''Η πόλις Εάλω'' - Θρήνοι


Η είδηση της Άλωσης, στους θρήνους, φτάνει άλλοτε από το πουλί που γυρνά με καμένα φτερούδια από την Πόλη, άλλοτε από το παιδί της χήρας που διαβάζει τα χαρτιά, άλλοτε από το καράβι κι άλλοτε από άγγελο σταλμένο απʼ το Θεό.Γνήσια δημιουργήματα της λαϊκής έμπνευσης, εκφράζουν τη θλίψη των Ελλήνων για το ''πάρσιμο'' της Πόλης απ’ την Τουρκιά αλλά και την ελπίδα της επανάκτησης των αλύτρωτων πατρίδων.Θλίψη και ελπίδα δένονται αρμονικά σε ήχους αργούς και μελικούς. Αλλοτε όμως οι ήχοι τους έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια τους και είναι χαρμόσυνοι. Αυτό, όπου έγινε, έγινε σκόπιμα, για να μπορούν τα τραγούδια αυτά να τραγουδιούνται από τους έλληνες στα πανηγύρια τους, χωρίς να δίνουν στόχο για το περιεχόμενό τους, αλλά αντίθετα να δίνουν την αίσθηση πως επρόκειτο για τραγούδια γιορτινά, κατά πως πρόσταζε η περίσταση, ώστε να μη δίνουν στόχο στους Τούρκους, οι οποίοι πλέον επέβλεπαν κάθε κίνηση τους και να μπορούν ταυτόχρονα τα τραγούδια αυτά να περνούν, απαρατήρητα από τον κατακτητή, από στόμα σε στόμα από γενιά σε γενιά.


Δημοτικό Μακεδονία

Θέλω νʼ ανέβω σε βουνό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
γιε μʼ τους κάμπους ν΄ αγναντέψω,
πέρδικα, μαρή πέδικά μου.
Βρίσκω μια πετροπέρδικα, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μʼ μια πετροπεριστέρα
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου.
Να λέει τραγούδι θλιβερό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μʼ να λέει μοιρολόγι
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μʼ μοιρολογάει και λέει,
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Οι Τούρκοι επήραν τη Σοφιά, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μʼ το Μέγα Μαναστήρι
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου
Πήραν άσπρα, πήραν φλωριά
Πήραν μανάδες και παιδιά μου…»

Δημοτικό Μακεδονία

Εσείς πουλιά πετούμενα, πετάτε στον αέρα
Στείλτε χαμπέρια στη Φραγκιά στη Μοσχοβιά μαντάτα
Πήραν την πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Και η κυράτσα Παναγιά στην πόρτα ακουμπισμένη
Χρυσό μαντήλιν εκρατεί, τα δάκρυα της σφουγγούσε
Και τους μαστόρους έλεγε και τους μαστόρους λέγει
Πάψτε μαστόροι τη δουλειά, μη χάνετε καιρό σας
Εδώ τζαμί δε γίνεται, για να λαλούν χοτζάδες,
εδώ θα μένει η Αγια Σοφιά…

Δημοτικό Ηπείρου

Που πας μωρέ που πάς χελιδονάκι μου
Που πας χελιδονάκι μου, που πας με τον αγέρα
Πάνω μωρέ πάνω μαντάτα στη Φραγκιά
Πάνω μαντάτα στη Φραγκιά, μαντάτα για την Πόλη
Πήραν μωρέ πήραν, την Πόλη πήρανε
Πήραν την Πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν μωρέ πήραν και την Αγια Σοφιά
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μαναστήρι
Βγάλτε μωρέ βγάλτε παπάδες τα ιερά
Βγάλτε παπάδες τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε
Γιατί μωρέ γιατʼ είναι θέλημα Θεού
Γιατʼ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.

Δημοτικό Θεσσαλία

Ανάμεσα τρεις θάλασσες, τριανταφυλλάκι μʼ κόκκινο
Ανάμεσα τρεις θάλασσες, καράβι κινδυνεύει
Με τʼ άργανα κιντύνευε, τριαναταφυλλάκι μʼ κόκκινο,
Με τʼ άργανα κιντύνευε, με τον αέρα σειώταν
Και με τα χαλκοτύμπανα, μαζώνοντʼ αντρειωμένες.
Μαζώνουνταν, συνάζουνταν, πύργον θέλουν να στήσουν,
Να στήσουν την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι.
Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν
Κι οι Άγγελοι απʼ τον ουρανό βάζουν τα κεραμίδια

Δημοτικό Ανατολική Θράκη

Τρία καράβια – βόηθα Παναγιά – τρία καράβια φεύγουνε
που μέσα που την Πόλη, κλαίει καρδιά μʼ κλαίει
καρδιά μʼ κι αναστενάζει
Το ΄να φουρτώ – βόηθα Παναγιά – το ʼνα φουρτώνει το σταυρό
Κι ταʼ άλλου του Βαγγέλιου κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μʼ κι αναστενάζει
Το τρίτο το – βοήθα Παναγιά – το τρίτο το καλύτερο
Την Άγια Τράπεζά μας, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μʼ κι αναστενάζει
Μη μας τα πά – βόηθα Παναγιά – μη μας τα πάρουν οι άπιστοι
Και μας τα μαγαρίσουν, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μʼ κι αναστενάζει
Η Παναγιά αναστέναξι κι δάκρυσαν οι κόνις.

Δημοτικό Βορείου Αιγαίου

Μονʼ δώστε λόγο στη Φραγκιά, ναʼ ρθουν τρία καράβια
Το ΄να να πάρει το σταυρό και τʼ άλλο το ευαγγέλιο
Το τρίτο το τρανίτερο την άγια τράπεζά μας
Μη μας τα πάρουν οι άπιστοι και μας τα μαγαρίσουν
Κι η Δέσποινα ως ταʼ άκουσε, τα μάθια τσε δακρύσαν
Κι ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ την επαρηγορούσαν
Σώπασʼ αφέντρα μʼ και κυρά και μην πολύ δακρύζεις
Πάλαι με χρόνια με καιρούς, πάλαι δικά μας θα ʼναι

Δημοτικό Σαγιάδες (Τρικάλων)

Στην Πόλη γράφουν τα χαρτιά, στη Σαλλονικʼ τα στέλνουν
Κανάς δεν πάει να τα δει, κανάς δεν τα διαβάζει
Μόνο της χήρας το παιδί πααιν΄ και τα διαβάζει
Η μάνα του τον ρώτησι κι η μάνα του του λέει
Παιδί μʼ τι γράφουν τα χαρτιά, τι μολογάει το γράμμα
Αυτό που γράφουν τα χαρτιά ο Θιός να μην το δώσει
Θέλει να γίνει πόλεμος, η Πόλη να τουρκέψει.

Δημοτικό Νιγρίτα (Σερρών)

Ισείς πουλιά μʼ πιτούμενα, πιτάτι στουν αέρα
Χαμπέρ να πάτι στο Μοριά, χαμπέρι στην Ελλάδα:
«Τούρκοι την Πόλη πήρανε» , πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και τηνʼ Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι
Πώ χει τριακόσια σήμαντρα κι αξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος
Τούρκοι την Πόλη πήρανε

Δημοτικό Καρδίτσα

Από την Πόλη ως τη Σαλλονίκη, Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει
Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει, νούδι γκιζιρούσι, νούδι κι πετούσι
Μον' περπατούσι κι ηλεγεν Ελένη μʼ πήραν την πόλʼ πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν την Πολʼ πήραν την Σαλλονίκη, πήραν το Μέγα Μοναστήρι
Πω χει τριακόσια σήμαντρα Ελένη μʼ κι ηξήντα δυο καμπάνες
Κι ηξήντα δυο καμπάνες και χίλιους καλογέρους

Δημοτικό Βιθυνίας (Μ.Ασίας)

Σήμερα ψέλνουν εκκλησιές κι όλα τα μοναστήρια
Ψέλνει και η Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς
Ψιλή φωνή εξέβγηκε μέσα απού τα ουράνια:
Αγία Σοφία πάρθηκε σʼ Αγαρηνών τα χέρια
να κόψουνε οι ψαλμωδιές...


Ηπειρώτικο

Που πας μωρέ που πάς χελιδονάκι μου
Που πας χελιδονάκι μου, που πας με τον αγέρα
Πάνω μωρέ πάνω μαντάτα στη Φραγκιά
Πάνω μαντάτα στη Φραγκιά, μαντάτα για την Πόλη
Πήραν μωρέ πήραν, την Πόλη πήρανε
Πήραν την Πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν μωρέ πήραν και την Αγια Σοφιά
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μαναστήρι
Βγάλτε μωρέ βγάλτε παπάδες τα ιερά
Βγάλτε παπάδες τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε
Γιατί μωρέ γιατ’ είναι θέλημα Θεού
Γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει




Δημοτικό (Μακεδονίας)

Τρεις καλογέροι κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Αγον Όρος
Καράβιν αρματώνουνε και καλοσυγυρίζουν
Στην πρύμνη βάζουν το σταυρό, στη μεσ’ τον Πατριάρχη
Και ψάλλαν το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Φωνή ηκούσθη εξ ουρανού, εκ στόματος αγγέλου
Ας πάψει το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Πήραν οι Τούρκοι τη Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Πώ ΄χει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες


Δημοτικό (Θράκης)

Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄ την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι

Δημοτικό (Ανατ. Στερεάς Ελλάδας)

Θέλω ν’ ανέβω σε βουνό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
γιε μ’ τους κάμπους ν΄ αγναντέψω,
πέρδικα, μαρή πέδικά μου.
Βρίσκω μια πετροπέρδικα, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μια πετροπεριστέρα
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου.
Να λέει τραγούδι θλιβερό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ να λέει μοιρολόγι
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μοιρολογάει και λέει,
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Οι Τούρκοι επήραν τη Σοφιά, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ το Μέγα Μαναστήρι
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου
Πήραν άσπρα, πήραν φλωριά
Πήραν μανάδες και παιδιά μου

(Πόντου)

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλιν
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο


Δημοτικό (Ελασσόνας)

Ένα πουλάκι ξέβγαινε πω μέσα από την Πόλη,
Χρυσά ήταν τα φτερούδια του, χρυσά και κεντημένα
Κι ήταν καημένα από φωτιά και μαυροκαπνισμένα
πες μας πες μας πουλάκι μου, κανα καλό χαμπάρι
Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω
Πήραν την Πόλιν η Τουρκιά, πήραν και το Φανάρι
Πήραν και την Αγια Σοφιά.





Ευχαριστούμε το ''Αρχείο Ελληνικής Μουσικής'', που οι άνθρωποί του με μεράκι και φροντίδα συγκεντρώνουν και καταγράφουν κάθε λογής παραδοσιακό τραγούδι του τόπου μας. (Για το ''Αρχείο Ελληνικής Μουσικής'' βλ. περισσότερες λεπτομέρειες στην Βιογραφία του Χρόνη Αηδονίδη στην κατηγορία ''βιογραφίες'' του MusicHeaven.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.