνθη άρχισε να μαραίνεται και να απονεκρώνει. Κι αρχίζει να παραμιλά με σφαλιστά τα μάτια και με φωνή αδύναμη, αρχίνησε να λέει :

-"Πατέρα, τί γυρεύουνε εδώ στο σπήτι, όλοι,
όσοι επέσαν μάρτυρες απ' των εχθρών το βόλι;
Πατέρα μου, δε μου μιλάς; Πού βρίσκομαι; Τί κάνεις;
Να! ο Ζερβονικόλας μας και ο Δασκαλογιάννης!
Ο Διάκος ο Αθανάσιος κι ο Ρήγας ο Φερραίος!
Αγαπητέ πατέρα μου, πώς ήλθεν η μητέρα,
εδώ, στο σπήτι πέρα;
Για κύττα τη πως μας κυττά, με μάτια βουρκωμένα.
Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ, με τους λοιπούς αγγέλους,
Γιατί βαστούνε φωτεινά, μαρτυρικά στεφάνια ;
Ποιούς θε να στεφανώσουνε, πατέρα μου, γνωρίζεις;
Για κύτταξε πατέρα μου, αυτό τον καβαλλάρη,
που θέλει να με πάρη!
Είνε ο 'Αγιος Γεώργιος; Α! Δεν θα αποθάνω!
Στη σκλαβωμένη Κρήτη μας, δουλειά 'χω για να κάνω.
Θέλω ακόμα κάμποσους Τούρκους να ξετελειώσω,
στους αδελφούς μας Χριστιανούς, βοήθεια να δώσω.
Ποιοί είν' αυτοί που στέκονται τσ' αγγέλους αποπάνω;
Α! Ο Χριστός κι η Παναγιά! Θεέ μου, μη ποθάνω!
Χριστέ και Παναγία μου, λίγο καιρό ακόμα,
αφήστε με να ζήσω,
που να πατήσω λεύτερο, της Κρήτης μας το Χώμα
κι έπειτ' ας ξεψυχήσω"!

-"Κριτσωτοπούλες μου καλές, γιατ' είστε δακρυσμένες
καί παραπονεμένες
εαν σας δυσηρέστησα, τώρα ζητώ συγγνώμη.
Ψέμματα Καπετάνιε μου σου 'πα, συγχώρεσέ με.
Μισεύω Καπετάνιε μου, μα σου ζητώ μια χάρη:
Ενόσω βλέπεις τους εχθρούς, τους αδελφούς να σφάζουν,
τρέχε με θάρρος και καρδιά σα φοβερό λιοντάρι,
με τα λεβεντοπαίδια σου να 'πα τους λογαριάζουν.
Πατέρα, Καπετάνιο μου, δώστε μου την ευχή σας,
γιατί κι οι δυο με είχατε αγαπητό παιδί σας".
-"Σώπα παιδί μου και μη κλαις, όχι δεν θ' αποθάνης!"
με δάκρυα στους οφθαλμούς της λέγει ο Καζάνης.
"Ναι, δεν πεθαίνουνε ποτέ αυτοί που πολεμούνε,
για να λευτερωθούνε"!
Το χέρι της εσήκωσε όσο κι αν δεν μπορούσε
και τον σταυρό της έκαμε η εθνομάρτυς κόρη.
-"Έχετε 'γεια ψηλά βουνά, που νυχτοπερπατούσα,
όποταν ήμουν ζωντανή και Τούρκους πολεμούσα.
Έχ'τε υγείαν όλοι σας κι εύχομαι κι έχω ελπίδα,
ότι πηγαίνω στον Θεό ανέγγιχτη λαμπάδα
και πως θα δήτε καν εσείς ελεύθερη Πατρίδα
κι ελεύθερη και διάπλατη, τη Μάννα μας Ελλάδα.
Πατέρα μου το χέρι σου δώσ' μου να στο φιλήσω
και σύ πατέρα δεύτερε, πριχού να ξεψυχήσω
Κι αμέσως την κατέβαλε ο ρόγχος του θανάτου!


Η Ροδάνθη έπειτα έλαβε μέρος με τα άλλα παλικάρια τής Κριτσάς καί στη διήμερη Μάχη της Κριτσάς εναντίον της επιδρομής του Χασάν Πασα στη θέση “Κουτάραντο” -τοποθεσία πλησίον της αρχαίας πόλης “Λατώ η Ετέρα”. Η περιπετειώδης ζωή της συγκίνησε και θα συγκινεί σειρές γενεών. Είναι η ηρωική μορφή της γυναίκας που αρνήθηκε τις χαρές της ζωής και έγινε η σκληρή εκδικήτρια της τουρκικής τυρανίας στη Κρήτη. Την έκλαψε από καρδιάς όλη η κοινωνία της Κριτσάς και ντυμένη σα νυφούλα ενταφιάστηκε στον Πρόδρομο ( Νεκροταφείο της Κριτσάς)
Είθε να αποτελέσει πηγή δύναμης το θάρρος και ο αγώνας της για τις γυναίκες της συγχρονης εποχής.


Ολγα Μπελιβάνη Τσιτσάκης
Συγγραφέας


Δεν υπάρχουν σχόλια: