Στα Ψαρά, στις 27 Απριλίου 1822 είχαν συγκεντρωθεί 29 υδραίικα πλοία με επικεφαλής τον Ανδρέα Μιαούλη που σιωπηρά αναγνωριζόταν ως αρχιναύαρχος, 19 σπετσιώτικα, υπό τους Αναστάσιο Ανδρούτσο και Ανδρέα Χατζή Αναργύρου και 16 ψαριανά.Σύμφωνα με έγγραφα του αρχείου Μιαούλη, αυτό έγινε στις 10 Μαΐου, οπότε ξεκινούσε η μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Τούρκων, το Ραμαζάνι.Κατά το Ραμαζάνι, οι μουσουλμάνοι νηστεύουν από τα βαθιά χαράματα μέχρι τη δύση του Ήλιου, απέχοντας από τροφή, νερό και καπνό.Ο Μιαούλης είχε σχεδιάσει η ελληνική επίθεση να γίνει στο στενό του Τσεσμέ όπου ο εχθρικός στόλος δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Δύο απόπειρες επίθεσης όμως που έγιναν στις 10 Μαΐου και λίγες μέρες αργότερα, απέτυχαν. Στη νυχτερινή επιχείρηση όμως στη βόρεια είσοδο του στενού τον Τσεσμέ στις 18 Μαΐου, οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν «έκοψαν τις άγκυρές των, εκτυπήθησαν μία με την άλλην», ενώ και οι ζημιές που προκάλεσαν τα ελληνικά πλοία με τα κανόνια τους στα τουρκικά, ήταν σημαντικές. Η προσπάθεια πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας που έγινε, απέτυχε και τα ελληνικά πλοία αποσύρθηκαν στα Ψαρά.Στο μεταξύ, στα πληρώματα λόγω καθυστέρησης της μισθοδοσίας τους, παρουσιάστηκαν κρούσματα απειθαρχίας, ενώ όπως γράφει ο Σπετσιώτης αγωνιστής και ιστορικός του ναυτικού αγώνα Αναστάσιος Ορλάνδος, υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των Υδραίων (Μιαούλη, Βούλγαρη, Λαλεχού) και των Σπετσιωτών (Ανδρούτσου, Χατζή Αναργύρου) ναυάρχων.Παρά τις προσπάθειες των Ψαριανών, η ένταση δεν καταλάγιασε και οι Σπετσιώτες αποχώρησαν στις 31 Μαΐου «προς αποφυγήν ρήξεως τινός, ήτις ήθελεν έχει τα ολεθριότερα αποτελέσματα δια το Ελληνικόν ναυτικόν και δι’ όλον το έθνος». (Α. Ορλάνδος).
Την ίδια μέρα, αποφασίστηκε από τους Ψαριανούς να χρησιμοποιηθούν πυρπολικά εναντίον της τουρκικής αρμάδας, που η εξουδετέρωση της ήταν επείγουσα καθώς στις ελληνικές θάλασσες κατέφθανε και ο αιγυπτιακός στόλος.Απόλυτα σύμφωνοι, ήταν και οι Υδραίοι ναύαρχοι Ανδρέας Μιαούλης, Λάζαρος Λαλεχός και Ιωάννης Βούλγαρης.Την 1η Ιουνίου 1822, μετά από μία κατανυκτική λειτουργία στον Άγιο Νικόλαο των Ψαρών και αφού τα πληρώματά τους κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων, δύο πυρπολικά, ένα από τα Ψαρά με κυβερνήτη τον Κωνσταντίνο Κανάρη και ένα από την Ύδρα με κυβερνήτη τον Ανδρέα Πιπίνο, συνοδευόμενα από 4 ακόμη πλοία, δύο από τα Ψαρά (των Ν. Γιαννίτση και Γ. Κουτσούκου) και δύο από την Ύδρα (των Ι. Ζάκα και Α. Ραφαλιά) που θα βοηθούσαν μετά την πυρπόληση, στην περισυλλογή των πληρωμάτων των πυρπολικών αναχώρησαν για να «συναντήσουν» τον τουρκικό στόλο.Το βράδυ της 6ης προς την 7η Ιουνίου, οι συνθήκες ήταν ιδανικές για τους τολμηρούς μπουρλοτιέρηδες. Ο άνεμος ευνοϊκός, η νύχτα αφέγγαρη και οι Τούρκοι γιόρταζαν την τελευταία νύχτα του Ραμαζανιού.Ο Κανάρης κι ο Πιπίνος με περισσό θάρρος-θράσος, κινηθηκαν προς την τουρκική ναυαρχίδα, προφανώς για κατόπτευση και συνομίλησε με τον Καρά Αλή.Ο Κανάρης ανέβηκε σε ένα θεόρατο πλοίο με 84 κανόνια, πάνω στο οποίο βρίσκονταν, κατά τον Σαράντο Καργάκο 2.286 άτομα (λόγω της δεξίωσης) και πολλά λάφυρα, ενώ ο Πιπίνος κινήθηκε προς την υποναυαρχίδα, ένα δίκροτο του Μπεκίρ Μπέη
Ο Πιπίνος κόλλησε το πυρπολικό του πάνω στο δίκροτο, αλλά έφυγε βιαστικά χωρίς να το δέσει καλά. Έτσι οι Τούρκοι κατόρθωσαν να το ξεκολλήσουν και να σώσουν το γιγάντιο πλοίο, που όμως έπαθε σοβαρές ζημιές και δεν μπορούσε να πάρει μέρος σε επιχειρήσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα.Αντίθετα, ο Κανάρης, χάρη και στους έξοχους χειρισμούς του πηδαλιούχου Γιάννη Θεοφιλόπουλου (από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας, που ήταν πηδαλιούχος και του Παπανικολή στην Ερεσό), έδεσε καλά το πυρπολικό του στην τουρκική ναυαρχίδα. Η φωτιά εξαπλώθηκε παντού στη ναυαρχίδα αλλά και σε ένα γαλιόνι που βρισκόταν κοντά της.Όπως γράφει ο Δζεβδέτ πασάς: «Ο καπιτάν πασάς με τους άλλους «υπαλλήλους» εξύπνησαν μεθυσμένοι.Αντιληφθέντες δε, ότι άλλη ελπίς σωτηρίας δεν υπήρχεν, οι μεν αξιωματικοί και ναύται έπεσαν εις την θάλασσαν και κολυμβώντας άλλοι μεν εξήλθον εις την ξηράν, άλλοι δε επνίγησαν. Ο δε καπιτάν κατήλθε με τους υπηρέτες του εις λέμβον, όπως φθάσει εις την ακτήν. Εκραγείσης όμως της πυριτιδαποθήκης της ναυαρχίδας, εφονεύθη υπό πεσούσης κεραίας, ήτις εβύθισε την λέμβον».Ο Τρικούπης γράφει ότι ο Καρά Αλή σκοτώθηκε από κατάρτι της ναυαρχίδας που έπεσε και τον χτύπησε στη μέση. Κάποιοι βούτηξαν στη θάλασσα όπου είχε πέσει και τον έσωσαν. Τον μετέφεραν στην ακτή, όπου όμως ξεψύχησε.Αυτό ήταν το τέλος του Καρά Αλή, που όταν κάποιοι αξιωματικοί λίγες ώρες πριν, του είχαν πει να έχουν έτοιμες τις άγκυρες για απόπλου, είπε: «Είσθε δειλοί! Ο άπιστος (δηλ. οι Έλληνες), αν είναι φωτιά, θα κάψει όσο φθάνει το έγκλημά του. Πού να τολμήσει αυτός να κινηθεί;» και εκτόξευσε διάφορες απειλές για τους Έλληνες. Οι 19 πυρπολητές του Πιπίνου και οι 24 του Κανάρη, σώοι και αβλαβείς επέστρεψαν στα Ψαρά όπου γνώρισαν αποθέωση. Μαζί με τον Κανάρη, βρισκόταν κι ο αδελφός του Αναγνώστης.
Απ’ όλο το τσούρμο του, μόνο κάποιος Παπαδημητράκης, δείλιασε την τελευταία στιγμή και δεν τον ακολούθησε. Η σύζυγος του, Αγγελική Τσακάλη τον χώρισε (!) «μη αξιούσα να συζεί μετά τοιούτου περιφρονημένου ανδρός» Ο Καρά Αλή τάφηκε στη Χίο. Έξαλλοι οι Τούρκοι, κατέστρεψαν και τα Μαστιχοχώρια που ως τότε παρέμεναν αλώβητα.Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας «αφήκε κατάπληκτα τα πληρώματα ολόκληρου του στόλου», γράφει ο Δζεβδέτ πασάς.Ο Άγγλος ιστορικός Γκόρντον γράφει ότι η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας ήταν «ένα από τα πιο καταπληκτικά στρατιωτικά κατορθώματα που αναφέρει η ιστορία», ενώ στην Ευρώπη, όπου το όνομα του Κανάρη έγινε θρύλος, χαρακτηρίστηκε ως «κοσμοϊστορικό γεγονός».
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος ΙΒ’ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ κατά τους Τούρκους Ιστοριογράφους εν Αντιπαραβολή και προς τους Έλληνες Ιστορικούς», Αθήναι 1960.
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821, Γ’ ΜΕΡΟΣ» ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ- Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, ΤΟΜΟΣ Β’.
https://www.eurohoops.net/el
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.