Ορεινό χωριό Λιας της Μουργκάνας στην Ηπειρο 1948. Η Ελένη Γκατζογιάννη 41 ετών, κάτοικος του χωριού αρνείται να παραδώσει τα παιδιά της στους κομμουνιστές και στις τοπικές αρχές, δηλαδή το ΚΚΕ που σκοπεύει να στρατολογήσει τα μεγαλύτερα και να μετακινήσει στις φιλικές προς αυτό χώρες τα μικρότερα. Πρόκειται για το λεγόμενο "παιδομαζωμα". Αντιδρώντας λοιπόν η Ελένη φυγαδεύει τα παιδιά της προς την περιοχή που ελέγχεται από το κράτος, μαζί με άλλα παιδιά και κάποιους μεγάλους, συνολικά είκοσι άνθρωποι, όλοι τους άμαχοι. Για την πράξη της αυτή συλλαμβάνεται, βασανίζεται, "ψευτοδικάζεται" δημόσια και εκτελείται τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, μαζί με άλλους τέσσερις συγχωριανούς της.Μια τοπική τραγωδία ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες που σημάδεψαν τον Εμφύλιο και που θα παρέμενε χαμένη στην αχλή της μνήμης των γερόντων ενός ερειπωμένου πια ακριτικού χωριού με την εικόνα της Ελένης που λίγο πρίν την εκτελέσουν σήκωσε τα χέρια της στον αέρα,φωνάζοντας σπαραχτικά : "Τα παιδιά μου" σαν να συμβόλιζε αυτόματα την ίδια την πολύπαθη Ελλάδα."Μια μάνα, μια χώρα" Η Ελένη είναι μια απο τις χιλιάδες ιστορίες αθώων ανθρώπων που δικάστηκαν και εκτελεστηκαν απο το ΕΑΜ.
Καθώς ο άνδρας της Ελένης ήταν μετανάστης στην Αμερική, μετά τον χαμό της μάνας τους τα παιδιά της εγκαταστάθηκαν σε μια καινούργια χώρα. Ο μονάκριβος γιος της, ο Νίκος, εξελίχθηκε σε πετυχημένο δημοσιογράφο στους New York Times. Ομως, η ιστορία της μητέρας του για την οποία γνώριζε μόνο αντικρουόμενες φήμες τις οποίες κάλυπτε ένα γενικευμένο πέπλο σιωπής, τον βασάνιζε. Ξεκίνησε λοιπόν μια μεγάλη δημοσιογραφική και ιστορική έρευνα που κατέληξε στην «Ελένη», το 1983. Γραμμένο στα αγγλικά, το βιβλίο γνώρισε μια απίστευτη διεθνή καριέρα. Ο λόγος προφανής: στο κέντρο του βρίσκεται ένα μυστήριο (ο θάνατος της Ελένης), η πρόσβαση στο οποίο συνδυάζει την εξονυχιστική έρευνα με τη ζωντανή γραφή. Πρωταγωνιστής ο ίδιος ο συγγραφέας που δεν είναι απλά ένας ερευνητής. Το βιβλίο ξεπερνάει τα γεωγραφικά και ιστορικά όρια της Ελλάδας και γεννά συναισθήματα αντίστοιχα της αρχαίας τραγωδίας
Νίκος Γκατζογιάννης
Η ταινία «Ελένη» (1985), βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Γκατζογιάννη, το οποίο αναφέρεται στην περίοδο του εμφυλίου, όταν ο συγγραφέας-δημοσιογράφος ζούσε -παιδί ακόμα- στο χωριό του, τον Λια Θεσπρωτίας. Τα γεγονότα και τα πρόσωπα της "Ελένης" είναι πραγματικά και εξιστορούν το παιδομάζωμα που επέβαλλαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ (αρχικά) και του ΔΣΕ στα χωριά που καταλάμβαναν..Ο Νίκος Γκατζογιάννης (Nicholas Gage) γεννήθηκε το 1939 και το 1949 διέφυγε απ το παιδωμάζωμα χαρη στη μητέρα του και πήγε στις ΗΠΑ με τις τρεις αδελφές του, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Σπούδασε σε σχολεία του Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης και κέρδισε υποτροφία για τη Σχολή Δημόσιας Επικοινωνίας του πανεπιστημίου της Βοστόνης. Το 1964 πήρε μεταπτυχιακό τίτλο από τη Σχολή Δημοσιογραφίας του πανεπιστημίου Κολούμπια και ξεκίνησε δημοσιογραφική σταδιοδρομία περνώντας από το πρακτορείο Associated Press και τις εφημερίδες The Boston Herald Traveller, The Wall Street Journal και The New York Times, όπου εργάστηκε από το 1970 ως το 1980. Εκείνη την περίοδο έγραψε τρία βιβλία για το οργανωμένο έγκλημα, καθώς και δύο μυθιστορήματα. Του απονεμήθηκαν τα βραβεία Hearst, Page One Award της Newspaper Guild και Sigma Delta Chi. Το 1980 εγκατέλειψε τους Times, για να εκπληρώσει μια παλιά υπόσχεση προς τον ίδιο τον εαυτό του: Να γράψει την ιστορία της ζωής και του θανάτου της μητέρας του.Θα επιστρέψει, χρόνια αργότερα, στην Ελλάδα σαν ανταποκριτής των Νιου Γιορκ Τάιμς και θα προσπαθήσει ν' αναζητήσει τους υπαίτιους του θανάτου της μητέρας του για να τους εκδικηθεί.Σάν τυφλοπόντικας ο ανταρτοδίκης ο Κατής,που ανακαλύφτηκε από τον Νίκο Γκατζογιάνη να κυκλοφορεί " απαλλαγμένος των πράξεών του'' εκ των προδοτικών του αποφάσεων του για τις καταδικαστικές αποφάσεις και εκτελέσεις και απλά τον περιφρόνησε και τον άφησε να ζεί μέσα στό σπίτι του χωρίς να ακούσει κάποια μεταμέλεια. Ο συγγραφέας τόνισε ότι χρειάζεται προσπάθεια να κρατηθούν ολα αυτά ζωντανά, ενώ παρομοίασε το Μουσείο για τη μητερα του, με το λουλούδι που φυτρώνει στην πέτρα.Μάλιστα επισήμανε: «Ακόμη και στο πιο δύσκολο περιβάλλον η ομορφιά έχει παρουσία, ακόμη στα πιο ορεινά μέρη της πατρίδας μας η δημιουργική φαντασία του ελληνικού λαού θα βρεθεί».Η "Ελένη" μεταφράστηκε σε 26 γλώσσες,ανακηρύχθηκε βιβλίο του μήνα, προτάθηκε για καλύτερη βιογραφία από την Εθνική Ένωση Βιβλιοκριτικών και έλαβε το βραβείο Heinemann ως το καλύτερο βιβλίο του 1984, από τη Βασιλική Λογοτεχνική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας. Το επόμενο βιβλίο του, "A Place for As", επαινέθηκε ευρύτατα ως ένα συγκινητικό έπος για την εμπειρία των σύγχρονων μεταναστών, ενώ τα βιβλία που έγραψε για την πατρίδα του, "Hellas" και "Greece-Land of Light", επαινέθηκαν για την "έκφραση μιας σχεδόν ευλαβικής αγάπης για την Ελλάδα", όπως επισήμανε το The New Yorker.Επίσης του έχουν απονεμηθεί 5 τιμητικοί τίτλοι διδάκτορα, ενώ το 1985 του απονεμήθηκε ακόμη ένας από το πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Απονέμοντας του τον τίτλο, ο πρόεδρος του πανεπιστημίου Τζον Σίλ-μπερ, ανέφερε μεταξύ άλλων: "Όπως ο Τζ. Κόνραντ και ο Σ. Μπέκετ, έτσι και εσείς γράφετε στη δεύτερη σας γλώσσα με μια μαεστρία που σπανίως επιτυγχάνουν άνθρωποι που γράφουν στη μητρική τους. Όντας πρόσφυγας και μετανάστης, καθώς αναρριχηθήκατε στην κορυφή του δύσκολου επαγγέλματος σας, παραμείνατε πιστός τόσο απέναντι στην πατρίδα σας όσο και στην αποικία των γιων και των θυγατέρων της που μεταφυτεύτηκε στην Αμερική".Πέρα από τη συγγραφή βιβλίων, έχει σταδιοδρομήσει και στον κινηματογράφο, καθώς υπήρξε συμπαραγωγός στην κινηματογραφική εκδοχή της "Ελένης" και διευθυντής παραγωγής στο "Ο Νονός 3".Είναι ενεργό μέλος της ΑΗΕΡΑ και του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, ενώ το 1988 τιμήθηκε από τον πατριάρχη Βαρθολομαίο με τη διάκριση του Άρχοντα, Διδάσκαλου του Γένους. Επίσης διετέλεσε πρόεδρος της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας.Ο Νίκος Γκατζογιάννης και η σύζυγος του Τζόαν Πόλσον, συμμαθήτρια του από το πανεπιστήμιο Κολούμπια και επίσης συγγραφέας, έχουν τρία παιδιά: τον Χρήστο, σεναριογράφο που ζει στο Λος Άντζελες, την Ελένη, συντάκτρια περιοδικού στη Νέα Υόρκη, και τη Μαρίνα, διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων που ζει στη Βοστόνη.
Η συγγραφέας Ελένη Γκέητζ, εγγονή της θρυλικής Ελένης Γκατζογιάννη από το χωριό Λιά της Ηπείρου, παρουσίασε, στο Ελληνικό Σπίτι της Ουάσιγκτον, το πρώτο βιβλίο της που έχει ως θέμα την εμπειρία από ένα χρόνο που πέρασε στο ορεινό χωριό της γιαγιάς της, επιβλέποντας την ανοικοδόμηση του καταστραμμένου, επί μισό και πλέον αιώνα, σπιτιού της οικογένειάς της. Το βιβλίο με τίτλο "Βόρεια της Ιθάκης" που στα Ελληνικά έχει μεταφραστεί "Το σπίτι μου στην Ήπειρο"
Το εγχείρημα για το Μουσείο υποστήριξε ο Δήμος Φιλιατών και η Περιφέρεια Ηπείρου. Ο τόπος έζησε δύσκολα χρόνια. Δοκιμάστηκε, εγκαταλείφτηκε, ξαναζωντάνεψε, οι άνθρωποι ξενιτεύτηκαν αλλά δεν ξέχασαν την πατρική γη. Το Σχολείο κτίστηκε με χορηγία ξενιτεμένου στην Νότια Αφρική, το 1934 και αρχικά λειτούργησε ως Δημοτικό. Την περίοδο του εμφυλίου, το χωριό ερήμωσε και όταν ο κόσμος επέστρεψε το 1954 το Σχολείο έγινε Οικοκυρική Σχολή. Με το νέο κύμα μετανάστευσης το 1960 το ορεινό χωριό και πάλι άρχισε να εγκαταλείπεται. Λίγο αργότερα το ισόγειο του κτιρίου στέγασε την Αστυνομία και ο 1ος όροφος άρχισε να καταρρέει. Στο θέμα δόθηκε η καλύτερη απάντηση. Η ιδέα να δημιουργηθεί Μουσείο, γρήγορα βρήκε ανταπόκριση.Στην είσοδο του Μουσείου, φιλοξενούνται εικόνες από την καθημερινότητα στο χωριό τον περασμένο αιώνα, καθώς και φωτογραφίες διάσημων επισκεπτών. Στις κυρίως αίθουσες φιλοξενούνται 3 εικόνες του Θεόφιλου, οι οποίες μέχρι πρόσφατα φυλάσσονταν σε εκκλησία. Τις είχε δωρίσει ο λαϊκός ζωγράφος σε κάτοικο του Λιά, ο οποίος δια διαθήκης της άφησε στην εκκλησία. Το 1976 οι 3 εικόνες χαρακτηρίστηκαν μνημεία, από το υπουργείο Πολιτισμού. Η προσφορά του ζωγράφου Σωτήρη Σόρογκα στο «Μουσείο Υφαντή», αποτελείται από 4 πίνακες με συμβολισμούς για την περιοχή, Το Μουσείο δίνει συνέχεια στην ιστορία του παλιού πετρόχορτου Σχολείου. Το κόστος της αναπαλαίωσης του κτιρίου και της κατασκευής του Μουσείου, ανέλαβε ο επιχειρηματίας Αλέκος Υφαντής ο οποίος κατάγεται από τον Λιά και προς τιμή του το φέρει το όνομα του «Μουσείο Υφαντή».
Η «Ελένη» είναι και η ιστορία της υποδοχής της – και του τι μας διδάσκει για τη δημόσια μνήμη του Εμφυλίου. Οι αντιδράσεις στη χώρα μας ήταν από αρνητικές έως εχθρικές Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, η «Δεξιά» (δηλαδή το μη κομμουνιστικό στρατόπεδο, που ξεκινούσε από τις παρυφές του ΚΚΕ και πήγαινε ώς την πιο ακραία δεξιά) δεν είχε δικαίωμα ούτε να έχει, αλλά ούτε και να θρηνεί θύματα. Αντίστροφα, η Αριστερά μπορούσε να διεκδικεί (όλα) τα θύματα και να καλύπτει τους δικούς της θύτες. Πρόκειται για μια γελοία αντίληψη που πλέον πνέει τα λοίσθια, αλλά είχε αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια και μας έκανε πολύ κακό, καθιστώντας δυνατή και τη φάρσα του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς» των τελευταίων ετών.Από την άποψη αυτή, ίσως να μην υπάρχει πιο κατάλληλη στιγμή για να διαβαστεί το συγκλονιστικό αυτό βιβλίο, ή για να δει κάποιος την ταινία.Τα προβλήματα άρχισαν πριν ακόμα να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Παρά τις διευκολύνσεις που παρείχε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για τη διεξαγωγή των γυρισμάτων, τα σωματεία των τεχνικών αντέδρασαν έντονα με αποτέλεσμα το φιλμ να γυριστεί τελικά στην Ισπανία. Η πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους έγινε στις 20 Μαρτίου του 1984. Η ταινία αμέσως μπήκε στο στόχαστρο των αριστερών παρατάξεων και χαρακτηρίστηκε ως «αντικομμουνιστική», «προπαγανδιστική» και «κράχτης της χρεοκοπημένης εθνικοφροσύνης». Ειδικότερα, το ΚΚΕ εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση που καλούσε τους ψηφοφόρους του να εναντιωθούν στην προβολή της «Ελένης.Έξω από τους κινηματογράφους, ομάδες νέων άρχισαν να μοιράζουν φέιγ βολάν και να φωνάζουν συνθήματα κατά της ταινίας, χαρακτηρίζοντάς τη φασιστική. Μάλιστα, σημειώθηκαν και προπηλακισμοί αιθουσαρχών και θεατών, πράγμα που οδήγησε τελικά στη διακοπή της προβολής της στους κινηματογράφους της επαρχίας.Εξαιτίας των γεγονότων, άρχισαν να παίρνουν θέση και τα υπόλοιπα κόμματα για το ζήτημα, ενώ και οι αναφορές στον Τύπο μέρα με τη μέρα πλήθαιναν. Η Νέα Δημοκρατία σε ανακοίνωσή της ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «στη δημοκρατική Ελλάδα οι Έλληνες είναι ελεύθεροι να εκφράζουν τις ιδεολογικές πεποιθήσεις τους, έχουν το δικαίωμα να βλέπουν όποιες ταινίες θέλουν, η τέχνη είναι ελεύθερη και έθεσε το ερώτημα αν τόσο η ελευθερία και η τέχνη, όσο και η έκφραση γνώμης μπορεί να υπόκειται στον καταναγκασμό της ανοιχτής τρομοκρατίας και της οργανωμένης βίας ή της απειλής». Παράλληλα, στις εφημερίδες και στα περιοδικά της εποχής πλήθος αριστερών διανοούμενων αλλά και απλών πολιτών κατέθεταν τις απόψεις τους στις αντίστοιχες στήλες. Δημιουργήθηκε, στην ουσία, ένας δημόσιος διάλογος ο οποίος συνεχίστηκε, πολλές φορές με πάθος, για τουλάχιστον ενάμιση χρόνο.
Στο βιβλίο και στη ταινία του ο Γκατζογιάννης αναφέρεται με τα μελανότερα των χρωμάτων στους αγωνιστές του ΕΛΑΣ και μέλη του ΚΚΕ, Σπύρο και Προκόπη Σκεύη, δασκάλους του χωριού Λια. Για τα αδέλφια, έναν εκ των οποίων χαρακτηρίζει αυθαίρετα παντελώς ως “τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο που γνώρισε στη ζωή του”, ο Γκατζογιάννης γράφει ότι με το “γλύψιμο” του πατέρα τους στον μητροπολίτη της περιοχής πέρασαν στη Σχολή Βελλάς.Aναφέρεται στα έργα και τις ημέρες του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου που εξαντλούνται περίπου στο τρίπτυχο: Εκτελέσεις- Κλοπές- Τρομοκρατία.Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο Γκατζογιάννης αναφέρει ότι το ΕΑΜ “μάζευε το τυρί των χωρικών και το πουλούσε στη μαύρη αγορά, από την οποία αγόραζε όπλα”. Αναφέρει ότι λόγω του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, “οι χαράδρες είχαν γεμίσει με πτώματα, κόσκινο από τις σφαίρες.Τα βασανιστήρια είναι δε τόσο φρικτά,που ο ΕΛΑΣ διατάζει τους κατοίκους να τραγουδούν δυνατά τον ύμνο του για να καλύψει τις φωνές τους.
Τι σημαίνει «Λιάς» για εσάς; τον ρωτάμε.
«Οπως όλοι μας, το μέρος όπου γεννηθήκαμε το πονάμε. Εδώ βέβαια είναι ο τόπος στον οποίο η μάνα μου θυσίασε τη ζωή της για εμένα και τις αδερφές μου. Ξαναέχτισα το πατρικό σπίτι τής μάνας μου και πριν από 30 χρόνια έχτισα έναν ξενώνα στο χωριό που λειτούργησε ως πόλος έλξης, αφού και άλλοι χωριανοί είδαν ότι είχαν κάπου να μείνουν όταν έρχονταν εδώ. Τελικά χτίστηκαν 51 καινούργια σπίτια στο χωριό μας την ίδια στιγμή που στα διπλανά χωριά δεν έχει χτιστεί ούτε ένα νέο σπίτι, ενώ και οι υπόλοιποι ξενώνες στα άλλα χωριά έχουν κλείσει. Ο Λιάς, που ανήκει στον Δήμο Φιλιατών, τον μεγαλύτερο Δήμο της Ελλάδας που έχει 46 χωριά, έχει τους περισσότερους κατοίκους από τα άλλα χωριά της περιοχής. Ωστόσο, όλα τα χωριά έχουν πρόβλημα γιατί δεν γίνεται καμιά προσπάθεια από τις κυβερνήσεις να τα σώσουν», λέει και συνεχίζει: «Εγώ από την πλευρά μου, έκανα και κάνω ό,τι μπορώ, όχι μόνο για τον Λιά, αλλά για όλη την Ελλάδα, είτε γράφοντας άρθρα για την Ελλάδα, είτε μιλώντας σε επιχειρηματίες που γνωρίζω να επενδύσουν στη χώρα. Ποτέ δεν πήρα ένα διαμέρισμα στην Ελλάδα, ούτε μια μετοχή στην Ελλάδα, δεν συμμετείχα σε καμιά επιχειρηματική δραστηριότητα γιατί δεν ήθελα κανένας να πει ότι ο Νίκος Γκατζογιάννης εκμεταλλεύεται την πατρίδα. Ευτυχώς στην Αμερική είναι πολλές οι ευκαιρίες και κατάφερα να βρω ό,τι χρειαζόμουν για να εξασφαλίσω τη ζωή μου. Ολα αυτά τα χρόνια προσπαθούσα να προσφέρω στην Ελλάδα και όχι να αποκτήσω από αυτήν».
- Η μουριά που περιγράφετε στο βιβλίο σας υπάρχει ακόμα; τον ρωτάμε.
«Υπάρχει ακόμα και βγάζει ωραία μούρα. Το καλοκαίρι έρχεται συνεχώς κόσμος από τα γύρω χωριά και από παντού που έχουν διαβάσει το βιβλίο και θέλουν να δουν τα μέρη που περιγράφω, έρχονται φοιτητές που μελετάνε το βιβλίο. Στις 24 Ιουλίου ήρθε ένα λεωφορείο με 37 φοιτητές από το Northeastern University που επίσης μελετάνε το βιβλίο. Είναι εκπληκτικό, το βιβλίο βγήκε το 1983, έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε αλλά ακόμα συγκινεί τον κόσμο».
- Αν γυρίζαμε τον χρόνο πίσω, θα κάνατε κάτι διαφορετικό σε όλη αυτή την συγκλονιστική ιστορία της αναζήτησης των δολοφόνων της μητέρας σας ή σε σχέση με τη μνήμη της μητέρας σας;
«Μου λένε όλοι ‘γιατί δεν έκανες ένα άγαλμα για τη μάνα σου, ένα μνημείο;’ Μα, το βιβλίο μου είναι το μνημείο γι’ αυτήν. Η εκδίκηση γι’ αυτούς που την σκοτώσανε είναι ότι από αυτό το βιβλίο θα μείνει η ιστορία του εμφυλίου πολέμου. Είναι το μόνο βιβλίο που είναι σε όλα τα πανεπιστήμια, σε όλες τις βιβλιοθήκες, που μεταφράστηκε σε πάνω από 30 γλώσσες. Και όλα αυτά γιατί γράφει την αλήθεια, δεν γράφτηκε με ιδεολογικούς σκοπούς. Δεν θα έκανα λοιπόν, τίποτα διαφορετικό. Το μήνυμα του βιβλίου είναι η θυσία και η αγάπη της μάνας μου για τα παιδιά της. Ολες οι μανάδες κάνουν θυσίες για τα παιδιά τους, θυσιάζουν καριέρες, θυσιάζουν όνειρα. Η δική μου μάνα έκανε την πιο μεγάλη θυσία που μπορεί να κάνει μια μάνα, θυσίασε τη ζωή της. Και από αυτό βγήκε η αλήθεια», λέει με συγκίνηση. Και προσθέτει: «Η μάνα μου δεν είναι η μόνη από την περιοχή που θυσιάστηκε. Θυσιάστηκαν και άλλοι άνθρωποι και άλλες γυναίκες. Μια μάνα την πήραν οι Γερμανοί στο Νταχάου. Γλίτωσε από εκεί γύρισε από εκεί και την εκτέλεσαν οι ίδιοι οι συμπατριώτες της. Δίπλα σε ένα χωριό εδώ βρήκαν έναν τάφο με 114 παιδιά. Τα εγκλήματα αυτά δεν ήθελαν οι άνθρωποι αυτοί να έρθουν στην επιφάνεια. Οπως όμως είπε ο Ισπανός φιλόσοφος Σανταγιάνα ‘ένας λαός που πάει να κρύψει το παρελθόν του, θα το ξαναζήσει’. Εγώ έγραψα το βιβλίο για να γράψω την αλήθεια και κανένας μέχρι τώρα δεν βγήκε να διαψεύσει έστω και ένα γεγονός. Κανένας δεν μου έκανε μήνυση.
- Το βιβλίο «Ελένη» είναι αναμφίβολα ένα μνημείο για τη θυσία της μητέρας σας. Παράλληλα τι άλλο είναι για τον Ελληνισμό;
«Δείχνει ότι οι Ελληνες πάντα έκαναν θυσίες για την ελευθερία, για τις αξίες που διέδωσαν στον Κόσμο: την Δημοκρατία, την ελευθερία γνώμης κτλ. Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο αυτό διαβάζεται ακόμα».
- Την περιμένατε την παγκόσμια επιτυχία του βιβλίου;
«Οχι καθόλου. Εγώ το έγραψα για τα παιδιά μου και τα ανίψια μου για να μάθουν τι θυσίες έκανε η γιαγιά τους για να τους προσφέρει αυτή τη ζωή που έχουν. Πίστευα ότι θα πουλούσε 5-6 χιλιάδες αντίτυπα σε Ελληνοαμερικανούς και μέχρι τώρα πούλησε πάνω από 4 εκατομμύρια σε πάνω από 30 γλώσσες».
Με δεδομένο ότι η Ελένη Γκατζογιάννη έπεσε θύμα της δράσης των κομουνιστών στον Εμφύλιο, δεν θα μπορούσαμε να μην ρωτήσουμε τον γιο της πώς εξηγεί το φαινόμενο οι Ελληνες να θέλγονται ακόμα και σήμερα από τον κομουνισμό.
Το πρόβλημα είναι ότι, όπως στην Αμερική μετά τον Εμφύλιο υπήρχε ένας ρομαντισμός για τον Νότο, το ίδιο έγινε και εδώ για τον ηττημένο του εμφυλίου πολέμου. Οι Ελληνες είναι γεννημένοι να είναι έμποροι, επαγγελματίες να ρισκάρουν και εδώ δημιουργήθηκε ένα σύστημα που έπαιρνε τα πιο έξυπνα παιδιά και τα έκανε δημοσίους υπαλλήλους. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα υπάρχει αυτός ο ψευτορομαντισμός ότι με το τέλος του Εμφυλίου χάθηκε μια ευκαιρία που θα έφερνε καλύτερη ζωή για τους Ελληνες. Χάθηκε η ευκαιρία που θα έκανε την Ελλάδα σαν την Αλβανία, σαν την Ρουμανία, σαν την Βουλγαρία», λέει γελώντας και συνεχίζει: «Ο ρομαντισμός αυτός υπάρχει μόνο στην Ελλάδα. Εγώ έχω πάει παντού στον Κόσμο. Οι Ελληνες είναι οι τελευταίοι στον Κόσμο (ευτυχώς ο αριθμός αυτός μειώνεται) που πιστεύουν σε μια τελειωμένη ιδεολογία. Η Ελλάδα με θυσίες χιλιάδων ανθρώπων γλίτωσε από τον κομουνισμό. Αλλά καμιά φορά λέω, μήπως θα ήταν καλύτερα να τον είχε γνωρίσει από κοντά ώστε να διαλύονταν όλος αυτός ο ψευτορομαντισμός;
Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο δεν υπήρξε καμιά αντίδραση. Προσπάθησαν να το αγνοήσουν έκτος από τον κόσμο πού πήγαινε και το αγόραζε για να το διαβάσει. Ως τώρα το βιβλίο έχει πουλήσει περισσότερα αντίτυπα από οποιοδήποτε άλλο χαρτόδετο βιβλίο τα τελευταία χρόνια. Όταν, όσοι θέλησαν να συγκαλύψουν αυτά τα περιστατικά, είδαν την απήχηση του βιβλίου άρχισαν να επιτίθενται εναντίον του βιβλίου. Δεν είμαι οργισμένος, στην πραγματικότητα λυπάμαι βαθιά που ορισμένοι Έλληνες – εννοώ αυτή την ορισμένη κατηγορία των Ελλήνων έχουν τόσο λίγο αλλάξει τα τελευταία 35 χρόνια.Δεν βλέπουν την τραγωδία πού προκάλεσε η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος και για την οποία δεν ζήτησαν ποτέ ΣΥΓΓΝΩΜΗ. Η σύγκρουση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε και σε άλλες χώρες, στην Ιταλία λ.χ. Ο Τολιάτι, ο αρχηγός του ιταλικού Κ.Κ., παραλίγο να χάσει τη ζωή του σε μιαν απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, αλλά είπε στους δικούς του: «Μην πάτε στα βουνά γιατί δεν έχουμε ανάγκη από δεύτερο πόλεμο σ’ αυτή τη χώρα, μείνετε και αγωνιστείτε για τις ιδέες σας μέσα στα πλαίσια των θεσμών πού ισχύουν στον τόπο μας». Ενώ οι Έλληνες ηγέτες τού Κ.Κ. – εξαπέλυσαν αυτό τον πόλεμο που ήταν ανόητος και καταστροφικός για τους οπαδούς τους. Έχω παρατηρήσει ότι κανένας από τούς ηγέτες δεν σκοτώθηκε. Το φοβερό είναι ότι εξαπέλυσαν ένα τέτοιο κύμα τρομοκρατίας στα κατεχόμενα χωρία ώστε ο λαός αρνείται ακόμα και σήμερα να δεχθεί αδιαφιλονίκητα γεγονότα. Η μάνα μου, η Ελένη Γκατζογιάννη, δεν ήταν η μόνη γυναίκα που σκοτώθηκε στα βουνά της Μουργκάνας. Μαζί της την ίδια μέρα χάθηκαν άλλες 12 ψυχές. Στον κήπο μας, στόν κήπο τού σπιτιού μας που χρησιμοποιήθηκε σαν πολιτοφυλακή, βρέθηκαν 38 πτώματα, σ’ ένα φαράγγι κοντά στο διπλανό χωριό βρέθηκαν 121 πτώματα. Όλα αυτά τα βουνά είδαν εκτελέσεις εκατοντάδων ανθρώπων, πιο πολλές γυναίκες παρά άντρες, γιατί οι άντρες είχαν ήδη φύγει και οι γυναίκες είχαν μείνει πίσω. Αυτό ήταν ένα σχέδιο τρομοκρατίας επινοημένο, υπογεγραμμένο και εφαρμοσμένο από τον Κώστα Κολιγιάννη που ήταν ό πολιτικός καθοδηγητής της περιοχής και απηχούσε τη γενικότερη πολιτική του Κ.Κ. Και αν προσπαθήσει κανείς να θολώσει αυτή την εικόνα, να πει δηλαδή ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν στον πόλεμο ή να πει ας τα ξεχάσουμε τώρα, είναι το ίδιο όπως όταν ένα άτομο προσπαθεί να συγκαλύψει δραματικές περιόδους στη ζωή του και γίνεται νευρωτικό. Ξέρετε πως ένας καλός μαρξιστής, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, είπε: « Όποιος ξέρει την αλήθεια και την κρύβει είναι εγκληματίας». Πιστεύω ότι δεν πρέπει να κρύβουμε ούτε πρέπει να λησμονούμε τα όσα συνέβησαν στον εμφύλιο πόλεμο. Πιστεύω ότι πρέπει να ρίξουμε φως σε όλες τις λεπτομέρειες της και να βρούμε ποιος έκανε το καθετί, να εξετάσουμε τις αιτίες ώστε να μην μπορεί να ξανασυμβεί. Θέλουμε να είμαστε σαν τους Τούρκους που αρνούνται να παραδεχθούν ότι εξόντωσαν εκατομμύρια Αρμενίων; Είναι ανθυγιεινό να κρύβει κανείς αυτά και όταν με πλησιάζουν άνθρωποι και μου λένε «ανοίξατε πληγές», εγώ δεν συμφωνώ καθόλου μ’ αυτή την οπτική, αντίθετα πιστεύω ότι άνοιξα τον δρόμο στην αλήθεια. Ότι, επιτέλους, ύστερα από μια μακρυά περίοδο όπου ή Δεξιά έδινε τη δική της εκδοχή του πολέμου και μια εξίσου μακριά περίοδο όπου η Αριστερά δίνει τη δική της εκδοχή εξίσου στρεβλή και παραποιημένη, η πόρτα άνοιξε για την αλήθεια και αν μπορώ μ’ αυτό τον τρόπο να βοηθήσω κι εγώ θα είμαι διπλά ευχαριστημένος. Αισθάνομαι πως όλοι οι άνθρωποι είναι κατ’ ουσίαν ίδιοι, ότι έχουν δηλαδή τη δυνατότητα να είναι σκληροί και ανελέητοι αλλά και τη δυνατότητα για καλές, εποικοδομητικές και δημιουργικές πράξεις. Τώρα, όταν η καταστροφική δύναμη μιας φύσης ελευθερώνεται από έναν φανατικό στόχο που βασίζεται στην αρχή ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. όπως ο κομμουνισμός ή ο φασισμός ή το Ισλάμ, όταν ακούω να λέγεται ότι ένας αγώνας είναι κάτι πιο σημαντικό από το άτομο, για το όποιο υποτίθεται ότι διεξάγεται αυτός ο αγώνας, τότε ξέρω ότι αυτός ο αγώνας είναι κακός και καταδικαστέος. Στον εμφύλιο πόλεμο έγιναν υπερβολές και από τις δύο πλευρές, αυτό είναι φανερό και θα πρέπει να είναι κανείς ηλίθιος για να ισχυρίζεται ότι η μία πλευρά είναι καλή και η άλλη κακή. Στον κόσμο τον δικό μου, αυτόν πού περιγράφω, οι υπερβολές του κομμουνισμού ήταν πολύ μεγαλύτερες. Ίσως να υπάρχουν άλλα μέρη της Ελλάδας όπου να σημειώθηκαν μεγαλύτερες ακρότητες από την άλλη πλευρά, αλλά στα δικά μου τα χωριά, στα χωριά για τα όποια μιλώ, σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι στο καθένα και εκατοντάδες έχασαν τη ζωή τους σε όλη αυτή την περιοχή, ενώ ο αριθμός των θυμάτων των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν πολύ μικρός. Στην Πελοπόννησο ίσως να συνέβη το αντίθετο.
Τι θα συμβουλεύατε τους νέους Ελληνες;
«Οι Ελληνες θα πρέπει να γυρίσουν στον χαρακτήρα τους, που είναι να είναι δραστήριοι έμποροι, επαγγελματίες, άνθρωποι που ήταν πάντα έτοιμοι να ρισκάρουν για να πετύχουν τα όνειρά τους και όχι να μένουν απλά σε ένα γραφείο σε όλη τη ζωή τους εξασφαλίζοντας ένα μισθό ως δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτή είναι η φύση μας: ο Σίνας, ο Ζάππας, ο Μπενάκης, ο Τοσίτσας-Αβέρωφ. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν ο πρώτος που επένδυσε στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βλέπεις όμως κανέναν δρόμο στην Αθήνα που να φέρει το όνομα του Αριστοτέλη Ωνάση; Αν πας όμως στην αμερικανική πρεσβεία δίπλα υπάρχει ένας δρόμο που λέγεται ‘Οδός Πέτρου Κόκκαλη’. Ποιος ήταν ο Πέτρος Κόκκαλης; Ηταν αυτός που οργάνωσε το παιδομάζωμα για την ‘Κυβέρνηση του Βουνού’. Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα δεν εκτιμάει εκείνους που προσφέρανε. Εκτιμάει εκείνους που έκαναν μεγάλο κακό στην πατρίδα.H Ελλάδα περνάει μια δύσκολη περίοδο, αλλά να μην ξεχνάμε ότι είναι ένα από τα πιο όμορφα μέρη του Κόσμου και ότι οι Ελληνες είναι έξυπνοι δημιουργικοί που μπορεί να πετύχει πολλά και θα πετύχει αν αφήσει αυτές τις αποτυχημένες και πεθαμένες ιδέες.Αυτό πού έδωσε ο ελληνικός λαός στον κόσμο είναι η έννοια της δημοκρατίας και όταν οποιοσδήποτε στην Ελλάδα υποστηρίζει μιαν ολοκληρωτική ιδεολογία, είτε κομμουνιστική είτε φασιστική, είναι, κατά τη γνώμη μου. σαν να προδίδει την κληρονομιά του. Θέλω να πω ότι οι Σοβιετικοί μπορούν να είναι κομμουνιστές, οι Γερμανοί μπορούν να είναι ναζί. Έχουν μακρές περιόδους τυραννίας στην ιστορία τους. Αλλά να γίνεται φασίστας ή κομμουνιστής ένας Έλληνας είναι για μένα απαράδεκτο. Οι άνθρωποι αγαπούν να ξεχνούν αλλά αντιστέκομαι στη λήθη.
Ο Νίκος Γκατζογιάννης αποτελεί λαμπρό παράδειγμα Ελληνα της Διασποράς. Το τελευταίο του βιβλίο είναι η ρομαντική ιστορία της σχέσης της Μαρίας Κάλλας και του Αριστοτέλη Ωνάση.Να σημειωθεί ότι η «Ελένη», που εκδόθηκε από τον Εκδοτικό Οίκο Random House το 1983, βραβεύθηκε πολλές φορές και από επιφανείς φορείς όπως the National Book Critic's Circle και την Royal Society of Literature in Great Britain. Στο βιβλίο «Ελένη» έκανε δημόσια αναφορά ο αείμνηστος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1987.
Μηχανή του χρόνου
www.ifimerida.gr
Katoci.blogspot.com