Ο ελληνισμός της βορείου Ηπείρου μέσα από άγνωστα ντοκουμέντα



Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας το1913,παραχωρήθηκε στην Αλβανία μια περιοχή για την οποία ποτέ δεν πολέμησαν, αντίθετα βρισκόταν κάτω από τον πλήρη έλεγχο του Ελληνικού Στρατού.Για τη δυσμενή εξέλιξη του ηπειρωτικού ζητήματος διατυπώθηκαν σφοδρές επικρίσεις εναντίον της κυβέρνησης Βενιζέλου. Κατηγορήθηκε για φοβική στάση απέναντι στην Ιταλία και ανοχή απέναντι στην απαράδεκτη μεθόδευση για τη διχοτόμηση της Ηπείρου. Η Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικής Έρευνας, χρησιμοποίησε ως μοναδικό κριτήριο για χαρακτηρισμό των κατοίκων ως Ελλήνων, την ελληνική μονογλωσσία και κατέτασσε στους Αλβανούς τους χρήστες του «αρβανίτικου» ιδιώματος, αν και η διεπιστημονική έρευνα απέδειξε ότι οι Έλληνες της Β. Ηπείρου, όπως και όλων των άλλων περιφερειακών περιοχών, δεν έμειναν αλώβητοι ούτε γλωσσικά ούτε θρησκευτικά στο πέρασμα των αιώνων.Είναι πραγματικά πρωτοφανές, να μην ληφθούν υπόψη τα δημογραφικά στοιχεία μίας περιοχής, όταν γίνονται διαβουλεύσεις για την απόδοσή της σ’ ένα κράτος.
Στην οθωμανική απογραφή του 1908, από τους 500.000 κατοίκους της Ηπείρου, οι 380.000 (ποσοστό 76%), δήλωσαν Έλληνες Χριστιανοί. Τα ίδια στοιχεία δίνει και το Ινστιτούτο Γεωγραφίας της Ρώμης το ίδιο έτος.Το 1914, η Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικού Έλεγχου, έδωσε στοιχεία που καταδείκνυαν τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του πληθυσμού στη Βόρειο Ήπειρο.Έτσι π.χ., στην Κορυτσά έχουμε 12.500 Έλληνες και 3.000 Αλβανούς, στη Χειμάρρα 1.000 Έλληνες και κανέναν Αλβανός, στο Δέλβινο 1.700 Έλληνες και κανένας Αλβανός. Ακόμα και στις περιοχές όπου υπήρχε αλβανική πλειοψηφία (Τεπελένι, Αχρίδα, Ελβασάν). Δυστυχώς, τα στοιχεία αυτά δεν τα αξιοποίησε η ελληνική πλευρά στην Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου για να εξουδετερώσει την ιταλοαυστριακή πρόταση του γλωσσικού κριτηρίου.Στην Αθήνα υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και της κυβέρνησης Βενιζέλου που απαγόρευσε τη διεξαγωγή μιας συγκέντρωσης στην Αθήνα, υπέρ του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Ο Κωνσταντίνος απειλούσε ότι θα παραιτηθεί από τον θρόνο για να αναλάβει τα ηνία του βορειοηπειρωτικού αγώνα. Ο Κωνσταντίνος σκόπευε να παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου Γεώργιου και να μεταβεί στη Βόρειο Ήπειρο μετά την αποχώρηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων προκειμένου να ηγηθεί των δυνάμεων των Βορειοηπειρωτών. Όπως δήλωσε ο ίδιος στον Αυστριακό διπλωμάτη, ήταν μια σκληρή απόφαση καθώς θα εγκατέλειπε τον θρόνο και την οικογένειά του αλλά το να «σπεύσει εις βοήθειαν της Ηπείρου ανταποκρίνεται εις τα αισθήματά του και την βαθύτατην του πεποίθησιν».

Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο

Στο μεταξύ, στη Βόρειο Ήπειρο η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί καθώς ελληνικά τμήματα είχαν συμπλακεί με αλβανικές συμμορίες στις αρχές Ιανουαρίου 1914. Η «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης του Αργυροκάστρου» (με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο) αποφάσισε να συγκληθεί Πανηπειρωτικό Συνέδριο. Κοινοποίησε την απόφασή της με εγκύκλιο προς όλες τις επιτροπές Εθνικής Αμύνης της Ηπείρου τις οποίες καλούσε να στείλουν τριμελή αντιπροσωπεία στο Αργυρόκαστρο. Εκεί στις 30 Ιανουαρίου 1914 θα άρχιζε τις εργασίες του το συνέδριο για την εξέταση της κατάστασης και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Συγκεκριμένα καλούνταν οι Πρόεδροι των Επιτροπών «Εθνικής Αμύνης» Ιωαννίνων Φιλιππιάδος, Πρεβέζης, Παραμυθίας, Φιλιατών, Κονίτσης, Μετσόβου, Λεσκοβικίου, Κολωνίας, Κορυτσάς, Πρεμετής, Πωγωνίου, Χειμάρρας και Δελβίνου και η εφημερίδα «Ήπειρος» των Ιωαννίνων.Στις 14 Ιανουαρίου 1914, ο Σπυρομήλιος έκανε έκκληση προς το Πανελλήνιο για τη σωτηρία της Ηπείρου. Στο μεταξύ, ο Βενιζέλος αποφάσισε την αντικατάσταση του ηπειρωτικής καταγωγής διοικητή του Ε’ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγου Παναγιώτη Δαγκλή με τον Αναστάσιο Παπούλα μετά από απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Επίσης, εκδόθηκε μια εγκύκλιος της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου προς τους Διοικητικούς Επιτρόπους Περιφέρειας με την οποία κοινοποιούνταν οδηγίες για την ομαλή εκκένωση της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό :α) να επιδιωχθεί, αν αυτό ήταν εφικτό, η συνδιαλλαγή των δύο στοιχείων (ελληνικού και αλβανικού) β) να σταματήσει ο αφοπλισμός των Αλβανών και να τους επιστραφούν όσα είδη έχουν αφαιρεθεί γ) να απαγορευθεί η κυκλοφορία ατάκτων και να αφοπλισθούν όσοι ήδη υπήρχαν δ) να καταδιωχθεί οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια εναντίον των Αλβανών και ε) να απαγορευθεί η είσοδος ανταρτών ή εθελοντικών σωμάτων στην Ήπειρο. Οι οδηγίες αυτές προκάλεσαν τεράστιες αντιδράσεις τόσο στην Ήπειρο όσο και στην Αθήνα. Πρέπει να είναι μια από τις ελάχιστες φορές, που ένα κράτος καταδιώκει τους δικούς του πολίτες και προστατεύει τους υπηκόους ενός άλλου κράτους. Οι Χειμαρριώτες, πρωταγωνιστές πολλών επαναστατικών κινημάτων στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, έστειλαν επιστολή στον Βασιλιά Κωνσταντίνο στις 24 Ιανουαρίου 1914. Αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:«Αλλ’ όταν Μεγαλειότατε, ο μέλλων ηγεμών της Αλβανίας (ο πρίγκιπας Wied) πριν ή πατήσει το έδαφος αυτής κινδυνεύει την ζωή του, διότι είναι Χριστιανός Ευρωπαίος, πώς θα ζήσωμεν Έλληνες ημείς υπό τους Αλβανούς, οίτινες ανετράφησαν να μας θεωρούσιν ως σκύλους του Κορανίου;Και γιατί θα υποδουλωθούμεν εις λαόν, όστις δεν επολέμησε δια την ελευθερίαν του;».

Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο

Στις 25/1/1914, ο Σπύρος Σπυρομήλιος, πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής Χειμάρρας , στέλνει τηλεγράφημα διαμαρτυρίας:«Ενδεχόμενη διαταγή Κυβερνήσεως προς αφοπλισμόν ατιμάζει φυλήν», γράφει χαρακτηριστικά. Οι κάτοικοι του Δέλβινου, απογοητευμένοι από τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, έστειλαν στον βασιλιά Κωνσταντίνο έκκληση, καθώς πίστευαν ότι μόνο αυτός μπορούσε να σώσει τη Βόρεια Ήπειρο. Στις 31 Ιανουαρίου 1914, επιδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, με την οποία διατυπωνόταν η αξίωση, μέσα σε καθορισμένη προθεσμία, να αποχωρήσει ο Ελληνικός Στρατός από τη Βόρειο Ήπειρο, διαφορετικά τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν θα αποδίδονταν στην Ελλάδα. Επρόκειτο για ωμό εκβιασμό! Η διακοίνωση αυτή, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις τόσο της ελληνικής όσο και της οθωμανικής κυβέρνησης. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ, έστειλε επιστολή προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, με την οποία αποδέχεται ουσιαστικά τις αποφάσεις τους (με τις οποίες Ίμβρος, Τένεδος και Καστελόριζο δίνονται στην Τουρκία και η Β. Ήπειρος στην Αλβανία). Το μόνο που ζητά, είναι κάποια χωριά της κοιλάδας του Αργυρόκαστρου να δοθούν στην Ελλάδα (δεν αναφέρει ποια χωριά), με αντάλλαγμα επέκταση της αλβανικής ακτής ως το ακρωτήριο Παναγιά και την καταβολή 2.500.000 φράγκων στην Αλβανία. Κάτι ανάλογο, είχε πράξει η Ελλάδα και κατά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους όταν δόθηκαν χρήματα για να προσαρτηθεί στη χώρα μας η Φθιώτιδα. Τα εδάφη μένουν, τα χρήματα ξοδεύονται, ήταν η πάγια ελληνική αρχή και πρακτική, ως το 1923, οπότε αντί να δοθούν χρήματα στους Τούρκους, παραχωρήθηκε το Τρίγωνο του Κάραγατς (δείτε σχετικά άρθρα μας), με το οποίο θα ελεγχόταν όλη η περιοχή της Αδριανούπολης... Η κήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου παρά τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να μην διεξαχθεί το Πανηπειρωτικό Συνέδριο, αυτό έγινε κανονικά στο Αργυρόκαστρο. Πραγματοποιήθηκαν έξι συνεδριάσεις ως τις 5 Φεβρουαρίου. Λήφθηκε απόφαση για την οργάνωση ένοπλου αγώνα με σκοπό τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της ένωσης με την Ελλάδα. Συγκροτήθηκε οργανωτική επιτροπή που θα έπαιρνε τις σχετικές αποφάσεις. Στις 9/2/1914, οι στρατιωτικές αρχές διέταξαν τη σύλληψη του Σπυρομήλιου και έκαναν νέες προσπάθειες για τορπιλισμό του συνεδρίου.
Η επίσημη ανακήρυξη, έγινε στις 17/2/1914, έξω από το Αργυρόκαστρο, στη θέση Άσμακα. Εκεί υψώθηκε η σημαία της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου και ανακηρύχθηκε επίσημα η αυτονομία της. Επειδή υπήρχαν πληροφορίες ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε διατάξει τη φρουρά του Αργυρόκαστρου να παρεμποδίσει την κήρυξη της αυτονομίας, 2.000 έμπειροι Βορειοηπειρώτες αδελφούς ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν μαζί τους. Οι Έλληνες στρατιώτες όμως έδειξαν αλληλεγγύη στους Βορειοηπειρώτες αδελφούς τους και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ολλανδών αξιωματικών που είχαν έρθει για να παραλάβουν την πόλη, αρνήθηκαν να παρεμποδίσουν τις εκδηλώσεις. Η 17η Φεβρουαρίου, αποτελεί ημέρα-σταθμό στην ιστορία του Βορειοηπεριωτικού ελληνισμού. Δυστυχώς όμως, οι εξελίξεις στο θέμα της Β. Ηπείρου, δεν ήταν ευνοϊκές για τη χώρα μας αλλά και για την πολύπαθη αυτή περιοχή. Τι ακολούθησε μετά την κήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου, θα το δούμε σε μελλοντικό μας άρθρο, ελπίζουμε σύντομα. Ας δούμε όμως τι έγραψε για τη Βόρειο Ήπειρο ο Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Rene Puaux (Ρενέ Πιό), στον πρόλογο του, εκτός κυκλοφορίας πλέον, βιβλίου του “Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος” (“La Malheureuse Epire”) :“Η Ευρώπη θα επιτρέψει να διαπραχθεί ένα έγκλημα. Κατά τη στιγμή που το μικρό τούτο βιβλίο θα τυπώνεται, η τύχη των επίμαχων εδαφών της Βορείου Ηπείρου θα έχει αποφασισθεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, ικανοποιώντας την ιταλική βουλιμία θα παραχωρήσουν στο φτιαχτό βασίλειο της Αλβανίας εδάφη κατοικούμενα από Έλληνες πατριώτες, τους οποίους και θα εγκαταλείψουν στην τυραννία των Αλβανών μπέηδων.Ο κ. Ντι Σαν Τζουλιάνο (υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας μεταξύ 1910-1914, εχθρός της χώρας μας για την οποία αισθανόταν μίσος που έφτανε στη μανία, όπως έγραφε ο Γερμανός πρεσβευτής στη Ρώμη Γκέορκι Φον Γιάγκοβ), συνερπαμένος από μία ουτοπία και εμπλέκοντας τη διπλωματία της χώρας του στον δρόμο της παράφορης πραγματικότητας (η οποία είχε φθάσει ως την πλαστογράφηση της απτής πραγματικότητας, όπως αποκάλυψε ο Κλεμανσό σε άρθρο του στην εφημερίδα “Ελεύθερος Άνθρωπος”, στις 13/5/1913), θα προσφέρει στην Ιταλία τις χειρότερες υπηρεσίες. Και η ευθύνη θα βαρύνει κατ’ εξοχήν τον ίδιο. Διότι δεν είναι ο ιταλικός λαός αλλά και η σημερινή κυβέρνηση που πεισματικά ακολουθεί την πολιτική αυτή”

https://www.himara.gr/
ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, “Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ”, Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Α’ ΕΚΔΟΣΗ 2018
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο





ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, “Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ”, Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Α’ ΕΚΔΟΣΗ 2018


Ή Ηπειρος ήταν ιστορικά, εθνολογικά και γεωγραφικά ενιαία και αδιαίρετη, από τα πανάρχαια χρόνια. Ο διαχωρισμός της σε «βόρειο» και «νότιο» είναι καθαρά τεχνικό κατασκεύασμα της ξένης διπλωματίας, που έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης την ονομάζει «Η Ελλάς η αρχαία». Σήμερα, ως «βόρειος Ήπειρος» λογίζεται η περιοχή της νοτίου Αλβανίας, που παραμένει έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους παρά την αδιαμφισβήτητη ελληνικότητα της και τους μακροχρόνιους ηρωϊκούς αγώνες των κατοίκων της. Εθνολογικά, η περιοχή της βορ. Ηπείρου ορίζεται μεταξύ του Γενούσου ποταμού και της σημερινής οροθετικής γραμμής Ελλάδος – Αλβανίας, περιλαμβάνοντας την χερσόνησο των Ακροκεραυνίων, την Αυλώνα, καθώς και τις περιφέρειες Αργυροκάστρου και Κορυτσάς.Στον χώρο αυτό και στα νοτιότερά του, στους νομούς Αργυροκάστρου και Κορυτσάς, βρίσκεται ο κύριος όγκος του αλύτρωτου Ελληνισμού, που σήμερα αριθμεί περίπου 300.000 κατοίκους. Η βόρειος Ήπειρος, ως τμήμα της μιας ενιαίας και αδιαίρετης Ηπείρου, ιστορικά ακολουθεί σε γενικές γραμμές την μοίρα του Ελληνισμού, που της προσδίδει την εθνική της καταγωγή, και την πολιτιστική της φυσιογνωμία. Ιδιαίτερα ο χώρος της βορείου Ηπείρου γνώρισε κατά καιρούς και περισσότερο από 4 χρόνια, όχι μόνο ελεύθερη Ελληνική Διοίκηση, αλλά και την δική της αυτοδιοίκηση, το 1914 (Αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος).Ήπειρος» σημαίνει στεριά και είναι πιθανώς η ονομασία που έδωσαν στην περιοχή οι αρχαίοι κάτοικοι των Ιόνιων νησιών. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (Γ΄, 20) την αποκαλεί «Αρχέγονον Ελλάδα», ενώ σύμφωνα με το αρχαίο ρητό «Ωρικίην υπέρ αίαν ερείδεται Ελλάδος αρχή», δηλαδή «Η Ελλάδα αρχίζει από τη γη του Ωρικού» (όπου Ωρικός είναι αρχαία ευβοϊκή αποικία στον κόλπο της Αυλώνας). Εντούτοις, ορισμένοι αρχαίοι και Βυζαντινοί συγγραφείς τοποθετούν τα όρια της Ηπείρου ακόμη βορειότερα, π.χ. ο Θουκυδίδης στην Επίδαμνο (σημερινό Δυρράχιο), ο Στράβων στον Γενούσο (Σκούμπι) ποταμό,[1] ενώ και ο Προκόπιος λέει πως μέχρι την Επίδαμνο «Έλληνες εισίν, Ηπειρώται καλούμενοι». Η Ήπειρος κατοικήθηκε πολύ νωρίς από πρωτοελληνικά φύλα - Κασσωπαίους, Θεσπρωτούς, βορειότερα Μολοσσούς, Άβαντες κ.ά. Σημειωτέον ότι η μητέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου Ολυμπιάδα ήταν Μολοσσή πριγκίπισσα.Οι πιο ακμαίες αρχαιοελληνικές πόλεις της βορείου Ηπείρου ήταν η Επίδαμνος, η Φοινίκη και ο Βουθρωτός, η Απολλωνία (Πογιάνι-Φίερι), η Αμαντία (Αυλώνα), ο Ωρικός κ.α.Οι Έλληνες της βορ. Ηπείρου, όπως και οι υπόλοιποι Ηπειρώτες, είχαν ως θρησκευτικό κέντρο το Μαντείο της Δωδώνης. Σημειωτέον ότι αγάλματα του Δωδωναίου Δία έχουν βρεθεί σε όλη την βόρ. Ήπειρο. Πλήθος αρχαιολογικών και ιστορικών μαρτυριών καταδεικνύουν ότι συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες, λάτρευαν το ελληνικό Δωδεκάθεο, είχαν την ίδια δημόσια ζωή με άλλους Έλληνες ―γυμναστήρια, στάδια, θέατρα, αγορές― και, φυσικά, μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Επίσης, οι Ηπειρώτες συμμετείχαν με 7 τριήρεις στην ναυμαχία της Σαλαμίνος. Η ενιαία Ήπειρος έφθασε στο απώτατο όριο της ακμής της επί εποχής του Βασιλέως Πύρρου, τον 3ο αιώνα π.Χ.. Αυτός συνένωσε όλα τα Ηπειρωτικά φύλα και υπέταξε κάποια ιλλυρικά, έβγαλε την Ήπειρο από την γεωγραφική απομόνωσή της και αύξησε την επιρροή της στην Ελλάδα. Επέκτεινε την επικράτειά του προς βορράν μέχρι της Εγνατίας οδού, η οποία ξεκινούσε από την παραλιακή περιοχή μεταξύ της Απολλωνίας και του Δυρραχίου. Επίσης, εστράφη εναντίον των Ρωμαίων, έκτισε πόλεις, γέφυρες, ναούς και θέατρα. Την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, οι Ηπειρώτες ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Έως τον 2ο αι. μ.Χ., η Ήπειρος είχε προσθέσει στο χριστιανικό αγιολόγιο τους δικούς της μάρτυρες, ανάμεσά τους και Βορειοηπειρώτες, όπως είναι ο Άγ. Αστείος (επίσκοπος Δυρραχίου), ο Άγ. Δονάτος (επίσκοπος Φοινίκης), ο Άγ. Ελευθέριος (επίσκοπος Αυλώνος),[2] ο Άγ. Ερμίας κ.ά.Όταν η περιοχή περιήλθε υπό την κυριαρχία των Βυζαντινών, η πληθυσμιακή σύνθεσή της μετεβλήθη. Τον 8ο αιώνα, εγκατεστάθησαν στην βόρεια Αλβανία ορισμένα αλβανικά φύλα. Τον 14ο αιώνα, οι Γκέγκηδες εμφανίστηκαν στην Ήπειρο. Αυτοί ήταν άγριοι πολεμιστές και διέφεραν ριζικά από τους πεδινούς Τόσκηδες, οι οποίοι συμβίωναν αρμονικά με τους Έλληνες. Στην περιοχή, άνθισε η θρησκευτική τέχνη, με σαφείς βυζαντινές επιδράσεις στη ναοδομία και στην εικονογραφία, όπου οι επιγραφές είναι πάντα ελληνικές. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους (το 1204), δημιουργήθηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό το δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο απετέλεσε τον φύλακα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τα δυτικά. Το δεσποτάτο επεκτάθηκε σε μία μεγάλη γεωγραφική περιοχή, ξεκινώντας από την Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο (σε αρχική φάση) και φθάνοντας να κατέχει τα Επτάνησα και σημαντικά τμήματα της σημερινής Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, κατά την περίοδο της ακμής του. Κατά τα μέσα του 15ου αι., η Ήπειρος υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Την ιδία περίοδο, οι Οθωμανοί επεχείρησαν να καταλάβουν και την σημερινή βόρεια Αλβανία αλλά προσέκρουσαν στην ισχυρή αντίσταση των κατοίκων. Επικεφαλής τους ήταν ο Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης, ο οποίος θεωρείται εθνικός ήρωας των Αλβανών.[3] Εντούτοις, η καταγωγή του είναι ελληνική, σύμφωνα με αρκετές πηγές. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι ο βιογράφος του Αλή Πασά, Αχμέτ Μουφίτ, γράφει πως «το 1443 δραπέτευσε από το οθωμανικό στρατόπεδο του Μοράβα ο Έλληνας ηγεμόνας Καστριώτης». Επίσης, ο Μαρίνι Μπαρλέτι, πρώτος βιογράφος του ήρωα, τον αποκαλεί «Ηπειρώτη πρίγκιπα» και «Ηγεμόνα των Ηπειρωτών». Ο ίδιος ο Καστριώτης είπε κάποτε: «Οι προπάτορες ημών ήσαν Ηπειρώτες, εκ των οποίων ηγέρθη εκείνος ο Πύρρος του οποίου την ορμήν οι Ρωμαίοι μόλις ηδυνήθησαν να αντικρούσουν». Σημειωτέον ότι σε ουδεμία εκ των προαναφερθεισών μαρτυριών υπάρχει υπαινιγμός για αλβανική καταγωγή.
Όταν η περιοχή περιήλθε υπό την κυριαρχία των Βυζαντινών, η πληθυσμιακή σύνθεσή της μετεβλήθη. Τον 8ο αιώνα, εγκατεστάθησαν στην βόρεια Αλβανία ορισμένα αλβανικά φύλα. Τον 14ο αιώνα, οι Γκέγκηδες εμφανίστηκαν στην Ήπειρο. Αυτοί ήταν άγριοι πολεμιστές και διέφεραν ριζικά από τους πεδινούς Τόσκηδες, οι οποίοι συμβίωναν αρμονικά με τους Έλληνες. Στην περιοχή, άνθισε η θρησκευτική τέχνη, με σαφείς βυζαντινές επιδράσεις στη ναοδομία και στην εικονογραφία, όπου οι επιγραφές είναι πάντα ελληνικές. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους (το 1204), δημιουργήθηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό το δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο απετέλεσε τον φύλακα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τα δυτικά. Το δεσποτάτο επεκτάθηκε σε μία μεγάλη γεωγραφική περιοχή, ξεκινώντας από την Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο (σε αρχική φάση) και φθάνοντας να κατέχει τα Επτάνησα και σημαντικά τμήματα της σημερινής Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, κατά την περίοδο της ακμής του. Κατά τα μέσα του 15ου αι., η Ήπειρος υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Την ιδία περίοδο, οι Οθωμανοί επεχείρησαν να καταλάβουν και την σημερινή βόρεια Αλβανία αλλά προσέκρουσαν στην ισχυρή αντίσταση των κατοίκων. Επικεφαλής τους ήταν ο Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης, ο οποίος θεωρείται εθνικός ήρωας των Αλβανών.[3] Εντούτοις, η καταγωγή του είναι ελληνική, σύμφωνα με αρκετές πηγές. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι ο βιογράφος του Αλή Πασά, Αχμέτ Μουφίτ, γράφει πως «το 1443 δραπέτευσε από το οθωμανικό στρατόπεδο του Μοράβα ο Έλληνας ηγεμόνας Καστριώτης». Επίσης, ο Μαρίνι Μπαρλέτι, πρώτος βιογράφος του ήρωα, τον αποκαλεί «Ηπειρώτη πρίγκιπα» και «Ηγεμόνα των Ηπειρωτών». Ο ίδιος ο Καστριώτης είπε κάποτε: «Οι προπάτορες ημών ήσαν Ηπειρώτες, εκ των οποίων ηγέρθη εκείνος ο Πύρρος του οποίου την ορμήν οι Ρωμαίοι μόλις ηδυνήθησαν να αντικρούσουν». Σημειωτέον ότι σε ουδεμία εκ των προαναφερθεισών μαρτυριών υπάρχει υπαινιγμός για αλβανική καταγωγή.