ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ : ''ΤΑ ΜΟΥΣΚΕΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ''


Aπόσπασμα από το διήγημα τού Φρέντυ Γερμανού. Ενα Φρέντυ πού ''Ζωγράφιζε'' με την πένα του καί γεννούσε εικόνες κι αισθήματα. Σα να βλέπεις μιά ταινία να ξετυλίγεται μπροστά σου!










-Τώρα τι γράφετε; ρώτησε η κυρά Βουλα
-Μια ιστορία είπα. Κάτι για τον Ίωνα Δραγούμη
Α! είπε η κυρία Βούλα.
Δεν έδειξε να την τραβάει ιδιαίτερα το θέμα. Ούτε κι εμένα θα με τραβούσε πριν από λίγα χρόνια, στη δεκαετία του ’70. Το όνομα του Δραγούμη, όπως μου ‘χει μείνει απ’ το σχολείο, ήταν δεμένο με βαρετά βιβλία και βαρετές αναλύσεις. Έπρεπε να γνωρίσω τον αληθινό Ίωνα, μέσα απ’ το στόμα του γέρο-αδελφού του και μέσα από κιτρινισμένα φύλλα ημερολογίου, για να τον αγαπήσω. Έπρεπε να μάθω για τα πάθη και για την αγνότητά του, για τον κρυφό έρωτά του, με την παντρεμένη Πηνελόπη Δέλτα του 1905 για το παθος του με την Κοτοπούλη και το άδικο αίμα που είχε βάψει τη Βασιλίσσης Σοφίας, εκείνο το απομεσήμερο του 1920. Έπρεπε ακόμα να μάθω και πολλά άλλα που τα είχα βρει μόνος μου. Όλα αυτά δεν τα ήξερε βέβαια η κυρία Βούλα. Ούτε κι εγώ τα ήξερα ώσπου να τ’ ανακαλύψω. Αυτό που θυμάμαι, είναι πως μου ‘γινε συνήθεια κάθε φορά που έμπαινα στο μπακάλικο για να αγοράσω τις κονσέρβες της ημέρας, να της λέω σκόρπια κομμάτια απ’ την "Εκτέλεση" Καμιά φορά ολόκληρες σελίδες που είχα γράψει την προηγούμενη νύχτα.

Θυμάμαι τα μάτια της, τα ζεστά Θεσσαλονικιά μάτια, πώς ρουφούσαν τις εικόνες εκείνες. Ήταν ένα καλό μήνυμα ότι το βιβλίο θα διαβαζόταν. Το βιβλίο βγήκε μερικούς μήνες αργότερα στα 1985. Ήρθα στη Θεσσαλονίκη να το παρουσιάσω και μετά πέρασα απ’ την οδό Πλάτωνος να δω τη φίλη μου. Ήταν πάλι φθινόπωρο και πάλι τα μουσκεμένα φύλλα μύριζαν όπως τότε, όπως εκείνα τ’ απογεύματα κι εκείνα τα βράδια.
- Πώς πάει το βιβλίο; ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε.
Το ‘χε διαβάσει βέβαια – ίσως κάμποσες φορές. Κι ήταν ακόμα μαγεμένη με αυτόν τον μοναχικό καβαλάρη της πολιτικής πού είχε βρεθεί σ’ ένα χωματόδρομο, εκείνο το απομεσήμερο του 1920, με το κορμί γεμάτο ματωμένες τρύπες

-Τι ιστορία! είπε η κυρία Βούλα (Βγήκε απ’ το μπακάλικο και κοίταξε προς τα πάνω – η μπαλκονόπορτα του σπιτιού όπου είχε γραφτεί το βιβλίο ήταν μισάνοιχτη): Και τη γράψατε όλη εδώ στην οδό Πλάτωνος, στο σπίτι αυτό;

-Την ξαναδούλεψα στην Αθήνα είπα. Αλλά το βιβλίο ναι, σίγουρα γράφτηκε εδώ. (Και χωρίς να το ξέρεις, βοήθησες κι εσύ με τον τρόπο σου) μουρμούρησα. Δεν της εξήγησα πώς το ‘χε πετύχει αυτό, γιατί δεν ήξερα να το πω με λόγια, αν και αυτή είναι η δουλειά ενός συγγραφέα. Ωστόσο, βαθιά μέσα μου πίστευα πως η κυρία Βούλα είχε βοηθήσει στο γράψιμο της «Εκτέλεσης», όσο είχαν βοηθήσει και τα σπουργίτια της οδού Πλάτωνος. Όσο και τα φύλλα της Εγνατίας..

Πέρασαν δύο – τρία χρόνια. Το βιβλίο έγινε τηλεοπτική σειρά, όρμησε μέσα σε χιλιάδες σπίτια, έγινε λαϊκό θέαμα. Κι ο ήρωάς του, ο Ίων Δραγούμης ξεκόλλησε απ’ τα ψυγρά συγγράμματα και τις βαρετές μελέτες. Για 60 χρόνια τον είχαν παραχωμένο βαθιά μέσα στη γη. Τώρα ήταν πάλι ένας ζωντανός άνθρωπος που χαμογελούσε απ’ τα περίπτερα στους περαστικούς. Μερικά κορίτσια στέκονταν και τον κοίταζαν.

-Τι ωραίος άντρας! λέγανε
Πέρυσι που βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη πέρασα βέβαια απ’ το μαγαζί της κυρίας Βούλας. Όταν με είδε το πρόσωπό της φωτίστηκε μ’ εκείνο το ζεστό χαμόγελο, που ήταν πάντα κάτι σαν προσωπική της ιδιοκτησία.
- Σας περίμενα» είπε. Ελάτε, ελάτε.
Με άρπαξε απ’ το χέρι, διασχίσαμε την οδό Πλάτωνος καί βρεθήκαμε στη πλατεία. Ήταν μεσημέρι -τα σπουργίτια έλειπαν αυτή τη φορά. Η κυρία Βούλα στάθηκε μπροστά σε μια προτομή. Στάθηκα κι εγώ πλάι της.
- Κοιτάχτε! μου είπε. Εδώ τον έβαλαν!
Ύστερα μου έδειξε με το δάχτυλό της, είκοσι μέτρα πιο πέρα, το σπίτι της οδού Πλάτωνος.
- Ακριβώς απέναντι, είπε.

Ήταν ένα άγαλμα του Ίωνα, που είχε ξεφυτρώσει αναπάντεχα, στη γνώριμη πλατεία που τα βρεγμένα φύλλα της μου έφερναν κάθε βράδυ, απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, τη μυρωδιά της Θεσσαλονίκης, όσο καιρό έγραφα το βιβλίο.

- Ποιος έβαλε εδώ το άγαλμα; ρώτησα.
- Δεν ξέρω, είπε η κυρία Βούλα. Μπορεί ο Δήμος, μπορεί κάποια Ένωση Μακεδονομάχων. Κι εγώ ξαφνικά το είδα. Δεν είναι περίεργο όμως; Τον στήσανε ακριβώς απέναντί μας! Χαμογέλασε αναψοκοκκινισμένη, σαν κοριτσάκι που του είχανε χαρίσει ένα ξαφνικό δώρο.
- Τον Ίωνά μας!
Ήτανε ένα από εκείνα τα παράξενα παιγνίδια που σκαρώνει ο Θεός, όταν θέλει να σου δείξει ότι δεν είναι πάντα αυστηρός κι απόμακρος, όπως τον θέλουν τα ιερά βιβλία. Πότε – πότε χαμογελάει πονηρά: Είχε φυτέψει το άγαλμα του Δραγούμη, ακριβώς απέναντι απ’ το μπακάλικο της κυρίας Βούλας κι απέναντι απ’ το σπίτι, όπου έσκαβα όλες εκείνες τις υγρές νύχτες του 1984, πολεμώντας να ξεθάψω τον ζωντανό Ίωνα, μέσα από εξήντα αιώνες μοναξιάς.
- Έρχομαι κάθε μέρα καί τον προσέχω» είπε η κυρία Βούλα. Άμα τυχαίνει καμιά φορά να λερώσει ένα σπουργίτι το πρόσωπό του, βουτάω ένα μπαμπάκι στο οινόπνευμα και τον καθαρίζω. (Η κυρία Βούλα κοκκίνησε πάλι) έτσι γίνεται πάλι όμορφος! 

Καί τότε κατάλαβα τι σήμαινε εκείνο το χαμόγελο τού Θεού: Έτσι όμως έπρεπε να τελειώσει ο αιώνας αυτός για έναν άντρα σαν τον Ίωνα Δραγούμη. Όλοι οι εχθροί του είχαν πεθάνει από χρόνια – το ίδιο κι οι γυναίκες που τον είχαν αγαπήσει. Εκείνος όμως συνέχιζε να μένει όρθιος στην πλατεία της οδού Πλάτωνος και γευόταν ηδονικά, με μισόκλειστα μάτια, την αφή ενός γυναικείου χεριού που του χάιδευε απαλά κάθε μέρα το πρόσωπο. Απαλά. Σχεδόν ερωτικά. 


ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ 


Δεν υπάρχουν σχόλια: