Ιούνιος του 1826.
Ο Ιμπραήμ Πασάς με τον τίτλο του πορθητή του Μεσολογγίου και την έπαρση του ανίκητου στρατάρχη, περνά την Πελοπόννησο δια πυρός και σιδήρου. Ο ιερός υπέρ πάντως Αγώνας του Έθνους πνέει τα λοίσθια.Στην άκρη του Μοριά, όμως, η πετρόσπατη γωνία της Μάνης , η αδούλωτη, η περήφανη, η κληρονόμος του πνεύματος και πρακτικών της αρχαίας Σπάρτης Εδώ κυματίζουν ακόμη δικέφαλοι αετοί και σύμβολα της ελευθερίας. Για αυτό και ο Ιμπραήμ αποφασίζει πως ήρθε ο καιρός να λύσει «μια και καλή» τους λογαριασμούς του με τούτο το απάτητο κάστρο του αγώνα.Στις 29 Μαΐου 1826 στέλνει από τη Μεθώνη μαύρο γράμμα και τον προσκαλεί «εις δέκα ημερών προθεσμίαν να έλθετε με τους σημαντικούς της πατρίδος σας εις εμέ δια να την ασφαλίσετε,άλλως θα κάνω την πατρίδα σας ως την άλλην Πελοπόννησον, να μην αφήσω ίχνος οσπιτίου»
Στην πρόκληση αυτή η απάντηση ήταν:
«Προς τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου:«ελάβαμεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδαμεν να μας φοβερίζεις, ότι αν δε σου προσφέρομεν την υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσεις τους Μανιάτας και την Μάνην. Δια τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσεις.Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομεν και σε περιμενόμεν»(Λόγια αντίστοιχα του «Μολών λαβέ»» του Λεωνίδα.Η Ιστορία συνεχίζεται πανομοιότυπη και απαράλλαχτη)Οι Μανιάτες αποδεικνύουν έμπρακτα ότι δε δέχονται φοβέρες, ούτε λυγίζουν στο πλήθος των εχθρών, δεν υποκύπτουν σε δυνάστες ούτε δέχονται δεσμά, ζουν στους πύργους και τ’ άγρια βουνά τους, φτωχοί και λεύτεροι.
Τον περίμεναν, λοιπόν, στην Βέργα τα’ Αλμυρού, αφού κήρυξαν πανστρατιά σε ολόκληρη την Μάνη. Την απόφασή τους να αντισταθούν την γνωστοποίησαν στην Διοίκηση και στον Κολοκοτρώνη, γράφοντες:
«Εκρίναμεν εύλογον να σας πληροφορήσωμεν ότι ημείς κατά κοινήν επιθυμίαν, ενωθέντες στενότατα και αγκαλιασθέντες δεσμόν πατριωτικής αγάπης, θέλει τοποθετηθώμεν εις τον Αλμυρόν όπου βέβαια θέλει είναι μέρος δια την εισβολήν του εχθρού»Την 22αν Ιουνίου, ο Ιμπραήμ επιτίθεται με πολυπληθή στρατό (8.000 πεζών και 2.000 ιππέων) κατά 2.400 Μανιατών, ενώ ταυτόχρονα σ’ ένα πονηρό εγχείρημα αντιπερισπασμού αποβιβάζει την νύχτα 2.000 Τουρκοαιγυπτίους πολεμιστές στο Διρό.Επειδή ήταν θέρος οι κάτοικοι κοιμούνταν στ’ αλώνια και ξημερώνοντας, ξαφνιάστηκαν από τις φωτιές και τα φουσάτα του Ιμπραήμ.Προς στιγμήν τα έχασαν αλλά γρήγορα συνήλθαν από τον αιφνιδιασμό κι ο πρωτοσύγγελος Ρηγανάκος που λειτουργούσε στο Διρό και ο Παπα-Πουλάκος στον Άγιο Νίκωνα της Χαριάς, πρωτοβάρεσαν τις καμπάνες και το φοβερό μαντάτο μεταδόθηκε από χωριό σε χωριό σε όλη την Μάνη.Κι εκείνη την κρίσιμη ώρα που ψυχή του ανθρώπου καλείται να διαλέξει δρόμο, στις καρδιές των γερόντων, των παιδιών και των γυναικώνθεριεύει το μένος για την σωτηρία τη προσφιλούς πατρώας γης.Ο Αμβρόσιος Φραντζής γράφει παραστατικά για τον πάνδημο συναγερμό της Μάνης «Οι Μανιάτες έκρουσαν τους κώδωνας των εκκλησιών των και όλοι συναχθέντες, Αρχιερείς, Ιερείς, άνδρες γυνάικες, γέροντες και παίδες έδραμον κατά το Διρό… γράφοντες προς τους εν Αλμυρώ αμυνομένους να μην ταραχθώσι ποσώς, μηδέν’ αφήσωσιν την θέσιν των»Μανιάτες και Μανιάτισσες αρχίζουν πρώτοι την επίθεση κατά των Αιγυπτίων, που παρατάχθηκαν κατά φάλαγγες και έτσι μπόρεσαν να αναχαιτίσουν το κύμα της μανιάτικης επίθεσης. Αντεπιτίθενται τώρα αυτοί. Οι Μανιάτες υποχωρούν και οχυρώνονται πίσω από έναν τοίχο ξηρολιθιάς. Οι Αιγύπτιοι τους χτυπούν με πυροβόλα. Λόγω του πετρώδους του εδάφους οι βολές είναι φονικές. Αυτό υποχρεώνει τους αμυνομένους να επιχειρήσουν επίθεση από τα πλάγια. Το εγχείρημα επιτυγχάνει. Οι εχθροί τρέπονται σε φυγή, σπεύδουν στα πλοία για να σωθούν.
Εκείνη την μεγάλη στιγμή φθάνει από τον Αλμυρό , όπου στο μεταξύ είχε υποχρεώσει σε πανωλεθρία τον στρατό του μέχρι τότε αήττητου σερασκέρη. Ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης με 300 πολεμιστές μετά από συνεχή πορεία 15 ωρών. Και τότε όλοι μαζί,ακόμη και δρεπανηφόρες γυναίκες ορμούν προς την ακτή. Λέει χαρακτηριστικά το μοιρολόι «Άνοιξε η μάχη και ο καυγάς, κι εγίνη ξεσυνέριση σ΄όλα τα Σπαρτιατόγγονα , ποίοι θα πάσε μπροστινοί»Παρά τους 1.000 κανονιοβολισμούς που έριξαν τα αιγυπτιακά πλοία προ εκφοβισμό τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την ιερή μανία ων Μανιατών και των Μανιατισσών. Σε λίγη ώρα σύμφωνα με μαρτυρία αυτόπτη ο τόπος γέμισε κουφάρια και όρμος του Διρού κοκκίνισε από το αίμα. Ήταν δύσκολη η διαφυγή από μια τέτοια κακοτράχαλη περιοχή.Εδώ διέπρεψαν πιο πολύ οι γυναίκες. Τα σκουριασμένα δρεπάνια του θέρισαν κεφάλια.
Η Πανωραία, κόρη του γερο-Βοζίκη, πηγαίνοντας στο χωράφι ψωμί, είδε δύο τουρκοαιγύπτιους να δένουν τον πατέρα της. Απέκοψε τον λάρυγγα του ενός με το δρεπάνι και ξέκαμε με την βοήθεια του πατέρα της τον άλλο ! Η γυναίκα του Γερακαράκου που πήγαινε ψωμί και τυρί στον άνδρα της, που πολεμούσε στη Βέργα, νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με άλλες γυναίκες στα Ξεπαπαδιάνικα. Κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη πετροβολούσε τους Τούρκους. Κι όταν έπεσε νεκρό, έκλεισε τα ματάκια του, άρπαξε το όπλο του και πήρε τη θέση σου ! Το ίδιο έκανε και η Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έκανε πέτρα την καρδιά της, πήρε το καριοφίλι του και άρχισε να βάζει κατά του εχθρού, λέγοντας κάθε τόσο στο νεκρό παιδί της: «Κοιμήσου, ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου!»Ντροπιασμένος και ηττημένος καθώς έφευγε ο Ιμπραήμ, οι γενναίοι Μανιάτες και οι ηρωικές Μανιάτισσες κυνηγούσαν το ασκέρι του.Maνιάτισσες με νύχια,δόντια και πέτρες εναντίον των τουρκοαιγυπτίων.Μια Σπαρτιάτισσα, πήδηξε στη θάλασσα άρπαξε έναν Αλβανό που κολυμπούσε να σωθεί και του ζητούσε το λόγο που της έκαψε τις θημωνιές!
«Εύγε σας, μεταεύγε σας γυναίκες, άντρες γίνατε, σαν αντρειωμένες κρούετε, σαν Αμαζόνες μάχεστε»
«Οι γυναίκες εν τω άμα, κάμανε μεγάλο θάμα.
Ανασκουμπώνουν τις ποδιές και βάνουν πέτρες στρογγυλές.
Καύκαλα ανοίγουμε πολλά ή σκορπούνε τα μυαλά
και αρπάζουν τα τρυπάνια και τους κόβουν τα κεφάλια»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.