Καλόγερε,τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σου μειναν κι εκείνοι λαβωμένοι
Κι είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ έχουνε ζωσμένο
Έλα να δώσης τα κλειδιά,πέσε να προσκυνήση
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμη
Σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά τους πέφτουν
κ' η πλάκα που τα δέχεται ραγίζεται και τρίζει.
Παράπονο τους έπιασεν,όχι θανάτου φόβος,
και κλαίοντας ο Σαμουήλ,εις τόνα του το χέρι
το ιερό ποτήρι του και στ' άλλο την λαβίδα,
αρχίνησε την κοινωνιά του Πλάστη να μεράζη
Ο πρώτος εμετάλαβε μεταλαβαίνει κι άλλος
την έδωσε στον τρίτον κι ο τέταρτος την παίρνει
και φθάνει ως τον ύστερο κ' τού τηνε προσφέρει.
Κ' εκεί πού έψαλλ'ο παπάς μέ τή γλυκειά φωνή του
του δείπνου σου του μυστικού σήμερον Υιέ Θεού,.
φωνές ακούονται, χτυπιές,αλαλαγμός, αντάρα.
Πλακώσανε οι απιστοι :
-Καλόγερε, τι κάνεις;
Εσήκωσε τα μάτια του
ο Σαμουήλ στον κρότο
και στάζη απ'τή λαβίδα του
επανω απ το βαρελι
μια φλογερή σταλαματιά
απ' του Θεού το γαίμα.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ