ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΠΙΝΟΤΣΗ ΓΙΑΝΝΟΥΖΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ



Γεννήθηκα πάνω στης φυλακής
τις λερωμένες κρύες πλάκες.
Με τύλιξε η Μάνα μου
μες του πατέρα μου,το κουρέλι,
το βρώμικο σακάκι.
Ούτε ζεστό νερό,η Μάνα μου
για να πλυθεί.

Ούτε σαπούνι,ούτε γιατρός,
ούτε Μαμή.
 

Ούτε φωνή χαράς ,
«Να το χαίρεσαι
και να σου ζήσει...»
Μια νέκρα, μια σιωπή
και η διπλανή φωνάζει:
- Σκάσε μωρή εσύ!
Το βρέφος κλαίει
και ο πατέρας της,
σε λίγο φεύγει ....
 

Με λερωμένα δάχτυλα,
κρατά η Μάνα μου
τη ρόγα απ ’τους μαστούς της,
και μου την έβαλε στο στόμα.
Τα δάχτυλά της, έτρεμαν,
μύριζαν, από της γέννας το αίμα.
 

Εγώ εβύζανα αχόρταγα,
της Μάνας μου το γάλα.
Την Μάνα μου τήν έπιασαν
σύγκρυα, τρέμουλα,
απ’την αδυναμίαν,
από εξάντληση, από άγχος
κι από την φοβία...
 

Αισθάνθηκα στο γάλα μέσα...
του πατέρα μου
την τελευταία ανάσα....
 

Μια πρώην
καμπαρετζού Τουρκάλα,
με λυπημένα μούτρα,
στην πλάτη τύλιξε
την Μάνα μου,
με μια παλιοκουβέρτα.
 

Αντί τραγούδια,
γενεθλίων, χαράς,
μου ψιθύριζε
μέσα στ’αυτί,
η Μάνα μου
τραγούδια θλίψης,
μοιρολόγια...
Μοιρολογούσε και έκλεγε
στον Σταυριανό Πινότση,
τον σταυραϊτών, τον θαρραλέο,
της σκλαβιάς τον διώχτη!!!
 

-Εγώ σταυραετέ,
δεν θα σε βγάλω ψεύτη!!!
Ο σπόρος που αφήνεις πίσω,
ας είναι και κορίτσι,
την Ελλάδα ξανά,
Δοξασμένη θα αναδείξει!!!
 

Εγώ, με αγνότητα εβύζανα το γάλα,
και΄ Παρασκευώ απαλά,
με τη γλυκιά της τη φωνή,
μου τραγουδούσε λόγια,
με πίκρα και με θλίψη.
 

«Πότε θα φύγει η σκλαβιά;
Πότε θ’ έρθει η ξαστεριά;
Να τρέξουν τα παιδιά γυμνά,
πάνω στα πράσινα βουνά,
στις χλόες, στα λουλούδια,
με’στα ανθοστόλιστα λαγκάδια!
Στης θάλασσας τα κύματα,
να ρίξουν βότσαλα πλατιά!!!
Όλα τα ελληνόπουλα,
να παραβγούνε στο τρέξιμο
και στο κολύμπι!!!
Να κατεβούνε οι Ολύμπιοι,
να κάνουνε αγώνες,
στου Πινότση μου την μνήμη»!!!
 

Α....αάχ , πόσο βαριά
που είναι η σκλαβιά;
Κι’ ο θάνατος
από πίσω
την ακολουθά...
 

Όπως κατέστρεψε,
ο Αγαμέμνονας
την Τρία,
Οι Έλληνες να καταστρέψουν,
όλη την Τουρκία!
 

Αχ , πότε θ’ έρθει η Ελευθεριά,
Να χαίρεται η κόρη τον πατέρα,
Και πατέρας, όλα τα παιδιά ;
 

Έτσι μεγάλωνα
Μαζί με άλλα οκτώ αδέλφια.
Και κάθε μέρα γύρευα,
του πατέρα μου το χέρι,
να μου χαϊδέψει τα μαλλιά
και να κρατάμε χέρι - χέρι,
να ρίξουμε τα βότσαλα,
στου γιαλού το ακρογιάλι...
 

Μόνο μέσα στα όνειρα
τον έβλεπα τα βράδια.
Απόφευγα να σκέπτομαι.
και διάβαζα την Ιλιάδα
Και μες΄ την σκέψη ερχότανε,
η Ελεύθερη, η ανδρειωμένη
Ελλάδα!!
 

Σκεπτόμουνα του Αλέξανδρου
τα Μεγάλα Ηρωικά Θαύματα
Μετά με έπιανε ένας πόνος,
με΄στα στήθια,
που μου κόβονταν,
η ανάσα!
 

Στα κρυφά εγώ διάβαζα
τον απαγορευμένο,
τον Ιερόν Όρκων, της Αγραύλου.
Κι αν τον μαθαίνανε οι κληρικοί,
θα πλήρωνα τον Όρκο της Αγραύλου,
με την ποινή θανάτου.
 

Το κουμπούρι, το σπαθί,
του Πατέρα μου το καρυοφύλλι,
πάντα αγκαλιά και μαξιλάρι!
 

Έβλεπα τα πλοία να αρμενίζουνε.
δάγκωνα τα χείλη.
Τα δόντια μου να τρίζουν.γέλαγα και έκλαιγα:
-Θ’ερθεί η μέρα
να γίνω καπετάνισσα!
Να ελευθερώσω,
Μάνα και Νησιά
 

Επεράσανε τα χρόνια,
πρόθημα εγέννησα παιδιά,
για την Ελληνική Θυσία.
έριξα, σκαριά σε πλοία.
Της Μάνας μου η φωνή,
λυπητερά μέσα στ’ αυτιά,
του Αγαμέμνωνα το όνομα,
μου τραγουδά
ψιθυριστά ακόμα.
 

Έκανα μια προσευχή
Στον Ποσειδώνα,
Μια ευχή μετά χαράς:
Όλα να παν καλά.
Να ρίξω στα σκαριά,
πλοία με κανόνια
και να σηκώσω τα πανιά!
 

Το Όνειρο, το Μεγάλο πλοίο,
Αγαμέμνωνα θα το ονομάσω,
τα τουρκικά τα πλοία
εγώ θα τα συντρίψω
 
Της Μπουμπουλίνας
η ψυχή, ακόμα ζωντανή
δεν έχει γεράσει.
Δεν την σκεπάζει
ο Χάρος ούτε ο χρόνος
στα στήθια της,
της προδοσίας ο πόνος.


Να θυσιάζεις τα παιδιά σου,
όλα τα υπάρχοντά σου,
για μια Ελλάδα,
για έναν Έλληνα!
Για μια ωραία
μικρή παρθένα,
να την κρύψεις
να μην την πάρουνε
στα Τούρκικα Χαρέμια
Να θυσιάζεις, να μοιράζεις
την καρδιά σου,
για μια γλυκιά Πατρίδα

Για τα αδέλφια σου,
για τους συγγενείς,
να βγάζεις την μπουκιά
από το στόμα σου
να την μοιράζεις

Σε όλους τους Έλληνες,
Ελευθερία, βοήθεια να δίνεις
Και αντί να σ’αγαπούνε,
να σε προσέχουν
να σε σέβονται.
σε ζηλεύουν, σε μισούνε,
σε αντιπαθούν, σαν τα σκυλιά
θέλουνε να σε σκίσουν.
Και με την πρώτη ευκαιρία,
ύπουλα, δειλά
"πισώπλατα" κάτω να σε ξαπλώσουν

Όταν θα είχαμε Ελληνίδες
σαν την Μπουμπουλίνα
θα είχαμε μια τελεία Ελλάδα 

Πιστεύω ακράδαντα, οι καλές
Μάνες Γεννούν τους Ήρωες !

Η Μάνα είναι ο κτίστης
τις Οικογένειας
και του κάθε Έθνους
Ο άντρας μόνο πρέπει να
σέβεται και να
προστατεύει
Γυναίκα και Έθνος!



Σταύρος Σιταράς Ομηρίδης

(Το άνωθεν ποίημα μου το αφιερώνω, σε όλες τις Θαρραλέες Ελληνίδες του Στρατού μας και σε όλες τις Ελληνίδες που αγαπούν την Ελλάδα μας καλύτερα από τον εαυτόν τους)